Σαν σήμερα 27 ΙΟΥΛΙΟΥ

Μεγαλομάρτυρας της Χριστιανικής Εκκλησίας, η μνήμη του οποίου τιμάται στις 27 Ιουλίου.

Ο Παντολέων, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, καταγόταν από τη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας. Ο πατέρας του Ευστόργιος ήταν ειδωλολάτρης και η μητέρα του Εύβουλη χριστιανή. Βαπτίστηκε χριστιανός από τον ιερέα και γιατρό της πόλης Ερμόλαο κι έλαβε το όνομα Παντελεήμων.


Ο Παντελεήμων ήταν γιατρός στο επάγγελμα και θεράπευε τους αρρώστους του χωρίς αμοιβή, γι’ αυτό κατατάσσεται στη χορεία των αγίων, που ονομάζονται «Ανάργυροι».

Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί ρωμαίου αυτοκράτορος Μαξιμιανού (286-305).

Απολυτίκιον
Αθλοφόρε Άγιε, και ιαματικὲ Παντελεήμον, πρέσβευε τω ελεήμονι Θεώ, ίνα πταισμάτων άφεσιν, παράσχη ταις ψυχαίς ημών.
Σχετικά
Η παροιμία «Κουτσοί, στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα», αναφέρεται στη συγκέντρωση πλήθους ανθρώπων κάθε είδους στον ίδιο χώρο για τον ίδιο σκοπό, προκειμένου να βοηθηθούν ή να ωφεληθούν.
Ο Άγιος Παντελεήμων είναι προστάτης της Συντεχνίας Αρτοποιών Αθηνών.
Ο Άγιος Παντελεήμων είναι πολιούχος της Φλώρινας, του Κάτω Νευροκοπίου, του Παρανεστίου Δράμας και της Τήλου.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/895?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-07-27

© SanSimera.gr

Παύλος Σιδηρόπουλος

Ο Παύλος Σιδηρόπουλος γεννήθηκε στις 27 Ιουλίου του 1948 στην Αθήνα. Ήταν δισέγγονος του Αλέξη Ζορμπά και ανιψιός της γνωστής ποιήτριας Έλλης Αλεξίου. Σ' αυτές τις δύο διαφορετικές του ρίζες έβλεπε την αιτία της συνύπαρξης σ' αυτόν του ρόκερ και του σκεπτικιστή.

Η μουσική του πορεία ξεκινά το 1970 από τη Θεσσαλονίκη, όπου σπουδάζει Μαθηματικός στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Εκεί γνωρίζει τον Παντελή Δεληγιαννίδη, με τον οποίο δημιουργούν το ντουέτο «Δάμων και Φιντίας». Μαζί κυκλοφορούν τον δίσκο 45 στροφών «Το ξέσπασμα / Ο κόσμος τους» και συμμετέχουν στη συλλογή «Ζωντανοί στο κύτταρο». Από το 1972 έως το 1974 ενσωματώνονται στα «Μπουρμπούλια». Καρπός αυτής της συνεργασίας είναι το 7ινστο «Ο Ντάμης ο σκληρός».


Εν μέσω δικτατορίας, το σχήμα διαλύεται και τα «Μπουρμπούλια» ακολουθούν τον Διονύση Σαββόπουλο. Ο Παύλος Σιδηρόπουλος επιλέγει να συνεργαστεί με τον Γιάννη Μαρκόπουλο και συμμετέχει ως τραγουδιστής σε τρεις δίσκους του: «Θεσσαλικός Κύκλος», «Μετανάστες» και «Οροπέδιο».

Το 1976 δημιουργεί, μαζί με τους Βασίλη και Νίκο Σπυρόπουλο, το γκρουπ «Σπυριδούλα» και κυκλοφορούν ίσως τον κορυφαίο δίσκο της ελληνικής ροκ δισκογραφίας, τον «Φλου». Και αυτό το σχήμα διαλύεται, αφήνοντας πίσω του έναν ολοκληρωμένο ροκ ήχο και μια σειρά συναυλιών.

