Σαν σήμερα 16 Σεπτεμβρίου

Μαρία Κάλλας (1923 – 1977)

Ελληνίδα υψίφωνος, η απόλυτη ντίβα στο χώρο του λυρικού θεάτρου. Με τα μοναδικά φωνητικά και υποκριτικά της προσόντα ανανέωσε την όπερα και το ρεπερτόριό της, ιδιαίτερα το ιταλικό «μπελ-κάντο». Αποτελεί σημείο αναφοράς για κάθε τραγουδίστρια της όπερας, που φιλοδοξεί να κερδίσει από τους ειδικούς και το κοινό τον τίτλο της «νέας Κάλλας».

Η Μαρία Σοφία Άννα Καικιλία Καλογεροπούλου, όπως ήταν το πλήρες ελληνικό όνομά της, γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1923 στη Νέα Υόρκη. Ήταν κόρη του φαρμακοποιού Γεωργίου Καλογερόπουλου από τον Μελιγαλά Μεσσηνίας και της Ευαγγελίας (Λίτσας) Δημητριάδη από τη Στυλίδα Φθιώτιδος. Οι γονείς της είχαν μετακομίσει στην αμερικανική μεγαλούπολη προς αναζήτηση καλύτερη τύχης.

Από νωρίς άρχισε να ασχολείται με τη μουσική, παίρνοντας τα πρώτα μαθήματα πιάνου-σολφέζ και σε ηλικία 11 ετών κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό παιδικών φωνών. Το 1937 εγκαταστάθηκε με τη μητέρα της και τη μεγάλη αδελφή της στην Αθήνα, μετά το διαζύγιο των γονιών της και εγγράφηκε στο Εθνικό Ωδείο, με δασκάλους τη Μαρία Τριβέλλα (τραγούδι), την Ήβη Πανά (πιάνο) και τον Γεώργιο Καρακαντά (μελοδραματική). Ο πρώτος ρόλος της ήταν η «Σαντούτσα» στην όπερα του Μασκάνι «Καβαλερία Ρουστικάνα», σε μία παράσταση των μαθητών του ωδείου. Το 1939 εγγράφηκε στο Ωδείο Αθηνών στην τάξη τραγουδιού της διάσημης Ελβίρα ντε Ιντάλγκο (σημαντική τραγουδίστρια της όπερας στις αρχές του 20ου αιώνα), κοντά στην οποία γνώρισε την υψηλή τεχνική των ρόλων του ιταλικού ρομαντικού ρεπερτορίου.

Το 1940 προσλήφθηκε στη Λυρική Σκηνή του τότε Βασιλικού Θεάτρου και το 1941 πρωτοεμφανίστηκε ως «Βεατρίκη» στην οπερέτα Βοκκάκιος του Σουπέ. Στη συνέχεια και ως το 1945 πρωταγωνίστησε στην Τόσκα (1942, 1943), στον Κάμπο του Ντ' Αλμπέρ (1944, 1945), στην Καβαλερία Ρουστικάνα (1944), στον Πρωτομάστορα του Μανώλη Καλομοίρη (1944, το μόνο ελληνικό έργο που τραγούδησε), στον Φιντέλιο του Μπετόβεν (1944) και την οπερέτα Ο Ζητιάνος Φοιτητής του βιεννέζου συνθέτη Καρλ Μιλέκερ (1945).

Η Μαρία Κάλλας με τον Τζιανμπατίστα Μενεγκίνι

Μαέστρος της παράστασης ήταν ο διάσημος Τούλιο Σεραφίν, ο οποίος θαύμαζε τη φωνή της και έγινε δάσκαλός της, διευρύνοντας τους τεχνικούς και ερμηνευτικούς της ορίζοντες. Όμως, στη Βερόνα ζούσε και ο βιομήχανος Τζιανμπατίστα Μενεγκίνι, που τη λάτρεψε, όχι μόνο ως καλλιτέχνιδα, αλλά και ως γυναίκα. Έτσι, στις 21 Απρλίου του 1949, η Κάλλας τον παντρεύτηκε, παρότι είχε τα διπλά της χρόνια, ίσως για να αναπληρώσει συναισθηματικά την απουσία της πατρικής φιγούρας, όπως γράφτηκε.

Με τη βοήθεια του Μενεγκίνι η καριέρα της Κάλλας απογειώθηκε σε ρόλους δραματικής υψιφώνου και δραματικής κολορατούρα. Το 1951 εκπόρθησε και τη «Σκάλα» του Μιλάνου (άντρο της μεγάλης αντιπάλου της Ρενάτα Τεμπάλντι), με τους Σικελικούς Εσπερινούς του Βέρντι. Το 1954 η ευτραφής Κάλλας υποβλήθηκε σε διαιτητική θεραπεία για να χάσει κιλά και να μπορεί να ενσαρκώνει τους ρόλους της, όχι μόνο με τη φωνή της, αλλά και με το παρουσιαστικό της.

Μετά τη «Σκάλα» του Μιλάνου ήταν η σειρά της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης (ΜΕΤ) να υποκλιθεί στο φαινόμενο Μαρία Κάλλας το 1956. Η ελληνίδα ντίβα θα επιβάλλει πλήρως τους όρους της, αναγκάζοντας τον διευθυντή της Ράντολφ Μπινγκ όχι μόνο να της καταβάλλει το μεγαλύτερο ποσό που είχε πληρώσει ποτέ ο θίασος για καλλιτέχνη, αλλά και να δηλώσει ότι η πρώτη εμφάνιση της Κάλλας στη «ΜΕΤ» ήταν η πιο συναρπαστική βραδιά της ζωής του. Ο μύθος της είχε αρχίσει να δημιουργείται, βοηθούντος και του Τύπου.

Όμως, η εξαντλητική δίαιτα στην οποία είχε υποβληθεί και οι φωνητικοί ακροβατισμοί της (συχνά έφθανε στα όρια της φωνής της, ερμηνεύοντας εκ διαμέτρου αντίθετους ρόλους σε μία σεζόν ή και σε ένα ρεσιτάλ) είχαν επιπτώσεις στην ποιότητα της φωνής της, η οποία σταδιακά άρχισε να αδυνατίζει στις υψηλές νότες. Το καλοκαίρι του 1957 εμφανίστηκε στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και κυριολεκτικά αποθεώθηκε.

Από το 1958 άρχισε η καθοδική της πορεία. Τον Ιανουάριο στη Ρώμη αποχώρησε με την πρώτη πράξη της Νόρμας του Μπελίνι και αποδοκιμάστηκε από το κοινό και τον Μάιο η «Σκάλα» του Μιλάνου της διέκοψε το συμβόλαιο. Ο Τύπος άρχισε να της επιτίθεται και πολλοί βρήκαν την ευκαιρία που χρόνια ζητούσαν να χύσουν χολή στην Ελληνίδα θεά «αυτή την καλλιτέχνιδα δεύτερης κατηγορίας, που έγινε Ιταλίδα χάρη στον γάμο της, Μιλανέζα χάρη στον αδικαιολόγητο θαυμασμό μιας μερίδας του κοινού της Σκάλας, και διεθνής χάρη στην επικίνδυνη φιλία της με την Έλσα Μάξγουελ», σχολίασε με κακοήθεια η ιταλική εφημερίδα Il Giorno.

