Σαν σήμερα 13 Σεπτεμβρίου

Ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή υπήρξε ένας από τους κορυφαίους μαθηματικούς της εποχής του με διεθνή αναγνώριση.Το επιστημονικό του έργο εκτείνεται σε ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων, από τα Μαθηματικά και την Φυσική ως την Αρχαιολογία. Πολυσχιδής προσωπικότητα, διέπρεψε ως καθηγητής μαθηματικών και από τα πανεπιστήμια του Βελγίου και της Γερμανίας, βρέθηκε να οργανώνει το Ιόνιο Πανεπιστήμιο στη Σμύρνη και να εργάζεται ως μηχανικός στο εργοτάξιο του φράγματος στο Ασουάν. Είχε φιλικές σχέσεις, μεταξύ άλλων, με τον Αλβέρτο Αϊνστάιν και τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

 

Ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1873, στο Βερολίνο, όπου ο πατέρας του Στέφανος Καραθεοδωρή υπηρετούσε ως πρεσβευτής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η μητέρα του Δέσποινα Πετροκόκκινου καταγόταν από αρχοντική οικογένεια της Χίου.

 

Από το 1891 έως το 1895, σπούδασε πολιτικός μηχανικός στη Στρατιωτική Σχολή των Βρυξελλών. Μετά την αποφοίτησή του αποδέχτηκε την πρόσκληση του θείου του, Αλέξανδρου Καραθεοδωρή, ο οποίος ήταν γενικός διοικητής της Κρήτης, να τον επισκεφθεί στα Χανιά. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος αργότερα ως πρωθυπουργός της Ελλάδας θα τον προσκαλέσει να οργανώσει το νεοσύστατο πανεπιστήμιο της Σμύρνης κατά την διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας,

 

Στην συνέχεια πήγε στη Μυτιλήνη, όπου μετείχε στην κατασκευή έργων οδοποιίας, ενώ το 1898 πήγε στην Αίγυπτο, για να εργαστεί ως μηχανικός στην βρετανική εταιρεία που κατασκεύαζε το φράγμα στο Ασουάν. Κατά την εκεί παραμονή του συνέχισε να μελετά μαθηματικά συγγράμματα, ενώ έκανε και μετρήσεις στην κεντρική είσοδο της πυραμίδας του Χέοπος, τις οποίες και δημοσίευσε.

 

Στην Αίγυπτο, ο Καραθεοδωρή κατάλαβε πόσο μεγάλη γοητεία και επιρροή ασκούσαν πάνω του τα Μαθηματικά και συνειδητοποίησε πως η δουλειά του μηχανικού δεν ήταν εκείνη που αναζητούσε το ανήσυχο πνεύμα του. Έτσι το 1900, ο 27χρονος πια Καραθεοδωρή, προς μεγάλη έκπληξη των δικών του, αποφάσισε να εγκαταλείψει το επάγγελμα του μηχανικού και να πάει στην Γερμανία για να σπουδάσει Μαθηματικά.

 

Για δύο χρόνια παρακολούθησε μαθήματα Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, με διαπρεπείς καθηγητές, όπως ο Λάτσαρους Φουκς και Φέρντιναντ Φρομπένιους.Το 1904 υπέβαλε την διδακτορική του διατριβή με τίτλο « Περί των Ασυνεχών Λύσεων του Λογισμού των Μεταβολών» στο Πανεπιστήμιο της Γοττίγγης (Γκέτινγκεν), η οποία έγινε δεκτή και το 1905 αναγορεύτηκε σε διδάκτορα της Φιλοσοφίας των Μαθηματικών.

 

Το 1908, νυμφεύτηκε την Ευφροσύνη Καραθεοδωρή, μακρινή συγγενή του. Το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά: τον Στέφανο και την Δέσποινα, σύζυγο τα κατοπινά χρόνια του πολιτικού και Προέδρου της Βουλής Κωνσταντίνου Ροδόπουλου.

 

Η φήμη που απέκτησε τα επόμενα χρόνια στην Γερμανία, τον έφερε σε φιλική και επαγγελματική επαφή με τον Αλβέρτο Αϊνστάιν. Οι δύο άνδρες γνωρίστηκαν το 1915 διατήρησαν μια επιστημονική σχέση, στηριγμένη στην αλληλοεκτίμηση και αλληλοσεβασμό. Οι θεωρίες που κατά καιρούς παρουσιάζουν τον Καραθεοδωρή ως καθοδηγητή του Αϊνστάιν σχετικά με τη διατύπωση της θεωρίας της σχετικότητας δεν έχουν επιβεβαιωθεί από τα υπάρχοντα στοιχεία (αλληλογραφία, δημοσιεύματα κ.λπ.).

 

Το 1913, έγινε καθηγητής στην έδρας της Μαθηματικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου του Γοττίγγης, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1918. Το 1920, με πρόσκληση του Ελευθερίου Βενιζέλου, ανέλαβε να οργανώσει το νεοσύστατο Ιόνιο Πανεπιστήμιο στη Σμύρνη. Η απόφαση του Καραθεοδωρή να επιστρέψει στην πατρίδα του προκειμένου να της φανεί χρήσιμος, παρόλο που μεσουρανούσε στη Γερμανία, είναι ενδεικτική της αγάπης του για την Ελλάδα.

 

Στην Σμύρνη, ο Καραθεοδωρή έμεινε μέχρι την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, τον Αύγουστο του 1922. Όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στην πόλη, ο Καραθεοδωρή κατόρθωσε να διασώσει τη βιβλιοθήκη και πολλά από τα εργαστηριακά όργανα του Ιονίου Πανεπιστημίου και να τα μεταφέρει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

 

Παρέμεινε στην Αθήνα και το 1922 διορίστηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και τον επόμενο χρόνο στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Απογοητευμένος από την κατάσταση των ελληνικών πανεπιστημίων, εγκατέλειψε την Ελλάδα το 1924, για να αναλάβει θέση καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, που εκείνο τον καιρό ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο πανεπιστήμιο της Γερμανίας και δίδασκαν σ' αυτό κορυφαία ονόματα.

 

Το 1930, πάλι με πρόσκληση του Ελευθέριου Βενιζέλου, ανέλαβε καθήκοντα κυβερνητικού επιτρόπου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, προκειμένου να βοηθήσει στην αναδιοργάνωση του πρώτου και στην οργάνωση του νεοσύστατου δεύτερου. Το 1932, επέστρεψε στην έδρα του στο Μόναχο και παρέμεινε στην πόλη αυτή, ακόμα και μέσα στα δύσκολα χρόνια του Β Παγκοσμίου Πολέμου.

