Σαν σήμερα 21 Αυγούστου

Σαν σήμερα 21 Αυγούστου

Η ιστορία της κλοπής της Μόνα Λίζα το 1911 είναι ένα από τα πιο διάσημα και συναρπαστικά περιστατικά στην ιστορία της τέχνης. Ο πίνακας του Λεονάρντο ντα Βίντσι, που σήμερα κοσμεί το Μουσείο του Λούβρου, εξαφανίστηκε από τον τοίχο του στις 22 Αυγούστου 1911. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τεράστια αναστάτωση στη Γαλλία και σε ολόκληρο τον κόσμο.

Ο ζωγράφος Λουί Μπερού ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε την κλοπή, όταν παρατήρησε ότι η Τζοκόντα δεν βρισκόταν στη θέση της. Η απουσία του πίνακα επιβεβαιώθηκε και σήμανε συναγερμός, με τις αρχές να ξεκινούν εκτεταμένες έρευνες και να κλείνουν τα σύνορα της Γαλλίας για να αποτρέψουν την έξοδο του πίνακα από τη χώρα.

Ο δράστης της κλοπής, Βιτσέντζο Περούτζια, ήταν ένας Ιταλός ξυλουργός που είχε εργαστεί στο Λούβρο και γνώριζε καλά το μουσείο. Μεταμφιεσμένος σε συντηρητή, αφαίρεσε τη Μόνα Λίζα και την έκρυψε κάτω από τη φόρμα του. Δύο χρόνια αργότερα, προσπάθησε να πουλήσει τον πίνακα σε έναν Ιταλό γκαλερίστα, αποκαλύπτοντας την ταυτότητά του και τον κλεμμένο πίνακα.

Η σύλληψη του Περούτζια προκάλεσε κύμα συμπάθειας, καθώς πολλοί θεώρησαν την πράξη του πατριωτική, με σκοπό να "επιστρέψει" ο πίνακας στην Ιταλία. Ωστόσο, η Μόνα Λίζα επέστρεψε στο Λούβρο το 1914, όπου παραμένει μέχρι σήμερα, προστατευμένη από αυστηρά μέτρα ασφαλείας.

Η κλοπή αυτή συνέβαλε καθοριστικά στην παγκόσμια φήμη της Μόνα Λίζα, κάνοντάς την έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους και αγαπητούς πίνακες στην ιστορία της τέχνης.

Τζο Στράμερ

Ο Τζο Στράμερ (πραγματικό όνομα Τζον Γκράχαμ Μέλορ) υπήρξε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του πανκ ροκ, ιδρυτής και κεντρική φιγούρα του θρυλικού συγκροτήματος The Clash. Γεννημένος στην Άγκυρα της Τουρκίας το 1952, ο Στράμερ γαλουχήθηκε με μουσικές επιρροές από διάφορα είδη και καλλιτέχνες, όπως ο Λιτλ Ρίτσαρντ και ο Γούντι Γκάθρι. Η συμμετοχή του στην πανκ σκηνή του Λονδίνου τη δεκαετία του 1970 τον οδήγησε στη δημιουργία των The Clash, μαζί με τον κιθαρίστα Μικ Τζόουνς.

Οι The Clash ανέδειξαν τον Στράμερ ως μια συνειδητοποιημένη φωνή με πολιτικούς στίχους, θίγοντας θέματα όπως η κοινωνική ανισότητα και οι φυλετικές διακρίσεις. Τραγούδια όπως το "White Riot" και άλμπουμ όπως το "London Calling" καθιέρωσαν το συγκρότημα ως σύμβολο μιας γενιάς. Οι The Clash δεν δίστασαν να συμμετάσχουν σε πολιτικές εκδηλώσεις και να υψώσουν τη φωνή τους για κοινωνικά ζητήματα, κάνοντάς τους πιο επίκαιρους από ποτέ.

