Σαν σήμερα 11 Αυγούστου

Σαν σήμερα 11 Αυγούστου

Η τραγική δολοφονία του Τάσου Ισαάκ στις 11 Αυγούστου 1996 κατά τη διάρκεια της διαμαρτυρίας μοτοσυκλετιστών για τη συνεχιζόμενη κατοχή της Βόρειας Κύπρου από την Τουρκία συγκλόνισε την κοινή γνώμη και ανέδειξε τις εντάσεις στη διαιρεμένη Κύπρο.

Ο Ισαάκ, μαζί με άλλους διαδηλωτές, βρέθηκε στη νεκρή ζώνη της «Πράσινης Γραμμής» στη Δερύνεια, όπου δέχθηκε φονική επίθεση από Τουρκοκύπριους και αστυνομικούς του ψευδοκράτους, με αποτέλεσμα να ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου. Η ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ (UNFICYP) απέτυχε να τον σώσει, οδηγώντας στη βίαιη απώλειά του.

Η δολοφονία του Ισαάκ προκάλεσε διεθνή κατακραυγή, με την Κύπρο να εκδίδει εντάλματα σύλληψης για τους υπεύθυνους, οι οποίοι μέχρι σήμερα παραμένουν ατιμώρητοι. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδίκασε την Τουρκία το 2008 για τη δολοφονία, επιδικάζοντας αποζημίωση στην οικογένειά του.

Η κηδεία του Ισαάκ, που έγινε με πάνδημο τρόπο, και η δολοφονία του ξαδέλφου του, Σολωμού Σολωμού, λίγες μέρες μετά, άφησαν ανεξίτηλα σημάδια στην κυπριακή ιστορία και στη συλλογική μνήμη του λαού. Η κόρη του Ισαάκ, Αναστασία, βαπτίστηκε από τον τότε Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας, Θεόδωρο Πάγκαλο, ενώ η Χάρις Αλεξίου της αφιέρωσε ένα τραγούδι προς τιμήν της.

Η γέννηση του χιπ-χοπ

Όπως κάθε μουσικό στιλ, έτσι και το χιπ χοπ έχει τις ρίζες του σε άλλα μουσικά είδη και η εξέλιξή του διαμορφώθηκε από πολλούς και διαφορετικούς καλλιτέχνες. Υπάρχει όμως ομοφωνία ως προς την ημερομηνία και τον τόπο γέννησής του, καθώς και στον καλλιτέχνη που το δημιούργησε.

Ήταν 11 Αυγούστου 1973, όταν σ’ ένα πάρτι γενεθλίων της αδελφής του σ’ ένα μικρό διαμέρισμα της Λεωφόρου Σέτζγουικ 1520 στο Δυτικό Μπρονξ της Νέας Υόρκης, ο Κλάιβ Κάμπελ, πιο γνωστός ως DJ Kool Herc, ανέλαβε να διασκεδάσει τους παρευρισκόμενους.

 
Γεννημένος και μεγαλωμένος ως τα δέκα του χρόνια στο Κίνγκστον της Τζαμάικα, ο Κάμπελ άρχισε την καριέρα του ως dj στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στο Μπρονξ, παίζοντας μουσική σε πάρτι, αλλά και στα διαλείμματα των συναυλιών του συγκροτήματος του πατέρα του. Ο DJ Kool Herc μιμούνταν συχνά το στιλ των Τζαμαϊκανών DJ, μιλώντας (toasting) πάνω στη μουσική. Αλλά η καθοριστική συμβολή του στη γέννηση του χιπ χοπ δεν έχει τόσο σχέση με το toasting, αλλά με κάτι άλλο πιο θεμελιώδες.

Η χαρακτηριστική καινοτομία του DJ Kool Herc προήλθε από την παρατήρηση του τρόπου με τον οποίο οι ακροατές του αντιδρούσαν στα διάφορα μέρη οποιουδήποτε δίσκου κι αν έπαιζε: «Παρατηρούσα ότι οι άνθρωποι συνήθιζαν να περιμένουν συγκεκριμένα μέρη του δίσκου για να χορέψουν, ίσως για να κάνουν τη φιγούρα τους». Αυτές οι στιγμές έτειναν να συμβαίνουν στα ρυθμικά διαλείμματα (drum breaks) ενός δίσκου, όπου τα φωνητικά και τα άλλα όργανα χαμηλώνουν τελείως για ένα ή δύο μέτρα καθαρού ρυθμού. Αυτό που αποφάσισε να κάνει ο Kool Herc ήταν να χρησιμοποιήσει τα δύο πικάπ του dj, όχι για να κάνει μια ομαλή μετάβαση μεταξύ δύο δίσκων, αλλά να εναλλάσσει επανειλημμένα δύο αντίτυπα του ίδιου δίσκου, επεκτείνοντας έτσι το σύντομο ρυθμικό διάλειμμα που το πλήθος ήθελε να ακούσει. Ονόμασε το κόλπο του «Merry Go-Round». Σήμερα, είναι γνωστό ως το «breakbeat».