Το 1979 ο Παύλος Σιδηρόπουλος δημιουργεί το σχήμα «Εταιρία Καλλιτεχνών», με αγγλικό στίχο, χωρίς όμως καμία δισκογραφική δουλειά. Την ίδια περίοδο κάνει και το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, ως πρωταγωνιστής στην ταινία του Αντρέα Θωμόπουλου «Ο Ασυμβίβαστος», ενώ ο ίδιος ερμηνεύει και το soundtrack της ταινίας, τραγούδια του οποίου αποτελούν κάποια από τα πλέον γνωστά του, όπως το «Να μ' αγαπάς». Επίσης, συμμετέχει στην ταινία «Αλδεβαράν» με πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Πουλικάκο, η οποία προβλήθηκε μόνο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.


Στη μικρή καριέρα του ως ηθοποιός περιλαμβάνεται και μια τηλεοπτική εμφάνιση στο σήριαλ του Κώστα Φέρρη «Οικογένεια Ζαρντή», που προβλήθηκε στην ΕΡΤ-1.

Η συνεχής αλλαγή συνεργατών σταματάει το 1980. Ο Παύλος Σιδηρόπουλος καταλήγει σ' ένα σχήμα, τους «Απροσάρμοστους», που με λίγες αλλαγές παίζει μαζί τους μέχρι το τέλος. Το 1982 κυκλοφορεί ο δίσκος «Εν Λευκώ», ο οποίος αντιμετώπισε προβλήματα λογοκρισίας για 3 κομμάτια, για προτροπή στη χρήση ναρκωτικών και για προσβολή της δημοσίας αιδούς. Το 1985 κυκλοφορεί σε παραγωγή Δημήτρη Πουλικάκου το δίσκο «Zorba the freak» και το 1989 το «Χωρίς Μακιγιάζ» που είναι ζωντανά ηχογραφημένος στο «Μετρό».

Το 1990 ο Παύλος Σιδηρόπουλος αντιμετωπίζει προβλήματα με το δεξί του χέρι που προφανώς από κάποιο πρόβλημα στα αγγεία παραλύει. Στις 6 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου, ευρισκόμενος στο σπίτι μιας φίλης του στο Νέο Κόσμο, πέφτει σε κώμα από υπερβολική χρήση ηρωίνης και αφήνει την τελευταία του πνοή κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός. Κηδεύτηκε στις 10 Δεκεμβρίου, στο κοιμητήριο του Κόκκινου Μύλου στη Νέα Φιλαδέλφεια.

Δισκογραφία
Το ξέσπασμα / O κόσμος τους (Zodiac, 1971)
Ο Γερο-Μαθιός (Zodiac, 1971)
Ο Ντάμης ο σκληρός/ Απογοήτευση (Zodiac, 1972)
Φλου (ΕΜΙ, 1978)
Εν λευκώ (ΕΜΙ, 1982)
Zorba the freak (ΕΜΙ,1985)
Παύλος Σιδηρόπουλος (EMI, 1987)
Χωρίς μακιγιάζ - Ζωντανή ηχογράφηση (MBI, 1989)
Άντε και καλή τύχη μάγκες (ΕΜΙ, 1991)
Τα μπλουζ του πρίγκηπα (MBI, 1992)
Παύλος Σιδηρόπουλος (EMI, 1993)
Εν αρχή ην ο λόγος (7η Διάσταση, 1994)
O Ασυμβίβαστος και Πέντε Σπάνια τραγούδια (Lyra, 1994)
Ταξιδεύοντας (7η Διάσταση,1996)
Επιτυχίες (ΜΒΙ,1997)
Στιγμές (Δίφωνο, 1997)
Day after Day (ΕΜΙ, EP με δύο ανέκδοτα τραγούδια, 2001)
Τα τραγούδια του Παύλου (EMI, 2002)
Επιλεγμένες Συμμετοχές
Ζωντανοί στο Κύτταρο (Zodiac, 1971)
Θεσσαλικός κύκλος, του Γιάννη Μαρκόπουλου (EMI - COLUMBIA, 1975)
Ανεξάρτητα, του Γιάννη Μαρκόπουλου (EMI, 1975)
Οροπέδιο, του Γιάννη Μαρκόπουλου (EMI, 1976)
Crazy love στου Ζωγράφου (ΜΙΝΟS, 1979)
Σε άλλη γη, του Σταύρου Λογαρίδη (1980)
Νοκ άουτ, του Γιώργου Χατζηνάσιου (Minos, 1986)
H Συναυλία στο Ηρώδειο, του Γιάννη Μαρκόπουλου (PHILIPS, 1990)

