Η Μάχη του Ρίμινι
Η Μάχη του Ρίμινι ήταν μια σημαντική στρατιωτική αναμέτρηση του Β' Παγκοσμίου Πολέμου που διεξήχθη από τις 13 έως τις 21 Σεπτεμβρίου 1944 στην Ιταλία, στο πλαίσιο της συμμαχικής Επιχείρησης Ελαία (Operation Olive). Στόχος της ήταν η διάσπαση της Γοτθικής Αμυντικής Γραμμής που είχαν οργανώσει οι γερμανικές δυνάμεις.
Στην επίθεση συμμετείχε η 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία υπό τον συνταγματάρχη Θρασύβουλο Τσακαλώτο, η οποία είχε συγκροτηθεί στη Μέση Ανατολή μετά από εσωτερικές πολιτικές αναταραχές στην Ελλάδα. Η ταξιαρχία διακρίθηκε για την επιτυχία της στην κατάληψη του αεροδρομίου του Ρίμινι και την είσοδό της στην πόλη. Το 2ο Τάγμα ήταν το πρώτο που εισήλθε στην πόλη στις 21 Σεπτεμβρίου, υψώνοντας την ελληνική σημαία στο δημαρχείο.
Οι ελληνικές δυνάμεις σημείωσαν μεγάλες απώλειες με 116 νεκρούς και 316 τραυματίες, ωστόσο η επιτυχία τους αναγνωρίστηκε από τους συμμάχους. Ο Βρετανός στρατάρχης Χάρολντ Αλεξάντερ επαίνεσε την ηρωική δράση των Ελλήνων, υπογραμμίζοντας τη συνεισφορά τους στη συμμαχική νίκη.
Νικόλαος Καπετανίδης: Ο μάρτυρας της ποντιακής δημοσιογραφίας
Μαχητικός δημοσιογράφος και εκδότης της ελληνικής εφημερίδας του Πόντου «Εποχή», που απαγχονίστηκε από τους Τούρκους για τις πατριωτικές του ιδέες.
Ο Νικόλαος Καπετανίδης υπήρξε μαχητικός δημοσιογράφος και εκδότης της ελληνικής εφημερίδας του Πόντου «Εποχή».
Γεννήθηκε το 1889 στη Ριζούντα του Πόντου, τότε περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (σήμερα στην Τουρκία). Φοίτησε στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, ένα από τα σημαντικότερα εκπαιδευτικά του ποντιακού ελληνισμού και μετά τη αποφοίτησή τους εργάστηκε για λίγο ως δάσκαλος και κατόπιν ως δημοσιογράφος στο περιοδικό «Επιθεώρηση», που εξέδιδε ο Φίλων Κτενίδης.
Η έκδοση της εφημερίδας «Εποχή»
Το 1918 ξεκίνησε τη δική του εκδοτική προσπάθεια με την εφημερίδα «Εποχή». Μέσα από τις στήλες της εφημερίδας του αποκάλυπτε τις τουρκικές διώξεις και τα εγκλήματα εις βάρος των Ελλήνων. Υπήρξε υπέρμαχος της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση, και μαζί με άλλους επιφανείς Πόντιους της εποχής, αποτέλεσε την πνευματική ηγεσία του Πόντου, η οποία αγωνίστηκε για την προστασία του ελληνικού στοιχείου. Η πνευματική δραστηριότητά του δεν περιορίστηκε εκεί, αλλά συμμετείχε και στο γλωσσικό ζήτημα ως υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση. Επίσης υποστήριζε ότι η εκπαίδευση δεν πρέπει να ελέγχεται από τις θρησκευτικές αρχές. Στις 20 Μαρτίου 2020 συναντήθηκε με τον σφαγέα των Αρμενίων και Ελλήνων του Πόντου, Τοπάλ Οσμάν (1883-1923). «Γιατί γράφεις εναντίον μου στην εφημερίδα σου» του είπε. «Εγώ αγαπάω τους Έλληνες και υπολήπτομαι αυτούς που κάθονται ήσυχα, αλλά δεν συγχωρώ αυτούς που δεν είναι πιστοί στην πατρίδα μου. Μην γράφεις ψέματα, γράφε την αλήθεια». Παρά την απειλή του Τοπάλ Οσμάν, ο Καπετανίδης συνέχισε να γράφει για τα δεινά των Ελλήνων του Πόντου.
«Ζήτω η Ελλάς!»
Το τελευταίο φύλλο της «Εποχής» κυκλοφόρησε στις 5 Μαρτίου 1921. Πέντε ημέρες αργότερα συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του «Δικαστηρίου της Ανεξαρτησίας» με την κατηγορία ότι βρέθηκε στο σπίτι του ένα γράμμα του εμπόρου Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη (1856-1930) που αναφερόταν στη δημιουργία ανεξάρτητου Ποντιακού Κράτους. «Όχι κύριε πρόεδρε. Εγώ θέλω την ένωση του Πόντου με την Ελλάδα» τόνισε εμφατικά και θαρραλέα κατά τη διάρκεια της δίκης του.
Ο Νικόλαος Καπετανίδης καταδικάστηκε σε θάνατο κι εκτελέστηκε δια απαγχονισμού μαζί με άλλους 68 ελληνοπόντιους στις 21 Σεπτεμβρίου 1921 στην Αμάσεια. Τα τελευταία του λόγια στην αγχόνη ήταν: «Ζήτω η Ελλάς!»
Ο αδελφός του Κώστας Καπετανίδης κατάφερε να διασώσει το πλήρες αρχείο της εφημερίδας «Εποχή», που αποτελεί μία μοναδική ιστορική πηγή για τα τελευταία χρόνια του Ποντιακού Ελληνισμού.
Στις 7 Μαΐου 2017 έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του στο Μαρούσι (στη συμβολή των οδών Διονύσου, Σκρα και Μπραχαμίου), που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Γκάγκικ Αλτουμιάν.
Στις 21 Σεπτεμβρίου 2021 έγιναν τα αποκαλυπτήρια του αγάλματός του στο χώρο του πρώην στρατοπέδου Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη. Το άγαλμα, που φτάνει τα έξι μέτρα, φιλοτέχνησε ο γλύπτης Γιώργος Κικώτης.
Στις 2 Μαρτίου 2022, με πρωτοβουλία της κοινοβουλευτικής επιτροπής Ελληνισμού της Διασποράς και της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεων Συντακτών (ΠΟΕΣΥ), αποφασίστηκε η 21η Σεπτεμβρίου να ανακηρυχτεί Ημέρα Μνήμης του Νικόλαου Καπετανίδη.
Λέοναρντ Κοέν (1934 – 2016)
Καναδός τροβαδούρος, με κριτική και εμπορική επιτυχία σε παγκόσμιο επίπεδο. Μαζί με τον Μπομπ Ντίλαν θεωρούνται οι κορυφαίοι ποιητές - στιχουργοί, που ανέδειξε η ροκ μουσική...
Καναδός τροβαδούρος, με κριτική και εμπορική επιτυχία σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι στίχοι του, συχνά εξομολογητικοί και γεμάτοι εσωτερική ομορφιά, μιλούν για την πολιτική, τη θρησκεία, τη μοναξιά και τις προσωπικές σχέσεις. Οι ελκυστικές μελωδίες του και η αξιοπρόσεκτη, αν και κάπως μονότονη φωνή του, ήταν στοιχεία που δημιούργησαν τον μύθο του κι ένα διεθνές κοινό πιστό στο έργο του. Μαζί με τον Μπομπ Ντίλαν θεωρούνται οι κορυφαίοι ποιητές - στιχουργοί, που ανέδειξε η ροκ μουσική.