Μέχρι το καλοκαίρι του 1973, ο DJ Kool Herc είχε χρησιμοποιήσει και τελειοποιήσει το στιλ του. Ωστόσο, το πάρτι της αδερφής του στις 11 Αυγούστου 1973 τον έβαλε μπροστά στο μεγαλύτερο κοινό και με το πιο ισχυρό ηχοσύστημα που είχε δουλέψει ποτέ. Ήταν η επιτυχία αυτού του πάρτι που θα ξεκινούσε μια μουσική επανάσταση, έξι χρόνια πριν ο όρος «χιπ χοπ» ακόμη μπει στο λαϊκό λεξιλόγιο.

Τζέιν Ντίγκμπι: Η Αγγλίδα αριστοκράτισσα που σκανδάλισε τη μετεπαναστατική Αθήνα

Η Τζέιν Ντίγκμπι ήταν μια Αγγλίδα αριστοκράτισσα, γνωστή για την πολυτάραχη ζωή της που περιλάμβανε τέσσερις γάμους και πολλές ερωτικές περιπέτειες, τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Μέση Ανατολή. Γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1807 στο Νόρφολκ της Αγγλίας και προερχόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Ο πρώτος της γάμος ήταν με τον βαρώνο Έντουαρντ Λο, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, αλλά χώρισαν μετά από τις εξωσυζυγικές της σχέσεις.

Μετά από αρκετές περιπέτειες, η Τζέιν εγκαταστάθηκε στο Μόναχο, όπου έγινε μία από τις ερωμένες του βασιλιά Λουδοβίκου Α' της Βαυαρίας. Το 1833 παντρεύτηκε τον βαρώνα Καρλ φον Φένιγκεν και απέκτησαν δύο παιδιά, αλλά ο γάμος τους διαλύθηκε όταν ερωτεύτηκε τον Σπυρίδωνα Θεοτόκη, έναν Κερκυραίο μεγαλοκτηματία. Ο γάμος της με τον Θεοτόκη κατέληξε επίσης σε διαζύγιο μετά τον θάνατο του γιου τους.

Η Τζέιν εγκαταστάθηκε αργότερα στην Ελλάδα, όπου σκανδάλισε την αθηναϊκή κοινωνία με τις σχέσεις της με τον βασιλιά Όθωνα και τον στρατηγό Χριστόδουλο Χατζηπέτρο. Μετά από έναν ακόμη αποτυχημένο δεσμό, εγκατέλειψε την Ελλάδα και βρήκε τον τελευταίο της σύζυγο, τον σεΐχη Μετζουέλ ελ Μεζράμπ, στη Συρία, με τον οποίο έζησε ευτυχισμένη μέχρι τον θάνατό της το 1881.

Η ζωή της Τζέιν Ντίγκμπι αντικατοπτρίζει μια έντονη προσωπικότητα που έζησε πέρα από τις συμβάσεις της εποχής της, αναζητώντας την ελευθερία και την αγάπη σε διαφορετικούς πολιτισμούς και κοινωνίες.


 
 Ευγένιος Βούλγαρης: Ο γενάρχης του νεοελληνικού Διαφωτισμού

Ο Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806) ήταν ένας από τους σημαντικότερους λόγιους και κληρικούς του Νεώτερου Ελληνισμού. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα και απέκτησε υψηλή μόρφωση, σπουδάζοντας σε διάφορες σχολές και πανεπιστήμια της Ευρώπης. Οι σπουδές του περιλάμβαναν θεολογία, φιλοσοφία, φιλολογία και φυσικές επιστήμες, κάτι που τον κατέστησε έναν από τους πιο πολυδιάστατους δασκάλους της εποχής του.

