Σαν σήμερα 16 Αυγουστου

Σαν σήμερα 16 Αυγουστου

Αντώνης Σαμαράκης

Ο Αντώνης Σαμαράκης είναι ένας από τους σημαντικότερους και δημοφιλέστερους έλληνες πεζογράφους με διεθνή αναγνώριση. Κορυφαία δημιουργία του το μυθιστόρημα «Το Λάθος» (1965), το οποίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Το έργο του ανήκει στην πτυχή εκείνη της νεοελληνικής, μεταπολεμικής πεζογραφίας, που έχει ως κύριο στόχο την κοινωνική κριτική και την κοινωνική καταγγελία. Μέσα από τα διηγήματα και τα μυθιστορήματά του, φιλοδόξησε να γίνει «η φωνή αυτών που δεν έχουν φωνή», όπως είχε πει σε μια του συνέντευξη.

Ο Αντώνης Σαμαράκης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 16 Αυγούστου 1919, γιος του Ευριπίδη Σαμαράκη και της Αδριανής Παντελοπούλου. Φοίτησε στην Βαρβάκειο Σχολή και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1937-1941).


Στα γράμματα πρωτοπαρουσιάστηκε τον Νοέμβριο του 1933 από τις σελίδες του περιοδικού «Ξεκίνημα» με το ποίημα «Θάνατος» και συνεργάστηκε τα επόμενα χρόνια με τα περιοδικά «Νέα Εστία», «Νεοελληνικά Γράμματα», «Ακτίνες» κ.ά. Από το 1935 έως το 1963 ήταν υπάλληλος στο Υπουργείο Εργασίας, από το οποίο παραιτήθηκε με την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά και επανήλθε μετά την Κατοχή το 1945.

Μπορεί ο Αντώνης Σαμαράκης να ξεκίνησε την λογοτεχνική του διαδρομή ως ποιητής, αλλά καθιερώθηκε με το πεζογραφικό του έργο. Το 1954, δίνει το λογοτεχνικό του στίγμα με την συλλογή διηγημάτων «Ζητείται Ελπίς». Αποτελείται από δώδεκα ολιγοσέλιδα διηγήματα, το τελευταίο από τα οποία έδωσε τον τίτλο σε ολόκληρη την συλλογή. Με απλά και λιτά μέσα ο συγγραφέας μας παρουσιάζει την εικόνα ενός κόσμου, που, μετά τον πόλεμο και κάτω από την απειλή ενός καινούργιου πολέμου, αισθάνεται απογυμνωμένος από ιδεολογικούς προσανατολισμούς, πίστη και ελπίδα. Στον ίδιο αυτό κόσμο θα κινηθεί και με το επόμενο πεζό του, το μυθιστόρημα «Σήμα κινδύνου», (1959).  Δύο χρόνια αργότερα παρουσίασε ένα τόμο με έντεκα διηγήματα υπό τον τίτλο «Αρνούμαι». Η συλλογή του αυτή, που είναι μια καθολική άρνηση στον παραλογισμό του μεταπολεμικού κόσμου θα του χαρίσει το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1962).


Όμως το έργο που θα τον καταξιώσει παγκοσμίως είναι «Το λάθος», ένα μυθιστόρημα που θα εκδοθεί το 1965 σε μια κρίσιμη καμπή της νεοελληνικής πολιτικής ιστορίας (Ιουλιανά και Αποστασία). Το κύριο θέμα του έργου είναι «το λάθος» της αδυσώπητης εξουσίας που δεν υπολόγισε τον ανθρώπινο παράγοντα, δεν στάθμισε με ακρίβεια τις σχέσεις θύτη και θύματος και τις ψυχολογικές διεργασίες που κάποτε συντελούνται, με αποτέλεσμα να ανατραπούν όλοι οι ψυχροί υπολογισμοί και σχεδιασμοί του δυνάστη. Η κριτική υποδέχτηκε θερμά το μυθιστόρημα του Σαμαράκη και μεγάλα ονόματα της λογοτεχνίας, όπως οι Άρθουρ Κέστλερ, Γκράχαμ Γκριν, Άρθουρ Μίλερ, Ινάτσιο Σιλόνε και Άγκαθα Κρίστι εκφράστηκαν με ενθουσιασμό για την κορυφαία στιγμή του συγγραφέα. Το βιβλίο απέσπασε το Βραβείο Μυθιστορήματος των Δώδεκα (1966) και το Μέγα Βραβείο Αστυνομικής λογοτεχνίας στην Γαλλία (1970).

Το μυθιστόρημα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1975 από τον γερμανό σκηνοθέτη Πέτερ Φλάισμαν, με μουσική του Ένιο Μορικόνε και πρωταγωνιστές τους Μισέλ Πικολί , Ούγκο Τονιάτσι, Θύμιο Καρακατσάνη και Δήμο Σταρένιο. Επίσης μεταφέρθηκε στην μικρή οθόνη ως τηλεταινία σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Γερμανία, το Ιράν, η Ιαπωνία, η Ουγγαρία και η Τσεχοσλοβακία.

Στο ίδιο κλίμα με τα προηγούμενα μικρά του αφηγήματα κινούνται και οι τρεις συλλογές διηγημάτων που ακολούθησαν: «Η ζούγκλα«» (1966), «Το διαβατήριο (1975), και «Η κόντρα». Μετά τη Mεταπολίτευση δημοσίευσε κείμενα κοινωνικού και πολιτικού περιεχομένου στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο.


Για το σύνολο του έργου, που έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες, του απονεμήθηκε το Βραβείο Λογοτεχνίας Europalia (1982). Τον Μάιο του 1994 αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών και τον επόμενο χρόνο η Γαλλία τον τίμησε με το Σταυρό του Ιππότη των Γραμμάτων και των Τεχνών (1995).