Μετά τη διάλυση του συγκροτήματος το 1985, ο Στράμερ ακολούθησε σόλο καριέρα και συμμετείχε σε διάφορα κινηματογραφικά έργα. Το 1999 σχημάτισε τους Joe Strummer & the Mescaleros, με τους οποίους γνώρισε επιτυχία, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ. Δυστυχώς, ο Στράμερ έφυγε ξαφνικά από τη ζωή το 2002, αφήνοντας πίσω του μια ανεκτίμητη κληρονομιά. Η επιρροή του στη μουσική και την πολιτική σκηνή παραμένει ισχυρή, και το έργο του συνεχίζει να εμπνέει.


 
 Λέων Τρότσκι

Ο Λέων Τρότσκι (Lev Davidovich Bronshtein) ήταν ένας από τους πιο εξέχοντες ηγέτες της Οκτωβριανής Επανάστασης και διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην εγκαθίδρυση του κομμουνιστικού καθεστώτος στη Σοβιετική Ένωση. Γεννημένος στις 26 Οκτωβρίου 1879 στο χωριό Γιανόφκα της Ουκρανίας, ο Τρότσκι προερχόταν από μια εύπορη εβραϊκή οικογένεια. Από νεαρή ηλικία, έδειξε το ταλέντο του στη γραφή και το λόγο, ενώ αργότερα μυήθηκε στον Μαρξισμό και συμμετείχε ενεργά σε σοσιαλιστικές οργανώσεις.

Μετά τη σύλληψή του το 1898, εξορίστηκε στη Σιβηρία, όπου προσχώρησε στο Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα της Ρωσίας και παντρεύτηκε την Αλεξάνδρα Σοκολόφσκαγια. Μετά τη δραπέτευσή του το 1902, έλαβε το όνομα "Λέων Τρότσκι" και συνέχισε τη δράση του στο εξωτερικό, αρχικά υποστηρίζοντας τους μενσεβίκους στην εσωτερική διαμάχη του κόμματος, αλλά αργότερα συμμάχησε με τον Λένιν και τους μπολσεβίκους.

Ο Τρότσκι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και στην ίδρυση του Κόκκινου Στρατού, που εξασφάλισε τη νίκη των μπολσεβίκων στον Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο. Παρά την αρχική του αίγλη, όμως, η υπεροψία του και η έλλειψη συμμάχων εντός του κόμματος τον οδήγησαν σε αντιπαράθεση με τον Στάλιν, ο οποίος τελικά επικράτησε στη μάχη για τη διαδοχή του Λένιν.

Το 1929, ο Τρότσκι εκδιώχθηκε από τη Σοβιετική Ένωση και, μετά από μια περίοδο εξορίας σε διάφορες χώρες, εγκαταστάθηκε στο Μεξικό, όπου συνέχισε να ασκεί κριτική στο σταλινικό καθεστώς. Στις 20 Αυγούστου 1940, δολοφονήθηκε στο Μεξικό από τον Ραμόν Μερκαντέρ, πιθανότατα κατόπιν εντολών του Στάλιν. Ο Τρότσκι θεωρείται μία από τις πιο σημαντικές αλλά και τραγικές φιγούρες της Ρωσικής Επανάστασης, με την ιδεολογία του Τροτσκισμού να συνεχίζει να επηρεάζει αριστερές πολιτικές κινήσεις παγκοσμίως.

Απόστολος Ιούδας ο Θαδδαίος

Ο Ιούδας Θαδδαίος, επίσης γνωστός ως Ιούδας ο Ιακώβου, ήταν ένας από τους δώδεκα αποστόλους του Ιησού Χριστού. Στην Καινή Διαθήκη, ο Ιούδας αναφέρεται με διάφορα ονόματα, όπως Λεββαίος και Θαδδαίος, και φέρει την προσωνυμία «Τριώνυμος» λόγω των πολλών ονομασιών του. Ήταν πιθανώς αδελφός του Ιακώβου του Μικρού, άλλου αποστόλου του Χριστού.

Ο Ιούδας Θαδδαίος υπήρξε μαθητής του Ιωάννη του Προδρόμου και δραστηριοποιήθηκε ιεραποστολικά στη Μεσοποταμία. Σύμφωνα με την παράδοση, μαρτύρησε στην Έδεσσα ή στη Βηρυτό περίπου το 80 μ.Χ. Η Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 19 Ιουνίου και στις 21 Αυγούστου.

