Σαν σήμερα 25 Σεπτεμβρίου

Νικήτας Σταματελόπουλος: Η ζωή και τα κατορθώματα του θρυλικού «Τουρκοφάγου»
Σπουδαίος οπλαρχηγός και ηγετική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, που έμεινε γνωστός με το ψευδώνυμο Τουρκοφάγος.  (1782 – 1849)
 
Γεννήθηκε το 1782 στο χωριό Τουρκολέκα Μεγαλόπολης και ήταν γιος του κλέφτη Σταματέλου Τουρκολέκα και της Σοφίας Καρούτσου, αδελφής της γυναίκας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Κατά μία άλλη εκδοχή, γεννήθηκε το 1784 στο χωριό Νέδουσα Μεσσηνίας. Σε ηλικία 11 χρονών βγήκε στο κλαρί με την ομάδα του πατέρα του και στη συνέχεια εντάχθηκε στο σώμα του πρωτοκλέφτη Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, του οποίου αργότερα παντρεύτηκε την κόρη Αγγελίνα.

 Η ανδρεία και τα σωματικά του προσόντα τον οδήγησαν το 1805 στη ρωσοκρατούμενη τότε Ζάκυνθο. Εκεί εντάχθηκε στο ρωσικό τάγμα, που πολέμησε τον Ναπολέοντα στην Ιταλία. Αργότερα, επέστρεψε στη Ζάκυνθο για να υπηρετήσει αυτή τη φορά τους Γάλλους, που είχαν καταλάβει το νησί. Στις 18 Οκτωβρίου 1818, ενώ βρισκόταν στην Καλαμάτα, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Με τον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα συνέβαλε στην προετοιμασία του Εθνικού Ξεσηκωμού και στις 23 Μαρτίου 1821 μπήκε στην Καλαμάτα μαζί με τους άλλους στρατιωτικούς αρχηγούς.

Από την αρχή ενστερνίσθηκε το στρατηγικό σχέδιο του Κολοκοτρώνη για την κατάληψη της Τριπολιτσάς και πήρε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις για την κατάληψη του διοικητικού κέντρο των Οθωμανών στην Πελοπόννησο. Διακρίθηκε στη Μάχη του Βαλτετσίου (12 Μαΐου 1821), ενώ αποφασιστική ήταν η συμβολή του στη Μάχη των Δολιανών (18 Μαΐου 1821), όπου ανέδειξε στο έπακρο τις στρατιωτικές του ικανότητες. Επικεφαλής μόλις 600 ανδρών κατανίκησε τον στρατό του Κεχαγιάμπεη που ανήρχετο σε 6.000 άνδρες και σχεδόν τον αποδεκάτισε. Γι' αυτόν τον πραγματικό του άθλο, οι συμπολεμιστές του τον ονόμασαν «Τουρκοφάγο». Μέχρι το τέλος του Αγώνα ο Νικηταράς ήταν στην πρώτη γραμμή, πολεμώντας είτε στην Πελοπόννησο είτε στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, όπου συνεργάστηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Γεώργιο Καραΐσκάκη. Πήρε μέρος στην Άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821) και ήταν από τους λίγους αρχηγούς που αρνήθηκε να συμμετάσχει στη διανομή των λαφύρων.

 Διακρίθηκε στη Μάχη του Αγιονορίου (26-28 Ιουλίου 1822), που αποτελείωσε τη στρατιά του Δράμαλη δύο μέρες μετά τη Μάχη στα Δερβανάκια. Η ανιδιοτέλεια του ανδρός φάνηκε για μία ακόμη φορά, όταν από το πλήθος των λαφύρων της μάχης πείστηκε να δεχθεί ένα πανάκριβο σπαθί, το οποίο αργότερα προσέφερε στον έρανο για την ενίσχυση του Μεσολογγίου. Κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου Πολέμου τάχθηκε στο πλευρό του Κολοκοτρώνη, αλλά φρόντισε πάντα να επιδιώκει τον συμβιβασμό και τη συνεννόηση. Μετά την Απελευθέρωση τάχθηκε στο πλευρό του Καποδίστρια κι έγινε ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Κυβερνήτη. Πήρε μέρος στην Δ' Εθνοσυνέλευση του Άργους (1829), ως πληρεξούσιος του Λεονταρίου. Επί Όθωνος περιέπεσε σε δυσμένεια, επειδή υποστήριζε το αντιπολιτευόμενο Ρωσικό Κόμμα. Προφυλακίστηκε το 1839 ως αρχηγός συνωμοτικής ομάδας, αλλά στη δίκη του (11 Σεπτεμβρίου 1840), αθωώθηκε ελλείψει στοιχείων. Εντούτοις, η κράτησή του παρατάθηκε με αποτέλεσμα να υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη η υγεία του και σχεδόν να τυφλωθεί. Αποφυλακίστηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1841 και αποτραβήχτηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά. Μετά την εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 του απονεμήθηκε ο βαθμός του υποστρατήγου και έλαβε μία τιμητική σύνταξη, η οποία ήταν ο μόνος πόρος της ζωής του. Το 1847 διορίσθηκε μέλος της Γερουσίας και δύο χρόνια αργότερα, στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 67 ετών. Ο Νικηταράς απέκτησε δύο κόρες κι ένα γιο, τον Ιωάννη Σταματελόπουλο, που ακολούθησε καριέρα στρατιωτικού. Άφησε Απομνημονεύματα, τα οποία υπαγόρευσε στον εθνικό δικαστή Γεώργιο Τερτσέτη.Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/287?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-25

Γουίλιαμ Φόκνερ: Ο νομπελίστας συγγραφέας - ανανεωτής της αφηγηματικής τέχνης
Κορυφαίος αμερικανός συγγραφέας, που με τη γραφή και το ύφος του ανανέωσε τη μυθιστορηματική τεχνική του 20ού αιώνα.  (1897 – 1962)
Ο Γουίλιαμ Φόκνερ (William Falkner) υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους λογοτέχνες, που με τη γραφή και το ύφος του ανανέωσε τη μυθιστορηματική τεχνική του 20ού αιώνα. Το 1949 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για «την επιδραστική και καλλιτεχνικά μοναδική συνεισφορά του στο σύγχρονο αμερικανικό μυθιστόρημα».

