Η Μάχη του Στάλινγκραντ θεωρείται η μεγαλύτερη και φονικότερη μάχη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και της παγκόσμιας ιστορίας γενικότερα. Εκτιμάται ότι πάνω από 1.500.000 άνθρωποι, στρατιώτες και πολίτες, έχασαν τη ζωή τους σε αυτή τη σειρά συγκρούσεων που έλαβαν χώρα από τις 23 Αυγούστου 1942 έως τις 2 Φεβρουαρίου 194
Μετά την αποτυχημένη επιχείρηση του 1941 για την κατάληψη της Μόσχας, οι Γερμανοί επικεντρώθηκαν στο Νότιο Μέτωπο, με στόχο να καταλάβουν τις πετρελαιοφόρες περιοχές του Καυκάσου. Το Στάλινγκραντ, βιομηχανικό κέντρο και στρατηγική σημασίας πόλη στις όχθες του ποταμού Βόλγα, έγινε στόχος των γερμανικών δυνάμεων λόγω της θέσης και του συμβολισμού του, καθώς έφερε το όνομα του Ιωσήφ Στάλιν.
Η μάχη ξεκίνησε με την επιθετική ενέργεια των Γερμανών υπό την κωδική ονομασία «Υπόθεση Μπλε». Η επίθεση των 850.000 Γερμανών στρατιωτών ξεκίνησε στις 28 Ιουνίου 1942, με τη 6η Στρατιά υπό τον στρατηγό Φρίντριχ φον Πάουλους να αναλαμβάνει τον κύριο όγκο της επίθεσης. Οι Σοβιετικοί, υπερασπιζόμενοι την πόλη, αντιμετώπισαν τον γερμανικό στρατό με την αποφασιστικότητα, χρησιμοποιώντας το κατεστραμμένο φυσικό τοπίο για να επιβιώσουν την εχθρική προέλαση.
Μετά από μήνες σφοδρών συγκρούσεων, οι Σοβιετικοί εξαπέλυσαν την αντίθεση τον Νοέμβριο του 1942, εγκλωβίζοντας περίπου 250.000 Γερμανούς στρατιώτες στην πόλη. Παρά τις διαταγές του Χίτλερ για αντίσταση μέχρις εσχάτων, η γερμανική 6η Στρατιά αναγκάστηκε να παραδοθεί στις 2 Φεβρουαρίου 1943, σηματοδοτώντας την πρώτη μεγάλη ήττα της ναζιστικής Γερμανίας και ένα σημείο καμπής
Η Μάχη του Στάλινγκραντ είχε καταστροφέικές συνέπειες για τους Γερμανούς, με 800.000 νεκρούς και τραυματίες, ενώ οι σοβιετικές απώλειες ήταν ακόμη μεγαλύτερες, με 478.741 νεκρούς και 650.000 τραυματίες, μεταξύ των στρατιωτών και των αμάχων.
Μετά την ανάθεση της επίθεσης στο Στάλινγκραντ στη 6η Στρατιά του Φρίντριχ φον Πάουλους, οι Σοβιετικοί, με επικεφαλής τον στρατηγό Βασίλι Τσούικοφ της 62ης Στρατιάς, κλήθηκαν να υπερασπιστούν την πόλη. Παρά την υποδεέστερη δύναμη και τον εξοπλισμό τους, οι Σοβιετικοί βρήκαν πλεονέκτημα στο γεγονός ότι οι μάχες διεξάγονταν σε κατοικημένες περιοχές, όπου μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την αστική γεωγραφία για να εμποδίσουν την προέλαση των Γερμανών.
Η μάχη ξεκίνησε στις 23 Αυγούστου 1942 με έναν καταστροφικό βομβαρδισμό από την «Λουφτβάφε», που κατέστρεψε το 80% της κτιριακής υποδομής της πόλης. Οι σοβιετικές αντιεροπορικές δυνάμεις, επανδρωμένες κυρίως από νεαρές εθελοντριές, δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την επίθεση. Μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου, τα χερσαία τμήματα της «Βέρμαχτ» είχαν σχεδόν περικυκλώσει την πόλη, αφήνοντας μόνο τη θάλασσα οδό του Βόλγα για ανεφοδιασμούς.