 

Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε με τους Αλέξη Μινωτή και Γιάννη Τσαρούχη για μια νέα παραγωγή της Μήδειας του Κερουμπίνι στη νεότευκτη Όπερα του Ντάλας. Αυτή η παράσταση μεταφέρθηκε το 1959 στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου και σ’ αυτή τη θριαμβευτική «πρεμιέρα» η Κάλλας γνώρισε τον Αριστοτέλη Ωνάση, τον μεγάλο ανεκπλήρωτο έρωτα της ζωής της.

 

 

 

Η Μαρία Κάλλας με τον Αριστοτέλη Ωνάση

Οι εμφανίσεις της από το 1960 άρχισαν να αραιώνουν. Το καλοκαίρι του 1960 τραγούδησε Νόρμα στην Επίδαυρο και τον επόμενο χρόνο στον ίδιο χώρο Μήδεια. Η παράσταση αυτή μεταφέρθηκε και στη Σκάλα του Μιλάνου την περίοδο 1961-1962. Παρ’ όλα αυτά, η σταδιοδρομία της στα ιταλικά θέατρα είχε τελειώσει οριστικά. Το 1962 τραγούδησε Όμπερον του Βέμπερ στο Λονδίνο και οι Τάιμς έγραψαν «Τώρα πια η φωνή της μπορεί να χαρακτηριστεί άσχημη και εκτός τόνου», όμως το κοινό συνέχισε να την αποθεώνει.

Το καλοκαίρι του 1964, σε μια έξοδό της από τον Σκορπιό, παρακολουθεί μαζί με τον Ωνάση μία μουσική εκδήλωση του φεστιβάλ της Λευκάδας και εκφράζει την επιθυμία να τραγουδήσει. Βρίσκεται ένα πιάνο κι ένας νεαρός πιανίστας (ο μετέπειτα συνθέτης Κυριάκος Σφέτσας), και χωρίς πρόβα η Κάλλας τραγουδά την άρια της Σαντούτσα Voi lo sapete, o mamma («Εσείς το ξέρετε, μητέρα») από την Καβαλερία Ρουστικάνα του Μασκάνι, που ήταν και ο πρώτος ρόλος της καριέρας της στην παράσταση του Εθνικού Ωδείου το 1937. Το 1965 αποσύρθηκε οριστικά από τις λυρικές παραστάσεις, παρά την εξαιρετική Τόσκα που τραγούδησε στη Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης. Το κύκνειο άσμα της ήταν η Νόρμα, που ανέβηκε στο Παρίσι, στις 29 Μαΐου του 1965. Στην τρίτη πράξη της όπερας του Μπελίνι κατέρρευσε επί σκηνής και μεταφέρθηκε λιπόθυμη στο καμαρίνι της.

Στη συνέχεια προσπαθεί να βάλει μια τάξη στα προσωπικά της. Ζητά διαζύγιο από τον σύζυγό της για να παντρευτεί τον Ωνάση, ο οποίος αρνείται να της το δώσει. Το 1966 απεκδύεται την αμερικανική υπηκοότητα και λαμβάνει την ελληνική. Με αυτή της την ενέργεια λύεται και τυπικά ο γάμος της με τον Μενεγκίνι. Πλέον, ελπίζει ότι ο Αριστοτέλης Ωνάσης θα της ζητήσει να παντρευτούν, κάτι που τελικά δεν συμβαίνει, καθώς τον Ιούλιο του 1968 ο Έλληνας μεγιστάνας παντρεύεται τη χήρα του Αμερικανού Προέδρου Κένεντι, Τζακ. Αυτή του η πράξη βυθίζει σε κατάθλιψη την κορυφαία υψίφωνο.

Καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες να ξεπεράσει τα προσωπικά της προβλήματα, επανακάμπτοντας στην καλλιτεχνική δράση. Παίζει στην κινηματογραφική εκδοχή της Μήδειας του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Πιερ Πάολο Παζολίνι (1969), ηχογραφεί δίσκους, διδάσκει όπερα στη μουσική σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης και δίνει ρεσιτάλ με ένα παλιό της γνώριμο, τον ιταλό τενόρο Τζουζέπε Ντι Στέφανο, που κι αυτός αντιμετώπιζε φωνητικά προβλήματα. Η τελευταία της εμφάνιση έγινε στην πόλη Σαπόρο της Ιαπωνίας στις 11 Δεκεμβρίου του 1974.

Έκτοτε, η Μαρία Κάλλας κλείστηκε στο διαμέρισμά της στο Παρίσι και τον εαυτό της. Η μεγάλη ντίβα έφυγε από τη ζωή το πρωί της 16ης Σεπτεμβρίου 1977 από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 54 ετών.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/732?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-16

Λορίν Μπακόλ

Η Λορίν Μπακόλ θεωρείται από τις κορυφαίες που ηθοποιούς ανέδειξε το Χόλιγουντ. Διακρίθηκε ερμηνεύοντας ρόλους δυναμικών και συνάμα τρυφερών γυναικών.

Λορίν Μπακόλ (1924 – 2014)

Η αμερικανίδα ηθοποιός Λορίν Μπακόλ έγινε ευρύτερα γνωστή για το ειδύλλιο και τον γάμο της με τον γίγαντα της κινηματογραφικής υποκριτικής Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Ως ηθοποιός θεωρείται από τις κορυφαίες που ανέδειξε το Χόλιγουντ και διακρίθηκε ερμηνεύοντας ρόλους δυναμικών και συνάμα τρυφερών γυναικών. Για την λάγνη ματιά της πέρασε στην ιστορία του κινηματογράφου με το προσωνύμιο «Το Βλέμμα».

Η Μπέτι Τζόαν Πέρσκι,όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης στις 16 Σεπτεμβρίου 1924, από οικογένεια Εβραίων μεταναστών με καταγωγή από την Ρουμανία και την Λευκορρωσία. Μετά τον χωρισμό των γονιών μεγάλωσε με την μητέρα της, της οποίας υιοθέτησε το επώνυμο. Από την πλευρά του πατέρα της ήταν συγγενής με τον σημαίνοντα ισραηλινό πολιτικό Σιμόν Πέρες (Πέρσκι το πραγματικό του επίθετο).

Η καριέρα της στον χώρο του θεάματος ξεκίνησε από το μόντελινγκ. Η σύζυγος του Χάουαρντ Χοκς την πρόσεξε σε ένα εξώφυλλο του γυναικείου περιοδικού «Harper’s Bazaar» και την πρότεινε στον σπουδαίο σκηνοθέτη. Ακολούθησε ένα δοκιμαστικό και 19χρονη καλλονή πήρε τον ρόλο της Μαρί δίπλα στον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στην ταινία «Σειρήνα της Μαρτινίκα» («To Have and Have Not», 1944 ) που βασίζεται στο μυθιστόρημα «Να έχεις και να μην έχεις» του Έρνεστ Χέμινγουεϊ.

Στα γυρίσματα της ταινίας πλέχτηκε το ειδύλλιο μεταξύ της 19χρονης Μπακόλ και του 45χρονου Μπόγκαρντ, ο οποίος μέτραγε ήδη δύο διαζύγια και βάδιζε για το τρίτο. Η σχέση τους κατέληξε σε γάμο το 1945. Το ζευγάρι έμεινε μαζί έως τον θάνατο του Μπόγκαρντ το 1957 και απέκτησε δύο παιδιά. Από το 1961 έως το 1969 ήταν παντρεμένη με τον σπουδαίο ηθοποιό Τζάισον Ρόμπαρντς με τον οποίο απέκτησε ένα παιδί.