Ο Γουίλιαμ Κάθμπερτ Φόκνερ γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1897 στο Νιου Όλμπανι της πολιτείας Μισισιπή των ΗΠΑ, αλλά από νήπιο σχεδόν έζησε σε μία άλλη περιοχή του μεγάλου ποταμού, την κωμόπολη Οξφόρδη της κομητείας Λαφαγέτ, την οποία χρησιμοποίησε ως μοντέλο για τη φανταστική πόλη Γιοκναπατώφα που αναφέρεται σε όλο το έργο του.

Η καναδική αεροπορία και οι σπουδές που δεν ολοκλήρωσε

Παρόλο που ο προπάππος του ήταν συνταγματάρχης και σπουδαία φυσιογνωμία του αμερικανικού Νότου με δράση στον Εμφύλιο Πόλεμο, ο Φόκνερ δεν έγινε δεκτός στο στρατό όταν οι ΗΠΑ μπήκαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Λίγο αργότερα, κατάφερε να καταταγεί στην καναδική αεροπορία και το 1918 στάλθηκε να εκπαιδευτεί ως πιλότος στο Τορόντο, αλλά ο πόλεμος τελείωσε προτού ολοκληρώσει τη βασική του εκπαίδευση.

Αμέσως μετά τον πόλεμο φοίτησε για ένα διάστημα στο Πανεπιστήμιο του Μισισιπή. Εγκατέλειψε τις σπουδές του – ήταν, εξάλλου, μετριότατος φοιτητής – και ασχολήθηκε με δουλειές του ποδαριού μόνο και μόνο για να μπορεί να προμηθεύεται «χαρτί, καπνό, φαγητό και λίγο ουίσκι». Παράλληλα, Φόκνερ έγραφε στίχους, μικρά πεζά και ζούσε ως μποέμ μεταξύ Νέας Υόρκης, Παρισίων και Νέας Ορλεάνης.

Πρώτη εμφάνιση με… ποιητική συλλογή
Το 1924, με τη βοήθεια του φίλου του Φιλ Στόουν, εκδόθηκε σε 1.000 αντίτυπα η συλλογή ποιημάτων του «The Marble Faun». Ο μεγάλος αμερικανός μυθιστοριογράφος Σέργουντ Άντερσον ήταν αυτός που τον έπεισε ν' αξιοποιήσει το πλούσιο υλικό του για το Νότο και να το εντάξει στο λογοτεχνικό έργο του.

Ο Φόκνερ έγραψε τα επόμενα χρόνια μυθιστορήματα και διηγήματα εμπνευσμένα από τα μοτίβα και τις καταστάσεις της ζωής στον αμερικάνικο Νότο, καταγράφοντας και ψυχογραφώντας με μοναδικό και πλήρως διεισδυτικό τρόπο τις ανθρώπινες υπάρξεις, τα πάθη, τις διαστροφές και τα βασανιστικά αδιέξοδά τους, σε συνθήκες ηθικού και υλικού ξεπεσμού, παράλληλα με την τυφλή και τραγική προσκόλλησή τους σ' ένα μεγαλειώδες παρελθόν αμετάκλητα χαμένο.

«Καθώς ψυχορραγώ» και «Η βουή και το πάθος»
Στα σημαντικότερα έργα του, που συχνά χαρακτηρίζονται από πειραματική γραφή, επηρεασμένη από την ευρωπαϊκή πρωτοπορία, συγκαταλέγονται και τα μυθιστορήματα: «Κουνούπια» («Mosquitos», 1927), «Σαρτόρις» («Sartoris», 1929), «Η βουή και το πάθος» («The Sound and the Fury», 1929), «Καθώς ψυχορραγώ» («As I Lay Dying», 1930), «Φως τον Αύγουστο» («Light in August», 1932), «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!» («Absalom, Absalom!», 1936), «Ρέκβιεμ για μια μοναχή» («Requiem for a Nun», 1951) και η συλλογή διηγημάτων «Κατέβα, Μωυσή» («Go Down, Moses», 1942).

Σενάρια για το Χόλιγουντ
Τις δεκαετίες του ’30 και του ‘40 έγραψε κάποια σενάρια για το Χόλιγουντ, καθώς οι πωλήσεις των βιβλίων του ήταν ασήμαντες. Συνεργάστηκε κυρίως με τον σκηνοθέτη Χάουαρντ Χοκς στις ταινίες «Today we Live» (1933), βασισμένη σε δικό του διήγημα, «Η σειρήνα της Μαρτινίκα» («To Have and Have Not», 1944) βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, και «Πάθος και Αίμα» («The Big Sleep»), βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ρέιμοντ Τσάντλερ. Στις δυο τελευταίες ταινίες πρωταγωνιστούσαν ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και η Λορίν Μπακόλ.

Ο Γουίλιαμ Φόκνερ πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 6 Ιουλίου 1962 στην Μπεϊχέλια του Μισισιπή, σε ηλικία 64 ετών. Από το 1929 ήταν νυμφευμένος με την Εστέλ Όλνταμ (1897-1972), χωρίς ν’ αποκτήσει απογόνους.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2948?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-25

Πέδρο Αλμοδόβαρ: Το «τρομερό παιδί» του ισπανικού κινηματογράφου
Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ θεωρείται ο ανανεωτής του ισπανικού κινηματογράφου. Μέσα από το έργο του διηγήθηκε με χρώματα την κοινωνικο-πολιτιστική απελευθέρωση που ακολούθησε την πτώση του δικτάτορα Φράνκο.
 Ο σκηνοθέτης Πέδρο Αλμοδόβαρ θεωρείται ο ανανεωτής του ισπανικού κινηματογράφου. Μέσα από το έργο του διηγήθηκε με χρώματα την κοινωνικο-πολιτιστική απελευθέρωση που ακολούθησε την πτώση της μαύρης δικτατορίας του στρατηγού Φράνκο το 1975 και ονομάστηκε Movida (Μετάβαση) «Το πάθος μου για τα χρώματα ήταν η απάντηση της μητέρας μου στα τόσα χρόνια πένθους και μαυρίλας-ήμουν η εκδίκησή της για την παραδοσιακή σκούρα μονοχρωμία που επικρατούσε για δεκαετίες στην Ισπανία», εξομολογήθηκε το 2004.