Ο Λέοναρντ Κοέν γεννήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1934 στο Μόντρεαλ, στους κόλπους μιας μεσοαστικής εβραϊκής οικογένειας, με καταγωγή από την Πολωνία και τη Λιθουανία. Ο πατέρας του ήταν έμπορος ρούχων και η μητέρα του κόρη ιουδαίου θεολόγου.
Σπούδασε στο ονομαστό πανεπιστήμιο ΜακΓκιλ της γενέτειράς του και ξεκίνησε την καλλιτεχνική του διαδρομή ως ποιητής το 1954, με ποιήματα βασισμένα σε βιβλικά θέματα. Το 1963 δημοσίευσε το μυθιστόρημα «The Favorite Gap» (1963) και ακολούθησε το «Beautiful Loosers» (1966), που υφολογικά είναι αρκετά συγγενικά με το κίνημα των «beat».
Στη μουσική πέρασε απαγγέλοντας στίχους του με συνοδεία τζαζ συνόλου. Μετά την επιτυχία που γνώρισε η Τζούντι Κόλινς ηχογραφώντας τη δική του σύνθεση «Rosanne», αποφάσισε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στο τραγούδι. Η εμφάνισή του στο Φεστιβάλ Φολκ του Νιούπορτ το 1967 οδήγησε στο πολύ επιτυχημένο δισκογραφικό του ντεμπούτο «Songs Of Leonard Cohen» (1967).
Άλλα έργα - σταθμοί της πορείας του ήταν οι δίσκοι «Various Positions» (1985) και το «I’m Your Man» (1988) με τη μεγάλη επιτυχία «First We Take Manhattan», τα οποία του χάρισαν ένα νέο, ευρύ κύκλο οπαδών, καθώς και το στοχαστικό και κριτικό «The Future» (1992). Το άλμπουμ «Old Ideas», το 12ο της καριέρας του, ήταν το πιο εμπορικό του, καθώς άγγιξε την κορυφή των τσαρτ σε πολλές χώρες, κοντράροντας συχνά αρκετά δημοφιλείς καλλιτέχνες. Στις 21 Οκτωβρίου 2016 κυκλοφόρησε το κύκνειο άσμα του, το άλμπουμ «You Want It Darker», που απέσπασε ενθουσιώδεις κριτικές.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 ο Κοέν έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Ύδρα μαζί με τη νορβηγίδα φίλη του Μαριάνε Ίλεν (1935-2016), για την οποία έγραψε το γνωστό τραγούδι του «So Long, Marianne» μετά τον χωρισμό τους και της αφιέρωσε τηn ποιητική του συλλογή «Flowers to Hitler».
Ο Λέοναρντ Κοέν πέθανε στις 7 Νοεμβρίου 2016 στο Λος Άντζελες, σε ηλικία 82 ετών. Από τη σχέση του με τη Σούζαν Έλροντ απέκτησε δύο παιδιά.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1715?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-21
Προφήτης Ιωνάς
Ένας από τους 12 ελάσσονες προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, γνωστός για την περιπέτειά του με το κήτος...Άγιος της Χριστιανικής Εκκλησίας, η μνήμη του οποίου τιμάται στις 21 Σεπτεμβρίου από την Ορθόδοξη και την Ρωμαιοκαθολική Χριστιανική Εκκλησία. Την ημέρα αυτή γιορτάζουν όσοι φέρουν το όνομα Ιωνάς.
Ο Ιωνάς ήταν ένας από τους 12 ελάσσονες προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Είναι γνωστός για την περιπέτειά του με το κήτος.
Σύμφωνα με το ομώνυμο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, ο Θεός τον διέταξε να πάει στη μεγάλη ασσυριακή πόλη της Νινευή (σημερινή Μοσούλη του Ιράκ) - θανάσιμη εχθρό των Ισραηλιτών- και να προσπαθήσει να φέρει τους κατοίκους της στον ίσιο δρόμο. Ο Ιωνάς απέφυγε να εκτελέσει τη διαταγή του Θεού και έκρινε καλό να πάει σε μία άλλη πόλη, την Θαρσείς (την Ταρτησσό των αρχαίων Ελλήνων) που εντοπίζεται σήμερα στις εκβολές του ποταμού Γουαδαλκιβίρ της Ανδαλουσίας.
Ξεκίνησε, λοιπόν, το ταξίδι του με πλοίο από την Ιόππη (σημερινή Γιάφα του Ισραήλ), αλλά κατά τη διάρκεια του πλου έπιασε μεγάλη τρικυμία. Ο Ιωνάς κρίθηκε ένοχος της θεομηνίας και ρίχτηκε στη θάλασσα, όπου τον κατάπιε ένα μεγάλο κήτος. Μέσα στην κοιλιά του κήτους προσευχήθηκε στο Θεό και ω του θαύματος το κήτος τον εξέμεσε σώο στην ξηρά.
Ο Θεός τον διέταξε να πάει εκ νέου στη Νινευή και να κηρύξει τη μετάνοια. Ο Ιωνάς υπάκουσε, οι Νινευΐτες μετανόησαν και ο Θεός εν τέλει τους συγχώρησε. Ο Ιωνάς, ως Ισραηλίτης, λυπήθηκε για τη σωτηρία των εχθρών της πατρίδας του, αλλά ο Θεός του υπενθύμισε ότι υπήρξε μικρόψυχος και ότι αυτός ως Θεός ενδιαφέρεται για όλα τα δημιουργήματά του.
τον Χριστιανισμό, η περιπέτεια του Ιωνά αποτελεί προεικόνιση της Σταύρωσης και της τριήμερης Ανάστασης του Χριστού καθώς και της αγάπης, που πρέπει να δείχνουν οι Χριστιανοί ακόμα και προς τους εχθρούς τους.
Απολυτίκιο
Σάλπιγξ εύηχος, θείων κριμάτων, κόσμω πέφηνας, αναφωνούσα, Ιωνά τοις Νινευίταις μετάνοιαν και συσχεθείς εν τω κήτει προέγραψας, την του Σωτήρος τριήμερον έγερσιν όθεν πρέσβευε, δοθήναι τοις σε γεραίρουσι, πταισμάτων ιλασμόν και μέγα έλεος.
Αντόνιο Αλμέιντα: Ο πορτογάλος αγωνιστής του 21 (1784 – 1847)
Έλαβε μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 και στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια υπηρέτησε σε διάφορες στρατιωτικές θέσεις του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Ο Αντόνιο Φιγκέϊρα ντ' Αλμέιντα (Antonio Figueira d' Almeida) ήταν πορτογάλος φιλέλληνας, ο οποίος έλαβε μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 και στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια υπηρέτησε σε διάφορες στρατιωτικές θέσεις του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Γεννήθηκε στις 4 Ιουλίου 1784 στην πόλη Έλβας της Πορτογαλίας και προερχόταν από οικογένεια στρατιωτικών. Ως αξιωματικός του πορτογαλικού στρατού αγωνίστηκε κατά της εισβολής του Ναπολέοντα στην πατρίδα του και αργότερα πολέμησε κατά του γαλλικού στρατού εισβολής που στάλθηκε στην Ισπανία για να υποστηρίξει τη δυναστεία των Βουρβόνων.