 

Η συμβολή του στα μαθηματικά ήταν σημαντική ιδίως στους τομείς της πραγματικής ανάλυσης, της συναρτησιακής ανάλυσης και της θεωρίας μέτρου και ολοκλήρωσης.

 

Ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή πέθανε στο Μόναχο στις 2 Φεβρουαρίου 1950, σε ηλικία 77 ετών και ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο Βαλντφρίνχοφ της πρωτεύουσας της Βαυαρίας.

Παρασκευή και 13: Γιατί θεωρείται γρουσούζικη;
Δεισιδαιμονία που απαντάται στις αγγλόφωνες χώρες. Η σχετική φοβία ονομάζεται στα αγγλικά Paraskavedekatriaphobia, από τις ελληνικές λέξεις «Παρασκευή», «δεκατρία» και «φοβία».

Η δεισιδαιμονία γύρω από την ημέρα Παρασκευή και 13 είναι πραγματικά ενδιαφέρουσα και έχει πολλές ιστορικές και πολιτισμικές προεκτάσεις. Στις αγγλόφωνες χώρες, το φαινόμενο της «Παρασκευής και 13» θεωρείται ιδιαίτερα γρουσούζικο, κάτι που συνδέεται με διάφορες ιστορικές και θρησκευτικές αναφορές.

Η ημέρα Παρασκευή και 13 έχει συνδεθεί με ιστορικά γεγονότα, όπως η εξολόθρευση του Τάγματος των Ναϊτών, και με θρησκευτικές παραδόσεις, όπως η πτώση του ανθρώπου από τον Παράδεισο και η σταύρωση του Χριστού. Επιπλέον, η ιδέα ότι ο αριθμός 13 είναι «κακότυχος» και δημιουργεί αίσθημα ανησυχίας λόγω της διαταραχής της αρμονίας του 12 ενισχύει αυτήν τη δεισιδαιμονία.

Η διάδοση αυτής της δεισιδαιμονίας στις σύγχρονες κοινωνίες ενισχύθηκε επίσης από την ταινία τρόμου «Παρασκευή και 13» του 1980, η οποία προσέφερε μια νέα διάσταση στην κοινή αντίληψη για την ημέρα αυτή. Εντυπωσιακό είναι ότι ακόμα και στην Πληροφορική, η έννοια της Παρασκευής και 13 έχει επιβιώσει, με έναν ιό που δημιουργήθηκε το 1988 να επηρεάζει τους υπολογιστές όταν το ημερολόγιο δείχνει αυτή την ημερομηνία.

Κώστας Καζάκος
Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ηθοποιούς, με μακρόχρονη θητεία στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, αλλά και σημαντική πολιτική δράση.

Ο Κώστας Καζάκος είναι ένας από τους σημαντικότερους έλληνες ηθοποιούς, με μακρόχρονη θητεία στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Ενεργός πολίτης με δημόσιο λόγο, στρατεύτηκε στις τάξεις του ΚΚΕ από την επάνοδο της Δημοκρατίας το 1974 και μετά. Από το 2007 έως το 2012 διετέλεσε βουλευτής Επικρατείας.

 

Γεννήθηκε στις 29 Μαΐου 1935 στον Πύργο της Ηλείας από πατέρα μανιάτικης καταγωγής. Ο Αναστάσιος Καζάκος ήταν δημόσιος υπάλληλος, αλλά εκδιώχθηκε από την υπηρεσία του και εξορίστηκε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Από το 1948 ο Κώστας Καζάκος ζούσε με τη μητέρα και τα τρία αδέλφια του στην Αθήνα, όπου το 1952 τελείωσε το νυχτερινό Γυμνάσιο στο Παγκράτι εργαζόμενος. Όνειρό του ήταν να γίνει φιλόλογος, αλλά δεν μπόρεσε να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, επειδή δεν μπόρεσε να προσκομίσει πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Έτσι, το 1953 γράφτηκε και σπούδασε στη θρυλική κινηματογραφική σχολή του Λυκούργου Σταυράκου, με δασκάλους μεταξύ άλλων τον Γρηγόρη Γρηγορίου και τον Κάρολο Κουν.

 

Ο Κώστας Καζάκος στην ταινία «Κοντσέρτο για πολυβόλα» (1967)

Ο Κώστας Καζάκος στην ταινία «Κοντσέρτο για πολυβόλα» (1967)

Ο Κάρολος Κουν εκτίμησε το ταλέντο και τον πήρε μαζί του στο Θέατρο Τέχνης. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1957 στο έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ «Ο κύκλος με την κιμωλία». Έπαιξε σημαντικούς ρόλους σε σπουδαία έργα συγγραφέων, όπως ο Ιάκωβος Καμπανέλλης («Η αυλή των θαυμάτων»), ο Άρθουρ Μίλερ («Ψηλά απ’ τη γέφυρα»), ο Κάρλο Γκολντόνι («Λοκαντιέρα»), ο Ζαν-Πολ Σαρτρ («Νεκροί χωρίς τάφο»), ο Τενεσί Ουίλιαμς («Γυάλινος Κόσμος»), αλλά και σε έργα του Σοφοκλή («Αντιγόνη») και του Αριστοφάνη («Όρνιθες») στο Θέατρο Τέχνης και στους θιάσους της Κυρίας Κατερίνας, του Αλέκου Αλεξανδράκη, της Άννας Συνοδινού και της Έλλης Λαμπέτη.

Η πρώτη του εμφάνιση στο σινεμά ήταν το 1956 στη σατιρική ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου «Η αρπαγή της Περσεφόνης», σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Ακολούθησαν ταινίες, όπως «Το μπλόκο» του Άδωνι Κύρου (1965), «Το παρελθόν μιας γυναίκας» (1968) του Γιάννη Δαλιανίδη, «Η λεωφόρος του μίσους» (1968) και «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα» (1969) του Νίκου Φώσκολου, «Μια γυναίκα στην Αντίσταση» (1970) του Ντίνου Δημόπουλου, «Λυσιστράτη» (1972) του Γιώργου Ζερβουλάκου, «Ιφιγένεια» (1977) του Μιχάλη Κακογιάννη, «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» (1980) του Νίκου Τζήμα, «Ο δραπέτης» (1991) του Λευτέρη Ξανθόπουλου και άλλες.

Η ταινία-σταθμός στη ζωή του – και τεράστια επιτυχία της εποχής – ήταν

το πολεμικό δράμα του Ντίνου Δημόπουλου σε σενάριο Νίκου Φώσκολου «Κοντσέρτο για πολυβόλα» (1967), όπου στα γυρίσματα γνώρισε, ερωτεύτηκε και τελικά παντρεύτηκε την συμπρωταγωνίστρια του Τζένη Καρέζη, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον γνωστό ηθοποιό Κωνσταντίνο Καζάκο. Μέχρι το θάνατο της σπουδαίας ηθοποιού το 1992 θα είναι ένα από τα δύο καλλιτεχνικά ζευγάρια που θα δεσπόζουν στο εγχώριο σταρ-σίστεμ (το άλλο ήταν το ζευγάρι Βουγιουκλάκη - Παπαμιχαήλ).