Στα μέσα Σεπτεμβρίου, οι Σοβιετικοί είχαν συμπιεστεί σε μια μικρή ζώνη μήκους 14 χιλιομέτρων και πλάτων 5 χιλιομέτρων. Παρά τις απώλειες και τις δυσκολίες, οι σοβιετικές δυνάμεις επέλεξαν να αμυνθούν μέσα στην πόλη, κάνοντας το κατεστραμμένο Στάλινγκραντ θέατρο σκληρών συγκρούσεων. Οι μάχες εκ του συστάδην στους δρόμους και τα κτίρια της πόλης, που διεκδικούσαν πόντο με πόντο, χαρακτηρίστηκαν από απίστευτη αγριότητα και ανείπωτο ηρωισμό, με κάθε κτίριο να γίνεται πεδίο μάχης και σύμβολο της σκληρής αντίστασης.
Το Στάλινγκραντ έγινε το σύμβολο της σοβιετικής αντίστασης, και η μάχη εκεί αποτέλεσε σημείο καμπής στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου 1942, η κατάσταση των αμυνόμενων Σοβιετικών στο Στάλινγκραντ ήταν εξαιρετικά κρίσιμη. Ο ανεφοδιασμός από τον ποταμό Βόλγα είχε γίνει σχεδόν αδύνατος λόγω των συνεχιζόμενων γερμανικών επιθέσεων. Παρά την απελπιστική κατάσταση, οι Σοβιετικοί δεν κατέρρευσαν. Αντίθετα, το ηθικό των Γερμανών είχε επίσης καταρρεύσει λόγω της εξάντλησης, της προσμονής του σκληρού ρωσικού χειμώνα και των βαρύτατων απωλειών που υπέστησαν.
Οι Σοβιετικοί ελεύθεροι σκοπευτές προκάλεσαν σημαντικές απώλειες στους Γερμανούς στρατιώτες, που ήταν εκτεθειμένοι στα ερείπια της πόλης. Ανάμεσά τους, ο Ιβάν Σιντορένκο του 1122ου Συντάγματος Τυφεκιοφόρων, σκότωσε πάνω από 500 Γερμανούς στρατιώτες, ενώ ο Βασίλι Ζάιτσεφ έγινε διάσημος με 242 σκοτωμούς. Η ιστορία του Ζάιτσεφ αποτυπώθηκε στην ταινία «Ο Έχθρος προ των Πυλών» του Ζαν Ζακ Ανό, κάνοντάς τον ευρύτερο.
Μέχρι τον Νοέμβριο του 1942, το 90% του Στάλινγκραντ είχε μετατραπεί σε σωρούς ερειπίων, με τους Γερμανούς να ελέγχουν την πόλη. Ωστόσο, ο Στάλιν ετοίμαζε την αντεπίθεσή του. Στις 19 Νοεμβρίου 1942, οι Σοβιετικοί ξεκίνησαν την επιχείρηση «Ουρανός», υπό την ηγεσία των στρατηγών Γκιόργκι Ζούκοφ και Αλεξάντρ Βασιλιέφσκι. Η επιχείρηση στόχευε στην προσβολή των εφεδρικών δυνάμεων της 6ης Στρατιάς, που απαρτίζονταν από κακοεκπαιδευμένους στρατιώτες των συμμαχικών χωρών του Άξονα, όπως Ιταλοί, Κροάτες, Ρουμάνοι, Ούγγροι, και ντόπιοι συνεργάτες των Γερμανών.
Η επιχείρηση αυτή αποδείχθηκε καταστροφική για τους Γερμανούς και αποτέλεσε σημείο καμπής στη Μάχη του Στάλινγκραντ, σηματοδοτώντας την αρχή της σοβιετικής αντεπίθεσης.