Το «τρομερό παιδί της Μόβιδα» είναι συνώνυμο της παραβατικότητας, του πικρού χιούμορ, των φλογερών μελοδραμάτων και των ηρωίδων έξω από νόρμες. Λίγα χρόνια αργότερα, ο ευτραφής Μαδριλένος διεκδικούσε το δικαίωμα να είναι ομοφυλόφιλος, να γίνει σημαιοφόρος μιας μοντέρνας και ανεκτικής Ισπανίας.

Ο Πέδρο Μερσέδες Αλμοδόβαρ Καμπαγιέρο γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1949 στο χωριό Καλθάδα ντε Καλατράβα της επαρχίας Λα Μάντσα, μια από τις πιο άγονες περιοχές της Ισπανίας. Γιός ενός αγωγιάτη, ο οποίος εξαφανιζόταν ολόκληρες εβδομάδες λόγω δουλειάς και μιας μητέρας που υπεραγαπούσε και σφράγισε καθοριστικά την ζωή του. Άλλωστε η εξερεύνηση των μητρικών δεσμών αποτέλεσε ένα από τα αγαπημένα του θέματα.

Σε ηλικία 16 χρόνων αποκτά την ανεξαρτησία του και μετακομίζει στην Μαδρίτη για να σπουδάσει την έβδομη τέχνη. Η Σχολή Κινηματογράφου, όμως, ήταν ακόμα κλειστή από τον δικτάτορα Φράνκο και έτσι στην Ταινιοθήκη ο Αλμοδόβαρ άρχισε να ανακαλύπτει τους μέντορές που τον σημάδεψαν για πάντα: Άλφρεντ Χίτσκοκ, Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και Λουίς Μπουνιουέλ.

Για να κερδίσει για προς τα ζην εργάζεται ως υπάλληλος στον κρατικό οργανισμό τηλεπικοινωνιών. Παράλληλα με μια κάμερα Σούπερ 8 γυρίζει ταινίες μικρού μήκους και ιδρύει το σατιρικό πανκ-ροκ συγκρότημα «Almodovar y McNamara»,

Η πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους με τίτλο: «Η Πέπη, η Λούσι, η Μπομ και τα άλλα κορίτσια της γειτονιάς» (1980) μοιάζει σαν ένα εύθυμο ερωτικό φωτορομάντζο με μοιραίες ηρωίδες ή εν δυνάμει μοιραίες. Με την τέταρτη ταινία του, μια εξωφρενική ιλαροτραγωδία με τίτλο «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης» (1988) έγινε ευρύτερα γνωστός και κέρδισε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας.

Τις επόμενες ταινίες του θα τις γυρίσει όλες στην Ισπανία με τις πρωταγωνίστριες-φετίχ του: Κάρμεν Μάουρα, Ρόσι ντε Πάλμα, Πενέλοπε Κρουθ, Μαρίσα Παρέδες και ηθοποιούς, όπως ο Αντόνιο Μπαντέρας και ο Χαβιέ Μπαρδέμ. Οι ηρωίδες του Αλμοδόβαρ είναι συνήθως γυναίκες απρόβλεπτες παθιασμένες, εμμονικές, που επανεφευρίσκουν τον εαυτό τους προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις κρίσεις τους.

Ο Αλμοδόβαρ είναι ο πρώτος σκηνοθέτης που παρουσίασε στις ταινίες του τον κόσμο των τρανσέξουαλ και των τραβεστί με ανθρώπινα ζεστό τρόπο, με κιτς όμως αισθητική, όπως στην ταινία «Κακή Εκπαίδευση» (2004) που ίσως είναι η πιο προσωπική του ταινία και αναφέρεται στη φιλία δύο αγοριών σε ένα εσωτερικό καθολικό σχολείο που διοικείται με σιδερένια πυγμή.

 Τα τελευταία χρόνια ο Αλμοδόβαρ γύρισε διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες. Από το θρίλερ « Το δέρμα που κατοικώ» (2011), την κωμωδία «Δεν κρατιέμαι» (2013), το μελόδραμα «Τζουλιέτα»(2016), ταινία-πορτρέτο μιας μητέρας που κρύβει ένα βαρύ μυστικό. Προκειμένου να εξηγήσει το νέο αυτό βάρος που περιέχουν οι ταινίες του, επικαλείται συχνά την προσωπική του ζωή, το γεγονός ότι γερνάει και είναι μόνος, ζώντας όπως λέει, με γάτες και «φαντάσματα».

Πέντε φορές συμμετείχε στο επίσημο τμήμα των Καννών, δεν τιμήθηκε ποτέ με τον Χρυσό Φοίνικα, αν και το 2006 η ταινία του «Γύρνα Πίσω», είχε αποσπάσει το βραβείο του καλύτερου σεναρίου και της καλύτερης ερμηνείας για το σύνολο των ηθοποιών που έπαιζαν σε αυτή. Έχουν τιμηθεί όμως με 'Οσκαρ δύο από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του: το μελόδραμα «Όλα για την μητέρα μου» το 2000 και το συναισθηματικά φορτισμένο «Μίλα της» το 2003.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2106?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-25

Αγία Ευφροσύνη  (413 – 470)
Οσία της χριστιανικής εκκλησίας, η μνήμη της οποίας τιμάται στις 25 Σεπτεμβρίου. Την ημέρα αυτή γιορτάζουν όσες φέρουν το όνομα Ευφροσύνη.