 

Ο Κώστας Καζάκος και η Τζένη Καρέζη στο «Μεγάλο μας τσίρκο» (1973)

Ο Κώστας Καζάκος και η Τζένη Καρέζη στο «Μεγάλο μας τσίρκο» (1973)

Η πρώτη κοινή εμφάνισή τους ως θιασάρχες ήταν το 1968, με το ιστορικό έργο του Γεωργίου Ρούσσου «Θεοδώρα η μεγάλη», που απετέλεσε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους, μαζί με τη θρυλική παράσταση «Το μεγάλο μας τσίρκο» (1973). Από τις υπόλοιπες κοινές εμφανίσεις τους ξεχώρισαν οι παραστάσεις των έργων «Κυρία δεν με μέλλει» του Βικτοριέν Σαρντού (1970), «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» (1982) του Έντουαρντ Άλμπι σε σκηνοθεσία του Ζιλ Ντασέν και «Διαμάντια και μπλουζ» (1990) της Λούλας Αναγνωστάκη, που ήταν και η τελευταία κοινή τους εμφάνιση.

Στην τηλεόραση πρωτόπαιξε με την Τζένη Καρέζη το 1973 στη σειρά «Μαρίνα Αυγέρη», σε σενάριο της Καρέζη, το οποίο υπέ­γραφε με το ψευδώνυμο Παυλίνα Μπόταση, κι έπειτα στις σειρές «Η μεγάλη περιπέτεια» (1976) και «Μαύρη χρυσαλλίδα» (1990) -και οι δύο με την Τζένη Καρέζη- και «Ο μεγάλος ξεσηκωμός» (1977) στο ρόλο του Οδυσσέα Ανδρούτσου.

 

Μετά το θάνατο της Τζένης Καρέζη, ο Κώστας Καζάκος πρωταγωνίστησε κυρίως σε θεατρικές παραστάσεις, όπως «Ο θάνατος του εμποράκου» (1993) του Άρθουρ Μίλερ και «Η όπερα της πεντάρας» (1993) του Μπέρτολτ Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν, «Αντιγόνη» (1995) του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Μίνωα Βολανάκη, «Βασιλιάς Λιρ» (1996) του Σέξπιρ, «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ (1997), κ.ά. Το 2004 συμμετείχε στο σίριαλ του Mega «Βέρα στο δεξί», από τις μεγάλες τηλεοπτικές επιτυχίες της εποχής εκείνης.

 

Ο Κώστας Καζάκος πολιτικά είναι ενταγμένος στο ΚΚΕ. Διετέλεσε πρόεδρος της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης (ΠΑΠΟΚ), ενός καλλιτεχνικού οργανισμού που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ΚΚΕ και προσέφερε αξιόλογο πολιτιστικό έργο από τα μέσα της δεκαετίας του ‘70 έως και τις αρχές της δεκαετίας του’90. Στις 8 Νοεμβρίου 1999, σ’ ένα πρωτότυπο χάπενινγκ του ΚΚΕ στην πλατεία Συντάγματος, ήταν ο πρόεδρος του «Δικαστηρίου των Λαών» που δίκασε για εγκλήματα πολέμου τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, ο οποίος επρόκειτο να πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα. Από το 2007 έως το 2012 διετέλεσε βουλευτής επικρατείας του ΚΚΕ. Από το 1997 ο Κώστας Καζάκος είναι παντρεμένος με την ηθοποιό Τζένη Κόλλια, με την οποία έχει αποκτήσει τέσσερα παιδιά.

Ο Κώστας Καζάκος άφησε την τελευταία του πνοή από πολυοργανική ανεπάρκεια στις 13 Σεπτεμβρίου 2022 στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός».

Άγιος Αριστείδης
Χριστιανός απολογητής και φιλόσοφος, που έζησε τον 2ο αιώνα. Η μνήμη του τιμάται από την εκκλησία κάθε χρόνο στις 13 Σεπτεμβρίου.

Χριστιανός απολογητής και φιλόσοφος, που έζησε τον 2ο αιώνα. Η μνήμη του τιμάται από την εκκλησία κάθε χρόνο στις 13 Σεπτεμβρίου. Την ημέρα αυτή γιορτάζουν όσοι φέρουν το όνομα Αριστείδης.

Ο Αριστείδης καταγόταν από την Αθήνα και σπούδασε φιλοσοφία, με ιδιαίτερη έμφαση στον Νεοπλατωνισμό. Ασπάστηκε τον χριστιανισμό και αγωνίστηκε να αποδείξει την ορθότητα της χριστιανικής πίστης, το εξαίρετο ήθος των χριστιανών και την άδικη προς αυτούς συμπεριφορά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του λαού.

Το απολογητικό έργο του είχε τον τίτλο «Περί Θεοσεβείας», γράφτηκε το 140, και απευθυνόταν στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευσεβή.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/958?

Κάρολος Κουν: Ο δημιουργός του Θεάτρου Τέχνης
Κορυφαίος έλληνας σκηνοθέτης και παιδαγωγός του θεάτρου. Μέσω του Θεάτρου Τέχνης που δημιούργησε, γνώρισε στο ελληνικό κοινό τους μεγάλους ξένους και σύγχρονους συγγραφείς.

Ο Κάρολος Κουν υπήρξε δημιουργός τέχνης και παιδαγωγός του θεάτρου. Γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1908 στην Προύσα. Ο πατέρας του, Ερρίκος Κοέν, πάμπλουτος έμπορος και κοσμοπολίτης, ήταν κατά το ήμισυ έλληνας χριστιανός και κατά το άλλο ήμισυ γερμανοπωλονοεβραίος. Η μητέρα του, Μελπομένη Παπαδοπούλου, ήταν ελληνίδα χριστιανή ορθόδοξη.

 

Οι γονείς του απουσίαζαν συχνά από το σπίτι, κάποια στιγμή χώρισαν και πολύ αργότερα η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε ένα μακρινό συγγενή της. Μοναχικό παιδί, ο Κάρολος μεγάλωσε σ' ένα αστικό σπίτι, με πρωσογερμανίδα γκουβερνάντα, μ' έναν παπά και μια καθηγήτρια πιάνου ανάμεσα στους κατ' οίκον διδασκάλους.