Αν και παλαιότεροι και νεότεροι ερμηνευτές του αποδίδουν τη συγγραφή της «Καθολικής Επιστολής» της Καινής Διαθήκης, αυτό δεν θεωρείται βέβαιο. Πιθανότερος συγγραφέας της επιστολής θεωρείται ο Ιούδας ο αδελφόθεος.

Το απολυτίκιο του αγίου αναφέρει:
«Χριστού σε συγγενή, ω Ιούδα ειδότες, και μάρτυρα στερρόν, ιερώς ευφημούμεν, την πλάνην πατήσαντα, και την πίστιν τηρήσαντα, όθεν σήμερον, την παναγίαν σου μνήμην, εορτάζοντες, αμαρτημάτων την λύσιν, ευχαίς σου λαμβάνομεν.»

Μιχάλης Μενιδιάτης

Ο Μιχάλης Μενιδιάτης, με το πραγματικό του όνομα Μιχάλης Καλογράνης, ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς ερμηνευτές του λαϊκού τραγουδιού στην Ελλάδα. Γεννήθηκε στο Μενίδι στις 29 Ιουνίου 1932 και από μικρή ηλικία ανέπτυξε μια ιδιαίτερη σχέση με το μπουζούκι, το οποίο τότε θεωρούνταν "κακοχαρακτηρισμένο" όργανο. Παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του, έκανε το ντεμπούτο του στο πάλκο το 1953 στο κοσμικό κέντρο «Δροσιά» στο Μενίδι.

Η καριέρα του Μενιδιάτη εκτοξεύθηκε όταν συνεργάστηκε με σπουδαίους συνθέτες, όπως ο Απόστολος Καλδάρας και ο Άκης Πάνου. Έγινε γνωστός για ερμηνείες τραγουδιών όπως «Πετραδάκι-πετραδάκι», «Μην περιμένεις πια» και «Ξημέρωσε, καλή μου». Ο Μενιδιάτης δεν περιορίστηκε μόνο στη μουσική, αλλά άνοιξε και το δικό του κοσμικό κέντρο, τη «Φαντασία», το οποίο έγινε σημείο αναφοράς για την νυχτερινή διασκέδαση στην Αθήνα κατά τη δεκαετία του '70.

Ο Μιχάλης Μενιδιάτης απεβίωσε στις 21 Αυγούστου 2012 σε ηλικία 80 ετών, αφήνοντας πίσω του μια πλούσια μουσική κληρονομιά, την οποία συνεχίζει ο γιος του, Χρήστος Μενιδιάτης

Ζαννίνο

Ο Ζαννίνο, γεννημένος ως Γιάννης Παπαδόπουλος στις 21 Αυγούστου 1923 στο Γαλατά της Κωνσταντινούπολης, ήταν ένας Έλληνας ηθοποιός που διακρίθηκε κυρίως σε δεύτερους ρόλους στον κινηματογράφο και στο θέατρο. Μετά τον ξεριζωμό από τη γενέτειρά του, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Δραπετσώνα, Πειραιά.

Ξεκίνησε την καριέρα του ως χορευτής, σπουδάζοντας στη σχολή χορού του Άγγελου Γριμάνη και συμμετέχοντας στα μπαλέτα Ραμασόφ. Εκεί, στην «Μάντρα του Αττίκ», έλαβε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο "Ζαννίνο" από τον ίδιο τον Αττίκ, το οποίο διατήρησε σε όλη του την καριέρα.

Ο Ζαννίνο έκανε την πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο το 1960, στην ταινία «Ένα κορίτσι σε περιμένει». Έγινε ευρύτερα γνωστός από τις κωμωδίες στις οποίες πρωταγωνίστησε δίπλα στον Θανάση Βέγγο. Εκτός από τις 83 ελληνικές ταινίες στις οποίες συμμετείχε, έπαιξε και σε διεθνείς παραγωγές, όπως «Οι 300 Σπαρτιάτες» (1962) και «Το εξπρές του μεσονυκτίου» (1978).

Ο Ζαννίνο απεβίωσε στις 27 Μαΐου 1995 στην Αθήνα, αφήνοντας πίσω του μια πλούσια καλλιτεχνική κληρονομιά.