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ανέλαβε τη διεύθυνση της Ματουτσαίας Σχολής στα Ιωάννινα, αλλά οι συντηρητικοί κύκλοι της πόλης τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη θέση του. Στη συνέχεια, διηύθυνε τη σχολή της Κοζάνης και κατόπιν, με εντολή του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου, ανέλαβε τη διεύθυνση της Αθωνιάδας Σχολής του Αγίου Όρους.

Η διδασκαλία του στην Αθωνιάδα Σχολή ήταν ιδιαίτερα σημαντική, καθώς ανέδειξε άλλους μεγάλους δασκάλους του Γένους, όπως τον Αθανάσιο Πάριο και τον Κοσμά τον Αιτωλό. Ωστόσο, οι ίντριγκες και οι φθόνοι της εποχής τον ανάγκασαν να φύγει από την Ελλάδα και να εγκατασταθεί στη Λειψία, και αργότερα στην Αγία Πετρούπολη.

Η Πολιορκία της Κέρκυρας από τους Τούρκους το 1716 και το θαύμα του Αγίου Σπυρίδωνα

Η πολιορκία της Κέρκυρας το 1716 ήταν μια κρίσιμη στιγμή στον έβδομο και τελευταίο Ενετοτουρκικό Πόλεμο (1714-1718). Οι Οθωμανοί, επιδιώκοντας να καταλάβουν το νησί, πολιόρκησαν την Κέρκυρα και κατέλαβαν ορισμένα οχυρά της. Ωστόσο, η έντονη αντίσταση από τους ντόπιους, υπό την ηγεσία του Γερμανού κόμη Γιόχαν Ματίας φον ντερ Σούλενμπουργκ, απέτρεψε την πλήρη κατάληψη.

Η πολιορκία κορυφώθηκε στις 8 Αυγούστου, με μια γενική έφοδο από τους Τούρκους, η οποία όμως αποκρούστηκε επιτυχώς από τους πολιορκημένους. Στις 10 Αυγούστου, μια ισχυρή θύελλα προκάλεσε σοβαρές ζημιές στον τουρκικό στόλο, και την επόμενη μέρα, οι Οθωμανοί άρχισαν να αποχωρούν από το νησί.

Ο κερκυραϊκός λαός απέδωσε την απρόσμενη αυτή σωτηρία στην επέμβαση του Αγίου Σπυρίδωνα, προστάτη του νησιού. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Άγιος εμφανίστηκε με τη μορφή καλόγερου, προκαλώντας πανικό στους Τούρκους. Σε ανάμνηση του γεγονότος αυτού, η λιτανεία των λειψάνων του Αγίου Σπυρίδωνα πραγματοποιείται κάθε χρόνο στις 11 Αυγούστου, προσελκύοντας πλήθος πιστών και επισκεπτών.

Το σκάνδαλο του γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού

ο σκάνδαλο του γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού που ξέσπασε την περίοδο της πρώτης διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (1981-1989) αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες υποθέσεις διαφθοράς της εποχής. Το σκάνδαλο οδήγησε στην παραπομπή και καταδίκη του αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών Νικολάου Αθανασόπουλου στο Ειδικό Δικαστήριο (Υπουργοδικείο) το 1990, για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση.

Η υπόθεση ξεκίνησε όταν στις 8 Μαΐου 1986, ένα πλοίο κατέπλευσε στη Θεσσαλονίκη φορτωμένο με καλαμπόκι από τη Γιουγκοσλαβία. Η διαδικασία νόθευσης των εγγράφων για να παρουσιαστεί το καλαμπόκι ως ελληνικό, απέβλεπε στην αποφυγή της καταβολής αντισταθμιστικής εισφοράς και την επωφελή πώληση του φορτίου με ευρωπαϊκές επιδοτήσεις. Η εμπλοκή της ελληνικής κρατικής εταιρείας ITCO, που πώλησε το φορτίο σε ελβετική εταιρεία, και η προσπάθεια συγκάλυψης του σκανδάλου, που υποστηρίχθηκε από τον Νίκο Αθανασόπουλο, αποτέλεσε κεντρικό σημείο της υπόθεσης.