Για την κοινωνική και πνευματική του δραστηριότητα η UNICEF τον έχρισε πρεσβευτή καλής θελήσεως για τα παιδιά τού κόσμου και οι « Γιατροί του Κόσμου» του απένειμαν τον τίτλο του πνευματικού πρεσβευτή τής οργάνωσης. Συμμετείχε ως εκπρόσωπος της χώρας μας σε διεθνείς συναντήσεις για θέματα εργασιακά και μεταναστευτικά. Την περίοδο 1968-1969 ηγήθηκε αποστολής εμπειρογνωμόνων στις χώρες της Αφρικής μετά από ανάθεση της Διεθνούς Ομάδας Εργασίας. Ως εκπρόσωπος της UNESCO ταξίδεψε στην Αιθιοπία και δραστηριοποιήθηκε με άρθρα του για τη διεθνή κινητοποίηση υπέρ της επίλυσης των προβλημάτων των κατοίκων της χώρας.

Σε γενικές γραμμές τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πεζογραφίας του Αντώνη Σαμαράκη εντοπίζονται στην λιτή αφήγηση όπου κυριαρχεί ο καθημερινός λόγος, στην εμμονή στην λεπτομέρεια, στις συχνές φραστικές επαναλήψεις για να επιτευχθεί η έμφαση, στην χρησιμοποίηση στοιχείων του παραλόγου για να τονιστεί ο παραλογισμός και τον επιταχυνόμενο αφηγηματικό ρυθμό. Η γλώσσα του είναι απλή, χωρίς επιτηδευμένο ύφος, ξεχωρίζει κυρίως για την πυκνότητα των νοημάτων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν η ευρηματικότητα στην εξέλιξη και το τέλος της δράσης και η συχνή χρήση οπτικής χρήσης του λόγου (κείμενα δακτυλογραφημένα, σκίτσα, κ.α.).


Ο Αντώνης Σαμαράκης πέθανε στις 8 Αυγούστου 2003 στην Πύλο, σε ηλικία 83 ετών. Από το 1963 ήταν νυμφευμένος με την Ελένη Κουρεμπανά, σύντροφο και συνοδοιπόρο του για όλη την υπόλοιπη ζωή του.

Έγραψαν για τον Αντώνη Σαμαράκη
Ο Σαμαράκης είναι κατεξοχήν ο συγγραφέας που έχει αφομοιώσει και εφαρμόσει κατά τον καλύτερο τρόπο την κινηματογραφική τεχνική. Απορρίπτει την λογοτεχνική ρητορική και υιοθετεί την αντίστοιχη κινηματογραφική. Οι ιστορίες του ξετυλίγονται μέσα από οπτικές εικόνες και ο πεζός λόγος συλλαμβάνεται ως μια σειρά από λήψεις, πλάνα, επεισόδια, όπου με επιδεξιότητα ελέγχονται το μοντάζ και ο χρόνος ο υποκειμενικός και μη-γραμμικός […] Η ζούγκλα, για παράδειγμα, αρχίζει με ένα ανθρωποκυνηγητό. Η γλώσσα γρήγορα επιταχύνεται και καταλήγει σ’ έναν κατακλυσμό από ρήματα: ακολουθεί μια παύση. Στην κινηματογραφική ορολογία πηγαίνουμε από φλου λήψη σε εστίαση, καθώς ο άνθρωπος τρέχει και σταματά. […] Οι τεχνικές αυτές αποκτούν ένα ευρύτερο φάσμα στο Λάθος, που έχει όλα τα χαρακτηριστικά δομικά στοιχεία μιας ταινίας. Με flashbacks, flashforwards (αναδρομές στο παρελθόν, στο μέλλον), ειδικές οπτικές γωνίες και απόψεις, με την αφήγηση να εναλλάσσεται ανάμεσα στους χαρακτήρες, να μεταβάλλεται από πρώτο πρόσωπο σε τρίτο, και να κατορθώνει σαν ύψιστο επίτευγμα την αναδρομή στο παρελθόν μέσα από την αναδρομή, flashback μέσα σε flashback, σαν ένα άτομο που ονειρεύεται ότι ονειρεύεται.

Έντουιν Γιάχιελ, καθηγητής πανεπιστημίου και κριτικός κινηματογράφου.
Το μυστικό ίσως της επιτυχίας του Σαμαράκη είναι η πρωτοτυπία του στην υπόθεση καί την πλοκή και η πολύπλευρη ευρηματικότητά του, σε συνδυασμό με την απλή και άμεση διατύπωση, ελεύθερη από περίτεχνη λογοτεχνική επεξεργασία, και με μια γλώσσα μάλλον ατημέλητη, αλλά που διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα. Από την άλλη πλευρά η πεζογραφία του αγγίζει τα πιο καυτά θέματα της σημερινής πραγματικότητας, πολιτικής και κοινωνικής, με μια στάση έντονα κριτική και αρνητική, κάποτε και με σαρκασμό που φτάνει ως το παράλογο, εκφράζοντας έτσι εναργέστερα τη διαμαρτυρία του. Η ανησυχία και η αγωνία είναι βασικό χαρακτηριστικό των έργων του, που καταλήγει όμως στην αισιόδοξη αναζήτηση κάποιας ελπίδας και κάποιας ανθρώπινης καλοσύνης.

Έλβις Πρίσλεϊ: Ο Βασιλιά του Ροκ εν Ρολ

Ο Έλβις Πρίσλεϊ, γνωστός και ως «Ο Βασιλιάς» (The King), ήταν μια εμβληματική προσωπικότητα του ροκ-εντ-ρολ, ο οποίος με την επιβλητική φωνή του και τη χαρισματική σκηνική του παρουσία άλλαξε το τοπίο της μουσικής του20ου αιώνα. Γεννημένος στο Τιούπελο της Μισισίπι στις8 Ιανουαρίου1935, ο Έλβις μεγάλωσε με ακούσματα της μουσικής γκόσπελ και τα μπλουζ και την τζαζ τον συνόδευσαν στο Μέμφις του Τενεσί.

Η καριέρα του ξεκίνησε όταν η φωνή του εντυπωσίασε τον παραγωγό Σαμ Φίλιπς, που τον ενθάρρυνε να ηχογραφήσει τα τραγούδια «That’s All Right Mamma» και «Blue Moon Of Kentucky». Από τότε, ο Βασιλιάς ακολούθησε μια σειρά από μεγάλες επιτυχίες και ανέβηκε στην κορυφή των πωλήσεων και της δημοτικότητας.

Με το πέρασμα του χρόνου, ο Έλβις μεταμορφώθηκε από τον ανατρεπτικό ροκ σταρ σε έναν πιο ώριμο καλλιτέχνη με γλυκανάλατες μπαλάντες. Οι εμφανίσεις του στο Λας Βέγκας και οι ταινίες που γύρισε έγιναν αναγνωρίσιμες σε ολόκληρο τον κόσμο.