Η σοβιετική αντίθεση υπό τον στρατηγό Νικολάι Βατούτιν, σημείωσε απόλυτη επιτυχία. Οι Γερμανοί εγκλωβίστηκαν σε μια περιορισμένη περιοχή και περίπου 250.000 στρατιώτες βρέθηκαν περικυκλωμένοι. Παρά τη σοβιετική πρόταση για παράδοση με ευνοϊκούς όρους, ο Χίτλερ διέταξε να συνεχιστεί η μάχη μέχρις εσχάτων. Η προσπάθεια για ανεφοδιασμό μέσω αερογέφυρας απέτυχε, καθώς η σοβιετική αντιαεροπορική άμυνα κατέρριψε 490 γερμανικά αεροσκάφη της «Λουφτβάφ
Στις 16 Δεκεμβρίου 1942, οι Σοβιετικοί εξαπέλυσαν την επίθεση «Κρόνος» με στόχο να περικυκλώσουν την Ομάδα Στρατιών Α στο Καύκασο. Η αντίσταση της εγκλωβισμένης 6ης Στρατιάς στο Στάλινγκραντ επέτρεψε στον Φον Κλάιστ να υποχωρήσει οργανωμένα. Ο Χίτλερ αναβάθμισε τον Φον Πάουλους σε στρατάρχη ως αναγνώριση του ηρωισμού του
Όμως, στις 2 Φεβρουαρίου 1943, ο Φον Πάουλους αναγκάστηκε να παραδοθεί, καθιστώντας τον υψηλότερο αξιωματικό που παραδόθηκε στην ιστορία του γερμανικού στρατού. Μαζί του παραδόθηκαν 22 στρατηγοί και οι 91.000 επιζώντες της 6ης Στρατιάς. Από αυτούς, μόνο 5.000 επέστρεψαν στη Γερμανία μετά τον πόλεμο
Οι απώλειες των Γερμανών και των συμμάχων τους ανήλθαν σε 800.000 νεκρούς και τραυματίες, ενώ οι Σοβιετικοί είχαν 478.741 νεκρούς και 650.000 τραυματίες. Η Μάχη του Στάλινγκραντ αποτέλεσε σημείο καμπής στον Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς εξήγησε σημαντικές γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις και ταπείνωσε τη γερμανική πολεμική μηχανή.
Γιάννης Πουλόπουλος: Ένας από τους κορυφαίους ερμηνευτές του «Νέου Κύματος»
Γιάννης Πουλόπουλος θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες τραγουδιστές, που άφησε ανεξάρτητο στίγμα στο ελληνικό τραγούδι, ειδικά τη δεκαετία του '60, μέσα από το «Νέο Κύμα». Η ερμηνεία του στο άλμπουμ «Ο Δρόμος» (1969) της Μίμης Πλέσσα και της Λευτέρης Παπαδόπουλου παραμένει εμβληματική, καθώς αυτό το άλμπουμ είναι το πιο αυτοκίνητο σε πωλήσεις στην ιστορία της ελληνικής δις.
Εκτός από τις ερμηνείες του, ο Πουλόπουλος συνέθεσε τραγούδια, έγραψε στίχους, εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές, και ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και τη χαλκογραφία, δείχνοντας έτσι το πολυδιάστατο τα
Γεννημένος στις 29 Ιουνίου 1941 στην Καρδαμύλη της Μεσσηνιακής Μάνης ή στην Αθήνα, μεγάλωσε σε δύσκολες συνθήκες, καθώς έχασε τη μητέρα του σε ηλικία 5 ετών και ανατράφηκε από τον πατέρα του Γιώργο, μαζί με τον μικρότερο αδερφό του Βασίλη. Παρά τις δυσκολίες, από μικρή ηλικία είχε μεγάλη κλίση στο τραγούδι.
Το 1962, με πείσμα και αποφασιστικότητα, προσπαθούσε καθημερινά να κάνει μια ακρόαση από την εταιρεία «Κολούμπια», παρόλο που εργαζόταν ως ελαιοχρωματιστής και οικοδόμος και έπαιζε ποδόσφαιρο. Οι προσπάθειές του απέδωσαν τελικά καρπούς και έτσι ξεκίνησε την καριέρα του.
Η επιμονή του και η βαθιά πίστη στις φωνητικές του ικανότητες τον οδήγησαν στην κορυφή και του χάρισε μια θέση ανάμεσα στους πιο αγαπημένους τραγουδιστές.