Η Ευφροσύνη γεννήθηκε το 413 στην Αλεξάνδρεια και ήταν κόρη του τοπικού αξιωματούχου Παφνούτιου. Μετά τον θάνατο της μητέρας της έγινε μοναχή για να αποφύγει τον γάμο, τον οποίο ήθελε να της επιβάλει ο πατέρας της. Εντάχθηκε σε ανδρική μονή με το όνομα Σμάραγδος, ξεγελώντας τους μοναχούς για το φύλο της και εμφανιζόμενη ως άνδρας. Συχνά την επισκεπτόταν ο πατέρας της για να της ζητήσει συμβουλές, μη γνωρίζοντας ότι είναι η κόρη του. Λίγο πριν από το θάνατό της το 470 αποκαλύφθηκε ενώπιόν του κι εκείνος αποφάσισε να εγκατασταθεί στο κελί της ως μοναχός για το υπόλοιπο του βίου του.

Τμήματα των λειψάνων της Οσίας Ευφροσύνης βρίσκονται στη Μονή Κύκκου Κύπρου και στο παρεκκλήσιο της Οσίας Ξένης της Ρωσίδος στη Μάνδρα Αττικής

Απολυτίκια
Εν σοι Μήτερ ακριβώς διεσώθη το κατ’ εικόνα· λαβούσα γαρ τον σταυρόν, ηκολούθησας τω Χριστώ, και πράττουσα εδίδασκες, υπεροράν μεν σαρκός, παρέρχεται γαρ· επιμελείσθαι δε ψυχής, πράγματος αθανάτoυ· διο και μετὰ Αγγέλων συναγάλλεται, Οσία Ευφροσύνη το πνεύμα σου.
Ως παρθένος φρόνιμη και αδιάφθορος, κοτηγγυήθης οσίως τω Ζωοδότη Χριστώ, και προσκαίρων την χλιδην εμφρόνως έλιπες, όθεν εν μέσω των ανδρών, ως αμόλυντος αμνάς, εξέλαμψας Ευφροσύνη, και του Βελίαρ τα κέντρα, τη πολιτεία σου απήμβλυνας.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/979?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-25

Το ποπ-κορν, ένα από τα πιο δημοφιλή σνακ παγκοσμίως, έχει μακρά ιστορία που ξεκινάει πολύ πριν τη σύνδεσή του με τον κινηματογράφο. Ανακαλύψεις από το Νέο Μεξικό, ηλικίας 5.000 ετών, δείχνουν ότι οι ιθαγενείς Αμερικανοί το απολάμβαναν πολύ πριν το γνωρίσει ο υπόλοιπος κόσμος. Οι αυτόχθονες πληθυσμοί το έψηναν πάνω από τη φλόγα και το χρησιμοποιούσαν όχι μόνο ως τροφή, αλλά και για την παρασκευή μπύρας, σούπας, και κοσμημάτων.

Το ποπ-κορν έγινε δημοφιλές στους αποίκους το 1630, όταν ο ινδιάνος Κουαντακένα δίδαξε τη διαδικασία στους Βρετανούς αποίκους στο Πλίμουθ. Η γεύση του τους κέρδισε και το ενσωμάτωσαν στη διατροφή τους.

Κατά τον 19ο αιώνα, πλανόδιοι πωλητές το διέδωσαν σε υπαίθριες εκδηλώσεις, ενώ η σύνδεση του ποπ-κορν με τον κινηματογράφο ξεκίνησε όταν οι θεατές επέβαλαν τη συνήθεια να το καταναλώνουν στις προβολές. Με το πέρασμα του χρόνου, οι κινηματογράφοι υιοθέτησαν το σνακ, αποκομίζοντας σημαντικά κέρδη.

Το ποπ-κορν έγινε αλμυρό κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, λόγω έλλειψης ζάχαρης, και διατηρεί μέχρι σήμερα αυτή την έκδοση. Σήμερα, οι Αμερικανοί παραμένουν οι μεγαλύτεροι καταναλωτές ποπ-κορν, ενώ το προϊόν είναι αναπόσπαστο μέρος της κινηματογραφικής εμπειρίας σε όλο τον κόσμο.

Ιούλιους Φούτσικ  (1872 – 1916)

Τσέχος μαέστρος και συνθέτης, που διακρίθηκε κυρίως στη σύνθεση εμβατηρίων και βαλς...

Ο Τσέχος μαέστρος και συνθέτης Γιούλιους Φούτσικ διακρίθηκε κυρίως στη σύνθεση εμβατηρίων και βαλς. Πιο γνωστά έργα του, τα εμβατήρια «Η Είσοδος των Μονομάχων» («Vjezd gladiátorů») και «Εμβατήριο της Φλωρεντίας» («Florentinský pochod»), καθώς και η κωμική πόλκα «Ο γερο-γκρινιάρης» («Der Alte Brummbär»).

Ο Γιούλιους Φούτσικ (Julius Fučík) γεννήθηκε στην Πράγα στις 18 Ιουλίου 1872. Σπούδασε βιολί, φαγκότο και κρουστά στο Ωδείο της Πράγας, ενώ έλαβε μαθήματα σύνθεσης από τον Αντονίν Ντβόρζακ (1885-1891). Αμέσως μετά προσελήφθη στην μπάντα του 49ου Συντάγματος του στρατού της Αυστροουγγαρίας, όπου παρέμεινε έως το 1894.