Μετά από πιέσεις της ΕΟΚ και ελέγχους, η υπόθεση έφτασε στη δικαιοσύνη και τελικά στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, που καταδίκασε την Ελλάδα. Στη δίκη του 1990, ο Αθανασόπουλος και οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης, αν και για πολλούς ο Αθανασόπουλος παρέμεινε πολιτικό πρόσωπο με επιρροή, ακόμα και μετά την καταδίκη του. Στις εκλογές του 1993, επανεξελέγη βουλευτής, ενώ το 1994 του απονεμήθηκε χάρη από τη Βουλή.

Ντίνος Χριστιανόπουλος

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, φιλολογικό ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Δημητριάδη, ήταν μια πολυδιάστατη και πολυσυζητημένη πνευματική προσωπικότητα της Ελλάδας. Έζησε και δημιουργούσε στη Θεσσαλονίκη, την πόλη όπου γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου 1931 και όπου πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, ιδίως κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Ο Χριστιανόπουλος σπούδασε Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αλλά δεν εξάσκησε ποτέ αυτό το επάγγελμα. Εργάστηκε για ένα διάστημα ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, αλλά παραιτήθηκε, χαρακτηρίζοντας την υπαλληλική ιδιότητα ως "κατάρα."

Ο Χριστιανόπουλος έγινε γνωστός στα ελληνικά γράμματα με την πρώτη του ποιητική συλλογή "Εποχή των ισχνών αγελάδων" το 1950. Ήταν επίσης εκδότης του περιοδικού "Διαγώνιος" και του ομώνυμου εκδοτικού οίκου, μέσω των οποίων προώθησε σημαντικούς Έλληνες λογοτέχνες. Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από έντονη ερωτική διάθεση και επιρροές από το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη, με τον ίδιο να τονίζει τη διαφορά στη φιληδονία μεταξύ του Καβάφη και της δικής του αγωνίας της ερωτικής στέρησης.

Πέρα από την ποίηση, ο Χριστιανόπουλος ασχολήθηκε με τη μετάφραση, τη συγγραφή δοκιμίων και διηγημάτων, τη λαογραφία, και τη μελέτη του ρεμπέτικου τραγουδιού. Ήταν επίσης ιδιοκτήτης πινακοθήκης και συνέθεσε μουσική για δική του ποίηση.

Το 2011, αρνήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων, αναφέροντας ότι τα βραβεία μειώνουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ο Χριστιανόπουλος απεβίωσε στις 11 Αυγούστου 2020, σε ηλικία 89 ετών, αφήνοντας πίσω του μια πλούσια πνευματική κληρονομιά.

Χαλκ Χόγκαν

Ο Χαλκ Χόγκαν (Hulk Hogan) είναι ένας από τους διασημότερους επαγγελματίες παλαιστές (κατσέρ) και ιδιαίτερα αγαπητός στο αμερικανικό κοινό τη δεκαετία του ‘80, κατά την οποία οι φανατικοί οπαδοί του είχαν τέτοια αφοσίωση στο ίνδαλμά τους, που δημιούργησαν μία πραγματική φρενίτιδα, που έλαβε την ονομασία Χαλκαμανία (Hulkamania). Με το επιδεικτικό και εκκεντρικό του στιλ, ο Χαλκ Χόγκαν δεν περιορίστηκε μόνο στο κατς, αλλά έκανε όνομα στον κινηματογράφο και την τηλεόραση.

 

Ο ιταλικής καταγωγής Τέρενς Γιουτζίν Μπολέα, όπως είναι το πραγματικό του ονοματεπώνυμο, γεννήθηκε στις 11 Αυγούστου 1953 στην πόλη Ογκάστα της πολιτείας Τζόρτζια των ΗΠΑ. Από τα μαθητικά του χρόνια ενδιαφέρθηκε για την πάλη, την οποία καλλιέργησε και μετά τη φοίτησή του στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Φλώριδας στην Τάμπα.

Τα πρώτα… κατορθώματα

Από νωρίς φόρτωσε στον κόκορα τα μαθήματά του, καθώς τον περισσότερο χρόνο του τον περνούσε στο γυμναστήριο των αδελφών Μπρίσκο, οι οποίοι τον έπεισαν ότι άξιζε τον κόπο να ασχοληθεί επαγγελματικά με το άθλημα, που αμφισβητείται έντονα αν είναι άθλημα και ότι πρόκειται απλώς για ένα σόου. Συμμετείχε σε τοπικούς αγώνες, ώσπου το 1979 τον ανακάλυψε ο Βίνσεντ ΜακΜάχον, ιδιοκτήτης της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Πάλης (WWF), ενός πρωταθλήματος επαγγελματικής πάλης με εμβέλεια της νοτιοανατολικές περιοχές των ΗΠΑ. Εξαιτίας του ύψους και του μεγάλου σωματικού όγκου του (2,03 μ. και 137 κιλά) και της ομοιότητάς του με τον χάρτινο ήρωα της Marvel, The Incredible Hulk, o ΜακΜάχον του έδωσε το επαγγελματικά όνομα Hulk Hogan.