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/26?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-07-27

© SanSimera.gr


 
Τζένη Καρέζη

Η Τζένη Καρέζη ήταν δημοφιλής ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου.

Η Ευγενία Καρπούζη, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου 1934. Έζησε τα παιδικά της χρόνια σε διάφορες πόλεις, ακολουθώντας τις μεταθέσεις των γονιών της που ήταν εκπαιδευτικοί. Ο πατέρας της, Κωνσταντίνος Καρπούζης, ήταν μαθηματικός και η μητέρα της, Θεώνη, δασκάλα. Στη Θεσσαλονίκη μπήκε εσωτερική στο Γαλλικό Σχολείο Καλογριών και αργότερα συνέχισε στο αντίστοιχο Σεν Ζοζέφ στην Αθήνα.

Τα πρώτα χρόνια

H αγάπη της για το θέατρο άρχισε να εκδηλώνεται από τα μαθητικά της, ακόμη, χρόνια κι εκφράστηκε με τη συμμετοχή της στις σχολικές παραστάσεις. Τη χρονιά αποφοίτησής της από την Ελληνογαλλική Σχολή το 1951 πήρε μέρος στην παράσταση της «Aντιγόνης» του Σοφοκλή που ανέβηκε στο θέατρο «ΡΕΞ» από τους τελειόφοιτους, ερμηνεύοντας τον ομώνυμο ρόλο.

Την ίδια χρονιά έγινε δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όπου μαθήτευσε δίπλα στον Δημήτρη Pοντήρη, τον Άγγελο Tερζάκη, την Kατερίνα και τον Γιώργο Παππά, που υπήρξε και ο πρώτος μεγάλος της έρωτας. Αποφοίτησε το 1954 και αμέσως χρίστηκε πρωταγωνίστρια. Ο πρώτος της ρόλος στο θεατρικό σανίδι ήταν δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, στο έργο του Αντρέ Ρουσέν «Ωραία Ελένη», που ανέβηκε τον Οκτώβριο του 1954 στο Θέατρο Κοτοπούλη. Ακολούθησε ο ρόλος της Αντέλα στο έργο του Λόρκα «Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα», στο οποίο πρωταγωνιστούσε η Κατίνα Παξινού και σκηνοθέτησε ο Αλέξης Μινωτής. Το χρονικό διάστημα 1955-1959 έπαιξε με επιτυχία σπουδαίους ρόλους στο Εθνικό Θέατρο: Οφηλία (Άμλετ), Κορντέλια (Βασιλιάς Ληρ), Μυρίννη (Λυσιστράτη) κ.ά.

Κινηματογραφικό ντεμπούτο με «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο»

 

 Στιγμιότυπο από την ταινία «Δις Διευθυντίς»
Το 1955 έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», για να ακολουθήσουν περισσότερες από 30 ταινίες: «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» (1960), «Η νύφη το ’σκασε» (1962), «Τα κόκκινα φανάρια» (1963), «Δεσποινίς διευθυντής (1964), «Μια τρελή τρελή οικογένεια» (1965), «Τζένη - Τζένη» (1966), «Ένας ιππότης για τη Βασούλα» (1968), «Μια γυναίκα στην αντίσταση» (1970). 