Το 1897, μετά τρίχρονη παρουσία σε συμφωνικές ορχήστρες στην Πράγα και το Ζάγκρεμπ, επέστρεψε στον στρατό και διορίστηκε μαέστρος στην μπάντα του 86ου Συντάγματος, που έδρευε αρχικά στο Σαράγεβο και κατόπιν στη Βουδαπέστη. Εκεί έγραψε μερικά από τα πιο γνωστά του έργα, όπως το εμβατήριο «Η Είσοδος των Μονομάχων» (1897), «Εμβατήριο της Φλωρεντίας» (1907) και η ορχηστρική εισαγωγή «Μαριναρέλα» (1907). Το 1910 μεταπήδησε ως μαέστρος στην μπάντα του 92ου Συντάγματος, που έδρευε κοντά στην Πράγα. Τον χειμώνα έδινε συναυλίες στην Πράγα και το καλοκαίρι περιόδευε στις πόλεις της Βοημίας. Μετά την αποστρατεία του το 1913 νυμφεύθηκε και εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, όπου σχημάτισε την ορχήστρα «Prager Tonkünstler-Orchester» και ίδρυσε τον μουσικό εκδοτικό οίκο «Tempo Verlag». Με την έκρηξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η οικονομική του κατάσταση άρχισε να χειροτερεύει, όπως και η κατάσταση της

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/881?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-25

Φράνκο Μοντιλιάνι  (1918 – 2003)

Ιταλοαμερικανός οικονομολόγος της νεοκεϊνσιανής σχολής, βραβευμένος με Νόμπελ Οικονομίας το 1985.

Ιταλοαμερικανός οικονομολόγος της νεοκεϊνσιανής σχολής, βραβευμένος με Νόμπελ Οικονομίας το 1985. Είναι γνωστός για την Υπόθεση του κύκλου ζωής (Life - Cycle Hypothesis) και για το Θεώρημα Μοντιλιάνι-Μέρτον (Modigliani-Merton Theorem»). Υπήρξε καθηγητής του τέως πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου και του νυν διοικητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, όταν οι δυο τους πραγματοποιούσαν μεταπτυχιακές σπουδές στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (MIT).

Ο Φράνκο Μοντιλιάνι (Franco Modigliani) γεννήθηκε στις 18 Ιουνίου 1918 στη Ρώμη. Ο πατέρας του Ενρίκο Μοντιλιάνι ήταν παιδίατρος και η μητέρα του Όλγα Φλάσελ εθελόντρια κοινωνική λειτουργός. Η ζωή του άλλαξε δραματικά στα 14 του, όταν ο πατέρας του πέθανε κατά τη διάρκεια εγχείρησης. Ο μέτριος έως τότε μαθητής άρχισε να διαβάζει μανιωδώς και υπερπηδώντας μία τάξη του Λυκείου βρέθηκε στα 17 του φοιτητής του Πανεπιστημίου της Ρώμης.

Η οικογένειά του πίστευε ότι θα ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του, αυτός όμως προτίμησε να σπουδάσει νομικά, τα οποία άνοιγαν πολλές πόρτες στην πατρίδα του. Στο δεύτερο έτος των σπουδών του πήρε μέρος σε ένα φοιτητικό διαγωνισμό οικονομικών και προς μεγάλη του έκπληξη απέσπασε το πρώτο βραβείο. Τότε άρχισε να ενδιαφέρεται για τα οικονομικά, αλλά κάποιοι από τους καθηγητές του τον απέτρεψαν, επειδή μεγάλα ονόματα της οικονομικής σκέψης είχαν εξοβελιστεί από τη διδακτέα ύλη των Πανεπιστημίων, με εντολή του φασίστα Μπενίτο Μουσολίνι, που κυβερνούσε εκείνη την περίοδο την Ιταλία. Έτσι, συνέχισε τις σπουδές του στη Νομική και τα βράδια εντρυφούσε στους κλασικούς της οικονομίας, όπως τους είχαν συστήσει οι καθηγητές του.

Το 1939, όντας μεταπτυχιακός φοιτητής, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ιταλία, λόγω της αντιφασιστικής του δράσης και της εβραϊκής του καταγωγής. Κατέφυγε στη Γαλλία, έπειτα από πρόσκληση της οικογένειας της φίλης του Σερένα Κάλαμπι, την οποία παντρεύτηκε τον Μάιο της ίδιας χρονιάς. Γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης, αλλά τα μαθήματα του φάνηκαν ανιαρά και χωρίς ουσία. Προτίμησε να ολοκληρώσει τη διδακτορική του διατριβή, την οποία υπέβαλε στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης. Τον Ιούνιο του 1939 ανακηρύχθηκε διδάκτορας νομικής, σε μια εποχή που τα τύμπανα του πολέμου άρχισαν να ηχούν.

Στα τέλη Αυγούστου 1939 μαζί με την σύζυγό του μετακόμισε στις Ηνωμένες Πολιτείες, λίγες μόνο μέρες πριν από την εισβολή της Ναζιστικής Γερμανίας στην Πολωνία, που σήμανε την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Στη νέα του πατρίδα αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον του για τα οικονομικά, χάρη στην υποτροφία που πήρε για τη Νέα Σχολή Κοινωνικής Έρευνας, ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα που έδρευε στη Νέα Υόρκη και δημιουργήθηκε για να φιλοξενήσει εμιγκρέδες ακαδημαϊκούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές από την εμπόλεμη Ευρώπη. Εκεί συνάντησε τον ουκρανοεβραίο καθηγητή Τζέικομπ Μάρσακ (1898-1977), ο οποίος τον μύησε στον κεϋνσιανισμό, που εκείνη την περίοδο αποτελούσε ό,τι το πιο προωθημένο στην οικονομική σκέψη, και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξή του. Για να εξασφαλίσει τα προς το ζην εργαζόταν τα πρωινά σ' ένα βιβλιοπωλείο, που πουλούσε ευρωπαϊκά βιβλία.