Ωστόσο, η προσωπική του ζωή δεν ήταν χωρίς προβλήματα. Ο Έλβις αντιμετώπιζε προβλήματα με το άγχος της δημοτικότητας και την εξάρτησή του από τα ναρκωτικά. Ο ξαφνικός θάνατός του το1977 στη Graceland στο Μέμφις σκόρπισε θλίψη σε ολόκληρο τον κόσμο.

Παρ' όλα αυτά, η μνήμη του Έλβις Πρίσλεϊ ζει αναλλοίωτη μέσα από τα τραγούδια και τις ταινίες του. Με πωλήσεις που ξεπερνούν τα600 εκατομμύρια δίσκους, ο Βασιλιάς παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους  καλλιτέχνες όλων των εποχών. Η Graceland στο Μέμφις παραμένει ένας τόπος προσκύνησης για τους θαυμαστές του, ενώ το φαινόμενο του Έλβις Πρίσλεϊ συνεχίζει να είναι αντικείμενο μελέτης και έμπνευσης για πολλούς.

Ο Βασιλιάς μπορεί να έφυγε, αλλά η μουσική του και η μνήμη του θα ζουν αιώνια στις καρδιές των θαυμαστών του παγκοσμίως. Ας αναπαύεται σε ειρήνη ο βασιλιάς του ροκ-εντ-ρολ, Έλβις Πρίσλεϊ

Βίκυ Μοσχολιού

Η Βίκυ Μοσχολιού, ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής μουσικής, γεννήθηκε το1943 στο Μεταξουργείο και μεγάλωσε στο Αιγάλεω. Η παιδική της ηλικία ήταν γεμάτη από αγάπη και μουσική, καθώς ο πατέρας της είχε μια πλούσια συλλογή λαϊκών δίσκων και δεν αποχωρίζονταν ποτέ το γραμμόφωνο.

Από πολύ μικρή ηλικία, η Βίκυ βοηθούσε την οικογένειά της λαμβάνοντας δουλειά σε ένα εργοστάσιο ως κορδελιάστρα. Ωστόσο, η μουσική ήταν πάντα παρών στη ζωή της και την έκανε να ονειρεύεται μεγαλύτερα πράγματα. Με την παρέμβαση της ξαδέρφης της, που έπεισε τους γονείς της, η Βίκυ ξεκίνησε την επαγγελματική της καριέρα στον χώρο της μουσικής.

Η πρώτη της εμφάνιση στο πάλκο έγινε το1962, στην Τριάνα του Χειλά, δίπλα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Δούκισσα. Από εκεί και πέρα, η καριέρα της Βίκυς Μοσχολιού ήταν γεμάτη επιτυχίες και συνεργασίες με μεγάλα ονόματα της ελληνικής μουσικής σκηνής.

Με την χαρακτηριστική δωρική φωνή της και την απίστευτη έκταση του φωνητικού της εύρους, η Βίκυ Μοσχολιού κατάφερε να ερμηνεύσει κάθε είδος τραγουδιού με μοναδικό τρόπο. Από το ρεμπέτικο και το λαϊκό, μέχρι το ελαφρολαϊκό και το έντεχνο, η φωνή της έλκει και συγκινεί το κοινό της.

Η Βίκυ Μοσχολιού δεν έμεινε ποτέ πίσω από τις επιτυχίες της. Το1972, ήταν η πρώτη λαϊκή τραγουδίστρια που εγκατέλειψε τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα για να κατεβεί στην πλάκα, δημιουργώντας ένα νέο τρόπο διασκέδασης. Με εντυπωσιακές εμφανίσεις στα μπουάτ της εποχής, η Βίκυ έκανε τον κόσμο να λατρέψει την μουσική της ακόμα περισσότερο.

Η Βίκυ Μοσχολιού έζησε μια ζωή γεμάτη μουσική, αλλά ταυτόχρονα διακριτική και σεβαστή. Η απώλειά της το2005 λύγισε τους θαυμαστές της και τη μουσική κοινότητα γενικότερα.

Η Βίκυ Μοσχολιού ήταν μια μοναδική φωνή που άφησε το στίγμα της στην ελληνική μουσική και θα μας συντροφεύει πάντα μέσα από τα τραγούδια της. Με τη συνεχή αγάπη και σεβασμό προς το έργο της, θα συνεχίζουμε να τη θυμόμαστε και να την τιμούμε, όπως αξίζει.

Άγιος Γεράσιμος

Ο επονομαζόμενος και νέος ασκητής, Γεράσιμος, αποτελεί έναν από τους πιο αγισαντς ασκητές της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γεννημένος το1509 στα Τρίκαλα Κορινθίας, από πλούσιους γονείς, τον Δημήτριο και την Καλή, ο Γεράσιμος αφοσιώθηκε στη θρησκευτική ζωή από νεαρή ηλικία.

Αφού περιηγήθηκε σε πολλά μέρη του κόσμου, όπως η Κωνσταντινούπολη, το Άγιο Όρος, τα Ιεροσόλυμα και την Αίγυπτο, ο Γεράσιμος επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Σπηλαία στη Ζάκυνθο. Αργότερα, αποφάσισε να χτίσει ένα γυναικείο μοναστήρι στην Κεφαλληνία, το οποίο ονόμασε Νέα Ιερουσαλήμ.

Ο Γεράσιμος ήταν γνωστός για τη θαυματουργία του και την ικανότητά του να θεραπεύει ασθένειες και δαίμονες. Η μνήμη του τιμάται ιδιαιτέρως στην Κεφαλληνία, όπου είναι ο προστάτης της νήσου. Η εορτή του γιορτάζεται στις20 Οκτωβρίου, ημέρα της ανακομιδής των λειψάνων του, και στις16 Αυγούστου γίνεται περιφορά του άφθαρτου λειψάνου του στη μονή της Νέας Ιερουσαλήμ.