Μετά το 1960, δημιούργησε δικούς της προσωπικούς θιάσους και συνεργάστηκε με έξοχους κωμικούς, όπως ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Μίμης Φωτόπουλος και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος. Από το 1968 μέχρι το θάνατό της έπαιξε μαζί με τον Κώστα Καζάκο, έργα των Καμπανέλλη, Άλμπι, Ίψεν, Τσέχοφ, Αναγνωστάκη, ενώ το 1985 ερμήνευσε για πρώτη φορά αρχαίο δράμα, με τη «Μήδεια», σε σκηνοθεσία Μίνωα Bολανάκη, μια παράσταση που γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Επίδαυρο και το Ηρώδειο. Δύο χρόνια αργότερα πρωταγωνίστησε στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Στούρουα, που ανέβηκε στην Επίδαυρο και τον Λυκαβηττό.

Η μεγάλη της θεατρική επιτυχία υπήρξε αναμφισβήτητα το σπονδυλωτό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το μεγάλο μας τσίρκο», που ανέβηκε το 1973, το οποίο και αποτέλεσε μία από τις εστίες πνευματικής αντίστασης κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Η ίδια, όσο και ο σύζυγός της Κώστας Καζάκος, συνελήφθησαν και ταλαιπωρήθηκαν από τις αρχές της χούντας. Το είδος αυτό είχε συνέχεια μετά τη μεταπολίτευση με τα έργα «Το κουκί και το ρεβύθι» (1974) και «Εχθρός Λαός» (1975). Τελευταία της θεατρική παράσταση ήταν τα «Διαμάντια και μπλουζ» της Λούλας Αναγνωστάκη (1990).

Η προσωπική ζωή
Στην προσωπική της ζωή έκανε δύο γάμους. Ο πρώτος με τον δημοσιογράφο Ζάχο Χατζηφωτίου το 1962 και ο δεύτερος με τον ηθοποιό Κώστα Καζάκο το 1968, με τον οποίο έμεινε παντρεμένη έως το τέλος της ζωής της. Το ζευγάρι απέκτησε ένα γιο, τον Κωνσταντίνο Καζάκο, που ακολούθησε τα βήματα των γονιών του, όντας και ο ίδιος ηθοποιός.

Η Τζένη Καρέζη πέθανε στις 27 Ιουλίου του 1992, νικημένη από την επάρατο νόσο. Στη μνήμη της ιδρύθηκε, την ίδια χρονιά, το ίδρυμα «Τζένη Καρέζη», με σκοπό την παρηγορητική αγωγή των ασθενών που πάσχουν από καρκίνο και χρόνιες καταληκτικές νόσους και τη με κάθε μέσο ανακούφισή τους από τον πόνο.