Το 1941 ξεκίνησε το διδακτικό του έργο, πρώτα στο Κολέγιο Θηλέων του Νιου Τζέρσεϊ και στη συνέχεια στο Κολέγιο Μπαρντ, ως λέκτορας οικονομικών και στατιστικής. Το 1944 έλαβε το διδακτορικό του από τη Νέα Σχολή Κοινωνικής Έρευνας και το 1946 απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα. Το 1948 αποδέχτηκε τη θέση καθηγητή πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, ενώ ταυτόχρονα εντάχθηκε στην Επιτροπή Κόουλς για την Οικονομική Έρευνα. Λίγο αργότερα τέθηκε επικεφαλής του ερευνητικού προγράμματος για τις Προσδοκίες και τους κύκλους οικονομικής διακύμανσης στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο πανεπιστήμιο συνεργάστηκε με τον μαθητή του Ρίτσαρντ Μπρούμπεργκ, θέτοντας τα θεμέλια γι’ αυτό που αργότερα θα ονομαζόταν Υπόθεση του Κύκλου Ζωής (Life Cycle Hypothesis), μια θεωρία που υποστηρίζει ότι τα άτομα προγραμματίζουν την καταναλωτική και αποταμιευτική τους συμπεριφορά σε μακροχρόνιο ορίζοντα, ώστε να πετύχουν την καλύτερη δυνατή διαχρονικά κατανομή της κατανάλωσής τους για όσα χρόνια ελπίζουν ότι θα ζήσουν. Παράλληλα, οι δημοσιεύσεις του συνέβαλαν στη θεμελίωση της μετέπειτα θεωρίας των ορθολογικών προσδοκιών.

Το 1960 έγινε καθηγητής στο περίφημο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης, στο οποίο και παρέμεινε έως τη συνταξιοδότησή του το 1985. Σε συνεργασία με τον Αμερικανό οικονομολόγο Μέρτον Μίλερ (1923-2000), διεξήγαγε μια σημαντική έρευνα για τις χρηματοοικονομικές αγορές, καταλήγοντας στο Θεώρημα Μοντιλιάνι-Μίλερ, σύμφωνα με το οποίο η διαπραγματεύσιμη τιμή της μετοχής μιας εταιρείας εξαρτάται πρωταρχικά από τις προσδοκίες των επενδυτών για τα μελλοντικά κέρδη της εταιρείας. Στα τέλη της δεκαετίας του '70 δύο από τους πιο διακεκριμένους μαθητές του ήταν ο τέως πρωθυπουργός της Ελλάδας Λουκάς Παπαδήμος και ο νυν πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι, με τους οποίους συνεργάστηκε σε ερευνητικά προγράμματα.

Το 1985 τιμήθηκε με το Νόμπελ Οικονομίας για τις αναλύσεις του σχετικά με την αποταμίευση και τις χρηματαγορές. Χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα τον Οκτώβριο του 2010, ο χρηματιστής Νίκολας Ταλέμπ (συγγραφέας του πολύκροτου μπεστ-σέλερ Ο Μαύρος Κύκνος) κατηγόρησε τον Μοντιλιάνι και άλλους νομπελίστες οικονομολόγους των τελευταίων χρόνων ότι με τις λανθασμένες θεωρίες τους για την εκτίμηση και την αποτίμηση των κινδύνων, οι οποίες περιβλήθηκαν με τη σφραγίδα της αυθεντίας, συνέβαλαν στη διεθνή οικονομική κρίση του 2008.

Το 1997 ο Μοντιλιάνι επισκέφθηκε την Αθήνα, έπειτα από πρόσκληση του παλιού του μαθητή και τότε διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Λουκά Παπαδήμου και συμμετείχε σε ημερίδα με θέμα την ανεργία. Πιστός στην κεϊνσιανή θεωρία, είχε τότε αποδώσει το ευρωπαϊκό πρόβλημα της ανεργίας στην ανεπάρκεια της ζήτησης και είχε καταγγείλει τη «μανιακή προσήλωση» της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Γερμανίας (Bundesbank) στη νομισματική σταθερότητα.

Ο Φράνκο Μοντιλιάνι πέθανε στις 25 Σεπτεμβρίου 2003 στο Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης, σε ηλικία 85 ετών.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/537?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-25

Αχιλλέας Παράσχος  (1838 – 1895)

Ποιητής, από τους κορυφαίους και δημοφιλέστερους της Άθηναϊκής Σχολής. Ήταν ρομαντικός ποιητής και η ποίησή του άρεσε πολύ στην εποχή του. Στις μέρες μας είναι τελείως ξεχασμένος...

Ποιητής, από τους κορυφαίους και δημοφιλέστερους της Α’ Αθηναϊκής Σχολής. Ήταν ρομαντικός ποιητής και η ποίησή του άρεσε πολύ στην εποχή του. Στις μέρες μας είναι τελείως ξεχασμένος.

Ο Αχιλλεύς Παράσχος γεννήθηκε στο Ναύπλιο στις 25 Σεπτεμβρίου 1838 από οικογένεια χιώτικη. Ο πατέρας του Παράσχος Νασάκης ή Νασίκογλου κατέφυγε οικογενειακώς στο Ναύπλιο αμέσως μετά την καταστροφή της Χίου από τους Οθωμανούς.

Τα πρώτα γράμματα διδάχθηκε από τον αδελφό του Γεώργιο, που τον περνούσε 16 χρόνια κι έγινε κι εκείνος ποιητής. Ήταν πολύ έξυπνος, είχε μεγάλη αντίληψη και ποιητικό ταλέντο. Έγραψε πολλά ποιήματα, που τα διόρθωναν ο αδελφός του ή φίλοι του, καθώς ο ίδιος είναι αμφίβολο αν πήγε σχολείο και γενικά δεν ήταν άνθρωπος της μελέτης. Την ξένη λογοτεχνία γνώριζε μόνο από μεταφράσεις της εποχής του.