 
 

 Ο Χαλκ Χόγκαν με τον Σιλβέστερ Σταλόνε στην ταινία «Rocky III» (1982)
Το 1980 κέρδισε τον πρώτο του αγώνα με αντίπαλο τον Ανδρέα τον Γίγαντα (Andre the Giant) και σχεδόν αμέσως άρχισε να αποκτά φανατικούς οπαδούς. Η εμφάνιση και η απήχησή του προσέλκυσε το ενδιαφέρον του Σιλβέστερ Σταλόνε, ο οποίος του προσέφερε ένα ρόλο στην ταινία «Ρόκυ Νο3: Ο Θρίαμβος» («Rocky III», 1982). Τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε τη Λίντα Κλάριτζ, με την οποία απέκτησε τα δύο παιδιά του. Το ζευγάρι χώρισε το 2009, ύστερα από 26 χρόνια έγγαμου βίου. 

 

 


Το 1984 κέρδισε τον πρώτο του τίτλο στο πρωτάθλημα του WWF με τη νίκη του επί του «Σιδερένιου Σεΐχη» («Iron Sheik»). Τα επόμενα χρόνια κέρδισε 12 παγκόσμιους (αμερικανικούς για την ακρίβεια) τίτλους, 6 με το WWF και 6 με το World Championship Wrestling (WCW), ιδιοκτήτης του οποίου ήταν ο Τεντ Τέρνερ, ο ιδρυτής του CNN. Τη δεκαετία του ‘80 ήταν τόσο δημοφιλής στις ΗΠΑ, ώστε ήταν ένα από τα πρώτα ονόματα της διαφήμισης, ενώ έκανε καριέρα στον κινηματογράφο.

 
Αναβολικά και sex tape...

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, η καριέρα του (αθλητική και μηντιακή) πήρε την κατιούσα, καθώς παραδέχτηκε ότι έπαιρνε αναβολικά, τα οποία, όπως κατέθεσε στο δικαστήριο, του προμήθευε ο ΜακΜάχον, ο άνθρωπος στον οποίο οφείλει ολοκληρωτικά τη σταδιοδρομία του. Το 1996, εκπλήσσοντας τους πάντες, επανήλθε στο προσκήνιο ως Hollywood Hogan. Συμμετείχε ως «κακός» στο πρωτάθλημα του WCW και ξανακέρδισε μέρος της δημοφιλίας του.

Το 2002 κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Hollywood Hulk Ηogan» και την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας έκανε καριέρα στην τηλεόραση, συμμετέχοντας στο τηλεριάλιτι «Hogan Knows Best» (2005-2007), «American Gladiators» (2008), «Brooke Knows Best» (2008-2009) και «Hulk Hogan’s Celebrity Championship Wrestling» (2008).

 
Τον Απρίλιο του 2012 ο Χαλκ Χόγκαν ενεπλάκη σε νέο σκάνδαλο, όταν κυκλοφόρησε ένα βίντεο (sex tape) με τη Χίδερ Κλεμ, σύζυγο τότε ενός γνωστού ραδιοφωνικού παρουσιαστή. Εκτός των άλλων, ο Χόγκαν ακούγεται να κάνει ρατσιστικά και ομοφοβικά σχόλια, με αποτέλεσμα το WWF και οι χορηγοί του να διακόψουν κάθε συνεργασία μαζί του. Η δεύτερη σύζυγός του Τζένιφερ ΜακΝτάνιελ, την οποία παντρεύτηκε το 2010, δεν φαίνεται να είχε κάποιο πρόβλημα και τον στήριξε στον δικαστικό αγώνα που ανέλαβε για να καθαρίσει το όνομά του.