 

Από πολύ μικρός άρχισε να ξεδιπλώνει τα καλλιτεχνικά του χαρίσματα. Σχημάτιζε μελωδίες στην πιανόλα του σαλονιού. Έκοβε τα μοντέλα από τα περιοδικά μόδας της μητέρας του κι έκανε θέατρο. Τα έπιπλα του σαλονιού ήταν το σκηνικό που έπλαθε η φαντασία του. Οι πολυθρόνες γίνονταν βράχοι και τα χαλιά θάλασσα. Πιο πολύ, όμως, του άρεσε να ζωγραφίζει με νερομπογιές.

 

Τα χρόνια της εφηβείας του τα πέρασε εσώκλειστος στην αμερικανική Ροβέρτειο Σχολή της Κωνσταντινούπολης, με παιδιά από τα Βαλκάνια. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η ελληνική μειονότητα της Ροβερτείου Σχολής στερήθηκε τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας. Στον θεατρικό όμιλο Robert College Ρlayers Οfficers, ο Κάρολος εκτελούσε χρέη γραμματέα και συμμετείχε στις παραστάσεις, διαπρέποντας κυρίως στους γυναικείους ρόλους. Όταν αποφοίτησε το 1928, όλα είχαν αλλάξει στην Πόλης. Ακόμη και οι συγγενείς του δεν έμεναν πια εκεί.

 

Τον ίδιο χρόνο ο Κουν έφυγε για να σπουδάσει Αισθητική στη Σορβόννη και το 1929 εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στην Ελλάδα. Έπιασε δουλειά ως καθηγητής Αγγλικών στο Κολέγιο Αθηνών, όπου άρχισε να κάνει τις πρώτες θεατρικές παραστάσεις με τους μαθητές του, με μικρά σκετς που έγραφε ο ίδιος. Παράλληλα, τα βράδια παρέδιδε μαθήματα αγγλικών στο σύλλογο Εθνικής Τραπέζης για να ενισχύει τα οικονομικά του. Μετά τον πόλεμο, ο πατέρας του είχε καταστραφεί οικονομικά.

 

Στο μεταξύ, καθοριστική για τον Κουν υπήρξε η γνωριμία του με τον Φώτη Κόντογλου. Όπως έλεγε ο ίδιος, τον βοήθησε να γνωρίσει την Ελλάδα, να νιώσει το ξάνοιγμα προς κάθε τι το Ελληνικό...

 

 

Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ο τρόμος και η αθλιότητα του Γ Ραϊχ, 1975. Πρόβα.

Σε μια προσπάθεια να μεταφέρει επί σκηνής το αίτημα της επιστροφής στο ρωμαίικο, τον χειμώνα του 1933 ιδρύει, μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον δημοσιογράφο Διονύσιο Δεβάρη, τη Λαϊκή Σκηνή. Από τη δραματική σχολή που στεγάζεται σ' ένα εγκαταλελειμμένο καμαρίνι του Δημοτικού Θεάτρου, θα προκύψει ο βασικός πυρήνας του θιάσου.

Στην εναρκτήρια παράσταση της Ερωφίλης του Χορτάτση, στις 20 Απριλίου '34 στο Θέατρο Ολύμπια, ο Κουν τοποθετεί τους ηθοποιούς σύμφωνα με τις αγιογραφίες του Κόντογλου και τους φωτίζει σαν από φως καντηλιού. Στα δύο χρόνια της λειτουργίας της η «Λαϊκή Σκηνή» θα παρουσιάσει ακόμη τα έργα: «Άλκηστη», «Πλούτος», «Ο κατά φαντασίαν ασθενής» και τα «Παντρολογήματα».

 

Το 1938 εγκαταλείπει το Κολέγιο και συνεργάζεται με τους θιάσους της Κυρίας Κατερίνας και της Μαρίκας Κοτοπούλη. Όμως, το όνειρο του ήταν να δημιουργήσει τη δική του μόνιμη, αφοσιωμένη ομάδα, να φτιάξει ηθοποιούς που να βλέπουν το θέατρο ως λειτούργημα και όχι ως επαγγελματική ενασχόληση. Το όνειρό του αυτό έγινε πραγματικότητα το 1942, ιδρύοντας μέσα στο σκοτάδι της γερμανικής κατοχής το Θέατρο Τέχνης.

 

Στο δωμάτιο μιας αυλής της οδού Ζωοδόχου Πηγής 9 ξεκίνησε τις πρόβες στην «Αγριόπαπια» του Ίψεν, με μαθητές της Σχολής το Β. Διαμαντόπουλο, το Δ. Καλλέργη, τον Π. Ζερβό, τη Β. Μεταξά, την Κ. Λαμπροπούλου και με τον ίδιο σκηνοθέτη και ηθοποιό. Τις παραστάσεις του τις έδινε σε διάφορα θέατρα, κυρίως στο θέατρο Κώστα Μουσούρη και το καλοκαίρι σε διάφορα θερινά που του παραχωρούσαν.

 

Οι οικονομικές δυσχέρειες τον ανάγκασαν να αναστείλει τις δραστηριότητες του Θεάτρου Τέχνης το 1950. Τότε κλήθηκε να σκηνοθετήσει στο Εθνικό Θέατρο, όπου ανέβασε πέντε έργα: «Ερρίκος Δ'», «Άνθρωποι και ποντίκια», «Οι τρεις αδερφές», «Όνειρο καλοκαιρινής νυκτός», «Ο θείος Βάνιας».Το 1959 παρουσίασε στο Φεστιβάλ Αθηνών τους «Όρνιθες», στο Ηρώδειο. Η παράσταση διακόπηκε από τις έξαλλες διαμαρτυρίες και τα γιουχαΐσματα του κοινού, ενώ η κυβέρνηση επενέβη δραστικά. Τρία χρόνια αργότερα, στο Φεστιβάλ των Εθνών στο Παρίσι, οι «Όρνιθες» του βέβηλου Κουν μοιράστηκαν το πρώτο βραβείο με το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας. Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές.