Πολύ γρήγορα έγινε δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής του. Το 1859 εντάχθηκε στην αντιοθωνική οργάνωση «Χρυσή Νεολαία», διώχθηκε και φυλακίστηκε. Αποφυλακίστηκε με παρέμβαση του αδελφού του, αλλά εξακολούθησε την αντιδυναστική δράση του, γράφοντας ποιήματα κατά του Όθωνα. Έλαβε μέρος στην εξέγερση του 1862, η οποία οδήγησε στην πτώση του.

Μετά το θάνατο του τέως βασιλιά έγραψε το «Ελεγείον εις τον Όθωνα», ποίημα που φανέρωνε μεταμέλεια για την προηγούμενη δράση του και τον κατέστησε ακόμη πιο δημοφιλή. Υπήρξε υπάλληλος στη Βουλή, έπαρχος Θήρας, πρόξενος στο Ταϊγάνιο της Ρωσίας και γραμματέας του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, σ' όλες όμως τις παραπάνω θέσεις ήταν αργόμισθος χάρη στις πολιτικές φιλίες που διατηρούσε με κάθε κυβέρνηση.

Το 1881 εξέδωσε τρεις τόμους με ποιήματά του, τα οποία χώρισε σε πατριωτικά («Δάφναι»), ελεγειακά («Ιτέαι»), παιδαγωγικά («Χλόη») και διάφορα («Φύλλα»). Αυτό θεωρήθηκε σπουδαίο φιλολογικό και εκδοτικό γεγονός και του απέφερε μεγάλα κέρδη. Στην εποχή του θεωρείτο εθνικός ποιητής και όταν επρόκειτο να απαγγείλει κάπου, ο κόσμος έτρεχε να τον ακούσει. Στα ταξίδια του στη Ρουμανία, την Αίγυπτο, τη Γαλλία και την Αγγλία, ο ελληνισμός των περιοχών αυτών τον δέχτηκε με αγάπη και ενθουσιασμό. Τους στίχους του τούς ήξεραν μικροϋπάλληλοι και επιστήμονες, νεαρές μοδίστρες και κοσμικές κυρίες, φοιτητές και κοσμικοί αστοί.

Ο Αχιλλεύς Παράσχος πέθανε στην Αθήνα στις 26 Ιανουαρίου 1895 και προπέμφθηκε στην τελευταία του κατοικία «με πάνδημον κηδείαν, απεριγράπτου μεγαλείου ομοίαν της οποίας δεν είχαν ιδή ως τότε αι Αθήναι», όπως έγραψε ο Τύπος της εποχής.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1686?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-25

 

Η πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο ήταν το 1976 στο Μπρόντγουεϊ, όπου ερμήνευε το ρόλο του εγγονού της Κάθριν Χέπμπορν στο θεατρικό της Ένιντ Μπάγκνολντ «A Matter of Gravity». Συνέχισε την πετυχημένη θητεία του στο θέατρο με ένα δύσκολο πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο του Λάνφορντ Ουίλσον «Fifth of July», όπου ερμήνευε έναν πικραμένο ομοφυλόφιλο, ανάπηρο από τον πόλεμο του Βιετνάμ.

Ο Κρίστοφερ Ριβ ως Σούπερμαν
Ουσιαστικά άγνωστος στο ευρύ κοινό, το 1978 επελέγη μεταξύ 200 υποψηφίων από τον σκηνοθέτη Ρίτσαρντ Ντόνερ για το ρόλο του Σούπερμαν στην ομότιτλη ταινία, η οποία των καθιέρωσε στη μεγάλη οθόνη. Η ταινία είχε τρεις συνέχειες (1981, 1983, 1987) και απέφερε στον πρωταγωνιστή της 300 εκατομμύρια δολάρια. 

Το 1993 είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία εποχής του Τζέιμς Αϊβορι «Τ’ Απομεινάρια μιας Ημέρας» («The Remains of the Day»), που γυρίστηκε στην αγγλική ύπαιθρο. Αλλά ακόμα και μετά από αυτή τη συμμετοχή ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ξεπεράσει το ρόλο του υπερήρωα «Σούπερμαν», με τον όποιο τον είχε ταυτίσει το κοινό σε κάθε γωνιά της Γης. Ο ίδιος είχε δηλώσει σχετικά σε συνέντευξή του στο CNN και στον Λάρι Κινγκ: «Είναι εξαιρετικά παράξενο να μπαίνεις σε μια παραδοσιακή παμπ του 15ου αιώνα στο μέσο του Ουίλσαϊρ και να ακούς δίπλα σου "Α! ήλθε ο Σούπερμαν"».

Οι υπόλοιπες ταινίες και το ατύχημα

 Είχε παίξει επίσης στις ταινίες «Ο Ταξιδιώτης που Γύρισε από το Αύριο» («Somewhere in Time», 1980), «Οι Βοστωνέζοι» («The Bostonians», 1984) του Τζέιμς Άιβορι, «Θανάσιμη Παγίδα» («Deathtrap», 1982) του Σίντνεϊ Λούμετ, «Το Δόκανο» («Street Smart», 1987) του Τζέρι Σάτζμπεργκ, «Ερωτικά Κυκλώματα» («Switching Channels», 1988) του Τεντ Κότσεφ, «Πίσω από τα Παρασκήνια» («Noises Off», 1992) του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, «Η Πόλη των Καταραμένων» («Village of the Damned») του Τζον Κάρπεντερ κ.ά.

Ο Κρίστοφερ Ριβ σε συνέδριο στο ΜΙΤ το 2003
Δεινός ιππέας ο ίδιος και ιδιοκτήτης πολλών αλόγων, υπέστη πολλαπλές κακώσεις στη σπονδυλική στήλη και συντριπτικό κάταγμα δύο αυχενικών σπονδύλων, όταν έπεσε από το άλογό του στη διάρκεια ιππικών αγώνων στις 27 Μαΐου 1995 στο Πάρκο της Κοινοπολιτείας στη Βιρτζίνια. 