Ανδρέας Μπάρκουλης
Ο Ανδρέας Μπάρκουλης υπήρξε ένας από τους πιο εμβληματικούς ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου, θεάτρου και τηλεόρασης. Γεννήθηκε στον Πειραιά στις 4 Αυγούστου 1936 και καθιερώθηκε ως ο πιο δημοφιλής ζεν πρεμιέ της εποχής του, με το θρυλικό σλόγκαν «Κορίτσια ο Μπάρκουλης!» να γίνει αναγνώριση και η φωτογραφία του να κοσμεί πολλές κοριτσίστικες σχολικές τσάντες τη δεκαετία
Η καριέρα του ξεκίνησε το 1956 στο θέατρο με την παράσταση «Κορυδαλλός» του Ζαν Ανούιγ και το 1957 έκανε την πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο με την ταινία «Μαρία η Πενταγιώτισσα» του Κώστα Ανδρίτσου, δίπλα στην Αλίκη Βουγιουκλάκη. Η γοητευτική του εμφάνιση και η φυσική του γοητεία τον καθόρισαν ως έναν από τους πιο δημοφιλείς πρωταγωνιστές του ελληνικ.
Ο Μπάρκουλης έπαιξε σε πάνω από εκατό ταινίες, ερμηνεύοντας σημαντικούς ρόλους σε δραματικές ταινίες, όπως «Κοινωνία ώρα Μηδέν» (1966), «Κοντσέρτο για πολυβόλα» (1967), και «Όλγα Αγάπη μου» (1968), καθώς και σε κωμωδίες, όπως «Ο Μιμίκος και η Μαίρη» (1958), «Μια Ιταλίδα στην Ελλάδα» (1958), «Διακοπές στην Αίγινα» (1958), «Η Μουσίτσα» (1959), «Μην είδατε τον Παναή» (1962), « Το Δόλωμα» (1964), «Τζένη Τζένη» (1965), «Ησαΐα μη Χορεύεις» (1969), «Μια τρελή τρελή σαραντάρα» (1970) και «Θεία μου η χίπισσα» (1970).
Με την πλούσια καριέρα του και την εμβληματική παρουσία του, ο Μπάρκουλης αναδείχθηκε ως μια εμβληματική μορφή του ελληνικού θεάματος, αφήνοντας ανεξίτηλο σημάδι στην πολιτιστική ζωή του τόπου.
Η πορεία του Ανδρέα Μπάρκουλη στο θέατρο ήταν εντυπωσιακή μέχρι το 1973, όταν μια υπόθεση ναρκωτικών τον έφερε αντιμέτωπο με τη δικαιοσύνη. Παρά τη σύλληψή του και την προσωρινή προφυλάκισή του, αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση. Το 1974, αναχώρησε για την Αμερική, όπου ασχολήθηκε με το τραγούδι.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1983, αφοσιώθηκε στο ποιοτικό θέατρο, ερμηνεύοντας με ιδιαίτερη ευαισθησία σημαντικούς ρόλους μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '80. Ωστόσο, τα προβλήματα υγείας του απομάκρυναν νωρίς από το θέατρο, αν και συνέχισε με σποραδικές εμφανίσεις στην τηλεόραση.
Ο Ανδρέας Μπάρκουλης παντρεύτηκε τρεις φορές και απέκτησε τρία παιδιά. Πέθανε στις 23 Αυγούστου 2016, αφήνοντας πίσω του μια σημαντική κληρονομιά στον ελληνικό κινηματογράφο και θέατρο.
Απόδοσις της Κοιμήσεως της Θεοτόκου
Απόδοση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, γνωστή και ως Δεκαπενταύγουστος, είναι η τελική εορτή της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που γιορτάζεται στις 23 Αυγούστου (6 Σεπτεμβρίου με το παλαιό ημερολόγιο). Πρόκειται για την ημέρα που ολοκληρώνεται η εορτή της Κοιμήσεως της Παναγίας, μια από τις μεγαλύτερες γιορτές της Ορθόδοξης
Η Κοίμηση της Θεοτόκου είναι μια σημαντική εορτή της χριστιανικής παράδοσης, που γιορτάζει τη Θεομήτωρ, τη μητέρα του Ιησού Χριστού, η οποία κοιμήθηκε και ανακλήθηκε στον ουρανό. Η γιορτή αυτή υπενθυμίζει τη θεία τιμή που αποδίδεται στην Παναγία για το ρόλο της στην ιστορία
Η Απόδοση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου σηματοδοτεί την ολοκλήρωση της εορτής και αποτελεί μια ευκαιρία για τους πιστούς να επαναλάβουν τη χαρά και την ευχαρίστηση της εορτής. Στις ημέρες γύρω από αυτήν, πραγματοποιούνται ιδιαίτερες ακολουθίες και λειτουργίες, που επισημαίνουν τη σημασία της εορτής
Είναι μια μέρα κατά την οποία πολλοί πιστοί, που δεν μπόρεσαν να συμμετάσχουν στις εορταστικές εκδηλώσεις της Κοιμήσεως, έχουν την ευκαιρία να τιμήσουν την μνήμη της.