 Βάσω Μανωλίδου

Κορυφαία ελληνίδα ηθοποιός, που υπηρέτησε το θέατρο για μισό αιώνα. Κατά τον Δημήτρη Χορν, η Βάσω Μανωλίδου υπήρξε η μεγαλύτερη ηθοποιός που πέρασε από το ελληνικό θέατρο. Σύμφωνα με τον θεατρικό κριτικό Κώστα Γεωργουσόπουλο η Βάσω Μανωλίδου ήταν «ηθοποιός μεγίστης ευαισθησίας, σπάνιου γούστου, θηριώδους τεχνικής, προικισμένη με πλαστικότητα, αμεσότητα αλλά και πειθαρχία, έπαιζε με άνεση αφοπλιστική ρόλους κάθε υφής και σχολής με μια ευκολία στην εκτέλεση που δεν πρόδιδε τον μεγάλο μόχθο επωάσεως».


Η Βάσω Μανωλίδου γεννήθηκε στην Αθήνα (στην οδό Μνησικλέους της Πλάκας) τον Αύγουστο του 1912. Ο αυστηρών αρχών πατέρας της ήταν εμπορικός αντιπρόσωπος με καταγωγή από την Μακεδονία, ενώ η μητέρα της καταγόταν από την Κρήτη. Στο διπλανό σπίτι κατοικούσε η οικογένεια της εξαδέλφης της Μαίρης Αρώνη, επίσης μια σπουδαία ηθοποιός.


Από μικρή έστηνε θεατρικές παραστάσεις με την εξαδέλφη της πότε στην ταράτσα του σπιτιού της και πότε σε οικογενειακές συνάξεις. Ο πατέρας της ήταν αυτός που της άνοιξε τελικά τον δρόμο προς την υποκριτική. Έδωσε εξετάσεις στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου απαγγέλοντας το ποίημα του Λάμπρου Πορφύρα «Lacrimae Rerum» και στίχους από την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη. Μέλη της κριτικής επιτροπής ήταν μεταξύ άλλων ο Φώτος Πολίτης, ο Αιμίλιος Βεάκης, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Σπύρος Μελάς και ο Παύλος Νιρβάνας. Η Βάσω Μανωλίδου πέρασε πανηγυρικά στην σχολή και ολοκλήρωσε τις σπουδές της με άριστα το 1932, μαζί με τον Θάνο Κωτσόπουλο.

Αμέσως μετά την αποφοίτησή της προσελήφθη στον θίασο του Εθνικού Θεάτρου, στον οποίο παρέμεινε με διακοπές έως το 1981. Πρωτοπαρουσιάστηκε στη σκηνή στις 15 Απριλίου 1932, παίζοντας ένα μικρό ρόλο (Ανθούλα) στην κωμωδία του Δημήτρη Βυζάντιου «Βαβυλωνία», παράσταση που σκηνοθέτησε ο Φώτος Πολίτης. Με το ρόλο της Νερίτσας, στον «Εμπορο της Βενετίας» του Σέξπιρ, πραγματοποίησε το επίσημο θεατρικό της ντεμπούτο, στο Εθνικό, στις 5 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, ερμηνεύοντας τον ρόλο της Νερίτσας στον «Έμπορο της Βενετίας» του Σέξπιρ, σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη. Είχε αντικαταστήσει μια ανερχόμενη σταρ της εποχής, την 23χρονη Μαίρη Σαγιάνου, η οποία πέθανε ξαφνικά από τυφοειδή πυρετό.

 

 


Η Βάσω Μανωλίδου έπαιξε δίπλα σε σπουδαίους ηθοποιούς (Αιμίλιος Βεάκης, Αλέξης Μινωτής, Κατίνα Παξινού, Κατερίνα, Μαρίκα Κοτοπούλη, Κυβέλη, Μαίρη Αρώνη, Θάνος Κωτσόπουλος, Μάνος Κατράκης, Νίκος Δενδραμής, Γιώργος Παππάς, Δημήτρης Χορν κ.α) και συνεργάστηκε με σημαντικούς σκηνοθέτες που πέρασαν από το Εθνικό (Φώτος Πολίτης, Δημήτρης Ροντήρης, Τάκης Μουζενίδης, Αλέξης Σολομός, Κωστής Μιχαηλίδης, Αλέξης Μινωτής και Μιχάλης Κακογιάννης).