Γρηγόριος Εμπεδοκλής

Έλληνας τραπεζίτης, ιδρυτής της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος.

Ο Γρηγόριος Εμπεδοκλής γεννήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1861 στο Λονδίνο. Ήταν γιος του έμπορου και τραπεζίτη Πέτρου Εμπεδοκλή (1830-1906) και της Ευανθίας Τσιτσεκλή. Η οικογένειά του καταγόταν από τη Δημητσάνα Αρκαδίας, αλλά είχε μετακομίσει στη Σμύρνη μετά τα Ορλοφικά του 1770.

Στην αγγλική πρωτεύουσα έλαβε την εγκύκλια εκπαίδευσή του, παράλληλα με τη σπουδή της ελληνικής γλώσσας, με δάσκαλο τον λόγιο Ιωάννη Βαλέττα. Σε ηλικία 14 ετών εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Βαρβάκειο. Στη συνέχεια φοίτησε για δύο χρόνια στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ παρακολούθησε μαθήματα ιστορίας και αρχαιολογίας.

Από το 1880 εργάστηκε κατά σειράν, στην Ταχυδρομική Υπηρεσία, στην Τράπεζα  Βιομηχανικής Πίστεως και το χρηματιστηριακό γραφείο του θείου του Μαρίνου Κοργιαλένιου. Το 1886 συνέστησε δικό του τραπεζικό γραφείο στην οδό Αριστείδου 10, δίπλα από το Χρηματιστήριο, το οποίο άρχισε να αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς, σε εποχή οικονομικής κρίσης.

Το 1896 το γραφείο αυτό μαζί με το παραγγελιοδοχικό γραφείο του αδελφού του Αντωνίου Εμπεδοκλέους αποτέλεσε τον πυρήνα της Τράπεζας Εμπεδοκλέους ΟΕ. Στους δύο αρχικούς ομόρρυθμους εταίρους προστέθηκαν αργότερα ο εκ Τεργέστης έμπορος Δημήτριος Κοντουμάς και ο Δημήτριος Πετροκόκκινος, συγγενής εξ αγχιστείας του Γρηγορίου Εμπεδοκλή.

Το νέο τραπεζικό ίδρυμα, με αρχικό κεφάλαιο 2 εκατομμυρίων δραχμών (2000 μετοχές Χ 1000 δραχμές εκάστη), είχε την έδρα του στην οδό Αριστείδου 10, όπως και το σαράφικο του Γρηγορίου Εμπεδοκλή, και απασχολούσε 15 υπαλλήλους. Συμμετείχε και σε βιομηχανικές επιχειρήσεις, όπως το Στεατοκηροποιείον Φοίβος Ν. Θων και Σία και το Βυρσοδεψείο Μοσχάτου.

Το 1905 η Τράπεζα Εμπεδοκλέους μετατρέπεται από Ο.Ε. σε Ε.Ε. με επικεφαλής τους αρχικούς ομόρρυθμους εταίρους και κεφάλαιο 2,5 εκατομμυρίων δραχμών (2.500 μετοχές Χ 1000 εκάστη). Την ίδια χρονιά ανοίγει και το πρώτο υποκατάστημά της στον Πειραιά. Η ραγδαία ανάπτυξή της απαιτεί μεγαλύτερα κεφάλαια κι έτσι αποφασίζεται το 1907  η μετατροπή της σε ανώνυμη εταιρεία, με νέα επωνυμία Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος (Β.Δ/22/11/1907) και αρχικό κεφάλαιο 5 εκατομμυρίων δραχμών. Τη γενική διεύθυνση της νέας τράπεζας αναλαμβάνει ο Γρηγόρης Εμπεδοκλής. Στους μεγαλομετόχους της περιλαμβάνονται η Εθνική Τράπεζα, η Τράπεζα Αθηνών, ο τραπεζικός οίκος Ροδοκανάκη του Λονδίνου και η Τράπεζα Κοσμαδόπουλου του Βόλου. Σχεδόν αμέσως η Εμπορική Τράπεζα εισάγεται στο Χρηματιστήριο Αθηνών.

Τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της, η Εμπορική Τράπεζα οργάνωσε τμήματα εξωτερικού συναλλάγματος, καταθέσεων και ταμιευτηρίου, εισπράξεων και δανείων επί χρηματογράφων και εμπορευμάτων, δικαστικό τμήμα και ανέλαβε την πρακτόρευση της γαλλικής ασφαλιστικής εταιρείας Φοίνιξ, ενώ χρηματοδότησε εισαγωγές και εξαγωγές σιτηρών, αποικιακών, ξυλείας, γαιανθράκων, υφασμάτων, σταφίδας, ελαιολάδου, καπνού και άλλων, ιδρύοντας υποκαταστήματα στον Πειραιά, στο Άργος, στο Ναύπλιο, στον Πύργο, στην Αμαλιάδα, στην Καλαμάτα, στην Πάτρα, στο Αίγιο, στην Κέρκυρα και αλλού.

Το 1914 συγχρηματοδότησε μαζί με την Εθνική Τράπεζα την Εθνική Ατμοπλοΐα Ελλάδος των αδελφών Εμπειρίκου, η οποία κυριάρχησε κυριάρχησε στο χώρο των υπερωκεανίων για 30 ολόκληρα χρόνια (1908-1937) και δανειοδότησε την Εταιρία Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου (μετέπειτα ΠΥΡΚΑΛ, νυν ΕΑΣ), με σκοπό την παρασκευή «ακάπνου πυρίτιδος και πυρομαχικών των νέων όπλων του εθνικού ημών στρατού».

Το 1918  συμμετείχε στο μεγάλο πολεμικό δάνειο για την ενίσχυση της επικείμενης Μικρασιατικής Εκστρατείας. Το 1920 ο Γρηγόρης Εμπεδοκλής υπερηφανευόταν ότι η τράπεζά του είχε μεγαλώσει τόσο πολύ, ώστε διέθετε καταστήματα στη Λάρισα, στα Τρίκαλα, στα Χανιά, ακόμη και στη Μυτιλήνη. Το 1922 ίδρυσε στο Λονδίνο την Εμπορική Τράπεζα της Εγγύς Ανατολής (Commercial Bank of the Near East, Ltd), αποκτώντας μια ισχυρή βάση στη Βρετανία.

Το 1928 η Εμπορική Τράπεζα είχε γιγαντωθεί και μαζί με την Εθνική Τράπεζα, την Τράπεζα Αθηνών και την Τράπεζα Ανατολής κάλυπταν το 75% της ελληνικής τραπεζικής αγοράς. Το 1940 αριθμούσε 14 υποκαταστήματα στην Αθήνα, 4 στον Πειραιά και 36 στην υπόλοιπη χώρα. Μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα (27 Απριλίου 1941), ο Γρηγόριος Εμπεδοκλής διέφυγε με την οικογένειά του στη Νότιο Αφρική. Προηγουμένως είχε αναθέσει τη διοίκηση της Εμπορικής στους Χρήστο Μουλάκη και Παναγιώτη Βαφειαδάκη, οι οποίοι θα αμφισβητηθούν από μερίδα των μετόχων. Η τράπεζα, πάντως, υπό τη διεύθυνσή τους προχώρησε σε σημαντικές επενδύσεις σε ακίνητα και μετοχές εταιρειών κατά τη διάρκεια της Κατοχής και το 1942 απέκτησε την πλειοψηφία των μετοχών της ασφαλιστικής εταιρείας Φοίνιξ.

H απελευθέρωση βρήκε την Εμπορική Τράπεζα ακμαία και με πολλά περιουσιακά στοιχεία, αλλά ο ιδρυτής της Γρηγόρης Εμπεδοκλής δεν θέλησε να επαναπατρισθεί, δηλώνοντας ότι έχει αποχωρήσει από την ενεργό δράση. Παρέμεινε στη Νότια Αφρική, όπου άφησε την τελευταία του πνοή στο Κέιπ Τάουν στις 21 Αυγούστου 1951, σε ηλικία 89 ετών.