Στις μεγάλες τους κινηματογραφικές επιτυχίες του ζεύγους Μπόγκαρτ/Μπακόλ συγκαταλέγονται τα φιλμ-νουάρ «Πάθος και Αίμα» («The Big Sleep»,1946) του Χάουαρντ Χοκς, βασισμένο στο αστυνομικό μυθιστόρημα του Ρεϊμοντ Τσάντλερ « Ο Μεγάλος ύπνος» και «Στη Βοή της καταιγίδας» («Key Largo», 1948) του Τζον Χιούστον. Λιγότερο γνωστή αλλά εξίσου εξαιρετική ταινία τους είναι και το φιλμ-νουάρ του Ντέλμερ Ντέιβς «Σκοτεινή διάβασις» («Dark Passage», 1947). Η κωμωδία του Τζιν Νεγκουλέσκο «Πώς να παντρευτείτε έναν εκατομμυριούχο» («How to Marry a Millionaire», 1953) ήταν μια από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες στην καριέρα της Λορίν Μπακόλ.

Συνολικά έπαιξε σε 30 ταινίες, στις οποίες περιλαμβάνονται οι παραγωγές: «Αγωνία μέσα στη νύχτα» («Shock Treatment», 1964) του Ντένις Σάντερς, «F.B.I. Φάκελος 17, Ακρως Εμπιστευτικόν («Harper», 1966), του Τζακ Σμάιτ «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές» («Murder on the Orient Express», 1973) του Σίντνεϊ Λούμετ, «Με το χέρι στη σκανδάλη» («The Shootlist», 1976) του Ντον Σίγκελ, «The fan» (1981) του Εντ Μπιάνκι, αλλά και το «Dogville» (2003) του Λαρς Φον Τρίερ.

To 1996 κέρδισε Χρυσή Σφαίρα και προτάθηκε για Όσκαρ για την ερμηνεία της στην ρομαντική κωμωδία της Μπάρμπαρα Στρέιζαντ «Ο Καθρέφτης Έχει Δύο Πρόσωπα» («The Mirror Has Two Faces», 1996). Το 2009 της απονεμήθηκε τιμητικό Όσκαρ για την συνολική προσφορά της στον κινηματογράφο.

Η Λορίν Μπακόλ είχε αξιοσημείωτη παρουσία και στο θεατρικό σανίδι. Κέρδισε δύο βραβεία Τόνι για τις ερμηνείες της στα μιούζικαλ «Applause» (1970) και «Woman of the Year» (1981). Έγραψε επίσης τα αυτοβιογραφικά βιβλία «By Myself» (1978), «Now» (1994) και «By Myself and Then Some» (2005).

Φιλελεύθερη έως το μεδούλι και οπαδός του Δημοκρατικού Κόμματος συμμετείχε μαζί με τον Μπόγκαρντ, στα τέλη της δεκαετίας του '40, στις κινητοποιήσεις κατά της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών της Βουλής των Αντιπροσώπων που είχε εξαπολύσει «κυνήγι μαγισσών» κατά μελών της κινηματογραφικής κοινότητας με κομμουνιστικές πεποιθήσεις για υποτιθέμενες ανατρεπτικές δραστηριότητες.

Η Λορίν Μπακόλ πέθανε στις 12 Αυγούστου 2014 στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης σε ηλικία 89 ετών.Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2094?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-16

Ημέρα των γενεθλίων της Ιουλιέτας

Κάθε χρόνο στις 16 Σεπτεμβρίου η Βερόνα γιορτάζει την επέτειο της γέννησης της Ιουλιέτας - ίσως της πιο διάσημης λογοτεχνικής ηρωίδας - με σειρά εκδηλώσεων που εκτείνονται προ και πέρα της ημέρας.

Σύμφωνα με το θεατρικό έργο του Σέξπιρ «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», η ηρωίδα γεννήθηκε την παραμονή της κέλτικης γιορτής Λάμαστιντ (1η Αυγούστου), συνεπώς την 31η Ιουλίου. Πόθεν προέκυψε η 16η Σεπτεμβρίου;

Ο Σέξπιρ δεν ήταν πρώτος που έπλασε την αθάνατη ερωτική ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας. Προϋπήρχε σε ένα κείμενο του Λουίτζι ντα Πόρτο (1485-1529) με τίτλο «Η προσφάτως ανακαλυφθείσα ιστορία των δύο ευγενών εραστών». Το κείμενο του ντα Πόρτο μελέτησε επιμελώς ο καθηγητής Τζουζέπε Φράνκο Βιβιάνι και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ιουλιέτα γεννήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου, καθώς ο συγγραφέας αναφέρει ως ημερομηνία γέννησής της την εορτή της Αγίας Ευφημίας, η μνήμη της οποίας τιμάται τόσο από την Ρωμαιοκαθολική όσο και από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 16 Σεπτεμβρίου.

Αγία Ευφημία

Μεγαλομάρτυς της Χριστιανοσύνης, η μνήμη της οποίας εορτάζεται στις 11 Ιουλίου και στις 16 Σεπτεμβρίου.Η Ευφημία γεννήθηκε στα μέσα του 3ου αιώνα και καταγόταν από τη Χαλκηδόνα. Κατά τη διάρκεια των διωγμών του Διοκλητιανού (284-305) προσήχθη ενώπιον του ανθυπάτου Θράκης και Βιθυνίας και όταν αρνήθηκε να αποκηρύξει την πίστη της, βασανίστηκε άγρια. Προτού ριχθεί στα θηρία και κατασπαραχθεί από μία αρκούδα, κατόρθωσε να προσηλυτίσει στον χριστιανισμό τους δύο δημίους της.

Πάνω στον τάφο της ανεγέρθηκε αργότερα ναός, στον οποίο συνήλθε η Δ' Οικουμενική Σύνοδος (451).

ΑπολυτίκιοΛίαν εύφρανας τους Ορθοδόξους και κατήσχυνας τους κακοδόξους, Εηφημία, Χριστού καλλιπάρθενε. Της γαρ Τετάρτης Συνόδου εκύρωσας, α οι Πατέρες καλώς εδογμάτισαν. Μάρτυς ένδοξε, Χριστόν τον Θεό ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/868?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-16

Έντουαρντ Άλμπι
Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας, ένας από τους σημαντικότερους της γενιάς του. Θεωρείται ένας από τους ανανεωτές του αμερικανικού θεάτρου, καθώς στο έργο του συνδυάζει το παραδοσιακό αμερικάνικο θέατρο και την πρωτοπορία, το ρεαλιστικό με το σουρεαλιστικό. Το αριστούργημά του «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» (1962), τον έκανε γνωστό σ’ όλο τον κόσμο.

Ο Έντουαρντ Άλμπι γεννήθηκε κάπου στην πολιτεία της Βιρτζίνια στις 12 Μαρτίου 1928 και λίγες ημέρες μετά τη γέννησή του υιοθετήθηκε από τον πάμπλουτο επιχειρηματία Ριντ Άλμπι (1885-1961), ιδιοκτήτη αλυσίδας θεάτρων.

 Μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη και ζυμώθηκε από μικρός στο θέατρο. Από τα πρώτα εφηβικά του χρόνια συγκρούστηκε με τη θετή οικογένειά του. Ο πατέρας του τον προόριζε για «επιχειρηματικό κακούργο», όπως έλεγε, αλλά αυτός ήθελε να γίνει συγγραφέας.

Ύστερα από την περιπλάνησή του σε αρκετά σχολεία, τα οποία συνήθως εγκατέλειπε με αποβολή, ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 1946. Ούτε όμως και το κολεγιακό κλίμα τον σήκωνε κι εγκατέλειψε τις σπουδές του, παράλληλα με την πατρική οικία. Εγκαταστάθηκε στη συνοικία Γκρίνουιτς Βίλατζ της Νέας Υόρκης, τόπο κατοικίας πολλών καλλιτεχνών και χώρο καλλιτεχνικών ζυμώσεων της αμερικανικής πρωτοπορίας.

Έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού για το προς ζην, ενώ παράλληλα επιχειρούσε τα πρώτα συγγραφικά του βήματα. Αρχικά, οι προσπάθειές του εστιάστηκαν στην ποίηση και στο πεζό, μέχρις ότου ο Θόρντον Ουάιλντερ τον ενθάρρυνε να γράψει θέατρο. Τα πρώτα του θεατρικά έργα, αφού απορρίφτηκαν από τα θέατρα της Νέας Υόρκης, πρωτοπαίχτηκαν στην Ευρώπη.

Το 1958 δημοσίευσε το πρώτο του θεατρικό «Η Ιστορία του ζωολογικού κήπου» («Zoo story»), ένα ψυχόδραμα με δύο πρόσωπα αλά Μπέκετ, που ανέβηκε για πρώτη φορά στο Βερολίνο στις 28 Σεπτεμβρίου 1959. Ακολούθησε «Ο Θάνατος της Μπέσι Σμιθ» («The Death of Bessie Smith»), που είναι εμπνευσμένο από τον θάνατο της μεγάλης τραγουδίστριας των μπλουζ, που πέθανε έπειτα από τροχαίο ατύχημα, ενώ αρνούνταν να τη δεχτούν σ’ ένα νοσοκομείο για λευκούς. Και αυτό το έργο του πρωτοπαίχτηκε στο Βερολίνο στις 21 Απριλίου 1960.

Τον ίδιο χρόνο άρχισε να γίνεται γνωστός και στην πατρίδα, με το ανέβασμα του «Ζωολογικού Κήπου» στη Νέα Υόρκη. Τον επόμενο χρόνο παρουσίασε το «Αμερικάνικο Όνειρο» («The American Dream»), «ένα έργο που αποτελεί μία αμφισβήτηση της αμερικανικής ζωής, μία επίθεση που στρέφεται ενάντια στην υποκατάσταση των πραγματικών αξιών της κοινωνίας μας από αξίες επίπλαστες», όπως σημειώνει στον πρόλογό του.

Το 1962 η αποδοχή του έργου του συνέπεσε με τη μεγάλη επιτυχία του «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» («Who’s Afraid of Virginia Woolf»). Θεωρείται το αριστούργημά του, το έργο που του εξασφάλισε τη φήμη του σημαντικότερου δραματουργού της εποχής του. Ο Άλμπι χρησιμοποιεί ένα συμβολικό ζευγάρι, τον Τζορτζ και την Μάρθα, και το δυστυχισμένο γάμο του για να ρίξει φως στο μικρόκοσμο της φαινομενικά ευτυχισμένης αμερικάνικης κοινωνίας. To έργο μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη με επιτυχία το 1966 από τον Μάικ Νίκολς, με πρωταγωνιστές τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η οποία απέσπασε Όσκαρ για την ερμηνεία της. Το 1967, ο Άλμπι τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ για την «Ευαίσθητη ισορροπία» («A delicate balance»), με θέμα τη συγκέντρωση ορισμένων πλούσιων ψυχοπαθών σ’ ένα πάρτι αγωνίας. Το 1975 κέρδισε ένα ακόμα Πούλιτζερ για το έργο «Με θέα τη θάλασσα» («Seascape»), με θέμα τις διαπροσωπικές σχέσεις. Το 1994, «Οι τρεις ψηλές γυναίκες» («Three tall women») τού χάρισαν το τρίτο του Πούλιτζερ. Τιμήθηκε, επίσης, με τρία Τόνι (1963, 2002, 2005) και με το Αμερικανικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 2015.

Ο Άλμπι σκηνοθέτησε πολλά από τα έργα του σε Αμερική και Ευρώπη, ενώ δίδαξε στη Σχολή Θεάτρου του Πανεπιστημίου του Χιούστον. Στο ελληνικό θεατρόφιλο πρωτοπαρουσιάστηκε από τον Κάρολο Κουν και το «Θέατρο Τέχνης» με την «Ιστορία του Ζωολογικού Κήπου», τη θεατρική σεζόν 1962-1963 και ακολούθησε το «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ» τη σεζόν 1965-1966. Έργα του έχουν ανεβεί από τις κρατικές θεατρικές σκηνές και από θιάσους του ελευθέρου θεάτρου.

Ο Έντουαρντ Άλμπι πέθανε στη Νέα Υόρκη στις 16 Σεπτεμβρίου 2016, σε ηλικία 88 ετών. Μέχρι το θάνατό του το 2005 συζούσε με τον γλύπτη Τζόναθαν Τόμας.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1682?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-16

Ρόναλντ Ρος

Άγγλος γιατρός, που ανακάλυψε ότι η ελονοσία προέρχεται από τα κουνούπια και τιμήθηκε με Νόμπελ Ιατρικής το 1902.

Άγγλος γιατρός, που ανακάλυψε ότι η ελονοσία προέρχεται από τα κουνούπια και τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Ιατρικής το 1902.

Ο Ρόναλντ Ρος γεννήθηκε στις 13 Μαΐου 1857 στην Αλμόρα της τότε Βρετανικής Ινδίας. Ήταν ο πρεσβύτερος γιος του στρατηγού Κάμπελ Ρος και της Ματίλντα Έλντερτον. O παππούς του, αντισυνταγματάρχης Χιου Ρος είχε προσβληθεί από ελονοσία και ο μικρός Ρόναλντ έβαλε σκοπό της ζωής του να ανακαλύψει τη θεραπεία της θανατηφόρας αρρώστιας.

Ο Ρος σπούδασε ιατρική στο Λονδίνο και το 1881 διορίστηκε στο υγειονομικό σώμα του αγγλικού στρατού της Ινδίας. Τον επόμενο χρόνο ξεκίνησε την έρευνά του για τα αίτια της ελονοσίας και 15 χρόνια αργότερα, στις 20 Αυγούστου 1897, ανακοίνωσε ότι για τη μάστιγα της ελονοσίας ευθύνονται τα κουνούπια και κυρίως ένας τύπος κουνουπιού, ο Anopheles (ανωφελής κώνωψ). Ήταν η χρονιά που και ίδιος είχε προβληθεί από ελονοσία, αλλά σε ελαφρά μορφή.