Η δράση του Αλμέιντα κατά την Ελληνική Επανάσταση
Πνεύμα φιλελεύθερο και περιπετειώδες, ο Αντόνιο Αλμέιντα ηλεκτρίστηκε από τον ηρωικό αγώνα των Ελλήνων και τον Σεπτέμβριο του 1825 κατέφθασε στην Ελλάδα και κατατάχθηκε ως εθελοντής στον τακτικό ελληνικό στρατό, που είχε οργανώσει και διοικούσε ο γάλλος στρατηγός Φαβιέρος.
Στις 18 Ιουλίου 1826, έχοντας το βαθμό του συνταγματάρχη του ιππικού, διακρίθηκε στη Μάχη του Μεχμέταγα (σημερινή Γαρέα Μαντινείας), αποσπώντας τα εύσημα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που ήθελε να τον χρησιμοποιήσει με το ιππικό του σε πιο σημαντικές επιχειρήσεις. Αλλά είχε μεσολαβήσει η διάσταση του Γέρου του Μωριά με τον πρόεδρο της Διοικητικής Επιτροπής Ελλάδος (πρωθυπουργό) Ανδρέα Ζαΐμη, ο οποίος δεν θέλησε να τον αφήσει στη διάθεση του Κολοκοτρώνη και τον διέταξε να τεθεί εκ νέου υπό τις διαταγές του Φαβιέρου.
Στις αρχές του 1827 πολέμησε υπό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη στην Αττική και αργότερα πήρε μέρος στην αποτυχημένη εκστρατεία του Φαβιέρου για την απελευθέρωση της Χίου (Οκτώβριος - Δεκέμβριος 1827).
Μετεπαναστατική δράση
Με την έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα, ο Αλμέιντα έγινε επιθεωρητής του τακτικού ιππικού και του ανατέθηκε η αναδιοργάνωση του σώματος. Στις 22 Ιανουαρίου 1830 διορίστηκε φρούραρχος Ναυπλίου και με την ιδιότητά του αυτή συνέλαβε έναν από τους δράστες της δολοφονίας του Καποδίστρια (27 Σεπτεμβρίου 1831), τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, που είχε ζητήσει άσυλο στην οικία του Γάλλου πρεσβευτή.
Για τη νομιμόφρονη στάση του ονομάστηκε επίτιμος πολίτης του Ναυπλίου από την Ε' Εθνοσυνέλευση και στις 2 Μαρτίου 1832 προβιβάστηκε σε στρατηγό από τη «Διοικητική Επιτροπή» (Αυγουστίνος Καποδίστριας, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και Ιωάννης Κωλέττης), που ασκούσε την εξουσία στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.
Όμως, μετά την άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα, η Αντιβασιλεία τον υποβίβασε σε συνταγματάρχη, ένεκα των φιλοκαποδιστριακών του αισθημάτων και τελικά τον τοποθέτησε φρούραρχο στην Αίγινα (10 Μαΐου 1833). Το 1836 διορίστηκε στρατιωτικός διοικητής Μεσολογγίου κι ένα χρόνο αργότερα κατέστειλε την ανταρσία του συνταγματάρχη Νικολάου Ζέρβα (8 Ιανουαρίου 1837). Μετά από αυτό προβιβάστηκε σε υποστράτηγο και το 1839 τοποθετήθηκε στρατιωτικός διοικητής Ναυπλίου.
Τον ίδιο χρόνο παντρεύτηκε τη Ζωή Μαυροκορδάτου, με την οποία απέκτησε δύο τέκνα, τον Εμμανουήλ και τον Δημήτριο. Ο Αντόνιο Αλμέιντα πέθανε στις 21 Σεπτεμβρίου 1847 στα λουτρά Μπετάλια κοντά στη Βενετία, σε ηλικία 64 ετών.
Εγγονός του ήταν ο Αντώνιος Αλμέιδα, εκ των ιδρυτών του Ομίλου Αντισφαιρίσεως Αθηνών το 1895, ο οποίος έπεσε υπέρ πατρίδος στη Μάχη Κιλκίς - Λαχανά (19 - 21 Ιουνίου 1913), κατά τη διάρκεια του Β' Βαλκανικού Πολέμου.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Τόμας Γκόρντον
Τόμας Γκόρντον
Βιογραφίες | Ελληνική Επανάσταση
Ιωσήφ Βαλέστ
Ιωσήφ Βαλέστ
Βιογραφίες | Ελληνική Επανάσταση
Σαντόρε Σανταρόζα
Σαντόρε Σανταρόζα
Βιογραφίες | Ελληνική Επανάσταση
Παύλος Μαρία Βοναπάρτης
Παύλος Μαρία Βοναπάρτης
Βιογραφίες | Ελληνική Επανάσταση
Μικέλε Γκράμσι: Ο ιταλός φιλέλληνας που πάλεψε για την Ελλάδα το 1821
Μικέλε Γκράμ
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/533?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-21
Νίκος Πουλαντζάς (1936 – 1979)
Έλληνας νεομαρξιστής πολιτικός στοχαστής και κοινωνιολόγος. Είναι περισσότερο γνωστός για το θεωρητικό του έργο για το κράτος...
Έλληνας νεομαρξιστής πολιτικός στοχαστής και κοινωνιολόγος. Είναι περισσότερο γνωστός για το θεωρητικό του έργο για το κράτος, ενώ αξιοσημείωτη είναι η συνεισφορά του στην ανάλυση του φασισμού, των κοινωνικών τάξεων στον σύγχρονο κόσμο και της κατάρρευσης των δικτατοριών στη νότια Ευρώπη (Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα) κατά τη δεκαετία του '70. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του λεγόμενου «δομικού μαρξισμού», ενός φιλοσοφικού ρεύματος της δεκαετίας του '70, που αποτέλεσε προσπάθεια επιστροφής στο έργο του Καρλ Μαρξ και ανάδειξης του επιστημονικού του χαρακτήρα.
Ο Νίκος Πουλαντζάς γεννήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1936 στην Αθήνα. Ο πατέρας του, Αριστείδης Πουλαντζάς, ο οποίος καταγόταν από τη Μάνη, ήταν διακεκριμένος δικηγόρος και δικαστικός γραφολόγος. Η μητέρα του λεγόταν Αγγελική, το γένος Καρυοφύλλη. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο κέντρο της Αθήνας, όπου κατοικούσε με τους γονείς του στην οδό Βερανζέρου κοντά στην Πλατεία Βάθης.
Μετά την αποφοίτησή του από το Δημοτικό σχολείο, φοίτησε στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών και παράλληλα στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, απ’ όπου ξεκίνησε η γνωριμία του με τον Μαρξισμό. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από το οποίο αποφοίτησε το 1957 με άριστα. Υπηρέτησε τη θητεία του στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό και το 1960 απέκτησε την άδεια ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος, χωρίς όμως να το ασκήσει ποτέ.
Την ίδια χρονιά έφυγε για τη Δυτική Γερμανία, όπου παρακολούθησε σεμινάρια φιλοσοφίας και φιλοσοφίας του δικαίου στα πανεπιστήμια Μονάχου και Χαϊδελβέργης. Αποτέλεσμα αυτών των σπουδών του ήταν η μεταπτυχιακή του εργασία με θέμα την «Αναγέννηση του φυσικού δικαίου στη Γερμανία». Από το 1961 μέχρι το 1964 προετοιμάζει τη διδακτορική του διατριβή στη Σχολή Δικαίου και Οικονομικών Επιστημών του Παρισιού με θέμα «Φύση πραγμάτων και δίκαιο».