Το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότοφ
Το Γερμανο-Σοβιετικό Σύμφωνο Μη Επίθεση, γνωστό και ως Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, υπεγράφη στις 23 Αυγούστου 1939 στη Μόσχα από τους Υπουργούς Εξωτερικών της Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης, Γιόακιμ φον Ρίμπεντροπ και Βιατσέλαβ Μολότοφ. Το σύμφωνο αυτό αποτέλεσε κρίσιμο σημείο καμπής στην ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς διασφάλισε την απουσία στρατιωτικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων της εποχής.
Η στρατηγική σημασία του συμφώνου ήταν προφανής: για τον Χίτλερ, το σύμφωνο εξασφάλιζε την ελευθερία κινήσεων στο δυτικό μέτωπο και του επέτρεψε να προχωρήσει στην επίθεση κατά της Πολωνίας χωρίς τον κίνδυνο σοβιετικής παρέμβασης. Από την άλλη, για τον Στάλιν, το σύμφωνο προσέφερε πολύτιμο χρόνο και απομάκρυνε την άμεση απειλή από την πλευρά της Γερμανίας, επιτρέποντάς του να προετοιμαστεί καλύτερα για πιθανές μελλοντικές συγκρούσεις.
Εκτός από τη δημόσια συμφωνία για μη επίθεση, το σύμφωνο περιλάμβανε και ένα μυστικό πρόσθετο πρωτόκολλο, που διέθεσε τις σφαίρες επιρροής στην ανατολική Ευρώπη. Αυτό το πρωτόκολλο καθόριζε ότι η Σοβιετική Ένωση θα απέκτησε την επιρροή στη Βαλτική (Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία) και σε τμήματα της Πολωνίας.
Το Σύμφωνο Μη Επίθεσης έθεσε με την έναρξη της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα, όταν η Γερμανία επιτέθηκε στη Σοβιετική Ένωση στις 22 Ιουνίου 1941. και οδηγώντας σε κλιμάκωση της σύγκρουσης μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων.
Γκόλφω
ουκολικό δράμα του Σπυρίδωνος Περεσιάδου, ένα από τα εμβληματικά έργα του νεοελληνικού θεάτρου και αρχέτυπο του εγχώριου μελοδραματισμού. Αναφέρεται σ' ένα προδομένο έρωτα με τραγική κατάληξη, που εκτυλίσσεται σ' ένα ορεινό ελληνικό χωριό του 19ου αιώνα.
Η φτωχή και ορφανή Γκόλφω, μια όμορφη νεαρή βοσκοπούλα που ξενοδουλεύει υπηρετώντας τον τσέλιγκα Ζήση, γνωρίζει τον έρωτα στα μάτια ενός παλικαριού της περιοχής, του βοσκού Τάσου. Κι ενώ την πολιορκεί το αρχοντόπουλο της περιοχής, ο Κίτσος, εκείνη αρνείται τις προτάσεις του και παραμένει πιστή στους όρκους αγάπης που έχει ανταλλάξει με τον Τάσο. Οι δύο νέοι αρραβωνιάζονται και ετοιμάζονται να παντρευτούν, όταν ο Τάσος δέχεται πιεστικά προξενιά για την εξαδέλφη του Κίτσου και κόρη του τσέλιγκα, Σταυρούλα. Παρά την αρχική του άρνηση, ο Τάσος τελικά δελεάζεται από τη μεγάλη προίκα της Σταυρούλας και διώχνει την Γκόλφω. Η νεαρή κοπέλα απελπίζεται, χάνει τα λογικά της και καταριέται τον Τάσο. Λίγο πριν από τον γάμο τους, η παραλογισμένη πια Γκόλφω σηκώνει την κατάρα και τους εύχεται κάθε ευτυχία. Ο Τάσος κλονίζεται από το μεγαλείο του έρωτά της, αλλάζει γνώμη και τρέχει στο κατόπι της, είναι όμως αργά. Η Γκόλφω έχει φαρμακωθεί και ξεψυχά στα χέρια του. Ο Τάσος αυτοκτονεί στο πλευρό της.