Ο Γεράσιμος αποτελεί παράδειγμα απόλυτης αφοσίωσης στην πίστη και την θρησκευτική ζωή. Η ιστορία της ζωής του αναδεικνύεται ως πηγή έμπνευσης για όσους ακολουθούν τον δρόμο της αγιοσύνης και της ευλάβειας προς τον Θεό

Σπύρος Σκούρας: Ο έλληνας μεγαλοπαράγοντας του Χόλιγουντ

Ο Σπύρος Σκούρας είναι ένα από τα πο σημαντκά ονόματα που έχουν σημαδέψει την κινηματογραφική βιομηχανία των ΗΠΑ. Γεννημένος σε μια φτωχή οικογένεια στην Ελλάδα τον αρχές του20ού αιώνα, μετανάστευσε στις ΗΠΑ μαζί με τα αδέλφια του και μέσα από σκληρή δουλειά και διορατικό πνεύμα κατάφερε να φτάσει στην κορυφή του Χόλιγουντ.

Με τον αγορασμό ενός κινηματογράφου στο Σεντ Λούις και την επέκταση σε ολόκληρο το δίκτυο προβολής ταινιών, ο Σπύρος Σκούρας έβαλε τα θεμέλια για την επιτυχία που ακολούθησε. Μετά την συνεργασία του με τη Warner Bros και την ανάληψη της διεύθυνσης της Fox, έγινε ένας από τους μεγαλοπαράγοντες της κινηματογραφικής βιομηχανίας της εποχής.

Με τη δημιουργία του Cinemascope και την επιτυχία των κλασικών ταινιών που επέβλεψε προσωπικά, όπως το "Φλογισμένα Χείλη" και το "Οι άνδρες προτιμούν τις ξανθιές", ο Σπύρος Σκούρας άφησε το στίγμα του στο Χόλιγουντ. Η υπογραφή του συμβολαίου με τη Μέριλιν Μονρόε, που εξελίχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες σταρ του κινηματογράφου, αποτελεί ένα από τα κορυφαία επιτεύγματά του.

Παρά τα οικονομικά προβλήματα και την παραίτησή του από τη θέση του προέδρου της20th Century Fox λόγω της ταινίας "Κλεοπάτρα", ο Σπύρος Σκούρας συνέχισε να επιτυγχάνει επιχειρηματική επιτυχία στη ναυτιλία. Παράλληλα, δεν ξέχασε την πρώτη του πατρίδα και αγωνίστηκε για την οικονομική βοήθεια της Ελλάδας μέσω της ελληνοαμερικανικής κοινότητας.

Ο Σπύρος Σκούρας άφησε το τελευταίο του χαρακτηριστικό χαλάρωμα στην ηλικία των78 ετών, αλλά η κληρονομιά του συνεχίζει να ζει μέσα από τις κλασικές ταινίες και τα επιτεύγματά του που έχουν αφήσει ανεξίτηλο σημάδι στην ιστορία του κινηματογράφου

Τόμας Έντουαρντ Λόρενς

Ο Λόρενς της Αραβίας δεν ήταν απλά ένας αγγλικός στρατιωτικός, αρχαιολόγος και συγγραφέας. Ήταν ένας άνθρωπος που άφησε το στίγμα του στην ιστορία με τα επιτεύγματά του και τον αγώνα του για την απελευθέρωση των Αράβων από τον οθωμανικό και τον ευρωπαϊκό ζυγό.

Ο Λόρενς ξεχώριζε για την αφοσίωσή του στους Άραβες και την προσπάθειά του να τους βοηθήσει στον αγώνα τους για ανεξαρτησία. Με την γνώση που απέκτησε από τις αρχαιολογικές του εργασίες και την εμπειρία που αποκόμισε από την επαφή του με τους Άραβες, κατάφερε να έρθει σε επαφή με τον αυτόχθόνα πληθυσμό και να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους.

Οι επιτυχίες του στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η συμβολή του στην Αραβική Επανάσταση τον ανέδειξαν σε έναν από τους μεγαλύτερους ήρωες της Βρετανίας. Παρά τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες που αντιμετώπισε, δεν πτοήθηκε και συνέχισε να παλεύει για τις αρχές και τις αξίες που πίστευε.

Η ζωή και το έργο του Λόρενς της Αραβίας αποτελούν ένα παράδειγμα αφοσίωσης, ανθεκτικότητας και ανθρωπιστικής δράσης. Η μνήμη του ζει μέσα από τα έργα του και τις ιστορίες που έζησε, υπενθυμίζοντάς μας τη σημασία της αλληλεγγύης και της αληθινής ανθρωπιάς

Εμπενίζερ Κομπ Μόρλεϊ: Ο «πατέρας» του σύγχρονου ποδοσφαίρου

O Ebenezer Cobb Morley ήταν ένας άνθρωπος που άφησε εποχή στον χώρο του αθλητισμού, θεσπίζοντας τους πρώτους κανόνες του ποδοσφαίρου και βοηθώντας στη δημιουργία της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας της Αγγλίας. Γεννημένος στην πόλη Χαλ το1831, ο Morley μεγάλωσε στην πόλη αυτή μέχρι τα22 του χρόνια, πριν μετακομίσει στο Λονδίνο για σπουδές.

Είναι γνωστός ως ιδρυτής του Barnes Club, της ομάδας ποδοσφαίρου που ήταν από τα πρώτα μέλη της Football Association. Η Football Association ιδρύθηκε το1863, με τον Morley να διαδραματίζει έναν κρίσιμο ρόλο στην καθιέρωσή της. Ήταν ο πρώτος γενικός γραμματέας και πρόεδρος της ομοσπονδίας, ενώ συνέταξε τους κανόνες του παιχνιδιού που έχουν σήμερα διαδοχικά βελτιωθεί.

Τον Δεκέμβριο του1863, ο Morley παίζει σε έναν από τους πρώτους ποδοσφαιρικούς αγώνες με τους νέους κανόνες, ενώ σκόραρε και στον αγώνα μεταξύ των ομάδων Λονδίνου και Σέφιλντ. Εκτός από το ποδόσφαιρο, ο Morley αγαπούσε επίσης την κωπηλασία και είχε ίδρυσε ένα σύλλογο σε μια συνοικία του Λονδίνου.