Το διδακτικό του έργο αρχίζει το 1962, ως βοηθός στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης. Από τον Δεκέμβριο του 1968 διδάσκει κοινωνιολογία στο 8ο Πανεπιστήμιο του Παρισιού (Βενσέν), παράλληλα με το ερευνητικό του έργο στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών. Από το 1977 έως την αυτοκτονία του το 1979 υπήρξε υπεύθυνος του εκδοτικού οίκου Ασέτ (Hachette) για βιβλία πολιτικού περιεχομένου.
Αν και η Γαλλία ήταν ο τόπος διαμόρφωσης της θεωρητικής του σκέψης, η Ελλάδα ήταν ο χώρος που η σκέψη αυτή εκφράστηκε εμπράκτως. Συμμετείχε ενεργά στο φοιτητικό κίνημα μέσα από τη Νεολαία της ΕΔΑ, υπήρξε μέλος του παράνομου ΚΚΕ και μετά τη διάσπαση του κόμματος το 1968 τάχθηκε με το ΚΚΕ Εσωτερικού. Ήδη από το 1966, στη Β' Εβδομάδα Μαρξιστικής Σκέψης, έκανε μια ανακοίνωση με θέμα τη μαρξιστική αντίληψη περί κράτους, ένα θέμα που θα βρίσκεται στο επίκεντρο των θεωρητικών του αναζητήσεων μέχρι τέλους.
Μετά την πτώση της δικτατορίας επέστρεψε στην Ελλάδα και στρατεύτηκε στην Ανανεωτική Αριστερά (ΚΚΕ Εσωτερικού). Με πληθώρα άρθρων και συνεντεύξεων, που μαρτυρούν την αγωνία του για τις εξελίξεις που ακολούθησαν τη Μεταπολίτευση, έδωσε σειρά διαλέξεων στην Πάντειο (1975-1976), με βασικό θέμα τις θεωρίες περί κράτους. Αποδεχόμενος την πρόσκληση της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή, συμμετείχε στις εργασίες για τη σύνταξη του νόμου για τα ΑΕΙ.
Η σκέψη του Νίκου Πουλαντζά, επηρεασμένη αρχικά από τους Ζαν Πολ Σαρτρ, Γκέοργκ Λούκατς, Αντόνιο Γκράμσι και τον δάσκαλό του Λουί Αλτουσέρ, σταδιακά αποστασιοποιήθηκε και αναζήτησε τη δική της ταυτότητα. Αφού διερεύνησε τις απόψεις των κλασσικών του Μαρξισμού για το κράτος, επιχείρησε τον επαναπροσδιορισμό τους σε σχέση με τις πολύπλοκες συνθήκες της σύγχρονης εποχής. Αρνήθηκε τόσο τη φιλελεύθερη εκδοχή περί ουδετερότητας του κράτους, όσο και την αντίληψη των μαρξιστών ότι το κράτος αποτελούσε απλώς εργαλείο στα χέρια της κυρίαρχης τάξης. Για τον Πουλαντζά το κράτος αποτελούσε έκφραση των πολύπλοκων σχέσεων όλων των πολιτικοκοινωνικών δυνάμεων, ένα όργανο εξισορρόπησης των ταξικών ανταγωνισμών.
Η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της θα πρέπει να επιδιώξουν όχι απλώς την κατάκτηση του κράτους, αλλά και την πραγματοποίηση των ριζικών εκείνων μετασχηματισμών του κρατικού μηχανισμού που θα στοχεύουν στη δημιουργία των καταλλήλων θεσμικών προϋποθέσεων για το πέρασμα στον δημοκρατικό σοσιαλισμό. Γιατί, όπως υποστήριξε επιγραμματικά: «Ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα είναι σοσιαλισμός», μία θέση που τον αντιπαραθέτει με όλη την αυταρχική παράδοση του σοβιετικού εγχειρήματος. Οι απόψεις του αυτές υποβλήθηκαν σε αυστηρή κριτική από τους θεωρητικούς της ορθόδοξης μαρξιστικής - λενινιστικής κατεύθυνσης, οι οποίοι τον επέκριναν για ρεφορμισμό. Το θεωρητικό έργο του Νίκου Πουλαντζά για το κράτος περιέχεται στα βιβλία του: «Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις» (1969), «Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό» (1974) και «Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός» (1978).
Όσον αφορά το φασιστικό φαινόμενο, ο Νίκος Πουλαντζάς υποστήριξε ότι ο φασισμός είναι αποτέλεσμα βαθιάς οικονομικής και ιδεολογικής κρίσης της κυρίαρχης τάξης. Όταν κανένα τμήμα της κυρίαρχης τάξης δεν μπορεί να επιβάλει την ηγεσία του στο «συνασπισμό της εξουσίας», τότε το φασιστικό κράτος αντικαθιστά το δημοκρατικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα, ως λύση στην κρίση της καπιταλιστικής κοινωνίας, η οποία απειλείται από την οργανωμένη εργατική τάξη. Η μικροαστική τάξη, που συνθλίβεται από τη συγκέντρωση μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, έρχεται να διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στη διακυβέρνηση, γιατί η καπιταλιστική ανάπτυξη την έχει αναγκάσει να μεταπέσει στα εργατικά στρώματα. Τις απόψεις του αυτές τις εκφράζει κατά βάση στο βιβλίο του «Φασισμός και Δικτατορία», που κυκλοφόρησε το 1970.
Ο Νίκος Πουλαντζάς αυτοκτόνησε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, πηδώντας στο κενό από τον όροφο μιας πολυκατοικίας του Παρισιού στις 3 Οκτωβρίου 1979. Ήταν νυμφευμένος από το 1966 με τη γαλλίδα φιλόσοφο και φεμινίστρια Ανί Λεκλέρ (1940-2006), με την οποία απέκτησε το 1971 μια κόρη, την Αριάδνη.
Βιβλία του Νίκου Πουλαντζά
Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις (Θεμέλιο)
Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό (Θεμέλιο)
Το κράτος, η εξουσία, ο Σοσιαλισμός (Θεμέλιο)
Φασισμός και δικτατορία (Θεμέλιο)
Η κρίση των δικτατοριών: Πορτογαλία, Ελλάδα, Ισπανία (Θεμέλιο)
Για τον Γκράμσι: Μεταξύ Σαρτρ και Αλτουσέρ (Πολύτυπο)
Η κρίση του Κράτους (Παπαζήσης)
Το 1980, έναν χρόνο μετά την αυτοκτονία του Νίκου Πουλαντζά, ο Θάνος Μικρούτσικος και ο Άλκης Αλκαίος αφιέρωσαν στη μνήμη του το τραγούδι τους Κακόηθες Μελάνωμα. Περιέχεται στον δίσκο του Θάνου Μικρούτσικου Εμπάργκο, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1982.
Πρίτζελ
Λεπτό, αλμυρό και εύθρυπτο αρτοσκεύασμα, σε σχήμα χαλαρού κόμπου, δημοφιλέστατο στις ΗΠΑ. Η καταγωγή του χάνεται στα βάθη των αιώνων...
Πρίτζελ (Pretzel): λεπτό, αλμυρό και εύθρυπτο αρτοσκεύασμα, σε σχήμα χαλαρού κόμπου, δημοφιλέστατο στις ΗΠΑ. Παρασκευάζεται από αλεύρι, μαγιά, νερό, σταχτόνερο (αλισίβα) και αλάτι. Το μέγεθος ενός κλασσικού πρίτζελ, με το δικό μας κουλουράκι, σχεδόν ταυτίζονται. Οι αμερικανικές αρτοβιομηχανίες φτιάχνουν μίνι-πρίτζελ στο τέταρτο ενός συνηθισμένου, αλλά και «σούπερ- πρίτζελ» στο μέγεθος κουλούρας. Ο ετήσιος τζίρος στις ΗΠΑ ξεπερνά τα 180 εκατομμύρια δολάρια.
Η καταγωγή του πρίτζελ χάνεται στα βάθη των αιώνων. Κάποιες πηγές αναφέρουν ότι προέρχεται από τη Νότια Γερμανία, όπου είναι γνωστό και σήμερα με την ονομασία Brezel. Άλλες αναφέρουν ως τόπο προέλευσής του την Αλσατία, περιοχή της Ανατολικής Γαλλίας, που συνορεύει με τη Γερμανία.
Πολλές είναι και οι ιστορίες για το σχήμα του πρίτζελ. Μία εκδοχή αναφέρει ότι ένας φούρναρης, που κατηγορείτο για κλοπή, είχε μόνο μια ευκαιρία για να απαλλαγεί από την ποινή του. Έπρεπε να φτιάξει ένα αρτοσκεύασμα, μέσα από το οποίο θα μπορούσε να περάσει ο ήλιος, τρεις φορές. Ο εφευρετικός φούρναρης διαμόρφωσε κατά τέτοιο τρόπο το ζυμάρι, ώστε προέκυψε το πρίτζελ. Μία άλλη εκδοχή αναφέρει ότι το σχήμα του αναπαριστά τη στάση προσευχής ενός μοναχού, ενώ μια τρίτη ότι η κάθε τρύπα του αντιστοιχεί σε ένα μέλος της Αγίας Τριάδας.
Το πρίτζελ έγινε πασίγνωστο σ' όλο τον κόσμο στις 13 Ιανουαρίου του 2002. Εκείνο το βράδυ ο αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους τζούνιορ, απολαμβάνοντας ένα πρίτζελ μπροστά στον δέκτη της τηλεόρασής του στο Λευκό Οίκο, στραβοκατάπιε κι έπεσε από την πολυθρόνα του λιπόθυμος. Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος ακόμα και για τη ζωή του, αλλά τα πράγματα πήγαν τελικά κατ' ευχήν. Ήταν μάλλον η πρώτη φορά που ένας ανώτατος άρχοντας κινδύνευσε από ένα τόσο ταπεινό αντικείμενο.
Οι φίλοι της μουσικής και ιδιαίτερα του ροκ είχαν πολύ νωρίτερα γνώση για τη λέξη αυτή με τις γερμανολατινικές ρίζες. Το 1974 την είδαν τυπωμένη στο αριστουργηματικό άλμπουμ των Steely Dan Pretzel Logic.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/55?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-21
Μπιλ Μάρεϊ 21 Σεπτεμβρίου 1950
Αμερικανός ηθοποιός, που ξεκίνησε την καριέρα του από κωμικές εκπομπές και με το εκκεντρικό κωμικό του στιλ απέκτησε μία άνευ προηγουμένου δημοτικότητα.
Από την πληθώρα των ηθοποιών που ξεκίνησαν την καριέρα τους από κωμικές εκπομπές της αμερικανικής τηλεόρασης και στη συνέχεια πέρασαν στον κινηματογράφο, ο Μπιλ Μάρεϊ (Bill Murray) θεωρείται από τους πλέον επιτυχημένους και απρόβλεπτους, δημιουργώντας μία ξεχωριστή καριέρα που του επέτρεψε να επεκταθεί από τη φαρσοκωμωδία στο δράμα. Με το εκκεντρικό κωμικό του στιλ (το ανέκφραστο χιούμορ είναι το σήμα κατατεθέν του), τόσο στην οθόνη όσο και στην προσωπική του ζωή, έχει αποκτήσει μία άνευ προηγουμένου δημοτικότητα, που τον έχει αναγάγει σε λαϊκό είδωλο για μία μεγάλη μερίδα της αμερικανικής κοινωνίας.
Τα πρώτα βήματα στην υποκριτική
Ο Γουίλιαμ Τζέιμς Μάρεϊ γεννήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1950 στα περίχωρα του Σικάγου. Παιδί πολυμελούς μικροαστικής οικογένειας, εγκατέλειψε νωρίς το σχολείο, μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά και τελικά βρήκε διέξοδο στην υποκριτική με τη βοήθεια του μεγάλου του αδελφού. Ξεκίνησε την καριέρα του από τη σατιρική ραδιοφωνική εκπομπή «National Lampoon Radio Hour» (1975) μαζί με δύo από τους πιο σημαντικούς κωμικούς της γενιάς του, τον Τζον Μπελούσι και τον Νταν Aκρόντ. Από το 1977 έως το 1980 εμφανιζόταν στην κωμική εκπομπή του NBC «Saturday Night Live», από την οποία κέρδισε αναγνωρισιμότητα.
O Μπιλ Μάρεϊ στους «Ghostbusters» (1984)
Η κινηματογραφική του καριέρα ξεκίνησε με μία σειρά από εμπορικές επιτυχίες, όπως οι κωμωδίες «Μεζεδάκια» («Meatballs», 1979), «Το κλαμπ με τις λωλές» («Caddyshack», 1980) και «Δυο τρελοί… τρελοί κομάντος» («Stripes», 1981). Το 1984 πρωταγωνίστησε με τους Νταν Ακρόιντ και Χάρολντ Ράμις στην κωμωδία φαντασίας του Ιβάν Ράιτμαν «Ghostbusters», μία από τις εμπορικότερες ταινίες της δεκαετίας του ‘80.
«Η ημέρα της μαρμότας»
Μία σειρά ανεπιτυχών ταινιών οδήγησε τον Μάρεϊ σε μια περίοδο ενδοσκόπησης, μέχρι να σκηνοθετήσει και να πρωταγωνιστήσει στην κωμωδία «Πάρε το χαρτί και τρέχα» («Quick Change», 1990). Αφού έπαιξε έναν «καμένο» μετεωρολόγο στην υπαρξιακή κωμωδία «Η ημέρα της μαρμότας» («Groundhog Day», 1993), ο Μάρεϊ άρχισε ν’ αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη προσοχή την καριέρα του και να έχει μεγαλύτερες απαιτήσεις από τον εαυτό του. Οι κριτικοί τον επαίνεσαν για τους δεύτερους ρόλους του στο βιογραφικό δράμα του Τιμ Μπάρτον «Εντ Γουντ» («Ed Wood», 1994) και στην κωμωδία του Γουές Άντερσον «Ο Αρχάριος» («Rushmore», 1998).
Υποψηφιότητά για Όσκαρ
Το 2003 ήταν η χρονιά της καταξίωσης. Ο ρόλος τού ξεπεσμένου αμερικανού ηθοποιού που επισκέπτεται την Ιαπωνία στην κομεντί της Σοφίας Κόπολα «Χαμένοι στη μετάφραση» («Lost in Translation», 2003) του χάρισε την πρώτη και μοναδική έως τώρα υποψηφιότητά του για Όσκαρ. Το βάθος και η ευαισθησία της ερμηνείας του εξέπληξε τους κριτικούς και σταθεροποίησε τη θέση του ως ένας ολοκληρωμένος δραματικός ηθοποιός. Ο Μάρεϊ απέσπασε επίσης επαίνους για την ερμηνεία του ως μακροχρόνιος εργένης που επανεξετάζει τις ερωτικές του επιλογές του στην ταινία του Τζιμ Τζάρμους «Τσακισμένα Λουλούδια» («Broken Flowers», 2005).