Πρωταγωνίστησε σε δεκάδες ελληνικά έργα («Ερωφίλη», «Θυσία τού Αβραάμ», «Φιντανάκι», «Πειρασμός», «Φοιτηταί», «Αρραβωνιάσματα») και διέπρεψε σε πολλούς ρόλους του Σέξπιρ (Οφηλία, Ιουλιέτα, Βιόλα, Μιράντα, Κορντέλια κ.ά.), του Γκέτε (Μαργαρίτα), του Σίλερ (Μαρία Στιούαρτ, Λουίζα Μίλερ), του Ίψεν (Νόρα, Μπόρκμαν), του Μπέρναρντ Σο (Αγία Ιωάννα), διατρέχοντας όλη την κλίμακα του κλασικού και του νεοκλασικού θεάτρου (Μολιέρος, Γκολντόνι, Τολστόι, Ουγκό, Οστρόφσκι, Μισέ, Τσέχοφ, Ο’ Νιλ, Τένεσι Ουίλιαμς).

Η τελευταία της εμφάνιση στο θέατρο έγινε το 1980 (18 Απριλίου-4 Μαΐου), στο έργο του Σάμουελ Μπέκετ «Ευτυχισμένες Μέρες», παράσταση που σκηνοθέτησε ο Αλέξης Μινωτής. Ερμήνευσε συγκλονιστικά, όπως αναφέρουν τα δημοσιεύματα της εποχής, τον ρόλο του Ουίνι δίπλα στον Μηνά Χατζησάββα (Ουίλι).

Στον κινηματογράφο είχε μικρή παρουσία.Έπαιξε στην κωμωδία του Δημήτρη Γαζιάδη « Έξω φτώχεια» (1931) και το ερωτικό δράμα του Τζιάνι Βερνούτσιο «Το σταυροδρόμι του πεπρωμένου» (1953).

Η Βάσω Μανωλίδου πέθανε τις 11 Αυγούστου 2004. Ήταν παντρεμένη με τον καλλιτεχνικό ιμπρεσάριο Θεόδωρο Κρίτα (1914-2002) με τον οποίο είχε αποκτήσει μια κόρη, την συγγραφέα και επιχειρηματία Αλίνα Κρίτα.

 Ρόμπιν Γουίλιαμς

Ο Ρόμπιν Μακλόριν Γουίλιαμς (Robin McLaurin Williams), γεννημένος στις 21 Ιουλίου 1951 στο Σικάγο, ήταν ένας από τους πιο αγαπητούς και πολυδιάστατους Αμερικανούς ηθοποιούς. Ξεκίνησε την καριέρα του ως κωμικός σε παραστάσεις "stand-up comedy", ενώ έγινε ευρύτερα γνωστός στο αμερικανικό κοινό μέσα από την τηλεοπτική σειρά «Mork & Mindy» (1978-1982).

Ο Γουίλιαμς έδειξε το εξαιρετικό του ταλέντο τόσο σε κωμικούς όσο και σε δραματικούς ρόλους. Οι δεκαετίες του '80 και του '90 τον καθιέρωσαν στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα με ταινίες όπως «Ποπάι» (1980), «Καλημέρα Βιετνάμ» (1987), «Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών» (1989), «Ξυπνήματα» (1990), «Ο βασιλιάς της μοναξιάς» (1991), «Κάπτεν Χουκ» (1991) και «Η Κυρία Νταπφάιερ» (1993). Για την ερμηνεία του στην ταινία του Γκας Βαν Ζαντ «Ο Ξεχωριστός Γουίλ Χάντινγκ» (1997), τιμήθηκε με Όσκαρ δεύτερου ανδρικού ρόλου. Είχε επίσης προταθεί τρεις φορές για Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου.

Παρά τη μεγάλη επαγγελματική του επιτυχία, ο Γουίλιαμς πάλευε με προβλήματα αλκοολισμού και κατάθλιψης, τα οποία επιδεινώθηκαν τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Στις 11 Αυγούστου 2014, έβαλε τέλος στη ζωή του, αφήνοντας πίσω του μια ανεπανάληπτη κληρονομιά στον χώρο της κωμωδίας και του κινηματογράφου.

Ο Γουίλιαμς ήταν παντρεμένος τρεις φορές και απέκτησε τρία παιδιά από τους δύο πρώτους του γάμους. Παρέμεινε ένας αγαπημένος ηθοποιός που κατάφερε να αγγίξει τις καρδιές εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο.