Σαν σήμερα 14 Αυγούστου

Σαν σήμερα 14 Αυγούστου

Μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974 («Αττίλας 1»), οι εξελίξεις στο ελλαδικό και ελληνοκυπριακό στρατόπεδο υπήρξαν ραγδαίες. Κάτω από την πίεση των τραγικών γεγονότων, η δικτατορία στην Αθήνα κατέρρευσε και τα χαράματα της 24ης Ιουλίου σχηματίσθηκε κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Νωρίτερα, ο δοτός πρόεδρος της Κύπρου, Νικόλαος Σαμψών, είχε υποβάλλει την παραίτησή του και είχε αντικατασταθεί από τον εκλεγμένο Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, Γλαύκο Κληρίδη. Οι διπλωματικές πρωτοβουλίες Στις 24 Ιουλίου 1974 έφθασε η ώρα της διπλωματίας. Οι εκπρόσωποι των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο, Κληρίδης και Ντενκτάς, συναντήθηκαν για να συζητήσουν την εφαρμογή της ανακωχής. Την ίδια ημέρα, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος έγινε δεκτός από τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, Χένρι Κίσινγκερ, σε μία περίοδο που οι Ηνωμένες Πολιτείες ταλανίζονταν από το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ και ο πρόεδρος Νίξον βρισκόταν υπό παραίτηση. (Παραιτήθηκε τελικά στις 9 Αυγούστου 1974 και αντικαταστάθηκε από τον αντιπρόεδρό του Τζέραλντ Φορντ, πέντε ημέρες πριν από τον «Αττίλα 2»). Την επόμενη ημέρα, 25 Ιουλίου, κατόπιν συστάσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, συνήλθε στη Γενεύη «Τριμερής Διάσκεψη», με τη συμμετοχή των Υπουργών Εξωτερικών των τριών εγγυητριών δυνάμεων, Ελλάδας Γεωργίου Μαύρου, Τουρκίας Τουράν Γκιουνές και Μεγάλης Βρετανίας Τζέιμς Κάλαχαν, προκειμένου να αναζητήσουν λύσεις για την άρση της διαμορφωθείσας κατάστασης στην Κύπρο, ερήμην των ενδιαφερομένων μερών της Μεγαλονήσου. Ύστερα από έντονες συζητήσεις, οι τρεις υπουργοί υιοθέτησαν στις 30 Ιουλίου έκθεση εμπειρογνωμόνων, αποτελούμενη από τέσσερα σημεία: Ουδεμία στρατιωτική επέκταση πέραν των γραμμών της 30ης Ιουλίου (10 μ.μ.). Δημιουργία ζώνης ασφαλείας γύρω από τις θέσεις που κατείχαν οι Τούρκοι. Επιστροφή στους Τουρκοκυπρίους όλων των στρατιωτικών θυλάκων που είχαν καταληφθεί από ελληνικής πλευράς. Βαθμιαία μείωση των στρατιωτικών δυνάμεων στο νησί. Ταυτόχρονα, οι τρεις υπουργοί υιοθέτησαν Διακήρυξη, με την οποία αναγνωρίζεται η ύπαρξη δύο αυτόνομων διοικήσεων στο νησί, της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής και στην οποία αναφέρεται ότι «πρέπει το ταχύτερον να διεξαχθούν διαπραγματεύσεις για να εξασφαλισθεί α) η αποκατάσταση της ειρήνης στην περιοχή και β) η επαναγκαθίδρυση της συνταγματικής κυβέρνησης στην Κύπρο». Τέλος, αποφάσισαν τη σύγκλιση στις 8 Αυγούστου νέας διάσκεψης, στην οποία θα συμμετείχαν εκτός από τις Εγγυήτριες Δυνάμεις και ανά ένας εκπρόσωπος των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Η νέα διάσκεψη συνήλθε πράγματι στη Γενεύη στις 8 Αυγούστου, με τη συμμετοχή των Υπουργών Εξωτερικών Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας και των εκπροσώπων των Ελληνοκυπρίων Γλαύκου Κληρίδη και των Τουρκοκυπρίων Ραούφ Ντεκτάς.

Οι Έλληνες διαπραγματευτές Γεώργιος Μαύρος και Γλαύκος Κληρίδης προσπάθησαν να οδηγήσουν τα πράγματα προς μια λογική και έντιμη διαπραγμάτευση, αλλά προσέκρουαν συνεχώς στην τουρκική αλαζονεία και αδιαλλαξία. Όλο το χρονικό διάστημα από την ανακωχή της 22ας Ιουλίου, οι Τούρκοι ενίσχυαν τον θύλακο της Κερύνειας και πραγματοποιούσαν μικρής κλίμακας στρατιωτικές επιχειρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι το τετραήμερο 22 - 26 Ιουλίου οι Τούρκοι παραβίασαν 55 φορές την εκεχειρία. Η ελληνοκυπριακή πλευρά στις διαπραγματεύσεις υποστήριξε την επιστροφή στο Σύνταγμα του 1960 και επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών, αλλά ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών απέρριψε την εισήγηση Κληρίδη και αντιπρότεινε σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο η Κυπριακή Δημοκρατία θα ήταν δικοινοτικό ομοσπονδιακό κράτος πολλών καντονίων, στο οποίο οι Τουρκοκύπριοι θα έλεγχαν το 34% του νησιού. Εξάλλου, ο Ντενκτάς πρότεινε διζωνική ομοσπονδία, στην οποία το τουρκοκυπριακό ομόσπονδο κράτος θα κάλυπτε επίσης το 34% της έκτασης της Δημοκρατίας. Κάτω από την πίεση των περιστάσεων και μέσα σε έντονες αντεγκλήσεις, ο Γλαύκος Κληρίδης αντιπρότεινε το εξής σχέδιο: Η συνταγματική δομή της Κύπρου να διατηρήσει το δικοινοτικό χαρακτήρα της. Η συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων να επιτευχθεί με θεσμικά σύμφωνα. Η ελληνική και τουρκική κοινοτική διοίκηση να ασκούν εξουσίες στις ζώνες
 
τους.
Οι Τουρκοκύπριοι όμως, υπό την καθοδήγηση της Άγκυρας, ήταν αποφασισμένοι να επιτύχουν την de facto διχοτόμηση του νησιού. Οι προτάσεις της τουρκικής πλευράς, όπως αναφέρονται στο σχέδιο του Ντενκτάς και του Τούρκου ΥΠΕΞ, αντιστοιχούσαν σε μια διζωνική ομοσπονδία με σαφή γεωγραφικό και κεντρικό διαχωρισμό.
Η στασιμότητα στις συνομιλίες και η τουρκική αδιαλλαξία κλιμάκωσαν την ένταση, οδηγώντας τελικά στην κατάρρευση των διαπραγματεύσεων. Στις 14 Αυγούστου, η Τουρκία ξεκίνησε την «Επιχείρηση Αττίλας 2», κατά την οποία κατέλαβε μια μεγάλη περιοχή της βόρειας Κύπρου. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία της σημερινής διαχωριστικής γραμμής στην Κύπρο, η οποία παραμένει μέχρι και σήμερα, χωρίζοντας την Κυπριακή Δημοκρατία από την αυτοανακηρυχθείσα Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου, την οποία αναγνωρίζει μόνο η Τουρκία.
Τα αποτελέσματα της όλης κατάστασης ήταν τραγικά: χιλιάδες πρόσφυγες, χαμένες ζωές, και μια μόνιμη πληγή στην καρδιά του κυπριακού λαού. Η χρονική περίοδος που ακολούθησε την τουρκική εισβολή χαρακτηρίστηκε από διεθνείς διαπραγματεύσεις και προσπάθειες για την επίτευξη μιας βιώσιμης λύσης, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι και σήμερα.

Η δολοφονία του Σολωμού Σολωμού

Η περιγραφή για τα γεγονότα της 14ης Αυγούστου 1996 και η αναφορά στον Σολωμό Σολωμού αποκαλύπτουν μια από τις πιο τραγικές και συγκινητικές στιγμές στην σύγχρονη ιστορία της Κύπρου. Η ενέργεια του Σολωμού, με σκοπό να κατεβάσει την τουρκική σημαία, και η δολοφονία του από Τουρκοκύπριους στρατιώτες, προκάλεσαν παγκόσμιο σοκ και καταδίκη.

Η περίοδος της αντιπαράθεσης και του πόνου που προκλήθηκε από το Κυπριακό ζήτημα χαρακτηρίζεται από απώλειες και ανείπωτη θλίψη για πολλές οικογένειες. Το συμβάν με τον Σολωμό Σολωμού αποτέλεσε ένα σύμβολο θυσίας και ανάγκης για ειρήνη, καθώς και σύμβολο αντίστασης στην κατοχή. Οι αντιδράσεις από τους πολιτικούς ηγέτες, τόσο από την Ελλάδα και την Τουρκία όσο και από τρίτες χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, καταδεικνύουν τη διεθνή απήχηση του συμβάντος.
Η τεκμηρίωση των γεγονότων με την αναγνώριση των δολοφόνων και η εγκληματική ευθύνη που αποδόθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) στην Τουρκία, δείχνει την προσπάθεια απονομής δικαιοσύνης για τους αδικοχαμένους. Η απόφαση αυτή αποτελεί επίσης μια ηθική υποστήριξη για τις οικογένειες των θυμάτων και για την κοινωνία της Κύπρου.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι αυτές οι τραγικές στιγμές ενέπνευσαν καλλιτέχνες να δημιουργήσουν έργα που τιμούν τη μνήμη του Σολωμού και αναδεικνύουν την ανθρωπιά και το πατριωτικό φρόνημα. Η τέχνη, ως έκφραση θρήνου, πόνου αλλά και ελπίδας, συνεχίζει να λειτουργεί ως μέσο συγκίνησης και ενθύμησης, διατηρώντας ζωντανό το μήνυμα της θυσίας και της αντίστασης.

Ο εορτασμός του Δεκαπενταύγουστου στην Ελλάδα

Ο Δεκαπενταύγουστος, «το Πάσχα του καλοκαιριού», είναι αφιερωμένος στην Παναγία, τη μητέρα όλων των Χριστιανών και εορτάζεται με ιδιαίτερη ευλάβεια σε όλο τον ελληνικό χώρο. Η Παναγία έχει για τους Έλληνες και εθνική σημασία, αφού έχει συνδεθεί με τους αγώνες του έθνους και έτσι ο ελληνικός λαός την τιμά και τη σέβεται περισσότερο από κάθε άλλο ιερό πρόσωπο. Αυτή η ιδιαίτερη λατρεία που έχει ο ελληνικός λαός για την Παναγία φαίνεται και από τα εκατοντάδες προσωνύμια που της έχουν αποδώσει, αλλά και από τα αναρίθμητα προσκυνήματα ανά την επικράτεια. Κάθε χρόνο το επίκεντρο των εορταστικών εκδηλώσεων βρίσκεται στην Παναγία της Τήνου, όπου έχει και εθνικό χαρακτήρα, αφού εκτός από την Παναγία τιμάται και η μνήμη αυτών που χάθηκαν κατά τον τορπιλισμό του πολεμικού πλοίου «Έλλη», από τους Ιταλούς, μέσα στο λιμάνι του νησιού ανήμερα των Δεκαπενταύγουστο του 1940, αλλά και στο Βέρμιο Ημαθίας, όπου τιμάται η Παναγιά των ξεριζωμένων Ποντίων. Τήνος Το μεγαλύτερο προσκύνημα του Δεκαπενταύγουστου γίνεται στην Τήνο με τους πιστούς γονυπετείς να φτάνουν στο ναό της Παναγίας της Ευαγγελίστριας για να εκπληρώσουν το τάμα τους στην εικόνα της Παναγίας. Ο Ιερός Ναός Ευαγγελιστρίας χτίστηκε στο σημείο όπου βρέθηκε η Εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, στις 30 Ιανουαρίου 1823, που θεωρείται από τους πιστούς θαυματουργή. Μάλιστα, η εύρεση της Αγίας Εικόνας θεωρήθηκε θεϊκός οιωνός για το δίκαιο και την επιτυχία της επανάστασης ενάντια στον τουρκικό ζυγό, ενώ η ανέγερση του μεγαλοπρεπούς ναού αποτελεί το πρώτο μεγάλο αρχιτεκτονικό έργο του νεοσυσταθέντος ελληνικού κράτους. Με Βασιλικό Διάταγμα του 1836, καθιερώθηκε ο εορτασμός της Παναγίας στην Τήνο να είναι οκταήμερος και να διαρκεί έως τα «εννιάμερα της Θεοτόκου», στις 23 Αυγούστου, όπου μέσα σε ατμόσφαιρα συγκίνησης, κατάνυξης και σεβασμού, ψάλλονται ύμνοι και εγκώμια, μπροστά στον επιτάφιο και την εικόνα. Παναγία Σουμελά Οι πιστοί από την Βόρεια Ελλάδα και όχι μόνο κατακλύζουν την Παναγία Σουμελά στις πλαγιές του Βερμίου, κοντά στο χωριό Καστανιά, για την πανηγυρική γιορτή του Δεκαπενταύγουστου. Η εκκλησία κτίστηκε το 1951 από τους πρόσφυγες του Πόντου, στη μνήμη της ιστορικής ομώνυμης μονής, τα ερείπια της οποίας βρίσκονται στο όρος Μελά, κοντά στην Τραπεζούντα του Πόντου. Εδώ φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, ο Τίμιος Σταυρός και το Ευαγγέλιο. Χιλιάδες ευλαβείς προσκυνητές, καθώς και εκπρόσωποι Ομοσπονδιών και Ποντιακών Σωματείων από την Ελλάδα και το εξωτερικό ζούνε ανεπανάληπτες στιγμές θρησκευτικής κατάνυξης. Μετά τον εσπερινό της παραμονής στις 14 Αυγούστου γίνεται η λιτάνευση της Αγίας Εικόνας και στη συνέχεια ακολουθούν καλλιτεχνικές εκδηλώσεις με ποντιακά συγκροτήματα. Ανήμερα της Παναγίας, στις 15 Αυγούστου, τελείται επίσημη δοξαστική λειτουργία στον ιερό ναό της Παναγίας, ο οποίος είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας ακολουθούν παραδοσιακοί χοροί με τοπικά παραδοσιακά συγκροτήματα. Πάρος Η κοσμοπολίτικη Πάρος αλλάζει πρόσωπο ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου, με πρωταγωνίστρια μια από τις εντυπωσιακότερες εκκλησίες του Αιγαίου, τον παλαιοχριστιανικό ναό της Εκατονταπυλιανής ή Καταπολιανής στο λιμάνι της Παροικιάς. Σύμφωνα με την παράδοση, η εκκλησία έχει ενενήντα εννέα φανερές πόρτες, ενώ η εκατοστή είναι κλειστή και δεν φαίνεται. Η πόρτα αυτή θα φανεί και θα ανοίξει, όταν οι Έλληνες πάρουν την Πόλη. Πολλές παραδόσεις αναφέρονται στην ίδρυση της Εκατονταπυλιανής. Η πρώτη πληροφορεί ότι, όταν η Αγία Ελένη μητέρα πήγαινε στην Παλαιστίνη για να βρει τον Τίμιο Σταυρό, έφτασε στην Πάρο και προσευχήθηκε σ’ έναν μικρό ναό που βρίσκονταν στη θέση της Εκατονταπυλιανής. Κατά την προσευχή της έκανε τάμα ότι αν βρει τον Τίμιο Σταυρό, θα χτίσει στη θέση αυτή έναν μεγάλο ναό. Η προσευχή της εισακούστηκε. Βρήκε τον Τίμιο Σταυρό και, πραγματοποιώντας το τάμα της, ανήγειρε τον μεγαλόπρεπο ναό της Εκατονταπυλιανής. Μία δεύτερη παράδοση αναφέρει ότι το τάμα της Αγίας Ελένης ολοκλήρωσε ο γιος της Κωνσταντίνος, αυτοκράτορας του Βυζαντίου, καθώς η ίδια δεν πρόλαβε. Στο νησί γίνεται η περιφορά του Επιταφίου της Παναγίας 

Η φωτογραφία - σύμβολο της λήξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου

Θρυλική ασπρόμαυρη φωτογραφία, που τράβηξε ο αμερικανός φωτορεπόρτερ Άλφρεντ Άιζενστατ, στις 14 Αυγούστου 1945, κατά τη διάρκεια των πανηγυρισμών στη Νέα Υόρκη για την παράδοση της Ιαπωνίας και την ουσιαστική λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

 

Μέσα στον γενικό ενθουσιασμό, ένας ναύτης αρπάζει μια νοσοκόμα και της δίνει ένα παθιασμένο φιλί στην Τάιμς Σκουέαρ. Ο Αϊζενστατ τριγυρνώντας με τη φωτογραφική του μηχανή μάρκας Λέικα στους δρόμους της αμερικανικής μεγαλούπολης απαθανατίζει τη στιγμή. Η φωτογραφία, που τον έκανε διάσημο, θα δημοσιευτεί στο περιοδικό Life. Όπως αποκάλυψε χρόνια αργότερα, εάν ο άνδρας δεν φορούσε μαύρα και η γυναίκα λευκά, δεν θα είχε τραβήξει ποτέ τη συγκεκριμένη φωτογραφία.

 

Ο Άιζενστατ, όπως ήταν φυσικό, δεν κράτησε τα ονόματα των πρωταγωνιστών της διάσημης φωτογραφίας του, με αποτέλεσμα πολλοί -άνδρες και γυναίκες- να διεκδικήσουν τη δόξα. Για τη γυναίκα ήταν σχετικά εύκολο να αποκαλυφθεί ότι ήταν η Γκρέτα Φρίντμαν, που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, σε ηλικία 92 ετών. Την ημέρα που τραβήχτηκε η φωτογραφία ήταν 21 ετών και εργαζόταν ως βοηθός οδοντιάτρου. Το 2012 αποκάλυψε ότι δεν είχε δει καν τον ναύτη προτού την αρπάξει στην αγκαλιά του.

Για τον ναύτη της φωτογραφίας υπήρξαν αμφισβητήσεις, καθώς το πρόσωπό του δεν φαίνεται καθαρά. Πολλοί διεκδίκησαν να είναι οι ναύτες της φωτογραφίας και μάλιστα κάποιοι από αυτούς προσπάθησαν να το πετύχουν δικαστικά. Ύστερα από διαμάχη ετών, σήμερα πιστεύεται ότι ήταν ο Τζορτζ Μεντόνσα, που βρίσκεται εν ζωή και τότε σε ηλικία 23 ετών υπηρετούσε τη θητεία του στο Ναυτικό και ήταν σε άδεια.

 

Βαρδιάνος στα Σπόρκα

Ο "Βαρδιάνος στα Σπόρκα" είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ενός από τους πλέον αγαπημένους και σημαντικότερους συγγραφείς της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το διήγημα αυτό, το οποίο ακουμπά τα όρια της νουβέλας, αναδεικνύει την εξαιρετική ικανότητα του Παπαδιαμάντη να συνδυάζει την έντονη αφηγηματική του δεινότητα με την απόδοση των ηθών, των εμμέσων κοινωνικών συνθηκών και των αξιών της εποχής του.

Υπόθεση
Η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια εποχή που η Ελλάδα, όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη, βρισκόταν αντιμέτωπη με την πανδημία της χολέρας το 1865. Οικογένειες βρίσκονται χωρισμένες λόγω της καραντίνας και των αυστηρών μέτρων που επιβάλλονται σε προσπάθεια περιορισμού της νόσου. Η κεντρική ηρωίδα, η γρια-Σκεύω, συγκλονίζεται όταν μαθαίνει ότι ο γιος της βρίσκεται σε ένα από τα "σπόρκα" – καράβια που έχουν τεθεί σε καραντίνα.
Άλλοτε δυνατή και ακατάβλητη, η γρια-Σκεύω δεν διστάζει να πάρει τη μοίρα στα χέρια της. Χρησιμοποιώντας την ευφυΐα της και την άκαμπτη θέλησή της, αποφασίζει να μεταμφιεστεί σε άντρα και να αναλάβει καθήκοντα βαρδιάνου (φύλακα) στο καράβι, με μόνο σκοπό να πλησιάσει και να σώσει το γιο της. Η ιστορία της περιπέτειάς της ξεδιπλώνεται σε ένα σκηνικό γεμάτο κοινωνικά και ηθικά διλήμματα, με τον Παπαδιαμάντη να απεικονίζει με μαεστρία τη θρησκευτική και κοινωνική ζωή της Σκιάθου και της περιοχής.
Κεντρικά Θέματα
Μητρική Αγάπη και Θυσία
Η έντονη αγάπη της γρια-Σκεύως για το παιδί της τροφοδοτεί τις πράξεις της. Η αποφασιστικότητά της να παραμερίσει τους κινδύνους και να πάρει στα χέρια της το μέλλον του γιου της, αποτελεί ένα δυνατό παράδειγμα ανιδιοτελούς συγχώρεσης και αμείωτης θυσίας.
Κοινωνικοί και Ιατρικοί Κανόνες
Το έργο πραγματεύεται τους κοινωνικούς και ιατρικούς κανόνες που επιβάλλονται σε καταστάσεις κρίσης. Η υπόθεση της χολέρας και των αυστηρών μέτρων απομόνωσης αποδίδουν την αίσθηση των περιορισμών, την αγωνία και την ανασφάλεια των ανθρώπων σε περιόδους πανδημίας.
Μεταμφίεση και Επιβίωση
Η μεταμφίεση της γρια-Σκεύως σε άντρα συμβολίζει την αντιμετώπιση των στερεότυπων και των περιορισμών που επιβάλλουν οι έμφυλοι ρόλοι. Η άμεση ανάγκη επιβίωσης και διάσωσης οδηγεί την ηρωίδα να υπερβεί κοινωνικές και προσωπικές αναστολές.
Λογοτεχνική Αξία
Ο "Βαρδιάνος στα Σπόρκα" δεν είναι μόνο μια αφηγηματική περιπέτεια, αλλά και μια βαθιά κοινωνική ανατομία. Ο Παπαδιαμάντης, με την γνώριμη γλώσσα του, γεμάτος ιδιωματισμούς και λεπτομέρειες της εποχής, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα ζωντανό και αληθινό πορτραίτο μιας δύσκολης εποχής. Οι χαρακτήρες του είναι πολυδιάστατοι και αληθινοί, με εσωτερικές συγκρούσεις και δυνατές προσωπικότητες.
Συμπέρασμα
Το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο "Βαρδιάνος στα Σπόρκα", αποτελεί μια ζωντανή ανάμνηση των κοινωνικών και ιστορικών συνθηκών της εποχής του, διατηρώντας πάντα την κεντρική ιδέα της ανθρώπινης θέλησης και της ακατάβλητης δύναμης της μητρικής αγάπης. Η αφηγηματική μαεστρία και η πλούσια γλωσσική του έκφραση καθιστούν τον Παπαδιαμάντη έναν από τους αξεπέραστους κλασικούς της ελληνικής λογοτεχνίας.

Μπέρτολτ Μπρεχτ: Η ζωή, τα ποιήματα και τα θεατρικά έργα ενός πρωτοπόρου συγγραφέα και σκηνοθέτη

Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Γερμανία το 1933, καθώς τα έργα του προκαλούσαν την εχθρότητα του ναζιστικού καθεστώτος. Η εξορία του διήρκεσε 15 χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων μετακινήθηκε σε διάφορες χώρες, όπως η Ελβετία, η Δανία, η Σουηδία, η Φινλανδία και τελικά οι Ηνωμένες Πολιτείες. Στην Αμερική, έζησε κυρίως στο Λος Άντζελες, όπου συνέχισε να γράφει και να παράγει θέατρο.

Στη Μεταπολεμική Γερμανία
Το 1947, κατηγορήθηκε για κομμουνιστική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του κυνηγιού των μαγισσών από την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών και ανακρίθηκε. Αμέσως μετά την ανάκρισή του, εγκατέλειψε τις Ηνωμένες Πολιτείες και το 1948 εγκαταστάθηκε στην Ανατολική Γερμανία. Εκεί ίδρυσε το θεατρικό σύνολο "Berliner Ensemble" το 1949, το οποίο έγινε ένα από τα σημαντικότερα ιδρύματα για την παρουσίαση των έργων του και την προώθηση των θεατρικών ιδεών του.
Θεματολογία και Επιρροές
Οι δημιουργίες του Μπρεχτ καταπιάνονται συχνά με κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά ζητήματα. Οι ιδέες του για το θέατρο ήταν πολύ επηρεασμένες από τη μαρξιστική θεωρία. Στο έργο του, προσπαθούσε να προωθήσει την κοινωνική αλλαγή και να ενθαρρύνει τους θεατές να σκέφτονται κριτικά για τις κοινωνικές δομές και τις ανισότητες.
Τεχνικές του Επικού Θεάτρου
Ο Μπρεχτ ανέπτυξε πολλές τεχνικές για να επιτύχει τον στόχο της αποστασιοποίησης στο θέατρο, γνωστές ως "Verfremdungseffekt" ή "αλλοτρίωση". Οι τεχνικές αυτές περιλαμβάνουν:
Άμεσες Διευθύνσεις στο Κοινό: Οι ηθοποιοί απευθύνονται άμεσα στο κοινό, σπάζοντας τον τέταρτο τοίχο.
Αφηγήσεις Εκτός Σκηνής: Χρήση αφηγητή για να περιγράφει τα γεγονότα.
Χρήση Πινακίδων: Πινακίδες ή προβολές που ενημερώνουν το κοινό για το τι συμβαίνει.
Ελάχιστα Σκηνικά και Κοστούμια: Σκηνικά και κοστούμια που αφήνουν λίγα στη φαντασία, για να μην ενισχύεται η ψευδαίσθηση της πραγματικότητας.
Παρεμβολή της Μουσικής: Χρήση τραγουδιών και μουσικής που διακόπτουν τη δράση και παρέχουν σχολιασμό.


Κληρονομιά
Ο Μπρεχτ πέθανε στις 14 Αυγούστου 1956 στο Ανατολικό Βερολίνο, έχοντας αφήσει πίσω του μια σπουδαία κληρονομιά στον κόσμο του θεάτρου. Τα έργα του συνεχίζουν να παίζονται σε όλο τον κόσμο, διατηρώντας την επιδραστικότητά τους και στο σύγχρονο θέατρο. Η επιρροή του Μπρεχτ στο θεατρικό είδος και στις πρακτικές της σκηνοθεσίας και της παραστατικής τέχνης παραμένει αναμφισβήτητη, καθιστώντας τον έναν από τους πιο πρωτοποριακούς και σημαντικούς θεατρικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα.


 
#
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ (Bertolt Brecht) ήταν γερμανός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης, που θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους μεταρρυθμιστές του θεάτρου τον 20ό αιώνα. Υπήρξε ο εισηγητής του λεγόμενου «Επικού Θεάτρου», σύμφωνα με το οποίο ο θεατρικός συγγραφέας πρέπει να πείθει το κοινό του ότι αυτό που βλέπει στη σκηνή δεν είναι παρά η εξιστόρηση γεγονότων, απέναντι στα οποία οφείλει να αποστασιοποιείται και να μην ταυτίζεται με τα δρώμενα. Πιο γνωστά έργα του: «Μάνα κουράγιο», «Η όπερα της πεντάρας», «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» και «Ο κύκλος με την κιμωλία». Οι σπουδές ιατρικής και το πρώτο θεατρικό Ο Οιγκεν Μπέρτολτ Φρίντριχ Μπρεχτ γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1898 στο Άουξμπουργκ της Βαβαρίας, όπου ο πατέρας του εργαζόταν ως ́υπάλληλος και αργότερα ως διευθυντής εργοστασίου χάροτ. Το 1917 ξεκίνησε σπουδές ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, αλλά ενδιαφερόταν περισσότερο για τη λογοτεχνία και το θέατρο. Τον τελευταίο χρόνο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κλήθηκε στο γερμανικό στρατό και υπηρέτησε σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Το 1918 ολοκλήρωσε το πρώτο του θεατρικό έργο με τίτλο «Βάαλ» (Baal), το οποίο ανέβηκε το 1923. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ σε ηλικία 20 ετών στη Γερμανία Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ σε ηλικία 20 ετών στη Γερμανία Η αναγνώριση για τον Μπρεχτ ήρθε με το δεύτερο έργο του «Ταμπούρλα μέσα στην νύχτα» («Trommeln in der Nacht»), που πρωτοανέβηκε το 1922 και ο ίδιος τιμήθηκε με το βραβείο Κλάιστ για τον πιο πολλά υποσχόμενο νέο θεατρικό συγγραφέα της χρονιάς. Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘20 έζησε στο Βερολίνο κι εργάστηκε για μικρό διάστημα με τους σκηνοθέτες Μαξ Ράινχαρτ και Έρβιν Πισκάτορ. «Η Όπερα της Πεντάρας» Από τα έργα του αυτής της περιόδου ξεχωρίζουν «Η Όπερα της Πεντάρας» («Die Dreigroschenoper», 1928), από το οποίο προέκυψε το μυθιστόρημά του «Το ρομάντζο της πεντάρας» και «Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόνι» («Aufstieg und Fall der Stadt Mahagony», 1930), σε μουσική και τα δύο του Κουρτ Βάιλ. Από το πρώτο γνωστά είναι τα κομμάτια με τους αγγλικούς τίτλους «Mack the Knife» και «Pirate Jenny», που γνώρισαν πολλές διασκευές και ερμηνείες, όπως και το «Alabama Song» από το δεύτερο. Την ίδια περίοδο έγινε μαρξιστής και ανέπτυξε τη θεωρία του για το Επικό Θέατρο, η οποία περιέχεται στο βιβλίο του «Μικρό Όργανο για το θέατρο» («Kleines Organon fur das Theater», 1949). Ο Μπρεχτ, η αριστοτελική πρόταση και η μέθοδος του επικού ποιητή H ουσία της θεωρίας του Μπρεχτ για το θέατρο, όπως αποκαλύπτεται στο έργο αυτό, είναι η ιδέα ότι ένα αληθινά μαρξιστικό θεατρικό έργο οφείλει ν' αποφεύγει ν' ακολουθεί την αριστοτελική πρόταση σύμφωνα με την οποία, το θεατρικό έργο πρέπει να κάνει τον θεατή να πιστεύει ότι αυτό που βλέπει στη σκηνή συμβαίνει εδώ και τώρα. Και αυτό, επειδή ο Μπρεχτ αντιλαμβανόταν πως, αν ο θεατής αισθάνεται ότι τα συναισθήματα των θεατρικών ηρώων του παρελθόντος – του Οιδίποδα, του Λιρ, του Άμλετ – θα μπορούσε να είναι και δικές του αντιδράσεις, τότε, η μαρξιστική αντίληψη, κατά την οποία η ανθρώπινη φύση δεν είναι σταθερή και αμετάβλητη, αλλά προϊόν των μεταβαλλόμενων ιστορικών συνθηκών, θα έχανε αυτόματα την εγκυρότητά της. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ το 1950 Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ το 1950 Γι' αυτό, ο Μπρεχτ υποστήριζε ότι το θέατρο δεν πρέπει να επιδιώκει να κάνει το κοινό να πιστεύει ότι οι επί σκηνής χαρακτήρες είναι «παρόντες», δεν πρέπει να κάνει τον θεατή να ταυτίζει τον εαυτό του με αυτούς, αλλά πρέπει μάλλον ν’ ακολουθεί τη μέθοδο του επικού ποιητή, η οποία συνίσταται στο να κάνει το κοινό να συνειδητοποιεί ότι αυτό που βλέπει στη σκηνή δεν είναι παρά εξιστόρηση γεγονότων του παρελθόντος, τα οποία οφείλει να παρακολουθεί με κριτική απόσταση. Έτσι, το «επικό» (αφηγηματικό, μη δραματικό) θέατρο βασίζεται στην αποστασιοποίηση, που επιτυγχάνεται με ορισμένα ευρήματα, τα οποία θυμίζουν στον θεατή ότι του παρουσιάζουν δείγματα ανθρώπινης συμπεριφοράς, σύμφωνα με το επιστημονικό πνεύμα, και όχι μία ψευδαίσθηση πραγματικότητας – μ’ έναν λόγο, ότι το θέατρο είναι απλώς και μόνο θέατρο και όχι ο ίδιος ο κόσμος. 

Μάνος Κατράκης

Ο Μάνος Κατράκης, κορυφαίος πρωταγωνιστής και θιασάρχης, γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου 1908 στο Καστέλι Κισσάμου της Κρήτης. Ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του εμπόρου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης.

Το 1919 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ο Μάνος, που από μικρός είχε δείξει το υποκριτικό ταλέντο του, εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή. Έκανε το ντεμπούτο του σε ηλικία μόλις 18 ετών, με το θίασο Οι Νέοι στο έργο Για την αγάπη της. Το μπρίο και η δυναμικότητά του ενθουσίασαν τον σκηνοθέτη Κώστα Λελούδα κι έτσι ένα χρόνο αργότερα, το 1928, έπαιξε στην πρώτη βουβή ταινία Το λάβαρο του '21.

Η πρόσληψη στο Εθνικό Θέατρο

Την ίδια περίοδο εντάχθηκε στο Θίασο της Ελευθέρας Σκηνής της Μαρίκας Κοτοπούλη, του Σπύρου Μελά και του Μήτσου Μυράτ, παίζοντας σε έργα όπως Η λύρα του γερο-Νικόλα, Οι άθλιοι και Στέλλα Βιολάντη. Το 1930 συνεργάστηκε με το Λαϊκό Θέατρο του Β. Ρώτα και το 1932 προσλήφθηκε στο νεοϊδρυόμενο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμήνευσε μεταξύ άλλων τον Κορυφαίο στον Αγαμέμνονα και τον Κρητικό στη Βαβυλωνία.

Το 1934 συνεργάστηκε με τον Β. Αργυρόπουλο και το 1935 ξανά με τη Μ. Κοτοπούλη, για να επιστρέψει, την ίδια χρονιά στο Εθνικό Θέατρο. Το 1943 ανέλαβε Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και από τη θέση αυτή συνέβαλε τα μέγιστα στην ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης όπου και έπαιξε μέχρι το 1946, οπότε επέστρεψε στο Εθνικό. Εκδιώχθηκε, όμως, ένα χρόνο αργότερα, λόγω των αριστερών πεποιθήσεών του. Αρνούμενος να υπογράψει «δήλωση μετανοίας», εξορίστηκε στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη.

Επέστρεψε στην Αθήνα το 1952, διοργανώνοντας «ποιητικές απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη. Ξανανέβηκε στη σκηνή με το θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη, λίγο αργότερα με τον θίασο του Αδαμάντιου Λεμού και αμέσως μετά με τον Θυμελικό Θίασο του Λίνου Καρζή (Προμηθεύς Δεσμώτης). Στη συνέχεια και μέχρι το 1955 εμφανίστηκε με την Κυβέλη και αμέσως μετά συγκρότησε δικό του θίασο με την Ασπασία Παπαθανασίου (Ευγενία Γκραντέ, Βαθιές είναι οι ρίζες, Το κορίτσι με το κορδελάκι κ.ά).

Το “Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο”

Το 1955 ίδρυσε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο και εγκαταστάθηκε στον υπαίθριο χώρο του Πεδίου του Άρεως, τον οποίο εγκαινίασε με τον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας. Σ' αυτό το θέατρο, με μεγάλη συμμετοχή κοινού και καλλιτεχνική επιτυχία, συνέχισε ως το 1967, υποστηρίζοντας συστηματικά το ελληνικό έργο (Ο μονοσάνδαλος, Το κορίτσι με το κορδελάκι, Η Αντιγόνη της Κατοχής, Ο Πατούχας και διασκευές από έργα του Καζαντζάκη όπως Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και Ο Καπετάν Μιχάλης). Σποραδικά ανέβασε και κλασικό ρεπερτόριο (Ιούλιος Καίσαρ, Φουέντε Οβεχούνα). Τους χειμώνες, το ΕΛΘ φιλοξενείτο σε διάφορα θέατρα ή περιόδευε στην επαρχία, την Κύπρο και την Κωνσταντινούπολη.

Καθώς το 1968 του έγινε έξωση από το Πεδίο του Άρεως, ο Κατράκης συνέχισε την πρωταγωνιστική του πορεία, πότε με το θίασό του, πότε με άλλους πρωταγωνιστές. Το 1972 επέστρεψε στο Εθνικό Θέατρο και πρωταγωνίστησε στον Οθέλλο και τον Δον Κιχώτη, και στην Επίδαυρο στον Οιδίποδα Τύραννο (1973) και στον Προμηθέα Δεσμώτη (1974).

Αργότερα, συνεργάστηκε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, το ΚΘΒΕ, για να επανιδρύσει το 1977 το ΕΛΘ, ανεβάζοντας έργα Αρμπούζοφ (Φθινοπωρινή ιστορία με την Έλλη Λαμπέτη), Γκόρκι (Οι Τελευταίοι), Μπρεχτ (Συντροφιά με τον Μπρεχτ, με τη Μελίνα Μερκούρη), Λέοναρντ (Ντα), Μασάρι (Ταμπού) και τη Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη του Νικηφόρο​υ Βρεττάκου. Η τελευταία του εμφάνιση έγινε το 1984 στο Ηρώδειο, με το μουσικό έργο του Θόδωρου Αντωνίου Προμήθεια.


Συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες (Δ. Ροντήρη, Π. Κατσέλη, Τ. Μουζενίδη, Μ. Βολανάκη, Σπ. Ευαγγελάτο, Μ. Θεοδωράκη, Σπ. Βασιλείου, Α. Κατσέλη, Τ. Καρούσο, Ελ. Χατζηαργύρη, Αν. Βαλάκου) και συμμετείχε σε εκατοντάδες εκδηλώσεις, όπου με την ανεπανάληπτη φωνή του δικαίωνε το νεοελληνικό ποιητικό λόγο. Οι αναγνώσεις του σε κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας παρέμειναν κλασικές.

Οι ταινίες
Ο Κατράκης έπαιξε και σε πολλές ταινίες στον κινηματογράφο. Αξιόλογες είναι οι ερμηνείες του στο Μαρίνο Κοντάρα του Γιώργου Τζαβέλα (1948), στη Συνοικία το όνειρο του Αλέκου Αλεξανδράκη (1961) στην Ηλέκτρα του Μιχάλη Κακογιάννη (1962), στο Ένας Ντελικανής του Μανόλη Σκουλούδη (1963). Βραβεύτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο, για την ερμηνεία του στον ρόλο του Κρέοντα στην Αντιγόνη του Γ. Τζαβέλλα, και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τη συμμετοχή του στο Συνοικία το όνειρο.

Λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας Ταξίδι στα Κύθηρα, με σκηνοθέτη το Θόδωρο Αγγελόπουλο, άφησε την τελευταία του πνοή, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1984, χτυπημένος από καρκίνο των πνευμόνων.

Ρενέ Γκοσινί: Ο δημιουργός του Λούκι Λουκ και του Αστερίξ

Ρενέ Γκοσινί (René Goscinny) ήταν γάλλος εκδότης και κειμενογράφος επιτυχημένων κόμιξ που άφησαν εποχή. Είναι γνωστός στη χώρα μας για τις σειρές «Λούκι Λουκ» (1955), «Αστερίξ» (1959) και «Ιζνογκούντ» (1968), καθώς και για τη σειρά εικονογραφημένων παιδικών βιβλίων «Ο Μικρός Νικόλας» (1959).

Ο Ρενέ Γκοσινί γεννήθηκε στο Παρίσι στις 14 Αυγούστου 1926, από Πολωνοεβραίους γονείς. Το επώνυμό του στα Πολωνικά σημαίνει «φιλόξενος». Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως σχεδιαστής σε διαφημιστική εταιρεία στην Αργεντινή, όπου η οικογένειά του είχε εγκατασταθεί από το 1928. Μετά το θάνατο του πατέρα του το 1945, μετακόμισε με τη μητέρα του στης ΗΠΑ και τον επόμενο χρόνο για να αποφύγει τη στράτευση επέστρεψε στο Παρίσι.

Η συνεργασία με τους Μορίς, Ουντερζό

Στη Γαλλία δεν απέφυγε τελικά τη στράτευση, αλλά η απασχόλησή του ως σχεδιαστής της μονάδας του ήταν μία καλή προθέρμανση για τη μετέπειτα πορεία του. Μετά την αποστράτευσή του επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, αφού δεν έβρισκε δουλειά στη Γαλλία, κι εργάστηκε σε παιδικές εκδόσεις.

Το 1951 έκανε ξανά τη διαδρομή Νέα Υόρκη - Παρίσι για ν’ αναλάβει μια θέση σε πρακτορείο ειδήσεων. Το 1955 συνεργάστηκε με τον βέλγο κομίστα Μορίς στη συγγραφή των ιστοριών του Λούκι Λουκ, του «φτωχού και μόνου καουμπόι» που «πυροβολεί γρηγορότερα και από τη σκιά του». Ο Μορίς είχε ξεκινήσει τη σειρά από το 1946, αλλά οι καλύτερες ιστορίες του Λούκι Λουκ γράφτηκαν από τον Γκοσινί.

ν τω μεταξύ είχε γνωρίσει τον κομίστα Αλμπέρ Ουντερζό, με τον οποίο ξεκίνησε μία μακροχρόνια συνεργασία που κορυφώθηκε με τις περιπέτειες του Αστερίξ. To 1957 συνεργάστηκαν στις βραχυχρόνιες σειρές κόμιξ «Benjamin et Benjamine» κι ένα χρόνο αργότερο σε μία πιο επιτυχημένη σειρά με τίτλο «Ούμπα-Πα ο Ευρυθόδερμος» («Oumpah-Pah le Peau-Rouge»).


Το 1959 ο Γκοσινί ίδρυσε το χιουμοριστικό περιοδικό «Pilote» («Πιλότος») και τον ίδιο χρόνο σε συνεργασία με τον Ουντερζό άρχισε να εκδίδει τη σειρά «Αστερίξ ο Γαλάτης» («Astérix le Gaulois»), που αφηγείται τις περιπέτειες ενός μικροσκοπικού γαλάτη φύλαρχου, ονόματι Αστερίξ, την εποχή που ο Ιούλιος Καίσαρας είχε κατακτήσει την πατρίδα του τη Γαλατία.

Η μεγάλη επιτυχία του Αστερίξ
Ο Αστερίξ και ο ευτραφής φίλος του Οβελίξ ανήκουν στη μοναδική ανυπότακτη φυλή της Γαλατίας και οι ρωμαίοι κατακτητές εικονίζονται ως αδέξιοι και ανόητοι. Την εποχή της έκδοσης του Αστερίξ είχε αρχίσει η θητεία του στρατηγού Σαρλ Ντε Γκολ στην προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας και η σειρά αντικατοπτρίζει ορισμένα πολιτικά συναισθήματα που ήταν ευρέως διαδεδομένα εκείνη την εποχή. Να ληφθεί υπόψη ότι «Γκολ» στα γαλλικά σημαίνει «Γαλατία».

Η σειρά γνώρισε μεγάλη επιτυχία παγκοσμίως. Έχει μεταφραστεί σε τουλάχιστον 100 γλώσσες και διαλέκτους, ενώ οι πωλήσεις της έχουν ξεπεράσει τα 20 εκατομμύρια αντίτυπα. Ορισμένες από τις περιπέτειές του μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο, έγινε επιτραπέζιο παιγνίδι και βιντεοπαιγνίδι, καθώς και θεματικό πάρκο στο Παρίσι.


Το 1965, σε συνεργασία με κομίστα Μαρσέλ Γκοτλίμπ, παρουσίασε τη σειρά «Les Dingodossiers» και το 1968 με τον σχεδιαστή Ζαν Ταμπαρί τις ιστορίες του ραδιούργου βεζίρη Ιζνογκούντ («Iznogoud») που «θέλει να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη», ανατρέποντας τον καλό χαλίφη της Βαγδάτης. Το 1959 εξέδωσε σε σχέδια του Ζαν-Ζακ Σενπέ τη σειρά παιδικών βιβλίων «O Μικρός Νικόλας» («Le Petit Nicolas»), με ήρωα τον Νικόλα, ένα ατίθασο μα καλό παιδί.

Για τη συνεισφορά του στην όγδοη τέχνη, ο γάλλος πρόεδρος Σαρλ Ντε Γκολ τον έχρισε Ιππότη των Γραμμάτων και των Τεχνών το 1967.

Ο Ρενέ Γκοσινί πέθανε στις 5 Νοεμβρίου 1977 από καρδιακή ανακοπή στο ιατρείο του καρδιολόγου του στο Παρίσι, κατά τη διάρκεια εξέτασης ρουτίνας. Ήταν μόλις 51 ετών και παντρεμένος από το 1967 με τη Ζιλμπέρτ Πολαρό-Μιλό (1943-1994), με την οποία απέκτησε το επόμενο έτος μία κόρη, τη συγγραφέα Αν Γκοσινί.



Νίκος Φέρμας

Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου· από τους πιο σημαντικούς δευτεραγωνιστές του ελληνικού κινηματογράφου, με περίπου 150 ταινίες στο ενεργητικό του. Διακρίθηκε, κυρίως, σε ρόλους ανθρώπων της πιάτσας και του υποκόσμου, τους οποίους ερμήνευσε με ζωντάνια και πειστικότητα.

Ο Νίκος Χατζηανδρέου, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1905 από αγροτική οικογένεια. Έμεινε ορφανός από μικρή ηλικία και η μητέρα του δούλευε σε πλουσιόσπιτα της Μυτιλήνης για να τον μεγαλώσει. Εγκατέλειψε νωρίς το σχολείο κι άρχισε να δουλεύει σε μαγαζιά και γραφεία κάνοντας θελήματα, ώσπου προσελήφθη ως κλητήρας στο υποκατάστημα της «Τράπεζας Αθηνών» στη Μυτιλήνη.


Γρήγορα, όμως, εγκατέλειψε την πολλά υποσχόμενη δουλειά για εκείνη την εποχή, αφού δεν άντεχε τις τυπικότητες και τους ρυθμούς της. Για καλή του τύχη, το υποκριτικό του ταλέντο το ανακάλυψε ένας ηθοποιός, ο Δημήτριος Βερώνης, που προσπαθούσε να ορθοποδήσει στη Λέσβο, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να του αλλάξει το όνομα από Χατζηανδρέου σε Φέρμας, που τον ακολούθησε σ’ όλη του ζωή και με το οποίο έγινε γνωστός.

Μετά τη διάλυση του θιάσου Βερώνη, κατέβηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Ελληνικού Ωδείου και πρωτόπαιξε στο έργο «Επτά επί Θήβαις» του Αισχύλου, που ανέβασε το «Θέατρο Τέχνης» του Σπύρου Μελά. Τα επόμενα χρόνια διακρίθηκε σε έργα πρόζας και επιθεώρησης.

  Στον κινηματογράφο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1948, σε ηλικία 43 ετών, στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται» στο ρόλο του τρόφιμου φρενοκομείου. Έλαβε μέρος σε περίπου 150 ταινίες, πάντα σε δεύτερους ρόλους και καθιερώθηκε σε ρόλους μάγκα και ντόμπρου ανθρώπου.


Χαρακτηριστικοί είναι οι ρόλοι του σε γνωστές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου τις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60, που άφησαν εποχή και παίζονται συχνά και σήμερα από την τηλεόραση: «Ένας ήρωας με παντούφλες», «Λατέρνα φτώχεια και γαρύφαλλο», «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Ποτέ την Κυριακή», «Καλώς ήλθε το δολάριο» και «Λόλα».

Ο Νίκος Φέρμας πέθανε στις 14 Αυγούστου 1972, σε ηλικία 66 ετών. Ήταν παντρεμένος με τη χορεύτρια και ηθοποιό Άννα Παντζίκα και λάτρευε το «χόρτο».

Τζον Λόουτζι Μπερντ

κωτσέζος φυσικός και μηχανικός, που θεωρείται ο εφευρέτης της τηλεόρασης.

Ο Τζον Λόουτζι Μπερντ (John Logie Baird) γεννήθηκε Χέλενσμπεργκ της Δυτικής Σκωτίας στις 14 Αυγούστου 1888. Ήταν γιος του αιδεσιμώτατου Τζον Μπερντ και Τζέσικα Μόρισον. Από μικρός έδειξε την κλίση του στις κατασκευές, όταν κατόρθωσε να φτιάξει ένα αυτοσχέδιο τηλεφωνικό δίκτυο στη γειτονιά του για να συνομιλεί με τους φίλους του.


Φοίτησε στην Ακαδημία Λάρτσφηλντ, στο Βασιλικό Τεχνικό Κολλέγιο και το Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης. Δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, εξαιτίας του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Λόγω της κακής του υγείας δεν στρατεύτηκε, αλλά εργάστηκε στην τοπική ηλεκτρική εταιρεία. Μετά το τέλος του πολέμου μετακόμισε στη Νότια Αγγλίας, έχοντας ως στόχο την ανακάλυψη της τηλεόρασης, που ήταν όνειρο πολλών επιστημόνων της γενιάς.

Το 1924 δημιούργησε για πρώτη φορά τηλεοπτικές εικόνες με το περίγραμμα διαφόρων αντικειμένων και στις 25 Μαρτίου 1925 επέδειξε δημοσίως την ανακάλυψή του στα πολυκαταστήματα «Selfridges» του Λονδίνου. Λίγο αργότερα, στις 2 Οκτωβρίου 1925, προχώρησε στην τηλεοπτική μετάδοση αναγνωρίσιμων ανθρώπινων προσώπων. Στις 26 Ιανουαρίου 1926 έκανε την πρώτη δημόσια επίδειξη της τηλεόρασης στο εργαστήριό του στο Σόχο του Λονδίνου, ενώπιον 50 επιστημόνων κι ενός δημοσιογράφου των «Τάιμς» του Λονδίνου.

 


Το 1930 ανέπτυξε ένα μηχανικό σύστημα μετάδοσης της τηλεοπτικής εικόνας, με τη βοήθεια των Γερμανικών Ταχυδρομείων. Σύντομα, όμως, το σύστημά του θεωρήθηκε ξεπερασμένο, όταν η εταιρεία Μarconi EMI παρουσίασε το δικό της ηλεκτρονικό σύστημα, που είχε εικόνα με μεγαλύτερη ευκρίνεια. Και εγκαταλείφθηκε οριστικά, όταν το BBC τον Φεβρουάριο του 1937 υιοθέτησε το σύστημα της Marconi και απέρριψε το μηχανικό του Μπερντ.


Ο σκωτσέζος παρουσίασε, επίσης, το πρώτο σύστημα έγχρωμης τηλεόρασης (3 Ιουλίου 1928), ενώ το 1946 ανακοίνωσε ότι είχε ολοκληρώσει τις ερευνητικές του προσπάθειες σε ό,τι αφορά τη στερεοσκοπική τηλεόραση.

Ο Τζον Λόουτζι Μπερντ πέθανε στο Μπέξχιλ-ον-Σι του Σάσεξ στις 14 Ιουνίου 1946, σε ηλικία 57 ετών.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1548?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-08-14

© SanSimera.gr