Ο Morley εργαζόταν ως δικηγόρος και ως ειρηνοδίκης, ενώ υπηρέτησε και ως δημοτικός σύμβουλος στο Μπαρνς. Παντρεμένος με τη Φράνσις Μπίvτγκουντ, δεν είχε παιδιά και πέθανε στο Λονδίνο το1924, σε ηλικία93 ετών.

Ο Ebenezer Cobb Morley ήταν ένας άνθρωπος με πάθος για τον αθλητισμό, ο οποίος άφησε το σημάδι του στην ιστορία του ποδοσφαίρου και του αθλητισμού γενικότερα. Η συμβολή του στη δημιουργία των πρώτων κανόνων του ποδοσφαίρου είναι αναμφίβολα αξιοσημείωτη και αξίζει να θυμόμαστε το έργο του μέχρι και σήμερα.

Απόλαυσις στη Γειτονιά

Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Άστυ σε δύο συνέχειες, στις 15 και 16 Αυγούστου 1900. Σάτιρα και δράμα μαζί, μοναδικό στο είδος του, γιατί του λείπει ολότελα η αφήγηση και όλη η ιστορία εξελίσσεται μεσ’ από το κουτσομπολιό των γυναικών μιας γειτονιάς της Αθήνας για ένα νεαρό άνδρα, που αυτοκτόνησε από έρωτα.
- Ετελείωσε;... αλήθεια;
- Tώρα ξεψύχησε.
- Και τον εμεταλάβανε;
- Θα τον θάψουν με παπάδες;
- Έζησε ως δεκαπέντε ώρες.
Από παράθυρον εις αυλόπορταν, από εξώστην εις δώμα, από χαμόγειον εις ανώγειον, επετούσαν το πρωί οι πτερόεντες αυτοί διάλογοι μεταξύ των γειτονισσών. Και μεγάλη περιέργεια εφέρετο ελαφρά εις τον αέρα.
- Η άμοιρη η μάννα! κλαίει και δέρνεται.
- Ο πατέρας, ο έρμος, λείπει.
- Και δεν του ντελεγραφούνε νάρθη;
- Είπαν πως του ντελεγραφήσανε.
- Που βρίσκεται;
- Στη Λειβαδιά, μούπαν, ή στο Λιδωρίκι.
- Στα Σάλωνα, όχι στην Λειβαδιά!
- Στην Σαντορίνη, όχι στα Σάλωνα!
- Η δόλια η μαννούλα τα τραβά όλα.
- Και δε λυπήθηκε τα νιάτα του;... Δεκαοχτώ χρονών παιδί, ακούς εσύ!
- Και τι μορφόπαιδο! τι σεμνό και συλλογισμένο περπατούσε!
- Ακόμα δεν ίδρωνε το μουστάκι του! Κι έκαμε τη ζωή του χαλάλι!
- Στην κοιλιά είχε χτυπηθή;
- Στο στομάχι, παραπάνω, στο στήθος, κοντά στο βυζί.
- Στο υπογάστριο, όχι στο στήθος!
- Με μαχαίρι;
- Με μαχαίρι.
- Δεν ήξευρε να χτυπηθή, το ελάχιστο, στο πόδι! είπε η μία.
- Στο σπίτι μέσα μαχαιρώθηκε;
- Απάνω, στο Αστεροσκοπείο.
- Στο Θησείο, καλέ, όχι στο Αστεροσκοπείο!
- Κι έζησε δεκαπέντε ώρες;
- Μάλιστα, από εψές το δειλινό ως τα σήμερα το πρωί.
- Και τι να λιμπιστή; Το επήρε κατάκαρδα, ως τόσο.
- Κείνο το κορίτσι το μελαχροινό!
- Είδες μαύρη που ήταν· μα νόστιμη, αλήθεια.
- Τι είναι; τι είναι; ηρώτησε μία άνιφτη, αχτένιστη, η οποία τώρα ακόμη εξήλθεν από το υπόγειον δωμάτιον, όπου εκατοικούσε.
- Να, ο Μιχαλάκης που σκοτώθηκε.
- Ποιος Μιχαλάκης;
- Κείνο το παιδί της κυρίας Βασιλειάδους, που περνούσε από 'δω.
- Α! ο Μιχαλάκης, της κυρίας Βασιλειάδους; και γιατί σκοτώθηκε;
- Εσύ μονάχα δεν είσ’ από 'δω; Δεν άκουσες τίποτα;
- Όχι, γιατί σκοτώθηκε;
- Θέλεις να σου πω το γιατί; Να, από έρωτα, το καημένο...
- Και ποιαν αγαπούσε;
- Θα τον θάψουν, λέει, με παπάδες; Έδωκε ο Μητροπολίτης την άδεια;
- Να, ο παπα-Γρηγόρης του είπε: δεν σε μεταλαβαίνω αν δεν ξαγορευθής...
- Κι εκείνο τι είπε; Μπόρεσε και μίλησε;
- Κι εκείνο τού είπε: Κανένας δεν φταίγει, παπά μου· εγώ μονάχος μου το έκανα. Εφταξούσιος δεν ήμουν; Εφταξούσιος βέβαια.
- Και τόχε πάρει κατάκαρδα; Λένε πως την αγαπούσε από μικρή.
- Από δώδεκα χρονών την αγαπούσε. Δώδεκα χρονών εκείνος, ένδεκα αυτή.
- Και το φώναζε, το είχε μεγάλο μεράκι. Η θα την πάρω, μητέρα μου, ή θα σκοτωθώ.
- Το είπε και τόκανε.
- Τι αίσθημα!...
- Μα εκείνη δεν τον αγαπούσε; έλαβε καιρόν να ερωτήση η άνιφτη, η τελευταία εξελθούσα από το ισόγειον, προς την αυλόπορταν, όπου ίσταντο δύο ή τρεις γυναίκες, ενώ άλλαι τρεις ή τέσσαρες ανταπεκρίνοντο προς ταύτας υψηλά από μπαλκόνια ή παράθυρα, ως χελιδόνες εις τας φωλεάς των, υπό τα γείσα των στεγών.
- Τι μορφόπαιδο! κρίμα!
- Τώρα, έχει φύγει από τη γειτονιά η μικρή εκείνη.
- Νανία την έλεγαν, θαρρώ, ή πως την έλεγαν; Ανιψιά τής κυρία-Παναγιώτους, που την έχει πάρει ψυχοπαίδα, επειδής είναι άκληρη.
- Α! της κυρία-Παναγιώτους;
- Μαύρη, χλωμή, με μεγάλα μάτια, νόστιμη, συμπαθητικιά. Μάτια που έσφαζαν.
- Να που έσφαξαν ένανε.
- Έχει φύγει από δω απ' το μαχαλά με τη μητέρα της· είναι πεντ’ έξι μέρες.
- Με ποια μητέρα της; με τη θεια της, την ψυχομάννα της.
- Και πού κοντά κάθισαν τώρα.
- Ποιος ξέρει; Στη Νεάπολη, ψηλά επάνω.
- Στο Κολωνάκι, όχι στη Νεάπολη!
- Κι εκείνη δεν τον αγάπαε; ηρώτησεν πάλι η ακτένιστη.
- Εκείνη εκοίταζε πολλούς· είχε αργολάβους. Εκανε αργολαβίες με το μεροκάματο.
- Δεν θα είναι παραπάν’ από δεκάξι χρονών κορίτσι.
- Ως δεκαεφτά θα είναι.
- Δεκαεφτά, δεκαοχτώ, τόσο...
- Θα πάη τάχα να κλάψη στην κάσα του; Θα πάη στον τάφο του να κλάψη;
- Και πότε θα τον θάψουν;
- Θα τον ξενυχτίσουν τάχα; ή σήμερα το δειλινό θα τον παν’;
- Μα ετελείωσε για τα καλά; Είπαν, πως ψυχομαχούσε.
- Ξεψύχησε, καλέ, τον αλλάζουν. Θέλετε να τον ζωντανέψετε πίσω;
- Αχ! η μάννα η άμοιρη!