Ο Μάρεϊ «κούμπωνε» τέλεια με τον ιδιόρρυθμο κόσμο των ταινιών του Γουές Άντερσον γι’ αυτό και η συνεργασία του επεκτάθηκε σε ταινίες, όπως «Οικογένεια Τενενμπάουμ» («The Royal Tenenbaums», 2001), «Υδάτινες Ιστορίες» («The Life Aquatic with Steve Zissou», 2004), «Ταξίδι στο Darjeeling» («The Darjeeling Limited», 2007), «Ο Έρωτας του Φεγγαριού» («Moonrise Kingdom», 2012) και «Ξενοδοχείο Grand Budapest» («The Grand Budapest Hotel», 2014).
Ο Μπιλ Μάρεϊ στην ταινία «Χαμένοι στη μετάφραση» (2003)
Ξεχωριστή ήταν και η διαδρομή του ως ηθοποιός φωνής. Ήταν η φωνή του σαρδόνιου γάτου Garfield σε δύο εμπορικά επιτυχημένες ταινίες (2004 και 2006), βασισμένες στο ομώνυμο κόμικ, καθώς και η φωνή ενός ασβού στην ταινία κινουμένων σχεδίων του Γουές Άντερσον «Ο απίθανος κύριος Φοξ» («Fantastic Mr. Fox», 2009), βασισμένη σ’ ένα παιδικό μυθιστόρημα του Ρόαλντ Νταλ. Δάνεισε ακόμη τη φωνή του στον αρκούδο Μπαλού στην τρισδιάστατη ψηφιακή εκδοχή του μυθιστορήματος του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ «Το βιβλίο της ζούγκλας» («The Jungle Book», 2016), που σκηνοθέτησε ο Τζον Φάβρο και σ’ ένα από τα σκυλιά που πρωταγωνιστούν στην ταινία κινουμένων σχεδίων του Γουές Άντερσον, «Το νησί των σκύλων» («Isle of Dogs», 2018).
Ο Μάρεϊ έπαιξε επίσης δεύτερους ρόλους ως διευθυντής γραφείου κηδειών στην ιδιόρρυθμη κωμωδία εποχής «Get Low» (2009) και ως μαφιόζος στο θρίλερ «Ο άγγελος του πάθους» («Passion Play», 2010). Το 2012 υποδύθηκε τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ στην ταινία εποχής «Σαββατοκύριακο στο Χάιντ Παρκ» («Hyde Park on Hudson»), η οποίο επικεντρώνεται στην ιδιωτική ζωή του αμερικανού προέδρου κατά τη διάρκεια ενός Σαββατοκύριακου του 1939, όταν φιλοξενούσε το βασιλικό ζεύγος της Μεγάλης Βρετανίας.
Ο Μπιλ Μάρεϊ ως καταθλιπτικός χήρος στη μίνι τηλεοπτική σειρά του HBO «Olive Kitteridge»
Αργότερα έπαιξε στο πολεμικό δράμα του Τζορτζ Κλούνεϊ «Μνημείων Άνδρες» («The Monuments Men», 2014), ως μέλος μιας επίλεκτης ομάδας στρατιωτικών που έχουν ως αποστολή να ανακτήσουν κλεμμένα από τους Ναζί έργα τέχνης.
Βραβείο Έμμυ
Την ίδια χρονιά απέσπασε διθυραμβικές κριτικές κι ένα βραβείο Έμμυ για το ρόλο ενός καταθλιπτικού χήρου στη μίνι τηλεοπτική σειρά του HBO «Olive Kitteridge». Τον επόμενο χρόνο πρωταγωνίστησε στην κωμωδία του Μπάρι Λέβινσον «Rock the Kasbah», στο ρόλο ενός μουσικού που καθοδηγεί ένα νεαρό αφγανό τραγουδιστή στην τοπική εκδοχή του μουσικού διαγωνισμού «American Idol».
Ξανασυνεργάστηκε με τον Τζιμ Τζάρμους στην κωμωδία «The Dead Don't Die» (2019), μία σάτιρα για τις ταινίες τρόμου και με τη Σοφία Κόπολα τον επόμενο χρόνο στο οικογενειακό δράμα «On the Rocks».
Εκτός των κινηματογραφικών πλατό, ο Μπιλ Μάρεϊ έχει αναπτύξει μία αξιοσημείωτη επιχειρηματική δραστηριότητα. Μαζί με τα αδέλφια του διατηρούν εστιατόρια και μία εταιρεία εξοπλισμού για γκολφ. Η σχέση του με το γκολφ κρατάει από τα νεανικά του χρόνια, όταν έβγαζε τα προς το ζην ως κάντι (το παιδί που κουβαλάει τον εξοπλισμό του γκόλφερ). Στην προσωπική του ζωή έχει αποκτήσει έξι παιδιά από τους δύο γάμους του.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Στιβ Μπουσέμι: Ο Mr. Pink του «Reservoir Dogs»
Βιογραφίες | Θέατρο - Κινηματογράφος
Κρίστοφερ Γουόκεν
Βιογραφίες | Θέατρο - Κινηματογράφος
Τζιμ Κάρεϊ: Ένας από τους πιο ταλαντούχους κωμικούς
Βιογραφίες | Θέατρο - Κινηματογράφος
Ρόμπιν Γουίλιαμς
Βιογραφίες | Θέατρο - Κινηματογράφος
Ντάστιν Χόφμαν
Βιογραφίες | Θέατρο - Κινηματογρ
Τάκης Κανελλόπουλος (1933 – 1990)
Έλληνας σκηνοθέτης και σεναριογράφος από τη Θεσσαλονίκη. Θεωρείται ένας από τους προπομπούς του λεγόμενου «Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου».
Ο Τάκης Κανελλόπουλος υπήρξε ένας από τους ξεχωριστούς και μοναχικούς δημιουργούς του ελληνικού κινηματογράφου, που αναγνωρίζεται από την κριτική ως ένας από τους προπομπούς του λεγόμενου «Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου». Ήταν «ο σκηνοθέτης των βροχερών μακεδονίτικων τοπίων, ο λυρικός ποιητής ενός κινηματογράφου που δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο, ο αισθαντικός απολογητής της μοναξιάς και κάπου του ελληνικού σπαραγμού που η ονειροπόλα φύση του ήξερε να ξεχωρίζει μέσα από τη βοή του κόσμου γύρω του», όπως τον σκιαγράφησε ο ομότεχνος του Νίκος Κούνδουρος. Έρως - Θάνατος ήταν ο άξονας των έργων του και της σύντομης ζωής του. Από την πρώτη του εμφάνισή στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης το 1960 με το ντοκιμαντέρ «Μακεδονικός Γάμο» έως την τελευταία του ταινία «Σόνια» (1980), τον χαρακτήριζε η ίδια βαθιά μελαγχολία στο βλέμμα.
Ο Τάκης Κανελλόπουλος γεννήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1933 στη Θεσσαλονίκη. Φοίτησε στο «Ανατόλια», το Αμερικάνικο Κολέγιο της Θεσσαλονίκης, και στα 19 του ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία γράφοντας στην εφημερίδα «Ελληνικός Βορράς». Όταν αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με τον κινηματογράφο κατέβηκε στην Αθήνα και σπούδασε σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου και στη συνέχεια στο Μόναχο, όπου ήρθε σε επαφή με τις νέες τάσεις στον κινηματογράφο και την τέχνη εν γένει.