Φιλμογραφία
Λατέρνα φτώχεια και φιλότιμο (1955)
Δελησταύρου και υιός (1957)
Η θεία από το Σικάγο (1957)
Λατέρνα φτώχεια και γαρύφαλλο (1957)
Η λίμνη των πόθων (1958)
Μια λατέρνα μια ζωή (1958)
Το τρελλοκόριτσο (1958)
Ναυάγια της ζωής (1959)
Ταξείδι με τον έρωτα (1959)
Το νησί των γενναίων (1959)
Η Χιονάτη και τα 7 γεροντοπαλλήκαρα (1960)
Ραντεβού στην Κέρκυρα (1960)
Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος (1960)
Χριστίνα (1960)Ποιά είναι η Μαργαρίτα (1961)
Η Αθήνα τη νύχτα (1962)
Η νύφη το 'σκασε (1962)
Προδομένη αγάπη (1962)
Τα κόκκινα φανάρια (1963)
Ένας μεγάλος έρωτας (1964)
Δεσποινίς διευθυντής (1964)
Λόλα (1964)
Μια τρελή τρελή οικογένεια (1965)
Μια σφαίρα στην καρδιά (1966)
Τζένη Τζένη (1966)
Εκείνος κι εκείνη (1967)
Κοντσέρτο για πολυβόλα (1967)
Ένας ιππότης για τη Βασούλα (1968)
Αγάπη και αίμα (1968)
Μια γυναίκα στην αντίσταση (1970)
Μαντώ Μαυρογένους (1971)
Ερωτική συμφωνία (1972)
Λυσιστράτη (1972)
Παραστάσεις στο Εθνικό Θέατρο
Δοκιμασία (Οι μάγισσες του Σάλεμ) (1955) | Άμπιγαηλ Ουίλλιαμς
Άμλετ (1955) | Οφηλία
Η έβδομη ημέρα της δημιουργίας (1956) | Χριστίνα
Το ζωντανό πτώμα (1956) | Σόνια, νέα τσιγγάνα
Αι εκκλησιάζουσαι (1956) | Νέα
Ανθή (1956) | Νίνοτσκα, αδελφή τους μικρότερη
Κλυταιμνήστρα (1956) | Κασσάνδρα
Βασιλεύς Ληρ (1957) | Κορδέλια
Η κυρά της αυγής (1957) | Αντέλα
Λυσιστράτη (1957) | Μυρρίνη
Το Ζαμπελάκι (1957) | Ζαμπελάκι
Θεσμοφοριάζουσαι (1958) | Κρίτυλλα
Λυσιστράτη (1958) | Μυρρίνη
Νύχτα στη Μεσόγειο (1958) | Μαρία ντ' Ανγκιέν
Έγκλημα στο νησί των κατσικιών (1959) | Σίλβια
Τηλεοπτικές εμφανίσεις
Μαρίνα Αυγέρη (1973, ΕΙΡΤ)
Η μεγάλη περιπέτεια (1976, ΕΡΤ)
Μαύρη χρυσαλλίδα (1990, ΕΤ-1)

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/28?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-07-27

© SanSimera.gr

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Παρισιού (1924)
 
 

 
 
Η ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες πρωτάρχισαν το 776 π.Χ. στην Ολυμπία της Ήλιδας, με τη συμμετοχή αθλητών απ’ όλο τον ελληνικό κόσμο της αρχαιότητας. Κατά τη διάρκεια των Αγώνων κηρυσσόταν εκεχειρία και οι πολεμικές επιχειρήσεις διακόπτονταν. Κατείχαν τόσο σημαντική θέση στη ζωή των Ελλήνων, ώστε το μεταξύ τους διάστημα, η Ολυμπιάδα, χρησιμοποιήθηκε ως βάση του χρονολογικού συστήματός τους. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες πέρασαν από διάφορες φάσεις ακμής και παρακμής, έως ότου καταργήθηκαν από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Θεοδόσιο τον Μέγα το 393 μ.Χ. ως ειδωλολατρικοί. 1503 χρόνια αργότερα αναβίωσαν, χάρις στις ενέργειες δύο ανθρώπων, του γάλλου βαρώνου Πιερ Ντε Κουμπερτέν (1836-1937) και του έλληνα λόγιου και επιχειρηματία Δημητρίου Βικέλα (1835-1908).

Το αρχαιολογικό ενδιαφέρον των Γάλλων αρχικά και των Γερμανών μετέπειτα για τους θησαυρούς της Αρχαίας Ολυμπίας, σε συνδυασμό με την ανάγκη των λαών για παγκόσμια άμιλλα και ει­ρήνη, αναθέρμαναν τον 19ο αιώνα την ιδέα της αναβίωσης των Ολυμπια­κών Αγώνων. Το 1834 και το 1836, σουηδοί φίλαθλοι, εμπνεόμενοι από την αρχαία Ελλάδα, οργάνωσαν Ολυμπιακούς Αγώνες στην πόλη Χέλσινμποργκ.