Αριστερά, εις την πρώτην καμπήν της οδού, εις στενόν δρομίσκον, υπήρχε μικρά κομψή οικία, ανήκουσα εις την οικογένειαν του νέου του αυτοκτονήσαντος.
Η οικογένεια κατώκει εις το ισόγειον.
Ο θάλαμος, όπου είχαν εξαπλωμένον τον νεκρόν, είχε δύο παράθυρα ημιανοικτά προς τον δρόμον.
Έξω, επί του πεζοδρομίου, γύρω εις το παράθυρον, εσχηματίζετο πυκνόν ημικύκλιον από γυναίκας, παιδία του δρόμου, γείτονας και διαβάτας. Ο νεκρός ηπλωμένος επί της κλίνης εις το μέσον, δύο λαμπάδες έκαιον, η μήτηρ εξηκολούθει να κλαίη σπαρακτικώς. Οκτώ ή δέκα πρόσωπα, οικείοι ή συγγενείς, ίσταντο όρθιοι περί την κλίνην. Τέσσαρες ή πέντε γυναίκες εκάθηντο ολόγυρα.
Πας διαβάτης ίστατο έξω διά να ίδη. Αι γυναίκες της γειτονιάς, μη χορταίνουσαι να βλέπουν, εσπόγγιζον διαρκώς τα τόσον εύκολα δάκρυα. Ηκούοντο ψιθυρισμοί·
- Ωχ! Κρίμα στο νέο!
- Δε λυπήθηκε τα νιάτα του!
- Πώς άλλαξε το πρόσωπο του!
- Σαν να κοιμάται είναι!
- Να, τώρα θα μας μιλήση!
- Να μίλαε της μητέρας του, να την παρηγορήση!
- Δεν τον έπαιρνε ξώψυχα!
- Δεν ήξερε να μη χτυπήση δυνατά!
- Δεν το έκανε καλύτερα με ρεβόλβερο, μπορούσε να μην τον έπαιρνε καλά η σφαίρα.
- Δεν έπαιρνε τίποτις από το φαρμακείο να πιή, να του δώσουνε αντιφάρμακο! είπε μία.
- Δεν κατάπινε τίποτα σπίρτα, να του δίνανε γιατρικό να τα ξέρναε! είπεν άλλη.
- Ωχ! Κρίμα ’ς!
- Αχ! η δόλια η μαννούλα!