Το 1899 αφυπηρέτησε από τον στρατό και επαναπατρίστηκε στην Αγγλία, όπου ανέλαβε θέση ερευνητή τροπικών ασθενειών στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ. Το 1902 τιμήθηκε με το Νόμπελ Ιατρικής «για τις εργασίες του αναφορικά με την ασθένεια της ελονοσίας, μέσω των οποίων έδειξε τον τρόπο με τον οποίο εισβάλλει στον οργανισμό και με τον τρόπο αυτό έθεσε τα θεμέλια για την επιτυχή έρευνα σε αυτή την ασθένεια και τις μεθόδους καταπολέμησής της». Ο ινδός βοηθός του Μοχάν Μπαντιοπαντιαγί βραβεύτηκε με χρυσό μετάλλιο.

Μετά τη βράβευσή του με το Νόμπελ της Ιατρικής ανέλαβε την έδρα τροπικών ασθενειών στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ, θέση την οποία διατήρησε έως το 1912, οπότε διορίστηκε διευθυντής της πτέρυγας τροπικών ασθενειών του νοσοκομείου King’s College του Λονδίνου, παράλληλα με την έδρα τροπικής υγιεινής στο πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ (1912-1917).

Το 1917 διορίστηκε ιατρικός σύμβουλος στο Υπουργείο Στρατιωτικών και μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου προσελήφθη ως ιατρικός σύμβουλος από το Υπουργείο Συντάξεων. Από το 1926 έως τον θάνατό του το 1932 ανέλαβε τη διεύθυνση του Ιατρικού Ινστιτούτου και Νοσοκομείου για Τροπικές Παθήσεις Ρόναλντ Ρος. Κατά τη διάρκεια του επιστημονικού του βίου πραγματοποίησε έρευνες για την ελονοσία στην Ελλάδα, την Κύπρο, την περιοχή του Σουέζ και τη Δυτική Αφρική.

Ο Ρόναλντ Ρος έγραψε πλήθος ιατρικών μελετών, μεταξύ των οποίων και Η πρόληψη από την ελονοσία (1911), ενώ είχε και λογοτεχνικές ανησυχίες, δημοσιεύοντας ποιήματα και πεζογραφήματα. Το 1923 εκδόθηκε η αυτοβιογραφία του με τίτλο Αναμνήσεις. Ήταν παντρεμένος με την Ρόζα Μπλόξαμ, με την οποία απέκτησε δύο γιους και δύο κόρες.

Πέθανε στο Λονδίνο στις 16 Σεπτεμβρίου 1932. Ο Ρόναλντ Ρος τιμάται ιδιαίτερα στην Ινδία, όπου πολλοί δρόμοι σε πόλεις και χωριά φέρουν το όνομά του.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Αλεξάντερ Φλέμινγκ: Ο γιατρός που ανακάλυψε την πενικιλίνη

Αλεξάντερ Φλέμινγκ: Ο γιατρός που ανακάλυψε την πενικιλίνη

Βιογραφίες | Επιστήμη - Τεχνολογία

Τζόνας Σολκ

Βιογραφίες | Επιστήμη - Τεχνολογία

Γεώργιος Παπανικολάου

Γεώργιος Παπανικολάου

Βιογραφίες | Επιστήμη - Τεχνολογία

Ρίτσαρντ Ντολ

Ρίτσαρντ Ντολ

Βιογραφίες | Επιστήμη - Τεχνολογία

Iγκνάτς Ζέμελβαϊς: Ο σωτήρας των μητέρων

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/516?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-16

Ζαν Πιαζέ
Ο Ελβετός ψυχολόγος και βιολόγος Ζαν Πιαζέ με την τεράστια συμβολή στην Εξελικτική Ψυχολογία, υπήρξε ο πρώτος ενήλικος που πήρε στα σοβαρά τα παιδιά.

Ο Ελβετός ψυχολόγος και βιολόγος Ζαν Πιαζέ υπήρξε ο πρώτος ενήλικος που πήρε στα σοβαρά τα παιδιά. Το πολύπλευρο επιστημονικό του έργο και η τεράστια συμβολή του κυρίως στην Εξελικτική Ψυχολογία συνέβαλε στο να χαρακτηριοτεί ως η σημαντικότερη φυσιογνωμία του 20ού αιώνα στον τομέα αυτό.

Ο Ζαν Πιαζέ γεννήθηκε στις 9 Αυγούστου 1896 στο Νεσατέλ και μεγάλωσε κοντά στη λίμνη της όμορφης αυτής ελβετικής πόλης. Ο πατέρας του ήταν καθηγητής Μεσαιωνικών Σπουδών και η μητέρα του μια σκληροπυρηνική καλβινίστρια


Από πολύ νωρίς ο μικρός Ζαν εκδήλωσε το ενδιαφέρον του για τη φύση και την αποκωδικοποίηση των μυστικών της. Όταν έγινε 10 ετών οι απορίες του μπορούσαν πλέον να απαντηθούν μόνο με ένα γερό ξεσκόνισμα της πλησιέστερης πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης. Σε αυτή την ηλικία πρόλαβε να δημοσιεύσει σε τοπικό περιοδικό της γενέτειράς του το παρθενικό άρθρο του για το σπουργίτι «αλμπίνο» και αυτό ήταν και το «διαβατήριό» του για τον καχύποπτο με τους ανηλίκους βιβλιοθηκάριο του Πανεπιστημίου του Νεσατέλ.

Η ζωολογία θα μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του για τα επόμενα χρόνια. Στα 15 του είχε δημοσιεύσει πλείστες μελέτες για τα μαλάκια ενώ τρία χρόνια αργότερα ξεκινά επισήμως τις σπουδές του στη Βιολογία που θα ολοκληρωθούν με τη διατριβή του με θέμα «Εισαγωγή στην οστρακολογία του Βαλέ».

Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο το ενδιαφέρον του Πιαζέ μετατοπίζεται στην ψυχολογία. Μετακομίζει στη Ζυρίχη, όπου παρακολουθεί μαθήματα στο Εργαστήριο Ψυχολογίας του Καρλ Γιουνγκ και μαθητεύει κοντά στον Όιχεν Μπλόιλερ, παρατηρώντας με τον ζήλο νεοφώτιστου τη διεξαγωγή των συνεντεύξεων με τους ψυχικά ασθενείς.

Το 1919 βρίσκεται στο Παρίσι προκειμένου να παρακολουθήσει μαθήματα Λογικής και Φιλοσοφίας της Επιστήμης στη Σορβόννη και Ψυχοπαθολογίας στο νοσοκομείο Σαλπετριέρ.Την εποχή αυτή έρχεται σε επαφή με το έργο του Αμερικανού Τζέιμς Μπάλντουιν, από τους πρωτεργάτες της Πειραματικής Ψυχολογίας, ενώ αρχίζει να συνεργάζεται με τον Τεοντόρ Σιμόν στο εργαστήριο Παιδοψυχολογίας του Αλφρέντ Μπινέ.

Είναι η πρώτη φορά που ο Πιαζέ καλείται να ανιχνεύσει αυτό που θα μονοπωλήσει αργότερα την επιστημονική του σκέψη: το παιδικό και εφηβικό μυαλό (παρ’ ότι αρνούνταν πεισματικά να αποκαλέσει εαυτόν παιδοψυχολόγο). Κατ’ αρχήν το ενδιαφέρον του στράφηκε στις εσφαλμένες απαντήσεις που έδιναν παιδιά της ίδιας ηλικίας σε διάφορα ερωτήματα ευφυΐας στο πλαίσιο των τεστ συλλογισμού του Μπαρτ.