Κατά την διάρκεια της παρουσίας του στο τιμόνι της Εμπορικής Τράπεζας, ο Γρηγόριος Εμπεδοκλής ακολούθησε μια συντηρητική τακτική χορηγήσεων και επεκτάσεων. Αυτό σήμαινε ένα κάποιο περιορισμό της εκμετάλλευσης των κεφαλαίων και, αναλόγως, των αποδόσεων δηλαδή των κερδών της, συγχρόνως όμως και τη διαρκή διαθεσιμότητα της Τράπεζας για επωφελείς επενδύσεις, αφού πάντοτε υπήρχε ρευστό χρήμα για κάθε ανάγκη και βέβαια την διασφάλιση της όλης λειτουργίας της. Με αυτή την πολιτική του Γρηγορίου Εμπεδοκλή, η  Εμπορική  μπόρεσε να προσπεράσει χωρίς σοβαρό κλυδωνισμό δύο τραπεζικές κρίσεις που εξαφάνισαν πολλές τράπεζες, τέσσερις πολέμους (Α' και Β' Βαλκανικό, Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και Μικρασιατική Εκστρατεία), δύο υπερπληθωρισμούς και τρία νομισματικά συστήματα.

Ο Γρηγόριος Εμπεδοκλής ήταν γνωστός διεθνώς ως συλλέκτης πολυτίμων αρχαίων αγγείων και νομισμάτων, τα οποία  αγόραζε από δημοπρασίες στο εξωτερικό. Το 1950 δώρισε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο 1.919 αγγεία και ειδώλια από διάφορες ύλες, χάλκινα κάτοπτρα και δακτυλίδια καθώς και γλυπτά. Το 1953, δύο χρόνια μετά το θάνατό του, οι κόρες του Σεμίραμις Βαφιαδάκη και Ευανθία Παπατσώνη, δώρισαν στο Νομισματικό Μουσείο τη σπουδαιότατη νομισματική συλλογή (3.840 αργυρές, 3.900 χαλκές και λίγες χρυσές και βυζαντινές κοπές) ικανοποιώντας την επιθυμία του πατέρα τους. Τέλος, το 1994 οι κληρονόμοι του Αντώνιος Βαφιαδάκης και Ροζαλία Φανουράκη παρέδωσαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο 119 ακόμη αρχαία αντικείμενα, που ανήκαν στη συλλογή του Γρηγορίου Εμπεδοκλέους

Βασίλης Πολυδούρης

Ο Μπάζιλ Πολυδούρης (Basil Poledouris), γεννημένος στις 21 Αυγούστου 1945 στο Κάνσας Σίτι του Μιζούρι, ήταν ένας Ελληνοαμερικανός συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής με καταγωγή από τη Μεσσηνία. Από μικρή ηλικία ξεκίνησε μαθήματα πιάνου και αργότερα σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας, όπου γνώρισε σημαντικούς σκηνοθέτες όπως τον Τζον Μίλιους, Ράνταλ Κλάιζερ και Τζορτζ Λούκας.

Έγινε διεθνώς γνωστός το 1982 για το σάουντρακ της ταινίας Κόναν ο Βάρβαρος του Τζον Μίλιους, με πρωταγωνιστή τον Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ, το οποίο θεωρείται ένα από τα καλύτερα σάουντρακ της δεκαετίας. Οι συνθέσεις του χαρακτηρίζονται από δυνατά θέματα που τον καθιέρωσαν στο Χόλιγουντ, με ταινίες όπως Γαλάζια Λίμνη (1980), Κόκκινη Αυγή (1984), Ρόμποκοπ (1987), Το Κυνήγι του Κόκκινου Οκτώβρη (1990) και Ελευθερώστε τον Ουίλι (1993).

Στην τηλεόραση, συνέθεσε μουσική για δημοφιλείς σειρές όπως Ζώνη του Λυκόφωτος και Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ παρουσιάζει. Έγραψε μουσική για 88 ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, και έντυσε με τη μουσική του την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1996.

Ο Πολυδούρης επηρεάστηκε από τον συνθέτη Μίκλος Ρόζα και τις ορθόδοξες καταβολές του. Πέθανε στις 8 Νοεμβρίου 2006, σε ηλικία 61 ετών, από καρκίνο. Η κόρη του, Ζωή Πολυδούρη, συνεχίζει την οικογενειακή παράδοση στη σύνθεση κινηματογραφικής μουσικής.
 