Επάνω εις μίαν ταράτσαν ίσταντο το πρωί της άλλης ημέρας τρεις νεαραί γυναίκες, τέσσερα ή πέντε κοράσια, ηλικίας μεταξύ πέντε και δέκα ετών και μία γεροντοτέρα. Η ταράτσα έβλεπεν εις τινά γειτονικήν αυλήν, αντίκρυζε δε πλαγιώτερον ολίγον προς την δυτικήν θύραν, την νοτιοδυτικήν γωνίαν και το μικρόν κωδωνοστάσιον του ενοριακού ναού της συνοικίας.
- Να, τον φέρνουνε!
- Είναι κόσμος κάμποσος!
- Να το καπάκι· να τα φανάρια· να κι ο Σταυρός!
- Να κι οι παππάδες!
- Πού είναι η κάσα;
- Ω, λουλούδια και κακό· νά τος, νά τος!
- Πούναι τος, μαμά; πούναι τος;
Και η μικρά κορασίς ανερριχάτο προσκολλώμενη εις τον θριγκόν, κύπτουσα απλήστως, με κίνδυνον να πέση.
- Δε φαίνεται καλά· είναι κόσμος μπροστά... ωχ! δεν μπορούν να σταθούν παράμερα!
- Σταθήτε, καλέ, στην άκρη!...
- Να, τον πάνε μες στην εκκλησιά!...
- Καλά-καλά δεν τον είδαμε.
- Εγώ δεν είδα, μαμά!...
- Θα τον ιδούμε τώρα που θα τον βγάλουν έξω! θα πάρουν τον κάτω δρόμο.
- Στο κάτω νεκροταφείο δεν θα τον παν’ ;
- Μπορεί να τον παν’ και στο απάνω· μα αλλάζουν πάντα το δρόμο...
- Κόσμος που μπαίνει μες στην εκκλησιά!
- Να ο αδελφός του, με δύο φίλους που τον κρατούν μπράτσο.
- Πούναι, μαμά, πούναι;
- Να, τώρα πάει μέσα...
- Πάνε μέσα όλοι· και δεν είδαμε τη μάννα του.
- Πού να ιδείς, τόσος κόσμος!
- Αχ! η δόλια του η μαννούλα!... Πως δε λυπήθηκε τα νιάτα του!...
- Ο πατέρας λείπει, λένε, δεν είν' εδώ.
- Η έρμ' η μάννα τα τραβά όλα!
Ηκούσθη κλάψιμον παιδίου ανερχόμενον από τον θάλαμον δια της θύρας προς την ταράτσαν.
- Ο γυιός σου κλαίει, Σταματούλα!
- Τι να το κάμω; Ζαλίζεται να το σκύβω στην ταράτσα· δεν θα ιδώ τίποτα· ας κλάψη!
Εφάνη κίνησίς τις ανθρώπων περί τας δύο θύρας του ναού, την δυτικήν και την πλαγίαν· άνθρωποι εισήρχοντο δρομαίως ή εξήρχοντο.
- Τι είναι, καλέ; Τ’ είναι;
- Κάτι τρέχει· τι να είναι;
- Μην ήρθε ο πατέρας του σκοτωμένου και τρέχουν έτσι;
- Μα του ντελεγραφήσανε τάχα; Και πρόφταινε νάρθη;
- Μην ελιγοθύμησε η μάννα του;
- Γιατί τρέχει έτσι ο κόσμος;
- Μην έπεσε κανένα παιδί απ' το γυναικίτη; Σα φωνές ακούω, κλάϊματα.
- Απ' το γυναικίτη;
- Η κουμπάρα η Θοδώρα, που πήγε τώρα στην εκκλησιά, δε βαστούσε· ήθελε να ιδή· έγκυος με το παιδί στην αγκαλιά…
- Μην της έπεσε το παιδί απ' τα χέρια, καθώς θα έσκυβε απ' το γυναικίτη;
- Τι λες, καλέ; Πώς σου φάνηκε αυτό;
- Δεν ξέρω κι εγώ τι να πω. Άλλες κάμποσες πηγαίνουν και καβαλικεύουν στα στασίδια, απ' οπίσω απ' τον ψάλτη για να ιδούνε... Μα η κουμπάρα θ' ανέβηκε στο γυναικίτη.
- Ακόμα τρέχουν!... Η μάννα του νεκρού θα λιγοθύμησε... Αυτό θα είναι!
- Ακούστε να σας πω!... μην ήρθε κείνη η αραπίτσα η Νανία, που αγαπούσε ο σκοτωμένος;... Είπαν πως γι' αυτήν σκοτώθηκε.
- Και μην έπεσε απάνω στο νεκρό, αβάσταχτα, τραβώντας τα μαλλιά της!...
- Ποιός να ξέρει!... Νάξερα, θα πήγαινα στην εκκλησιά!...
- Από πού να μάθη κανείς!...
- Νά, ο μπαρμπα-Λιμπέρης!... Ε, μπαρμπα-Λιμπέρη, μπαρμπα-Λιμπέρη!
Η μικρά κορασίς είδε μεταξύ του πλήθους, έξω του ναού, ένα συγγενή της μητρός της ιστάμενον και ήρχισε να φωνάζει ακράτητα:
- Mπαρμπα-Λιμπέρη! μπαρμπα-Λιμπέρη! E, μπαρμπα-Λιμπέρη!
Αλλ' εκεί όπου ίστατο ο καλούμενος φυσικά υπήρχον πλειότεροι θόρυβοι και η φωνή της παιδίσκης δεν θα έφθανε ν' ακουσθή.
- Μπαρμπα-Λιμπέρη! Λιμπέρη! ε Λιμπέρη! δεν ακούς;... Θείε Λιβέριε! Λιμπέρη! Ε μπαρμπα-Λιμπέρη!
Τον έκραζε δια να έλθη, να τους ειπή τι είχε συμβή εντός του ναού και πόθεν η κίνησις εκείνη, την οποίαν τους εφάνη ότι παρετήρησαν. Αλλά πιθανόν να μη είχε συμβή τίποτε και βέβαιον, ότι ο μπαρμπα-Λιμπέρης δεν θα ήξευρε τίποτε να τους είπη, και αν ακόμη ήκουε τας φωνάς της μικράς ανεψιάς του.
- Μα γιατί δεν ακούει, καλέ; κουφός είναι;
- Να, τώρα τον ανησπάζονται, είπεν η γραία· ησυχάσατε· τώρα θα βγουν· άρχισαν κι ανησπάζονται.
- Πώς το ξέρεις;
Βγαίνουν ένας-ένας απ' την εκκλησιά· ανησπάζονται και βγαίνουν... Τώρα θα τον βγάλουν.
- Θα τον βγάλουν, γιαγιά, γλήγορα;
- Τώρα, σε λιγάκι.
Ηκούσθησαν και πάλιν οι κλαυθμοί του παιδίου, υποκάτωθεν ακριβώς της ταράτσας.
- Σταματούλα, δεν ακούς; το παιδί έσκασε να κλαίη!
- Ας κλάψη· ζαλίζεται να τον σκύβω στην ταράτσα και δε θα ιδώ τίποτε.
- Να, τώρα θα βγουν έξω.
- Μα γιατί άργησαν;
- Αργούν πολύ.
- Αχ! πότε θα βγουν;
- Θα τον ιδούμε, μαμά; θα τον ιδώ κι' εγώ;
- Τώρα θα βγουν.
- Μα πώς αργούν ακόμα;
- Να τώρα πήραν στα χέρια το Σταυρό, τα φανάρια.
- Να, βγαίνουν.
- Να οι παπάδες!
- Να, τώρα θα βγη το λείψανο!
- Πούναι το, μαμά; πούναι το;
- Να!
- Ωχ! μαύρος, μαύρος, που έγινε! απ' τη μαχαιριά τάχα; χύθηκε το αίμα· πώς μαύρισε!
- Εγώ δεν βλέπω, μαμά!... μαμά!
- Να, εκεί· βαστάξου καλά, μη σκύβης.
- Αχ! καημένα νιάτα! κρίμα ’ς! κρίμα ’ς!
- Η άχαρη η μαννούλα του!
- Να την! κείνη η ντελικάτη, η μαυροφόρα· μπαίνει μες στο αμάξι μαζύ με άλλες δύο...
- Πού είναι την, μαμά;...
- Τώρα μπήκε μες στην καρότσα· πάνε!
- Αχ! μαύρη μαννούλα!
- Κρίμα ’ς τα νιάτα του!
- Θεός σχωρέσ' τονε!
- Θεός σχωρέσ' τονε!