Ο Τάκης Κανελλόπουλος στη χοροεσπερίδα της Πρώτης Εβδομάδας Ελληνικού Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη (1960)
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, εργάστηκε για μικρό χρονικό διάστημα στο ΕΙΡ (νυν ΕΡΤ) ως σκηνοθέτης. Το 1960 στην Πρώτη Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη (όπως ονομαζόταν τότε το Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης) συμμετείχε με το ντοκιμαντέρ «Μακεδονικός Γάμος» και κέρδισε το βραβείο στην κατηγορία ταινία μικρού μήκους. Η ταινία διάρκειας 24 λεπτών γυρίστηκε στον Βελβενδό Κοζάνης και παρουσιάζει τα ήθη και τα έθιμα ενός γάμου στη Δυτική Μακεδονία. Αναγνωρίζεται ως ένα από τα κορυφαία ελληνικά ντοκιμαντέρ όλων των εποχών. Τη δεκαετία του ‘60 θα γυρίσει δύο ακόμη ντοκιμαντέρ με τους τίτλους «Θάσος» (1961) και «Καστοριά».
«Ουρανός»: Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία
Το 1962 γύρισε την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους με τίτλο «Ουρανός», ένα αντιπολεμικό αριστούργημα, με πρωταγωνιστές τον Φαίδωνα Γεωργίτση, τον Τάκη Εμμανουήλ και τη Νίκη Τριανταφυλλίδη. Ο Κανελλόπουλος βλέπει τον ελληνοϊταλικό πόλεμο μέσα από τα τραγικά επεισόδια ανθρώπων που χάθηκαν σε αντίστιξη με την προηγούμενη ειρηνική ζωή τους. Η ταινία κέρδισε το βραβείο φωτογραφίας (Τζιοβάνι Βαριάνο και Γρηγόρης Δανάλης) στην Τρίτη Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου και συμμετείχε στα φεστιβάλ των Καννών και της Νέας Υόρκης, ενώ απέσπασε το Αργυρό Βραβείο του φεστιβάλ κινηματογράφου της Νάπολης την ίδια χρονιά.
Ακολούθησε το ερωτικό δράμα «Εκδρομή» (1966) με πρωταγωνιστές τη Λίλυ Παπαγιάννη, τον Άγγελο Αντωνόπουλο και τον Κώστα Καραγιώργη. Σε μία επαρχιακή πόλη κοντά στα σύνορα η σύζυγος ενός υπολοχαγού συνδέεται ερωτικά με τον φίλο τους λοχία. «Ξέχειλη από ευαισθησία, αναζήτηση και πειραματισμό, πλημμυρισμένη από συγκίνηση, μ’ ένα θέμα συγκλονιστικό: την πορεία προς τον κοινό θάνατο δύο ανθρώπων που συναντιούνται και αγαπιούνται μέσα στις πιο απαγορευμένες συνθήκες, όπου ο έρωτας τους με την απέραντη αγνότητα του αντιμετωπίζεται σαν ύβρις απέναντι σε κάθε ηθική αξία» έγραψε στην κριτική στην εφημερίδα «Το Βήμα» η κριτικός και μετέπειτα σκηνοθέτιδα Τώνια Μαρκετάκη. Η ταινία τιμήθηκε με τον βραβείο φωτογραφίας για τον Συράκο Δανάλη και ειδική μνημεία για τη σκηνοθεσία του Κανελλόπουλου στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης.
Ο Τάκης Κανελλόπουλος (με το λευκό παντελόνι) στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με συνεργάτες της ταινίας του «Ρομαντικό σημείωμα»
Τρίτη ταινία μεγάλου μήκους του Τάκη Κανελλόπουλου ήταν η «Παρένθεση», βασισμένη στο θεατρικό έργο του Νόελ Κάουαρντ «Νεκρή Φύση» («Still Life»). Δυο άγνωστοι, ένας άνδρας (Άγγελος Αντωνόπουλος) και μια γυναίκα (Αλεξάνδρα Λαδικού) γνωρίζονται τυχαία σ’ ένα τρένο. Ο άνδρας πρόκειται να κατέβει στον επόμενο σταθμό, όπου το τρένο αναγκάζεται να παραμείνει έξι ώρες. Στον ελάχιστο αυτό χρόνο της καθυστέρησης, το ειδύλλιο που αναπτύσσεται ανάμεσά τους θα αποτελέσει μία μικρή παρένθεση στην άχαρη ζωή τους. Η ταινία απέσπασε το βραβείο της καλύτερης ταινίας εξ ημισείας με την ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Κορίτσια στον ήλιο» και το βραβείο φωτογραφίας (Σταμάτης Τρίπος και Συράκος Δανάλης).
Οι αρνητικές κριτικές και η απογοήτευση
Ωστόσο, οι τελευταίες ταινίες του, η αντιπολεμική «Τελευταία άνοιξη» (1972), η σπονδυλωτή «Χρονικό μιας Κυριακής» (1975), που τοποθετείται στην «εποχή των παιδικών χρόνων και ονείρων χωρίς ημερομηνία», η ημιαυτοβιογραφική «Ρομαντικό σημείωμα» (1978) και η «Σόνια» (1980), που θυμίζει την «Παρένθεση», αντιμετωπίστηκαν αρνητικά, ακόμα και εχθρικά από το κοινό στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και με αδιαφορία από τους περισσότερους κριτικούς.
Η εχθρική στάση του κοινού απέναντι στις ταινίες του προκάλεσαν απογοήτευση στον σκηνοθέτη, ο οποίος απομονώθηκε δουλεύοντας για περίπου δέκα χρόνια την ιδέα της επόμενης ταινίας του, περιμένοντας το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου να εγκρίνει τη χρηματοδότησή της και γράφοντας νουβέλες και διηγήματα.
Στις 21 Σεπτεμβρίου 1990, σε ηλικία 57 ετών, ο Τάκης Κανελλόπουλος πέθανε από έμφραγμα, την ίδια μέρα που τελικά εγκρίθηκε η χρηματοδότηση της ταινίας που σχεδίαζε.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2441?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-21
Ιωάννης Συκουτρής: Ο αυτόχειρας σπουδαίος φιλόλογος
(1901 – 1937)
Έλληνας φιλόλογος και πανεπιστημιακός δάσκαλος, με διεθνή απήχηση. Το έργο του κατηγορήθηκε για υπεράσπιση της ομοφυλοφιλίας και αυτοκτόνησε.
Ο Ιωάννης Συκουτρής ήταν φιλόλογος και πανεπιστημιακός δάσκαλος με διεθνή απήχηση, «ο οξυνούστατος κριτικός του ελληνικού πεζού λόγου, που παρήγαγε το ελληνικό έθνος μετά τον Κοραήν», όπως τον χαρακτήρισε μεταθανάτια ο γερμανός δάσκαλός του Πάουλ Μάας. Παρότι εγκατέλειψε νωρίς τα εγκόσμια, κατέλιπε ένα ογκωδέστατο και πολύμορφο συγγραφικό, μεταφραστικό και κριτικό έργο. Κατευθυντήρια γραμμή της πνευματικής του δημιουργίας υπήρξε πάντοτε η επίγνωση της διαλεκτικής σχέσης που υφίσταται ανάμεσα στη σύγχρονη εποχή και στην κλασική αρχαιότητα, καθώς και μεταξύ θεωρητικής φιλολογικής έρευνας και πρακτικών προβλημάτων της καθημερινής πραγματικότητας.