Καθηλωμένος σε αναπηρική πολυθρόνα μετά το ατύχημα, ο Ριβ τέθηκε επικεφαλής εκστρατείας για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες και για την προώθηση των επιστημονικών ερευνών για τη θεραπεία των κακώσεων της σπονδυλικής στήλης. Το 1999 δημιούργησε το «Ίδρυμα Κρίστοφερ Ριβ» με σκοπό να ενισχύσει τη συνεργασία μεταξύ ειδικών επιστημόνων που εργάζονται στην έρευνα για τη θεραπεία των κακώσεων της σπονδυλικής στήλης.

Ο Κρίστοφερ Ριβ πέθανε στις 10 Οκτωβρίου 2004 στη Νέα Υόρκη, από καρδιακή ανεπάρκεια. Νωρίτερα είχε πέσει σε κώμα, όταν υπέστη καρδιακή προσβολή κατά τη διάρκεια θεραπευτικής αγωγής για την επούλωση τραύματος κατάκλισης, το οποίο είχε επιμολυνθεί.

Ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Ντάνα Μοροζίνι, η οποία συνέχισε το έργο του μέχρι το θάνατό της το 2006. Στο ίδρυμα Ριβ εμπλέκονται και τα τρία παιδιά του, ένα από τον γάμο του με τη Μοροζίνι και δύο από μία προηγούμενη σχέση του με την Γκέι Ίξτον.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2444?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-25

Αλέξης Σολομός  (1918 – 2012)
Έλληνας σκηνοθέτης, συγγραφέας, μεταφραστής και θεωρητικός του θεάτρου...
 Έλληνας σκηνοθέτης, συγγραφέας, μεταφραστής και θεωρητικός του θεάτρου. Υπήρξε μία από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες του ελληνικού θεάτρου και διακρίθηκε σε έργα Αριστοφάνη, αρχαίας τραγωδίας και Σέξπιρ, στα οποία άφησε έντονο το καλλιτεχνικό του στίγμα.

Ο Αλέξανδρος Σολωμός γεννήθηκε στην Αθήνα στις 9 Αυγούστου 1918 από γονείς κεφαλλονίτικης καταγωγής. Φοίτησε στο Κολέγιο Αθηνών, με καθηγητή τον Κάρολο Κουν. Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου (1939-1942) και κατόπιν με υποτροφία στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών του Λονδίνου (1945-46), στο Πανεπιστήμιο Γέιλ και στο Δραματικό Εργαστήρι του γερμανού σκηνοθέτη Έρβιν Πισκάτορ (1946-48) στη Νέα Υόρκη.

 Κατά τη διάρκεια των σπουδών του δούλεψε ως ενδυματολόγος στο θέατρο Κοτοπούλη (1937) και δύο χρόνια αργότερα, το 1939, εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως σκηνοθέτης με το έργο του Τσέχωφ Αρκούδα. Στην Κατοχή εργάστηκε ως ηθοποιός, ενδυματολόγος, μεταφραστής και κριτικός κινηματογράφου και συνεργάστηκε με τα θέατρα Αθηνών του Κωστή Μπαστιά (1942-43) και Τέχνης του Κάρολου Κουν, ο οποίος ανέβασε το έργο του Ο τελευταίος ασπροκόρακας το 1944.

Ο Αλέξης Σολομός ξεκίνησε τη σκηνοθετική του σταδιοδρομία στη Νέα Υόρκη το 1947 και το 1949 ανέβασε στο Λονδίνο τον Καλιγούλα του Αλμπέρ Καμί. Το 1949 επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου η πρώτη παράσταση που σκηνοθέτησε ήταν η Κληρονόμος του Γκετς στο Θέατρο Μουσούρη. Τον επόμενο χρόνο ξεκίνησε τη μακροχρόνια συνεργασία του (1950-1964, 1968-1985 και 1992) για το οποίο σκηνοθέτησε πάνω από 100 έργα, ενώ άλλα 65 έργα σκηνοθέτησε σε διάφορους αθηναϊκούς θιάσους, στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και τη Λυρική Σκηνή. Το 1964 ίδρυσε το δικό του θεατρικό οργανισμό, με την επωνυμία Προσκήνιο, ο οποίος λειτούργησε με διαλείμματα έως 1978. Το 1992 αποσύρθηκε οριστικά από το θέατρο, σκηνοθετώντας για το Εθνικό Θέατρο δύο έργα, την Αντιγόνη του Σοφοκλή και τους Εγκληματίες του αυστριακού συγγραφέα Φέρντιναντ Μπρούκνερ.

Ο Αλέξης Σολωμός χρημάτισε αναπληρωτής γενικός διευθυντής του ΕΙΡΤ (1974-1975) και δυο φορές διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου (1980-1983). Για την προσφορά του στο θέατρο τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη του Φοίνικα, ενώ αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο Αλέξης Σολομός διακρίθηκε στο ανέβασμα έργων του Αριστοφάνη. Στις παραστάσεις του χρησιμοποίησε στοιχεία από την ελληνική λαογραφία, στο «μέτρο που τα δεχόταν ο οργανισμός του Αριστοφάνη», όπως τόνιζε ο ίδιος. Έτσι, αυτός και άλλοι σκηνοθέτες που ασχολήθηκαν με τα έργου του κατάφεραν να τον απομακρύνουν από τη φήμη και τους χαρακτηρισμούς του ξεπερασμένου, του βωμολόχου ή του αντιεμπορικού. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει έξι θεατρικά έργα, μεταφράσεις θεατρικών έργων, θεατρικά δοκίμια, αυτοβιογραφικά έργα και άλλα βιβλία με άξονα το θέατρο.

Ο Αλέξης Σολομός πέθανε στις 25 Σεπτεμβρίου 2012 στο σπίτι του στο Κολωνάκι, σε ηλικία 94 ετών. Έφυγε ήσυχα, έχοντας κοντά του τις δύο κόρες και τα τρία του εγγόνια.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/539?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-25