 

 


Και το βάσανον του ατυχούς νεκρού έμελλεν οσονούπω να τελειώσει.
Απήλθε, με την ελπίδα να εύρη εις άλλον κόσμον ολιγωτέραν περιέργειαν.

Αρίθα Φράνκλιν: Η βασίλισσα της Σόουλ

Η Αρίθα Φράνκλιν ήταν μια από τις μεγαλύτερες φωνές που πέρασαν από τη μουσική σκηνή των Ηνωμένων Πολιτειών. Η εκφραστικότητα και η συναισθηματική ερμηνεία της την έκαναν να ξεχωρίζει και να επηρεάζει γενιές μουσικών. Ήταν πολλά περισσότερα από μια απλή τραγουδίστρια, ήταν ένας θρύλος που άφησε εποχή στην ιστορία της μουσικής.

Η πορεία της στη μουσική ξεκίνησε από πολύ μικρή ηλικία, όταν ανακάλυψε το ταλέντο της στη φωνητική ερμηνεία και στο πιάνο. Με παραστάσεις στην εκκλησία και ένα πρώτο ηχογραφημένο άλμπουμ σε νεαρή ηλικία, έδειξε ότι είχε κάτι ξεχωριστό να προσφέρει. Με το πέρασμα των ετών, η Αρίθα εξελίχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους μουσικούς της γενιάς της και όχι μόνο.

Οι επιτυχίες της ήταν αμέτρητες και τα βραβεία που έλαβε αναγνώρισαν το ταλέντο και την αφοσίωσή της στη μουσική. Με κορυφαία τραγούδια, όπως το "Respect" και το "I Say a Little Prayer", κατάφερε να κατακτήσει τις καρδιές του κοινού και να γίνει ένα είδος ηγέτιδας για τον αμερικανικό λαϊκό πολιτισμό.

Η Αρίθα Φράνκλιν δεν ήταν μόνο μια τραγουδίστρια, αλλά και μια προσωπικότητα με μεγάλο κοινωνικό και πολιτικό αντίκτυπο. Με τη φωνή της, ανέδειξε τα προβλήματα και τις αδικίες που αντιμετώπιζαν οι μαύροι στην Αμερική και υποστήριξε δημοκρατικές πολιτικές και αξίες.

Η απώλειά της στη μουσική κοινότητα ήταν τεράστια και η μνήμη της θα ζει για πάντα μέσα από τα τραγούδια και τις ερμηνείες που άφησε πίσω της. Η Αρίθα Φράνκλιν ήταν μια αληθινή βασίλισσα της σόουλ και η κληρονομιά της θα συνεχίσει να εμπνέει μελλοντικές γενιές μουσικών και θα είναι πάντα ένας φάρος φωτός στον χώρο της μουσικής

Πίτερ Φόντα

Ο Αμερικανός ηθοποιός Πίτερ Φόντα έγινε γνωστός από την ψυχεδελική ταινία δρόμου «Ξένοιαστος Καβαλλάρης» και το κίνημα αμφισβήτησης της δεκαετίας του 60 στις ΗΠΑ.


Γεννήθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 1940 στην Νέα Υόρκη και ήταν γιος του σπουδαίου ηθοποιού Χένρι Φόντα και της κοσμικής Νεοϋορκέζας Φράνσις Φορντ Σέιμουρ. Αδελφή του ήταν η διάσημη ηθοποιός Τζέιν Φόντα και κόρη του η γνωστή ηθοποιός Μπρίτζετ Φόντα.

Στα ενδέκατα γενέθλιά του αυτοπυροβολήθηκε τυχαία στην κοιλιακή χώρα και παρ’ολίγο να χάσει την ζωή του. Χρόνια αργότερα ανέφερε το περιστατικό σε μια παρέα στην οποία συμμετείχαν ο Τζον Λένον και ο Τζορτζ Χάρισον. «Εγώ ξέρω τι είναι να είσαι νεκρός» τους είπε και οι Beatles εμπνεύστηκαν το τραγούδι «She Said She Said».

Ο Πίτερ Φόντα σπούδασε υποκριτική στο Πανεπιστήμιο της Νεμπράσκα και ακολούθησε τον δικό του αντικομφορμιστικό δρόμο. Η σχέση με τον διάσημο πατέρα του πέρασε από χίλια κύματα, αλλά με τον χρόνο οι δύο άνδρες τα βρήκαν.

Έγινε ευρύτερα γνωστός από την ψυχεδελική ταινία δρόμου «Ξένοιαστος Καβαλλάρης» («Easy Rider», 1969), της οποίας έγραψε το σενάριο, έκανε την παραγωγή και πρωταγωνίστησε μαζί με τον Τζακ Νίκολσον και τον Ντένις Χόπερ, ο οποίος την σκηνοθέτησε. Το φιλμ, ένα από τα σύμβολα της γενιάς των χίπις και του Γούντστοκ, κόστισε 380.000 δολάρια και απέφερε στους δημιουργούς του πάνω από 40 εκατ. δολάρια.


Ο Πίτερ Φόντα κέρδισε την πρώτη υποψηφιότητα για Όσκαρ για το σενάριο της ταινίας και μια δεύτερη χρόνια αργότερα για την ερμηνεία του στο ρόλο του βετεράνου Βιετνάμ και χήρου μελισσσοκόμου στην ταινία του Βίκτορ Νούνιεζ «Το Χρυσάφι του Οδυσέα» («Ulee’s Gold»,1997). Αν και δεν έφτασε στο υψηλό υποκριτικό επίπεδο του πατέρα του και της αδελφής του, ο αντίκτυπος από τον «Ξένοιαστο Καβαλλάρη» του χάρισε μια θέση στην ιστορία της 7ης Τέχνης.

Ο Πίτερ Φόντα πέθανε στις 16 Αυγούστου 2019 στο Λος Άντζελες, σε ηλικία 79 ετών, από επιπλοκές του καρκίνου του πνεύμονα από τον οποίον έπασχε τα τελευταία χρόνια. Είχε νυμφευτεί τρεις φορές και από τον πρώτο του γάμο απέκτησε δύο παιδιά.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2060?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-08-16

© SanSimera.gr