Αυτές οι «λάθος» - για τα δεδομένα του ορθολογιστή ενηλίκου - απαντήσεις μάγεψαν τον νεαρό επιστήμονα που άρχισε πλέον να παρακολουθεί στενά τα λόγια και τις πράξεις αυτών των λιλιπούτειων, ημιτελών πλασμάτων, διερευνώντας τους βασικούς μηχανισμούς της διανοητικής ανάπτυξής τους.

Ο Ζαν Πιαζέ προέβη σε μια ανακάλυψη που ήταν, σύμφωνα τουλάχιστον με τον Αλβέρτο Αϊνστάιν, «τόσο απλή που μόνο μια ιδιοφυία θα μπορούσε ποτέ να συλλάβει». Πολύ απλά διαπίστωσε ότι τα παιδιά σκέφτονται διαφορετικά από τους μεγάλους. Οι «παράλογες» απαντήσεις που μοιάζουν τις περισσότερες φορές να δίνουν στα πιο απλοϊκά ερωτήματα εντάσσονται σε μια εσώτερη λογική διεργασία με τον δικό της πολύπλοκο κώδικα.

Σε ένα από τα πλέον περίφημα πειράματά του με δεκάδες ανυποψίαστα πιτσιρίκια ο Πιαζέ έθεσε το ερώτημα «Τι είναι αυτό που δημιουργεί τον αέρα;» και άρχισε να συλλέγει απαντήσεις. Όταν η πεντάχρονη Τζούλια τού απάντησε «Τα δέντρα», εκείνος συνέχισε τον αλλόκοτο αυτό διάλογο με ένα ακόμη ερώτημα. «Πώς το ξέρεις;». «Τα είδα να κουνούν τα χέρια τους». «Και πώς αυτό δημιουργεί τον αέρα;». Στο σημείο αυτό η μικρή Τζούλια άρχισε να κουνά το χέρι της μπροστά από το πρόσωπό της αποφαινόμενη με άκρως σοβαρό ύφος: «Να, έτσι. Μόνο που είναι μεγαλύτερα. Και υπάρχουν πολλά δέντρα».

Ο παιδικός υπερρεαλισμός είχε βρει επιτέλους έναν καλών προθέσεων ενήλικο συνομιλητή. Που δεν προσπαθεί να τον διορθώσει, προτιμά να τον επεξεργαστεί και να τον ερμηνεύσει. «Τα παιδιά» λέει ο Πιαζέ «κατανοούν μόνο αυτά που επινοούν τα ίδια, γι’ αυτό κάθε φορά που προσπαθούμε να τα διδάξουμε κάτι υπερβολικά γρήγορα, τα εμποδίζουμε να επανεφεύρουν τον εαυτό τους».

Το 1921 αναλαμβάνει την διεύθυνση του Ινστιτούτου Ζαν Ζακ Ρουσό της Γενεύης και το 1930 του Διεθνούς Ινστιτούτου Εκπαίδευσης που υπήρξε πρόδρομος της UNESCO. Με τη γέννηση του πρώτου του παιδιού το ενδιαφέρον του στρέφεται σχεδόν αναπόφευκτα στη βρεφική ηλικία. Τα τρία παιδιά του θα αποτελέσουν τα ιδανικά «πειραματόζωα» για τις μεταγενέστερες μελέτες του, στις οποίες θα συμβάλει με τη σειρά της ως ψυχολόγος και μητέρα τους, η σύζυγός του Βαλεντίν Σαντενέ.;

Την περίοδο αυτή θα περιγράψει τα στάδια της γνωστικής ανάπτυξης του παιδιού. Ανάμεσά τους:α) το στάδιο της αισθησιοκινητικής ανάπτυξης που διαρκεί ως τα 2 χρόνια και χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή κατάκτηση του κινητικού συντονισμού και της σταθερότητας των αντικειμένων, β) η προσυλλογιστική περίοδος (από 2 έως 7 χρόνων):, κατά την οποία αναπτύσσεται η συμβολική λειτουργία και η προεννοιολογική σκέψη, γ) το στάδιο των συγκεκριμένων συλλογισμών (από 7 έως 11 χρόνων), κατά το οποίο το παιδί αποκτά την ικανότητα των νοητικών πράξεων που όμως γίνονται πάνω σε συγκεκριμένα αντικείμενα και στο άμεσο παρόν.

Οι θεωρίες του, παρά την έντονη κριτική που δέχθηκαν κυρίως για τον υπερτονισμό του ρόλου της γνωστικής ανάπτυξης (σε βάρος της συναισθηματικής και της κοινωνικής), είχαν τεράστιο αντίκτυπο στην παιδαγωγική και στον τρόπο που αναλαμβανόμαστε σήμερα αυτά τα τέλεια ημιτελή πλάσματα που υπήρξαμε κάποτε όλοι. Ο Ζαν Πιαζέ έζησε 84 χρόνια και πέθανε στην Γενεύη στις 16 Σεπτεμβρίου 1980.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2051?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-16

Μπι Μπι Κινγκ: Ο βασιλιάς του μπλουζ

Αμερικανός τραγουδoποιός κι ένας από του κορυφαίους κιθαρίστες όλων των εποχών.

Ο Μπι Μπι Κινγκ (B. B. King) ήταν αμερικανός τραγουδoποιός και κιθαρίστας, ο «βασιλιάς του μπλουζ», όπως αποκλήθηκε. Το περιοδικό Rolling Stone τον κατέταξε στην 6η θέση στον κατάλογο με τους 100 μεγαλύτερους κιθαριστές όλων των εποχών.O Ρίλεϊ Κινγκ (Riley B. King), όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Μπι Μπι Κινγκ, γεννήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1925 στη βαμβακοφυτεία Μπερκλέρ, κοντά στην πόλη Ίτα Μπένα της πολιτείας του Μισισιπή. Έζησε και μεγάλωσε με τη γιαγιά του στο Δέλτα του Μισισιπή, γαλουχημένος από την εκκλησιαστική μουσική των μαύρων (γκόσπελ και σπιρίτσουαλ).

Στα 12 χρόνια του αγόρασε την πρώτη του κιθάρα και στα 18 του άρχισε να δουλεύει ως οδηγός τρακτέρ, ενώ στις ελεύθερες ώρες του έπαιζε κιθάρα σε κλαμπ της περιοχής. Στο Μέμφις του Τενεσί, όπου μετακόμισε, δούλεψε για κάμποσο καιρό ως ντισκ-τζόκεϊ, αρχικά με το όνομα Beal Streat Blues Boy, το οποίο αργότερα περιόρισε σε Blues Boy και τελικά σε Β.Β.

Το 1949 ηχογράφησε ένα 45άρι με το τραγούδι «Three Ο’ Clock in the Morning», που ήταν η απαρχή μιας μεγάλης καριέρας, η οποία κράτησε περισσότερα από 60 χρόνια. Τη δεκαετία του ‘50 αναδείχθηκε σ’ ένα από τα πιο σημαντικά ονόματα της R&B μουσικής, με σπουδαία τραγούδια, όπως τα: «You Know I Love You», «Woke Up This Morning», «Please Love Me», «When My Heart Beats like a Hammer», «Whole Lotta Love, «You Upset Me Baby», «Every Day I Have the Blues», «Sneakin Around», «Ten Long Years, Bad Luck», «Sweet Little Angel», «On My Word of Honor» και «Please Accept My Love».