Τον Οκτώβριο του 1850 ο βρετανός χειρουργός Γουίλιαμ Μπρουκς διοργάνωσε τους ετήσιους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Γουένλοκ της κομητείας του Σροπσάιρ, με αγωνίσματα δρόμων, αρχαίο πένταθλο, ιππασία, κρίκετ κ.ά. Μεταξύ του Μπρουκς και της Ελλάδας υπήρξε στενός δεσμός, καθώς ο τότε βασιλιάς Γεώργιος Α’ έστειλε στον Μπρουκς ένα ασημένιο έπαθλο κι αυτός με τη σειρά του προσέφερε ειδικό έπαθλο σε έλληνα αθλητή που διακρίθηκε στο δρόμο, κατά την Α’ Ζάππεια Ολυμπιάδα του 1859.

Το 1833 ο ποιητής Παναγιώτης Σούτσος αναφέρεται στους Ολυμπιακούς Αγώνες και δύο χρόνια αργότερα παροτρύνει τις ελληνικές κυβερνήσεις να αναβιώσουν τα αρχαία Ολύμπια. Το 1838 γίνεται η πρώτη προσπάθεια τέλεσης Ολυμπιακών Αγώνων από τον γειτονικό στην Ολυμπία Δήμο Λετρίνων (σημερινός Πύργος Ηλείας) από μία ομάδα φωτισμένων αρχαιολατρών.

Το 1859, ο Ηπειρώτης εθνικός ευεργέτης Ευαγγέλης Ζάππας αναλαμβάνει με δικές του δαπάνες την ανα­βίωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Στις 18 Οκτωβρίου, με την παρουσία της βασιλικής οικογένειας, γίνεται η έναρξη των Α' Ολυμπίων. Ο διε­θνής Τύπος χαιρέτισε την πρωτοβουλία, αλλά οι ελληνικές εφη­μερίδες τη σχολίασαν αρνητικά, λόγω της απειρίας των διοργα­νωτών, αλλά και της απόφασής τους να μην διεξαχθούν οι Αγώ­νες στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Η πλατεία Λουδοβίκου (σημερινή πλατεία Εθνικής Αντίστασης, γνωστότερη ως Πλατεία Κοτζιά) δεν μπόρεσε να καλύψει τις ανάγκες μιας τέτοιας διοργάνωσης. Παρά την αποτυχία των Αγώνων, η προσπάθεια δεν πήγε χαμένη. Διεξήχθησαν ακόμη τρεις Ζάππειες Ολυμπιάδες ή «Ολύμπια» (1870, 1875, 1889), που ενίσχυσαν σημαντικά το αίτημα για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων.


Η ιδέα για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων κέρδιζε ολοένα και περισσότε­ρο έδαφος στην Ευρώπη. Την 25η Νοεμβρίου 1892 ο 29χρονος τότε βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερτέν, μιλώντας στη Σορβόννη κατά τη διάρκεια του συ­νεδρίου της Ένωσης Αθλητικών Σωματείων της Γαλλίας, πρότεινε την ανασύσταση του θεσμού, σε διεθνές επίπεδο, αλλά συνάντησε γενική αδιαφορία.

Ο Κουμπερτέν δεν απογοητεύτηκε. Δύο χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 1894, έθεσε εκ νέου την πρότασή του στο Διεθνές Αθλητικό Συνέδριο, που διοργάνωσε ο ίδιος στη Σορβόννη. Την Ελλάδα εκ­προσώπησε ο λόγιος Δημήτρης Βικέλας, ο οποίος αποδέχτηκε τη σχετική πρόταση του ιδρυτή του Πανελλήνιου Γυ­μναστικού Συλλόγου, Ιωάννη Φωκιανού. Ο Βικέλας, σε συνεργασία με τον Κουμπερτέν, παρουσίασε στο συνέδριο υπόμνημα, με μοναδικό θέμα την αναβίωση των Αγώνων.