Οι σπουδές
Ο Ιωάννης Συκουτρής γεννήθηκε την 1η Δεκεμβρίου 1901 στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Γόνος φτωχής και πολυμελούς οικογένειας από τη Χίο, πέρασε δύσκολα παιδικά και νεανικά χρόνια. Ωστόσο, χάρη στην ακόρεστη δίψα του για μάθηση, κατόρθωσε να ολοκληρώσει με άριστα τις εγκύκλιες σπουδές του στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης το 1918.
Ακολούθως σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μόλις αποφοίτησε, πάλι με άριστα, το 1922, διορίστηκε στο Ιεροδιδασκαλείο της Λάρνακας. Εκεί, παράλληλα με τα διδακτικά του καθήκοντα, εκπόνησε πλήθος φιλολογικών, λαογραφικών και ιστορικών μελετών, τις οποίες δημοσίευσε στο περιοδικό «Κυπριακά Χρονικά», που ιδρύθηκε με δική του πρωτοβουλία.
Το 1924 διορίστηκε βοηθός στο Φιλοσοφικό Σπουδαστήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών και τον επόμενο χρόνο αναγορεύτηκε διδάκτωρ με τη διατριβή «Μιχαήλ Ψελλού. Βίος και πολιτεία του οσίου Αυξεντίου», εξασφαλίζοντας υποτροφία για περαιτέρω σπουδές στη Γερμανία. Στα Πανεπιστήμια Λειψίας και Βερολίνου παρακολούθησε μαθήματα με καθηγητές σπουδαίους ελληνιστές, όπως ο Ούλριχ φον Βιλαμόβιτς, ο Βέρνερ Γέγκερ και ο Πάουλ Μάας. Κατά τη διάρκεια της τετραετούς παραμονής του στη Γερμανία, έγινε ευρύτερα γνωστός για τις πρωτότυπες μελέτες του, που δημοσιεύθηκαν σε έγκριτα φιλολογικά περιοδικά.
To 1929 επέστρεψε στην Αθήνα και διορίστηκε καθηγητής στο Αρσάκειο Παρθεναγωγείο, καθώς και βιβλιονόμος στην Ακαδημία Αθηνών. Από το 1930 ακολούθησε πανεπιστημιακή καριέρα, όταν εκλέχτηκε υφηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το εναρκτήριο μάθημά του δόθηκε στις 27 Ιανουαρίου 1931 με θέμα «Φιλολογία και Ζωή». Γρήγορα έγινε αρκετά γνωστός και σε κύκλους εκτός της φοιτητικής κοινότητας και στις παραδόσεις του συγκέντρωνε πλήθος ακροατών.
Ο «Φιλολογικός Κύκλος»
Ο Συκουτρής απέφευγε τη στείρα διδασκαλία, οργάνωσε επιστημονικό φροντιστήριο για τη μελέτη και ανάλυση των πηγών της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και τον «Φιλολογικό Κύκλο», όπου εκτός από ανάλυση κειμένων νεοελλήνων λογοτεχνών (Σολωμού, Παλαμά κ.ά.), γινόταν συστηματική επεξεργασία των αντιπροσωπευτικότερων έργων της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και φιλοσοφίας (Δάντης, Σαίξπηρ, Νίτσε κ.ά.).
«Συμπόσιον»: Η εκδοτική επιτυχία και οι μεγάλες αντιδράσεις
Έχοντας μελετήσει τον Πλάτωνα από τα μαθητικά του κιόλας χρόνια, το 1934 δημοσίευσε το «Συμπόσιον», εγκαινιάζοντας τις εκδόσεις της «Ελληνικής Βιβλιοθήκης» της Ακαδημίας Αθηνών κι εντυπωσιάζοντας τους ελληνικούς και ξένους φιλολογικούς κύκλους. Το βιβλίο σημείωσε εκδοτική επιτυχία, αλλά προκάλεσε και μεγάλες αντιδράσεις από συντηρητικούς πανεπιστημιακούς και εξωπανεπιστημιακούς κύκλους, για την πολυσέλιδη εισαγωγή του, ένα μέρος της οποίας επικεντρωνόταν στην παιδεραστία στην Αρχαία Ελλάδα.
Η εναντίον του επίθεση ξεκίνησε από ένα μαθητικό περιοδικό φυσικής με τον τίτλο «Επιστημονική Ηχώ» και ο Συκουτρής απάντησε στους επικριτές του με το άρθρο του «Η εκστρατεία κατά του Συμποσίου. Τα κείμενα και οι κουλουροπώλαι» (1937), στο οποίο ανέτρεψε ένα προς ένα τα επιχειρήματα των κατηγόρων του. Στη συνέχεια, του ανατέθηκε από την Ακαδημία Αθηνών η έκδοση της «Ποιητικής» του Αριστοτέλη, που κυκλοφόρησε τελικά μετά το θάνατό του σε μετάφραση Σίμου Μενάρδου, με ανολοκλήρωτη την εισαγωγική παρουσίαση του έργου, την οποία είχε γράψει ο ίδιος.
Η αυτοκτονία
Ο Ιωάννης Συκουτρής αυτοκτόνησε με δηλητήριο στις 21 Σεπτεμβρίου 1937 στην Κόρινθο, ύστερα από μία επίσκεψή του στον Ακροκόρινθο. Το πτώμα του βρήκε την επομένη ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου, όπου διέμενε. Ως αιτία της αυτοκτονίας του έχουν αναφερθεί η συσσωρευμένη ψυχολογική του φόρτιση από την κακόβουλη κριτική που είχε δεχτεί για το «Συμπόσιο», αλλά και από την κοινωνική πραγματικότητα της Γερμανίας, την οποία είχε επισκεφθεί τρεις μήνες νωρίτερα. Η επικράτηση του Ναζισμού τού είχε αφαιρέσει κάθε ελπίδα ως προς την τελική επικράτηση των ανθρωπιστικών αξιών στη μελλοντική εξέλιξη της ανθρωπότητας. Από το 1925 ήταν παντρεμένος με τη Χαρά Πετυχάκη, διευθύντρια της Παιδαγωγικής Ακαδημίας του Αρσακείου.
Από το ογκώδες συγγραφικό, μεταφραστικό και κριτικό έργο του ξεχωρίζουν οι μελέτες και μεταφράσεις:
«Φιλολογία και ζωή» (εναρκτήριο πανεπιστημιακό μάθημα, 1931)
«Ταντέους Ζιελίνσκι: Ημείς και οι Αρχαίοι» (εισαγωγή μετάφραση, 1931)
«Η διδασκαλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας» (1932)
«Πλατωνικός Ευαγγελισμός» (1932)
«Μαξ Βέμπερ: Η επιστήμη ως επάγγελμα» (εισαγωγή και μετάφραση, 1932)
«Αρχαίος και νεώτερος λυρισμός» (1932)
«Η βιβλιογραφία τής νεοελληνικής λογοτεχνίας» (1933-1934)
«Τα σύγχρονα προβλήματα τής πνευματικής μας ζωής» (1935)
«Κριτικοί εκδόσεις νεοελληνικών λογοτεχνημάτων» (1935)
«Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου του Κ. Παλαμά» (1936)
«Η ελληνική αρχαιότης και η μεταπολεμική πνευματική ζωή» (1936)
«Επιτάφιοι προς τιμήν των πεσόντων εις τας αρχαίας Αθήνας» (1937)
«Φιλοσοφία της ζωής» (1937)
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2512?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-21
© SanSimera.gr