Η φήμη του απογειώθηκε το 1969, όταν άνοιγε τις συναυλίες των Rolling Stones. Η επιτυχία τον ακολούθησε και τη δεκαετία του ‘70, ενώ από το 1951 έως και το 1985 εμφανίστηκε 74 φορές στον πίνακα επιτυχιών του Billboard για την R&B. Τις επόμενες δεκαετίες ηχογραφούσε ολοένα και λιγότερα νέα τραγούδια, καθώς είχε επιλέξει να αφιερωθεί σε εμφανίσεις σε τηλεοπτικές εκπομπές, κινηματογραφικές ταινίες και κυρίως στις συναυλίες.

Το 1988 συνεργάστηκε με τους U2 στο άλμπουμ «Rattle and Hum» με το σινγκλ «When Love Comes To Town». Το 1997 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Deuces Wild» με τη συμμετοχή πλειάδας σπουδαίων ονομάτων της σύγχρονης μουσικής (Βαν Μόρισον, Έρικ Κλάπτον, Μπόνι Ράιτ, Rolling Stones, Dr. John, Τζο Κόκερ, Τρέισι Τσάπμαν κ.ά.) και τον επόμενο χρόνο το βραβευμένο με Γκράμι και ιδιαίτερα επιτυχημένο εμπορικά «Blues On The Bayou», φόρο τιμής στον τραγουδιστή και σαξοφωνίστα Λούις Τζόρνταν. Το 2000 συνεργάστηκε με τον κιθαρίστα Έρικ Κλάπτον στην ηχογράφηση του «Riding With the King».

Ο Μπι Μπι Κινγκ υπήρξε ένας ζωντανός θρύλος των μπλουζ, μουσικός ιδιαίτερα επιδραστικός, που έχτισε γέφυρες ανάμεσα στους bar - band ήχους του ‘50, τη σοφιστικέ σχολή του Λος Άντζελες (Τι - Μπόουν Γουόκερ) και το υβριδικό περιβάλλον του Μέμφις, απ’ όπου ξεκίνησε και ο ίδιος την καριέρα του. Οι κύριες επιρροές του υπήρξαν οι μουσικοί του country-blues (Μπλάιντ Λέμον Τζέφερσον) και οι κιθαριστές της τζαζ (Τζάνγκο Ράινχαρτ, Τσάρλι Κρίστιαν).

Τόσο το δραματουργικά φορτισμένο τραγούδι του (που αντλούσε στοιχεία από πολύ διαφορετικά στιλ, όπως αυτά του Γουόκερ και του Ρόι Μπράουν, όσο και η εκλεκτική του ερμηνεία στην κιθάρα (με ρίζες και πάλι στον Γουόκερ, αλλά και τον Λόνι Τζόνσον), ουσιαστικά δημιούργησαν μία δική του παράδοση στο χώρο του μπλουζ.

Η χαρακτηριστική κιθάρα του μάρκας «Γκίμπσον», που ο Κινγκ έπαιζε από αμνημονεύτων χρόνων (η γνωστή Λουσίλ), η επιβλητική σκηνική του παρουσία, το βαρύτονο γρύλισμα της φωνής του, έχουν αφήσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα της επιρροής τους σε αναρίθμητους κιθαριστές του ροκ (Έρικ Κλάπτον, Μάικ Μπλούμφιλντ, Ντέιβιντ Γκίλμορ, αλλά και σε νεότερους μπλουζίστες, όπως ο Μπάντι Γκάι.

Η ιδιαίτερη τεχνοτροπία του παντρεύει τα παραδοσιακά μπλουζ, την τζαζ, το σουίνγκ και την ποπ του κύριου ρεύματος, σ’ ένα μοναδικό ήχο, ο οποίος στηρίζεται πότε στα φωνητικά του και πότε στη «Λουσίλ», χωρίς όμως ποτέ να τραγουδά και να παίζει κιθάρα ταυτόχρονα, σύμφωνα και με τα δικά του λόγια: «Όποτε τραγουδώ, παίζω κιθάρα στο μυαλό μου και από τη στιγμή που σταματώ να τραγουδώ με το στόμα, αρχίζω να τραγουδώ παίζοντας τη Λουσίλ».

Στην προσωπική του ζωή, παντρεύτηκε δύο φορές, με τη Μάρθα Λι Ντέντον (1946-1952) και τη Σου Κάρολ Χολ (1958- 1966). Οι αποτυχίες και των δύο γάμων του οφείλονται εν πολλοίς στην εξαντλητική καλλιτεχνική δραστηριότητά του, καθώς μόνο οι συναυλιακές του υποχρεώσεις ξεπερνούσαν τις 200 ετησίως. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1956 εμφανίστηκε επί σκηνής 342 φορές. Έχει αναφερθεί ότι απέκτησε 15 παιδιά και 50 εγγόνια.

Ο Μπι Μπι Κινγκ πέθανε στις 14 Μαΐου 2015 στο Λας Βέγκας, σε ηλικία 89 ετών. Έπασχε από διαβήτη τύπου Β και το τελευταίο διάστημα αντιμετώπιζε διάφορα προβλήματα υγείας.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1352?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-16

Ο Ντόναλντ Ντακ (Donald Duck) είναι ένας από τους πιο εμβληματικούς χαρακτήρες της Walt Disney. Η λευκή πάπια με τα χαρακτηριστικά ρούχα ναύτη έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο στις 9 Ιουνίου 1934, στην ταινία "The Wise Little Hen". Στις 16 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, εμφανίστηκε για πρώτη φορά και σε κόμικ-στριπ εφημερίδας, ενισχύοντας την δημοτικότητά του.

Ο Ντόναλντ Ντακ διακρίνεται για τον γκρινιάρικο και ευέξαπτο χαρακτήρα του, καθώς και για την τύχη του που συχνά τον εγκαταλείπει, προκαλώντας του αστείες και ανατρεπτικές καταστάσεις. Ζει μαζί με τα τρία ανίψια του, τον Χιούι, τον Ντιούι και τον Λιούι, ενώ η αγαπημένη του είναι η Νταίζη Ντακ.

Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η δημοτικότητά του αυξήθηκε κατακόρυφα, και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1940, είχε κατακτήσει την κορυφή της δημοφιλίας, ξεπερνώντας ακόμα και τον Μίκυ Μάους.

Η φωνή του Ντόναλντ ήταν έργο του ηθοποιού Κλάρενς Νας μέχρι το 1985, και αργότερα τον διαδέχτηκε ο Τόνι Ανσέλμο.

Ο Ντόναλντ Ντακ παραμένει ένας αγαπημένος χαρακτήρας, με πολλές ταινίες και κόμικς, έχοντας χαρίσει γέλιο και αναμνήσεις σε πολλές γενιές.
 

 Βίκτωρ Χάρα

Χιλιανός σκηνοθέτης και τραγουδοποιός, ένας από τους πιο γνωστούς συνθέτες τραγουδιών διαμαρτυρίας. Δολοφονήθηκε από το δικτατορικό καθεστώς Πινοσέτ.