Στις 23 Ιουνίου 1894 οι σύνεδροι ψήφισαν ομόφωνα την ανασύσταση του αρχαίου θεσμού, εκφράζοντας την ευχή για τον εορτασμό στην Αθήνα των πρώτων Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων το 1896. Ο Βικέλας ορίστηκε πρόεδρος της νεοσυσταθείσας Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής και ο Κουμπερτέν γραμματέας της.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/545?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-07-27

© SanSimera.gr


 
 
Μιχαήλ Στασινόπουλος

Ανώτατος δικαστικός, πανεπιστημιακός, πολιτικός, λογοτέχνης και ακαδημαϊκός. Διετέλεσε πρώτος Πρόεδρος της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας, μέχρι την ψήφιση του Συντάγματος του 1975.

Γεννήθηκε στις 27 Ιουλίου 1903 στη Μεσσήνη και μεγάλωσε στην Καλαμάτα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αναγορεύθηκε διδάκτωρ νομικής το 1934. Το 1937 διορίσθηκε Υφηγητής Διοικητικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1943 τακτικός Καθηγητής της Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών, της οποίας διετέλεσε πρύτανης από το 1951 έως το 1958. Το 1929 εισήλθε στο δικαστικό σώμα ως εισηγητής στο Συμβούλιο της Επικρατείας, του οποίου διετέλεσε Πρόεδρος από το 1966 έως το 1969, οπότε αποπέμφθηκε επειδή εξέδωσε απορριπτική απόφαση για τη νομιμότητα του δικτατορικού καθεστώτος.


Την τριετία 1948 - 1951 ήταν πρόεδρος της επιτροπής που συνέταξε τον Υπαλληλικό Κώδικα κι ένα χρόνο αργότερα ανέλαβε για πρώτη φορά κυβερνητική θέση ως Υπουργός Προεδρίας και Εργασίας στην υπηρεσιακή κυβέρνηση του Δημητρίου Κιουσόπουλου. Τη διετία 1951 - 1953 διετέλεσε Πρόεδρος του ΕΙΡ και στη συνέχεια της Λυρικής Σκηνής (1953 - 1954). Το 1958 υπηρέτησε επί δίμηνο ως Υπουργός Προεδρίας στην Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου.

Ο Μιχαήλ Στασινόπουλος ανέπτυξε πλούσια συγγραφική δραστηριότητα. Πρωτοεμφανίστηκε ως λογοτέχνης στο περιοδικό «Μούσα» (1920 - 1923). Δημοσίευσε πολυάριθμα επιστημονικά συγγράμματα και λογοτεχνικά έργα, καθώς και μεταφράσεις έργων γάλλων ποιητών και πεζογράφων. Το 1968 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1978 εξελέγη πρόεδρός της. Κατά τα έτη 1969 και 1970 προτάθηκε από τον Πρόεδρο του Γαλλικού Συμβουλίου Επικρατείας Ρενέ Κασέν ως υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης, λόγω της ενεργού αντίθεσής του με το δικτατορικό καθεστώς.

Στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974 εξελέγη πρώτος βουλευτής Επικρατείας με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Παραιτήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου, δέκα ημέρες μετά το δημοψήφισμα που κατάργησε τη Βασιλεία, όταν η νέα Βουλή τον εξέλεξε προσωρινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας με 206 ψήφους. Παρέμεινε στο ανώτατο αξίωμα της χώρας έως τις 19 Ιουλίου 1975, οπότε τον διαδέχθηκε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος.


Το 1976 και το 1978 διορίστηκε εθνικός δικαστής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την εκδίκαση της υπόθεσης της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του διέθεσε περιουσιακά του στοιχεία και συνέστησε το Ίδρυμα «Μιχαήλ Στασινόπουλος», με σκοπό τη χορήγηση υποτροφιών στο Διοικητικό Δίκαιο.