Το έργο («δράμα ειδυλλιακόν» το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας του) ολοκληρώθηκε στις 23 Αυγούστου 1893 από τον σχεδόν τυφλό Σπυρίδωνα Περεσιάδη (1854-1918) και παρουσιάσθηκε λίγες ημέρες αργότερα σε πανελλήνια πρώτη από ερασιτεχνικό θίασο στην Ακράτα, υπό την επίβλεψη του συγγραφέα, που είχε ξεκινήσει την επαγγελματική του καριέρα ως δημόσιος υπάλληλος. Η φήμη του έργου γρήγορα ξεπέρασε τα στενά όρια της Αιγιαλείας και στις 10 Αυγούστου 1894 παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα από τον θίασο «Πρόοδος» του Δημήτρη Κοτοπούλη στο θέατρο «Παράδεισος». Την «Γκόλφω» υποδύθηκε η Βασιλεία Στεφάνου και τον «Τάσο» ο Θεοδόσης Πετάλας. Στις 26 Ιανουαρίου 1913 ανέβηκε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη, στο θέατρο «Εδέμ», από τον Εθνικό Δραματικό Θίασο και συνδυάστηκε με την παρουσία στη συμπρωτεύουσα του νικητή των Βαλκανικών Πολέμων, πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου.
Η «Γκόλφω» γνώρισε μεγάλη επιτυχία και στο εξωτερικό, σε πόλεις με έντονο ελληνικό στοιχείο (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Οδησσό, Παρίσι). Τέτοια ήταν η απήχησή του έργου στο λαϊκό κοινό, ώστε να αποτελεί σε πολλές περιπτώσεις ασφαλές σωσίβιο για τους περιοδεύοντες θιάσους στην ελληνική επαρχία («μπουλούκια»), που τους εξασφάλιζε σχεδόν πάντα θεατές.
Το καλοκαίρι του 1967 η «Γκόλφω» επανήλθε στο προσκήνιο, μέσα από την παράσταση του «Λαϊκού Θεάτρου» του Μάνου Κατράκη στο Πεδίο του Άρεως. Το καλοκαίρι του 1974 στο Άλσος Παγκρατίου παρουσιάσθηκε μια ανατρεπτική διασκευή της «Γκόλφως», με τίτλο «Μια ζωή Γκόλφω» από το «Ελεύθερο Θέατρο», ένα νεανικό θίασο που έφερε νέο αέρα στο ελληνικό θέατρο στα χρόνια της χούντας. Μια ακόμη διασκευή με τίτλο «Goλfω Forever!» ανέβηκε το 2004 από τη θεατρική εταιρεία «Χώρος».
Η «Γκόλφω» μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο δύο φορές. Το 1914 από τον σμυρνιό σκηνοθέτη και παραγωγό Κώστα Μπαχατώρη, με την Ολυμπία Δαμάσκου και τον Ζάχο Θάνο στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ο Μπαχατώρης ξόδεψε 100.000 δραχμές για τη βουβή «Γκόλφω», που θεωρείται η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1915 στην Αθήνα.
Στις 28 Μαρτίου 1955 η «Γκόλφω» εμφανίστηκε για δεύτερη φορά στη μεγάλη οθόνη, σε σκηνοθεσία Ορέστη Λάσκου, με την Αντιγόνη Βαλάκου και τον Νίκο Καζή στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Έκοψε 115.285 εισιτήρια και κατατάχθηκε στην 3η θέση του καταλόγου με τις πιο εμπορικές ταινίες της χρονιάς. Η «Γκόλφω» του Λάσκου σηματοδότησε τη μόδα των «ταινιών-φουστανέλας», οι περισσότερες πολύ χαμηλής ποιότητας. Η «Γκόλφω» έχει την τιμητική της και στην κορυφαία ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Ο Θίασος» (1975). Συμβάλλει στην εξέλιξη του μύθου, καθώς παρουσιάζεται από ένα θεατρικό μπουλούκι.
Οι Ρόλοι της «Γκόλφως»
Τάσος
Γκόλφω
Αγωγιάτης
Κίτσος
Γιάννος
Αστέρω
Θανάσαινα
Δήμος
Γιαννούλα
Σταυρούλα
Βοσκοπούλα
Βοσκοπούλα
Ζήσαινα
Γεωργούλα
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/558?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-08-23
© SanSimera.gr