Χιλιανός σκηνοθέτης του θεάτρου και τραγουδοποιός, ένας από τους πιο γνωστούς συνθέτες τραγουδιών διαμαρτυρίας με παγκόσμια εμβέλεια. Η στράτευση του στην Αριστερά και η υποστήριξη του στον σοσιαλιστή πρόεδρο της χώρας Σαλβαδόρ Αλιέντε προδιέγραψαν το τέλος του. Αμέσως μετά την επικράτηση του στυγνού δικτατορικού καθεστώτος του στρατηγού Πινοσέτ (11 Σεπτεμβρίου 1973), ο Βίκτωρ Χάρα συνελήφθη, βασανίστηκε απάνθρωπα και δολοφονήθηκε.

Ο Βίκτωρ Λίδιο Χάρα Μαρτίνες γεννήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1932 στην πολή Λονκέν, που ανήκε στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας Σαντιάγο. Η αγροτική οικογένειά του δεν είχε τα μέσα για θρέψει αυτόν και τα αδέλφιά του και έτσι σε ηλικία 15 ετών αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο μετά τον θάνατο της μητέρας του, με την οποία ουσιαστικά μεγάλωσε, αφού ο μέθυσος και αγροίκος πατέρας του τούς είχε εγκαταλείψει αρκετά νωρίς

Αρχικά φοίτησε σε εκκλησιαστική σχολή με την προοπτική να ενδυθεί το ιερατικό σχήμα, αλλά γρήγορα απογοητεύτηκε από τις πρακτικές της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Άλλαξε γνώμη και εντάχθηκε στο στρατό, από το και να φοιτήσει σε εκκλησιαστική σχολή για να γίνει παπάς. Γρήγορα όμως άλλαξε κατεύθυνση και αποφάσισε να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία.

Μετά την αφυπηρέτησή του, κέρδισε μια υποτροφία και ξεκίνησε θεατρικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγο. Μετά την αποφοίτησή του δούλεψε ως σκηνοθέτης, παράλληλα με το τραγούδι.

Η ενασχόλησή του με το τραγούδι ξεκίνησε το 1957, μετά την γνωριμία του με την Βιολέτα Πάρα, την ιέρεια του «Nέου Χιλιανού Τραγουδιού» («Nueva Canción Chilena»), που συνδύαζε την λαϊκή μουσική με τον πολιτικό και κοινωνικό στίχο. Το 1966 κυκλοφόρησε τον πρώτο δίσκο από το οποίο ξεχώρισε το τραγούδι «Canto a lo Humano» («Ύμνος στον Άνθρωπο»). Ακολούθησαν μεγάλες επιτυχίες που τον έκαναν ευρύτερα γνωστό και εκτός συνόρων: «Pongo en tus manos abiertas» («Θα βάλω (την κιθάρα μου) στα ανοιχτά σου χέρια», 1969), «Preguntas por Puerto Montt» («Ερωτήματα για το Πουέρτο Μοντ», 1969) «El derecho de vivir en paz» («Το δικαίωμα του να ζω σε ειρήνη», 1971), «Pregaria a un Labrador» («Προσευχή σ' ένα εργάτη», 1971) και «La Poblacion» («Ο λαός», 1972).

Το ρεύμα του «Nέου Xιλιανού Tραγουδιού» ήλθε στο προσκήνιο, όταν η χώρα βρέθηκε στο επίκεντρο της μεγάλης πολιτικής κρίσης την δεκαετία του εξήντα, η οποία κορυφώθηκε τα πρώτα χρόνια της επόμενης δεκαετίας με την άνοδο στην εξουσία του Σαλβαδόρ Αλιέντε-του πρώτου μαρξιστή σοσιαλιστή σε χώρα της Νοτίου Αμερικής- και την ανατροπή του από τον στρατηγό Πινοσέτ. Το τραγούδι του Χάρα «Venceremos»(«θα νικήσουμε») έγινε ο ύμνος του κόμματος του Αλιέντε «Λαϊκή Ενότητα» και τραγουδήθηκε από χιλιάδες αριστερούς στην χώρα. Η φήμη του είχε φθάσει στα ύψη και καλλιτέχνες, όπως η Τζόαν Μπαέζ, ο Πιτ Σίγκερ και ο Φιλ Οξ, έκαναν γνωστά τα τραγούδια του στα πέρατα της οικουμένης.

Η πολιτική του στράτευση στην Αριστερά και η δημοφιλία του, τόν έβαλαν στο σκοπευτικό του Πινοσέτ. Αμέσως μετά την επικράτηση του πραξικοπήματος (11 Σεπτεμβρίου 1973), ο Χάρα συνελήφθη μαζί με άλλα μέλη της «Λαϊκής Ενότητας» και εγκλείστηκε στο Στάδιο του Σαντιάγο. Εκεί υποβλήθηκε σε φρικτά και απάνθρωπα βασανιστήρια. Οι βασανιστές του αφού του έσπασαν τα δάκτυλα του χεριού του, τού ζητούσαν περιπαικτικά να παίξει κιθάρα και να τραγουδήσει για τους συγκρατούμενούς του. Ο Χάρα απάντησε με όσες δυνάμεις τού είχαν απομείνει τραγουδώντας το «Venceremos». Η θαρραλέα στάση του εκνεύρισε τους βασανιστές του, οι οποίοι τον δολοφόνησαν με μια σφαίρα στο κεφάλι. Ήταν 16 Σεπτεμβρίου 1973.

Χρόνια αργότερα η Δικαιοσύνη μίλησε για την δολοφονία του Χάρα, πρώτα στις ΗΠΑ και στην συνέχεια στην πατρίδα του. Το 2016, δικαστήριο της Φλώριδας βρήκε ένοχο για συμμετοχή στην δολοφονία του έναν λοχαγό του χιλιανού στρατού που είχε βρει άσυλο στις ΗΠΑ και επιδίκασε στην οικογένειά του Χάρα, την βρετανίδα σύζυγό του Τζόαν και την κόρη του Αμάντα το ποσό των 28 εκατομμυρίων δολαρίων.

Στις 3 Ιουλίου 2018 δικαστήριο του Σαντιάγο καταδίκασε 8 συνολικά απόστρατους στρατιωτικούς ως ενεχόμενους στην δολοφονία του Χάρα σε ποινές κάθειρξης από 5 έως 18 χρόνια και στις 28 Αυγούστου 2023 το ανώτατο δικαστήριο της χώρας επικύρωσε τις ποινές.Οι επτά απόστρατοι, ηλικιών μεταξύ 73 και 85 ετών, παρέμεναν ελεύθεροι ως αυτή την αμετάκλητη καταδίκη τους. Την επομένη ένας από τους καταδικασθέντες, ο στρατηγός ε.α Ερνάν Τσακόν, 85 ετών, αυτοκτόνησε, όταν οι αστυνομικοί μετέβησαν στο σπίτι του για να τον οδηγήσουν στη φυλακή. «Ο Τσακόν «πήρε όπλο το οποίο έστρεψε στον εαυτό του, αυτοπυροβολήθηκε και πέθανε ακαριαία», δήλωσε στον Τύπο ο εισαγγελίας Κλαούντιο Σουάσο.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1924?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-16