 

Κένι Ρότζερς: Ένας θρύλος της κάντρι

Ο Κένι Ρότζερς (Kenny Rogers), γεννημένος στις 21 Αυγούστου 1938 στο Χιούστον του Τέξας, ήταν ένας από τους πιο εμβληματικούς τραγουδιστές της κάντρι μουσικής. Η βαριά γρεζαριστή φωνή του ανέδειξε μεγάλες επιτυχίες όπως τα τραγούδια «Lady», «The Gambler», «Lucille» και «Through the Years».

Ξεκίνησε την καριέρα του το 1956 με το συγκρότημα The Scholars και έγινε γνωστός τη δεκαετία του 1960 με το συγκρότημα The First Edition. Η σόλο καριέρα του απογειώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970, με την επιτυχία «Lucille» το 1977, που του χάρισε το πρώτο του Γκράμι. Η κυκλοφορία του άλμπουμ The Gambler το 1978 και το ομώνυμο τραγούδι τον κατέστησαν μια από τις μεγαλύτερες μορφές της κάντρι μουσικής.

Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, συνεργάστηκε με πολλούς σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως η Ντόλι Πάρτον και η Ντότι Γουέστ, και άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στη μουσική βιομηχανία. Αν και η δημοτικότητά του άρχισε να φθίνει τη δεκαετία του 1990, συνέχισε να ηχογραφεί και να κυκλοφορεί άλμπουμ. Η τελευταία του περιοδεία το 2016-2018, η οποία διακόπηκε λόγω προβλημάτων υγείας, ήταν ο τρόπος του να αποχαιρετήσει το κοινό του.

Ο Κένι Ρότζερς πέθανε στις 20 Μαρτίου 2020, αφήνοντας πίσω του μια τεράστια κληρονομιά στη μουσική κάντρι και πέρα από αυτή.


 
 Κονσουέλο Βελάσκες

Η Κονσουέλο Βελάσκες (Consuelo Velázquez) ήταν μια Μεξικάνα συνθέτρια και τραγουδίστρια, γεννημένη στις 21 Αυγούστου 1916 στη Σιουδάδ Γκουσμάν της επαρχίας Χαλίσκο. Αν και η ίδια συνήθιζε να δηλώνει ως έτος γέννησής της το 1920, πιθανότατα για να κρύψει κάποια χρόνια, η αληθινή της ημερομηνία γέννησης ήταν το 1916. Αρχικά, ασχολήθηκε με το πιάνο και εκπαιδεύτηκε ως κλασική πιανίστρια, αλλά σύντομα την κέρδισε η σύνθεση και το τραγούδι.

Η παγκόσμια αναγνώριση ήρθε το 1941 με το τραγούδι της Besame Mucho («Φίλα με πολύ»), το οποίο γνώρισε τεράστια επιτυχία και ερμηνεύτηκε από πολλούς διεθνείς καλλιτέχνες, όπως οι Σάμι Ντέιβις τζούνιορ, Πλάθιντο Ντομίνγκο, Ζοάο Ζιλμπέρτο, Χοσέ Καρέρας, οι Μπιτλς, Σελίν Ντιόν, η Χορωδία του Κόκκινου Στρατού και ο Μάριος Φραγκούλης. Σε συνέντευξή της το 2003, αποκάλυψε ότι όταν έγραψε τους στίχους αυτού του τραγουδιού, ήταν 25 χρονών και δεν είχε φιλήσει ποτέ άνδρα, κάτι που δίνει μια ιδιαίτερη αίσθηση στην ερμηνεία του τραγουδιού.

Εκτός από το Besame Mucho, είχε κι άλλες επιτυχίες τη δεκαετία του 1940, όπως τα τραγούδια No me pides nunca, Pasional και Dejame Quererte. Η Κονσουέλο Βελάσκες απεβίωσε στις 22 Ιανουαρίου 2005, αφήνοντας πίσω της μια πλούσια μουσική κληρονομιά.