Παρότι κέρδισε την εκτίμηση και την αποδοχή στην Ευρώπη, ενώ στο τόπο του εισέπραττε την περιφρόνηση και το χλευασμό, αρνήθηκε όλες τις προτάσεις που του έγιναν για να σκηνοθετήσει στα μεγαλύτερα θέατρα της Ευρώπης και της Αμερικής. Η μοναδική φορά που δέχτηκε ήταν το 1967, που σκηνοθέτησε στο Στράτφορντ «Ρωμαίος και Ιουλιέττα». Η πρόσκληση ήταν από το Βασιλικό Σαιξπηρικό θέατρο της Αγγλίας. Ήταν ο δεύτερος σκηνοθέτης μέσα σε τριάντα χρόνια που τον καλούσαν να σκηνοθετήσει σ' αυτό το θέατρο. Η αγγλική κριτική χαρακτήρισε την παράσταση ως την καλύτερη Σαιξπηρική της τελευταίας δεκαετίαςΟ Κάρολος Κουν στις πρόβες για την «Ορέστεια»

Η Μεγάλη Πορεία άρχισε από το 1954, οπότε ξανάστησε το θέατρο Τέχνης, στη δική του πια μόνιμη στέγη στο κυκλικό Υπόγειο της Στοάς Ορφέως. Μέσα από το «Υπόγειο των θαυμάτων», κάτω από τη σοφή, εμπνευσμένη καθοδήγηση του, βγήκαν ηθοποιοί, σκηνοθέτες, συγγραφείς, μουσικοί, σκηνογράφοι. Το ελληνικό θέατρο είναι σπαρμένο με πνευματικά του τέκνα: Διαμαντόπουλος, Χατζηαργύρη, Καλλέργης, Ζερβός, Ζαβιτσιάνου, Λυμπεροπούλου, Φερτής, Μιχαλακόπουλος, Καρακατσάνης, Πιττακή, Κοταμανίδου, Χρυσομάλλης, Αρμένης, Μπάκας, Λαζάνης, Γκιωνάκης, Κουγιουμτζής. Παιδιά του ήταν οι στενοί του συνεργάτες, ο Πλωρίτης, ο Χατζηδάκης, ο Τσαρούχης, ο Σταματίου, ο Σεβαστικόγλου. Δικά του παιδιά είναι και οι περισσότεροι ηθοποιοί του Κυπριακού Θεάτρου.

Το ελληνικό κοινό, χάρη στον Κουν, γνώρισε τα σύγχρονα ξένα θεατρικά ρεύματα, το θέατρο του «Παραλόγου», Ιονέσκο, Μαξ Φρις, Μπέκετ, Άλμπυ, Βάις, Πίντερ, Αραμπάλ, ενώ επανήλθε συχνά στους Ουίλλιαμς, Πιραντέλλο, Τσέχωφ, Μπρεχτ, Μίλλερ, Σαίξπηρ. Πρόβαλε το ελληνικό έργο μέσα από τον Βυζάντιο, Κορομηλά, Καπετανάκη, Ξενόπουλο και δημιούργησε νέους συγγραφείς: τον Καμπανέλλη, την Αναγνωστάκη, τον Κεχαΐδη, τον Σκούρτη, τον Μουρσελλά, τον Αρμένη.

 

Στη δεκαετία 1974-1983 δημιούργησε για πρώτη φορά και Β' σκηνή, τη «Λαϊκή», που λειτούργησε στο Θέατρο Βεάκη.

Η ερευνά του πάνω στην αναβίωση του Αρχαίου Δράματος θεωρείται από τις εγκυρότερες. Οι παραστάσεις των «Ορνίθων» και των «Περσών» ήταν οριακά γεγονότα στην ιστορία της ερμηνείας του Αρχαίου Δράματος κι έγιναν πρότυπα για τους νεότερους σκηνοθέτες. Ο ίδιος, όμως, ο Κουν έλεγε πως δε φτάνουν δυο ζωές για να ασχοληθεί κανείς σοβαρά με την ερμηνευτική προσέγγιση του Αρχαίου Δράματος.

Το 1980 το θέατρο Τέχνης μπήκε στην Επίδαυρο με τη μεγαλειώδη παράσταση της τριλογίας «Ορέστεια» του Αισχύλου. Με παραστάσεις αρχαίου δράματος όργωσε την Ευρώπη και γύριζε πάντα στην Ελλάδα θριαμβευτής. Στις αρχές του 1985 απέκτησε και δεύτερη θεατρική αίθουσα στην Πλάκα, με τη βοήθεια της Πολιτείας.

Όταν άρχισε να ανασαίνει οικονομικά και να απολαμβάνει τους καρπούς των κόπων 50 χρόνων, η υγεία του είχε πλέον κλονιστεί. Στις 8 Φεβρουαρίου 1987 εισήχθη στο νοσοκομείο «Υγεία» με έντονους πόνους στο στήθος. Άφησε την τελευταία του πνοή το βράδυ της 14ης Φεβρουαρίου, την ώρα ακριβώς που θα δινόταν η πρεμιέρα του έργου «Ο ήχος του όπλου» της Λουλας Αναγνωστάκη, που λίγο καιρό πριν είχε αρχίσει να σκηνοθετεί στο «Υπόγειο», στο Θέατρο Τέχνης.


 

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/115?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-13

© SanSimera.gr

Τέρι Φοξ: Ο μαραθωνοδρόμος της ελπίδας
Καναδός αθλητής, που ξεκίνησε τον «Μαραθώνιο της Ελπίδας» για να ευαισθητοποιήσει τους συμπατριώτες του και να συγκεντρώσει χρήματα για την έρευνα του καρκίνου.

Ο Τέρι Φοξ (Terry Fox) ήταν καναδός αθλητής και αγωνιστής της ζωής. Αφού έχασε το ένα του πόδι από καρκίνο, εμπνεύστηκε και ξεκίνησε τον «Μαραθώνιο της Ελπίδας» («Marathon of Hope») το 1980, ένα ιστορικό ταξίδι από τη μία άκρη του Καναδά ως την άλλη για να ευαισθητοποιήσει τους συμπατριώτες του και να συγκεντρώσει χρήματα για την έρευνα του καρκίνου.

Ο Τέρι Φοξ γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου 1958 στο Γουίνιπεγκ του Καναδά και σε ηλικία 18 ετών διαγνώστηκε με καρκίνο των οστών, με αποτέλεσμα να υποστεί ακρωτηριασμό στο δεξί του πόδι.

Κατά τη διάρκεια της πολύμηνης θεραπείας του, επηρεάστηκε βαθιά από τις ιστορίες των ασθενών που άκουγε γύρω του και του δημιουργήθηκε η έντονη επιθυμία να συμβάλει με κάποιο τρόπο στην καταπολέμηση του καρκίνου. Αρνούμενος ν’ αφήσει την κατάσταση της υγείας του να τον καταβάλει, αποφάσισε να τρέξει σε όλο τον Καναδά, προκειμένου να ευαισθητοποιήσει τους συμπατριώτες του και να συγκεντρώσει χρήματα για την έρευνα του καρκίνου.

Τρία χρόνια μετά τη διάγνωσή του, στις 12 Απριλίου 1980, ο Τέρι Φοξ ξεκίνησε ταπεινά τον «Μαραθώνιο της Ελπίδας» από το νησί Νιουφάουντλαντ, στο ανατολικότερο άκρο του Καναδά. Ξεπερνώντας τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, έτρεχε σχεδόν ένα μαραθώνιο την ημέρα για πάνω από τέσσερις μήνες, διανύοντας συνολικά 5.373 χιλιόμετρα. Αν και η επιστροφή του καρκίνου τον εμπόδισε να ολοκληρώσει όλη τη διαδρομή, πέτυχε εν τούτοις το στόχο του, που ήταν να συγκεντρώσει ένα δολάριο για κάθε καναδό πολίτη. Συνολικά συγκέντρωσε ένα ποσό άνω των 24 εκατομμυρίων δολαρίων, που τα διέθεσε για την έρευνα του καρκίνου. Ο Τέρι Φοξ έχασε τελικά τη μάχη του με τον καρκίνο στις 28 Ιουνίου 1981. Η μνήμη του διατηρείται ζωντανή χάρη στην αθλητική διοργάνωση «Terry Fox Run», που πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στις 13 Σεπτεμβρίου 1981 κι έκτοτε διεξάγεται κάθε χρόνο την ίδια περίοδο. Στην πρώτη διοργάνωση συμμετείχαν 300.000 άνθρωποι, που έτρεξαν με τα πόδια ή το ποδήλατό τους και το ποσό που συγκεντρώθηκε ξεπέρασε τα 3 εκατομμύρια δολάρια. Μέχρι σήμερα οι διοργανωτές του «Terry Fox Run» έχουν συγκεντρώσει περισσότερα από 800 εκατομμύρια δολάρια, τα οποία έχουν διαθέσει στην έρευνα για την καταπολέμηση του καρκίνου.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2433?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-13

© SanSimera.gr

Ίμα Σουμάκ
Τραγουδίστρια (σοπράνο) από το Περού, με απίστευτο εύρος φωνής, που ξεπερνούσε τις τέσσερεις οκτάβες.

Τραγουδίστρια (σοπράνο) από το Περού, με απίστευτο εύρος φωνής, που ξεπερνούσε τις τέσσερεις οκτάβες.

Η Ίμα Σουμάκ (Yma Sumac) γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1922 στο χωριό Ιτσοκάν, που βρίσκεται στα ύψη των Άνδεων. Το πραγματικό όνομά της ήταν Ζοΐλα Αουγκούστα Εμπεατρίς Τσαβαρί ντε Καστίγιο. Υιοθέτησε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Ίμα Σουμάκ, που στη γλώσσα των Ίνκας σημαίνει «Πόσο όμορφη».

Γρήγορα άρχισε να μιμείται με τη φωνή της τους φυσικούς ήχους και να τραγουδά θρησκευτικά τραγούδια των προγόνων της. Προτού κατακτήσει τον κόσμο είχε γίνει ο θρύλος του τραγουδιού στα χωριά των Άνδεων. Λόγω της καταγωγής της από τους Ίνκας, όπως διέδιδε ή ίδια, αλλά και της ασύλληπτης φωνής της, τη θεωρούσαν πρόσωπο ιερό και την αποκαλούσαν «Κόρη του Ήλιου».

Την ανακάλυψε το 1942 ο μαέστρος Μόιζες Βιβάνκο, ο επονομαζόμενος «Τζορτζ Γκέρσουιν του Περού». Την παντρεύτηκε και την έκανε γνωστή σε όλο τον κόσμο. Τη δεκαετία του '50 η Ίμα Σουμάκ εγκαταστάθηκε στο Λος Άντζελες, όπου έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της.

Το ρεπερτόριό της περιλάμβανε παραδοσιακά τραγούδια του Περού και της Λατινικής Αμερικής, ενώ φλέρταρε και με την τζαζ. Η ίδια και πολλοί φανατικοί θαυμαστές της ισχυρίζονταν ότι η φωνή της εκτείνονταν σε πέντε οκτάβες. Γερμανοί ειδικοί που μέτρησαν την έκταση της φωνής της, τη βρήκαν στις 4,5 οκτάβες. Αυτό της δημιούργησε προβλήματα ρεπερτορίου, καθώς κανένας συνθέτης δεν έγραφε τραγούδια για τέτοιο εύρος φωνής. Μία αντιπροσωπευτική ανθολογία του έργου της με τίτλο Queen of Exotica κυκλοφόρησε το 2005. Η Ίμα Σουμάκ έφυγε από τη ζωή την 1η Νοεμβρίου 2008, καταβεβλημένη από τον καρκίνο, που την ταλαιπωρούσε από τις αρχές του χρόνου. Όλη την απίστευτη έκταση της φωνής της μπορεί να την ακούσει κάποιος στο τραγούδι του 1950 Chuncho (The Forest Creatures).

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/387?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-13

© SanSimera.gr

Κλάρα Σούμαν
Γερμανίδα πιανίστρια και συνθέτρια. Από τις σημαντικότερες πιανιστικές προσωπικότητες του 19ου αιώνα και σύζυγος του διακεκριμένου συνθέτη Ρόμπερτ Σούμαν.

Γερμανίδα πιανίστρια και συνθέτρια. Από τις σημαντικότερες πιανιστικές προσωπικότητες του 19ου αιώνα και σύζυγος του διακεκριμένου συνθέτη της εποχής του Ρομαντισμού Ρόμπερτ Σούμαν.

Η Κλάρα Γιοζεφίνε Βικ (Clara Josephine Wieck) γεννήθηκε στη Λειψία στις 13 Σεπτεμβρίου 1819 στους κόλπους μιας μουσικής οικογένειας με πέντε παιδιά. Ο πατέρας της Φρίντριχ Βικ σπούδασε θεολογία, αλλά αφιερώθηκε στη μουσική ως έμπορος μουσικών οργάνων και δάσκαλος πιάνου. Η μητέρα της Μαριάνε Τρόμλιτς ήταν σολίστ του πιάνου και σοπράνο. Οι γονείς της χώρισαν, όταν ήταν η Κλάρα ήταν τεσσάρων χρονών.

Με την ενθάρρυνση του πατέρα της Φρίντριχ Βικ, που ανέλαβε την επιμέλειά των πέντε παιδιών του, άρχισε μαθήματα πιάνου από την ηλικία των πέντε ετών και το 1835 ήταν ήδη γνωστή σε όλη την Ευρώπη ως παιδί-θαύμα. Την ίδια χρονιά ερωτεύτηκε τον μαθητή του πατέρα της και μετέπειτα διακεκριμένο συνθέτη Ρόμπερτ Σούμαν (1810-1856) και παρά τις έντονες αντιρρήσεις του αυστηρού κυρίου Βικ τον παντρεύτηκε με δικαστική εντολή στις 12 Σεπτεμβρίου 1840.

Στα 16 χρόνια του κοινού τους βίου, του χάρισε οκτώ παιδιά, γεγονός που αποτέλεσε τροχοπέδη για την εξέλιξη της καριέρα της. Ωστόσο, βρήκε τον χρόνο για συναυλίες, προωθώντας τα έργα του συζύγου της, που εξαιτίας ενός ατυχήματος εγκατέλειψε νωρίς την πιανιστική του καριέρα. Το συνθετικό της Κλάρα Σούμαν περιλαμβάνει έργα για ορχήστρα (ανάμεσά τους ένα κοντσέρτο για πιάνο), μουσική δωματίου, τραγούδια και κομμάτια για σόλο πιάνο. Αξιοσημείωτη ήταν και η εκπαιδευτική της δραστηριότητα στο Ωδείο της Λειψίας.

Η Κλάρα Σούμαν στάθηκε στο πλευρό του συζύγου της σε όλες τις προσωπικές κρίσεις του και τις περιπέτειες της υγείας του, που οδήγησαν στον πρόωρο θάνατό του στις 29 Ιουλίου 1856. Μετά τον θάνατο του συζύγου της συνδέθηκε με επαγγελματική σχέση, αλλά και στενή προσωπική φιλία (κάποιοι έκαναν λόγο για ερωτική σχέση), με τον σπουδαίο γερμανό συνθέτη Γιοχάνες Μπραμς (1833-1897). Από το 1881 έως το 1893 επιμελήθηκε την ολοκληρωμένη έκδοση των έργων του Ρόμπερτ Σούμαν.

Στις 12 Μαρτίου 1891 έδωσε το τελευταίο της κοντσέρτο στη Φρανκφούρτη, ερμηνεύοντας το έργο του Μπραμς Παραλλαγές σ’ ένα θέμα του Χάυδν. Στις 26 Μαρτίου 1896 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και δύο μήνες αργότερα (20 Μαΐου 1896) έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 76 ετών.

Σχετικά:Την Κλάρα Σούμαν έχουν υποδυθεί στη μεγάλη οθόνη η Κάθριν Χέμπουρν στη βιογραφική ταινία του Κλάρενς Μπράουν Song of Love, παραγωγής 1947, και η γερμανίδα Μαρτίνα Γκέντεκ στην ταινία της Χέλμα Ζάντερς-Μπραμς Geliebte Clara (Πολυαγαπημένη Κλάρα), γερμανο-γαλλο-ουγγρικής παραγωγής 2008.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/530?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-13

© SanSimera.gr

Αλέξανδρος Αλεξανδράκης
Έλληνας ζωγράφος και χαράκτης, γνωστός κυρίως από τους πίνακές του με θέμα τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940, τον οποίο έζησε από την πρώτη γραμμή...

Έλληνας ζωγράφος και χαράκτης, γνωστός κυρίως από τους πίνακές του με θέμα τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940.

Ο Αλέξανδρος Αλεξανδράκης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαρτίου 1913. Παρά τις αντιρρήσεις των γονέων του, που τον ήθελαν έμπορο, γράφτηκε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ) το 1931 και σπούδασε ζωγραφική με δασκάλους τον Σπυρίδωνα Βικάτο και τον Ουμβέρτο Αργυρό και χαρακτική με τον Γιάννη Κεφαλληνό.

Με την έκρηξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου (28 Οκτωβρίου 1940), επιστρατεύτηκε και στάλθηκε στην Ήπειρο, όπου έζησε όλο το έπος των μαχών από την πρώτη γραμμή. Προτού, όμως, αναχωρήσει για το μέτωπο, πήρε μαζί του τα στοιχειώδη σύνεργα του ζωγράφου κι έτσι μπόρεσε να χαράξει με το μολύβι του αληθινά ζωντανά σκίτσα του πολέμου που του χρησίμευσαν αργότερα για να ζωγραφίσει τους γνωστούς πίνακες με σκηνές του ελληνοϊταλικού πολέμου.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής κέρδισε το πρώτο βραβείο χαρακτικής σε διαγωνισμό της ΑΣΚΤ. Το 1950 έλαβε το πρώτο και το δεύτερο βραβείο σε διαγωνισμό αφίσας για το Σχέδιο Μάρσαλ και την επόμενη χρονιά το Α’ βραβείο αφίσας του ΕΟΤ. Το 1955 έθεσε υποψηφιότητα για καθηγητής στην ΑΣΚΤ, αλλά δεν κατόρθωσε να εκλεγεί.

Λίγο πριν από το θάνατό του, εξέδωσε το 1968 το λεύκωμα «Έτσι πολεμούσαμε 40-41», με 80 σκίτσα από το μέτωπο και 22 πολεμικούς πίνακες από την περίοδο εκείνη. Στο λιτό πρόλογο του γράφει: «Με το βιβλίο τούτο θέλησα να διηγηθώ τον πόλεμο με τον δικό μου τρόπο. Στην Τέχνη μου με απασχόλησαν πολλά. Οι εικόνες, όμως, του μετώπου, και της υπεράνθρωπης προσπάθειάς μας στον συντριπτικά άνισο αγώνα, έρχονται και ξανάρχονται στη ζωγραφική μου σαν ανεξόφλητο χρέος».

Η καλλιτεχνική δραστηριότητά του περιλάμβανε ακόμη συμμετοχή σε πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Τελευταίο έργο του που έμεινε ατελείωτο ήταν ένας πίνακας μεγάλων διαστάσεων για τη ναυμαχία του Γέροντα.

Ο Αλέξανδρος Αλεξανδράκης πέθανε στην Αθήνα στις 13 Σεπτεμβρίου 1968. Στις 29 Δεκεμβρίου 1968 τιμήθηκε μεταθανάτια για το έργο από την Ακαδημία Αθηνών και το 1980 η Εθνική Πινακοθήκη πραγματοποίησε μεγάλη αναδρομική έκθεση του έργου του.

Είπαν για το έργο του Αλέξανδρου Αλεξανδράκη

Ο κ. Αλέξανδρος Αλεξανδράκης είναι ο πρώτος Έλλην ζωγράφος, που μας δίδει με την υπέροχον έμπνευσιν του και την εξαιρετική του τέχνην του την Αλβανικήν εποποιία και ωρισμένας δραματικάς στιγμάς της κατοχής.

Σπύρος Μελάς, συγγραφέας και ακαδημαϊκός

Η ζωγραφική του διακρίνεται για μια κάποια ελευθερία στην πινελιά και μια σκούρα χρωματιστή κλίμακα που δεν είναι άμοιρη από τις επιδράσεις των δασκάλων του.

Τώνης Σπητέρης, τεχνοκριτικός

Η ευκαιρία της καλλιτεχνικής ζωής του υπήρξεν ο πόλεμος, όπου ο ζωγράφος υπηρέτησεν εις την γραμμήν των πρόσω, ετιμήθη δε δια του Πολεμικού Σταυρού... Ό,τι κυρίως διακρίνει τους πολεμικούς πίνακάς του είναι η λαμπρά κίνησις και η επιτυχία να μεταδίδη εις τον θεατήν την συγκίνησιν, την οποίαν εικονίζει το θέμα του. Λαμπράν επίσης απόδοσιν επιτυγχάνει εις τα άλογα, εις την κίνησιν και εις την ορμήν των.

Σπυρίδων Μαρκεζίνης, συγγραφέας και πολιτικός

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1709?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-13

© SanSimera.gr

Ρωμαίος αυτοκράτορας, 10ος στη σειρά διαδοχής. Έμεινε στην ιστορία για την κατάληψη της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ. και την καταστροφή του Ναού του Σολομώντα.

Πιο γνωστός ως Τίτος (Titus). Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 79 έως το 81. Γεννήθηκε στη Ρώμη στις 30 Δεκεμβρίου του 39 και ήταν γιος του αυτοκράτορα Βεσπασιανού και της Δομιτίλης της Πρεσβυτέρας.

Από το 61 έως το 63 συμμετείχε στις εκστρατείες στη Βρετανία και τη Γερμανία. Το 64 επέστρεψε στη Ρώμη και παντρεύτηκε την Αρεκίνα Τέρτουλα, κόρη του πρώην διοικητή της πραιτοριανής φρουράς, η οποία πέθανε ένα χρόνο αργότερα. Δεν πέρασε πολύς καιρός και τέλεσε νέο γάμο με τη Μαρκία Φουρνίλα, κόρη επιφανούς οικογενείας της Ρώμης, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Ιουλία Φλαβία. Ο Τίτος χώρισε τη γυναίκα του, επειδή η οικογένειά της αντιπολιτευόταν το θρόνο και δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ.

Το 67 ο Τίτος ακολούθησε τον πατέρα του, Βεσπασιανό, στην Ιουδαία, προκειμένου να καταστείλει την Εβραϊκή Εξέγερση. Όταν ο πατέρας του επέστρεψε στη Ρώμη το 69 για να χρισθεί αυτοκράτορας, ο Τίτος ανέλαβε επικεφαλής των ρωμαϊκών λεγεώνων και το 70 εισήλθε θριαμβευτικά στην Ιερουσαλήμ.

Κατέστρεψε το Ναό του Σολομώντος και σκότωσε χιλιάδες Εβραίους, ενώ πολύ περισσότεροι αναγκάσθηκαν να πάρουν το δρόμο της εξορίας. Από τότε χρονολογείται η Εβραϊκή Διασπορά και το όνειρο των Εβραίων για δική τους πατρίδα, που έγινε πραγματικότητα μόλις το 1948. Οι επιχειρήσεις του Τίτου στην Ιουδαία ολοκληρώθηκαν το 74, με την κατάληψη του οχυρού Μασάντα.

Ακολούθησε η θριαμβευτική επιστροφή του στη Ρώμη και η ανέγερση Αψίδας προς τιμή του. Η Αψίδα του Τίτου, όπως ονομάζεται, σώζεται μέχρι σήμερα. Όσο ευρίσκετο στην Ιερουσαλήμ, συνδέθηκε ερωτικά με τη Βερενίκη, κόρη του βασιλιά των Ιουδαίων, Ηρώδη Αγρίππα. Η Βερενίκη ήταν 11 χρόνια μεγαλύτερη του Τίτου και με τρεις γάμους στο ενεργητικό της.

Το 79 ο Τίτος ανέβηκε στο θρόνο, παρά τις αντιδράσεις αρκετών συγκλητικών, που αντιδρούσαν στο δεσμό του με τη Βερενίκη. Θεωρούσαν ότι η Βερενίκη θα ήταν μια νέα Κλεοπάτρα, λόγω του δυναμικού της χαρακτήρα και της επιρροής που ασκούσε στον αυτοκράτορα.

Ο Τίτος, όμως, αποδείχθηκε αυτόφωτος ηγεμόνας, ιδιαίτερα αποτελεσματικός στην άσκηση της εξουσίας, που γρήγορα έγινε αγαπητός στους υπηκόους του, όπως μαρτυρούν οι ιστορικοί της εποχής του Τάκιτος και Γάιος Σουητώνιος. Αντιμετώπισε δυναμικά την εξέγερση του Τερέντιου Μάξιμου και εφάρμοσε ένα ευρύ πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων με την ολοκλήρωση του Κολοσσαίου και την κατασκευή λουτρών στη Ρώμη.

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του εκδηλώθηκε η μεγάλη έκρηξη του Βεζούβιου, με την καταστροφή της Πομπηίας και μία μεγάλη πυρκαγιά στη Ρώμη. Ο Τίτος δαπάνησε μεγάλα ποσά για την ανακούφιση των πληγέντων κι έδειξε το προσωπικό του ενδιαφέρον, επισκεπτόμενος συχνά τις πληγείσες περιοχές.

Ο Τίτος πέθανε στις 13 Σεπτεμβρίου του 81, από υψηλό πυρετό. Ο Σουητώνιος έγραψε ότι ο θάνατός του προήλθε είτε από ελονοσία, είτε από δηλητήριο που του έδωσε ο ιατρός του Βαλέντιος, κατ' εντολή του αδελφού του Δομητιανού, ο οποίος τελικά τον διαδέχθηκε στο θρόνο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Μια διαφορετική εκδοχή για το θάνατο του Τίτου μάς δίνει το Βαβυλωνιακό Ταλμούδ. Ένα κουνούπι μπήκε από τη μύτη και εγκλωβίστηκε στο κρανίο του. Όταν πέθανε και του άνοιξαν το κεφάλι, το κουνούπι είχε το μέγεθος πουλιού. Ήταν η θεία τιμωρία για τις κακές του πράξεις και ιδιαίτερα για τον ξεριζωμό του εβραϊκού λαού από τη γη του.

Η προσωπικότητα του Τίτου ενέπνευσε τον Μότσαρτ στη σύνθεση της όπερας «Η μεγαλοψυχία του Τίτου» (1791). Ο ερωτικός του δεσμός με τη Βερενίκη αποτέλεσε τον δραματουργικό πυρήνα των θεατρικών έργων του Ρακίνα «Βερενίκη» και του Κορνήλιου «Τίτος και Βερενίκη».


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/213?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-13

© SanSimera.gr