Ο Μιχαήλ Στασινόπουλος πέθανε στις 31 Οκτωβρίου 2002, σε ηλικία 99 ετών.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/280?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-07-27

© SanSimera.gr

Σαμ Σέπαρντ

Σαμ Σέπαρντ υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους θεατρικούς συγγραφείς της γενιάς του. Διακρίθηκε, επίσης ως σεναριογράφος και ηθοποιός του κινηματογράφου. Στην Ελλάδα έγινε ευρύτερα γνωστός από την ταινία του Βιμ Βέντερς «Παρίσι - Τέξας» (1984), της οποίας έγραψε το σενάριο. Η θεματολογία των έργων περιστρέφεται γύρω από την ταυτότητα, την αποτυχία και την φευγαλέα φύση του αμερικανικού ονείρου.

Ο Σάμιουελ Σέπαρντ Ρότζερς ο 3ος γεννήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 1943 στο Φορτ Σέρινταν της πολιτείας Ιλινόις των ΗΠΑ. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος και αγρότης, με ιδιαίτερες επιδόσεις στο ποτό, και η μητέρα του δασκάλα. Μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο ξεκίνησε σπουδές γεωπονικής, αλλά γρήγορα τα παράτησε για να ασχοληθεί με την υποκριτική και το θέατρο.


Το 1963 εγκαταστάθηκε στην Νέα Υόρκη με σκοπό να αφοσιωθεί στο θέατρο. Τα πρώτα θεατρικά του έργα ήταν μια σειρά από μονόπρακτα που είχαν απήχηση στο κοινό των πειραματικών θεάτρων (Off - Off - Broadway).Την θεατρική περίοδο 1965 - 1966 τιμήθηκαν από την εναλλακτική εφημερίδα «The Village Voice» τα έργα του «Σικάγο» («Chicago»), «Η μητέρα του Ίκαρου» («Icarus Mother») και «Ερυθρός Σταυρός» («Red Cross»).

Από το 1971 έως το 1974 έζησε στην Αγγλία. Την περίοδο αυτή ανέβηκαν στο Λονδίνο δύο σημαντικά έργα του «Το δόντι του εγκλήματος («The Tooth of the Crime», 1972) και η «Γεωγραφία ενός ονειρευτή αλόγων» («Geography of a Horse Dreamer», 1974). Στα τέλη τού 1974 άρχισε την συνεργασία του ως μόνιμος θεατρικός συγγραφέας με το «Magic Theater» του Σαν Φρανσίσκο, το οποίο ανέβασε σχεδόν όλα τα επόμενα έργα του.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 οι τεχνικές και τα θέματα που είχε χρησιμοποιήσει ως τότε έφθασαν στην κορύφωσή τους. Στο έργο του «Το μυαλό του φονιά» («The Killer’s Head», 1975), αποτύπωσε τις τελευταίες σκέψεις ενός δολοφόνου λίγο πριν από την εκτέλεσή του στην ηλεκτρική καρέκλα, ενώ στην «Αγγελική πόλη» («Angel City», 1976), αναφέρθηκε στους καταστρεπτικούς μηχανισμούς τής βιομηχανίας τού θεάματος τού Χόλιγουντ. Στο έργο του «Αυτοκτονία σε σι ύφεση» («Suicide in Β - Flat», 1976) χρησιμοποίησε τις δυνατότητες της μουσικής ως έκφρασης του ανθρώπινου χαρακτήρα.


Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 τα έργα του «Η κατάρα τής πεινασμένης τάξης» («Curse of the Starving Class», 1977), «To θαμμένο παιδί» («Buried Child», 1978), που τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ και «Αληθινή Δύση» («True West», 1980) είχαν ως θέματά τους τις ταραγμένες, βίαιες οικογενειακές σχέσεις στην κατακερματισμένη αμερικανική κοινωνία.

Άλλα έργα του ήταν τα: «Λα Τουρίστα» («La Tourista», 1966), «Επιχείρηση κομπιούτερ» («Operation Sidewinder», 1970), «Το αθέατο χέρι» («The Unseen Hand», 1970), «Αποπλάνηση» («Seduced», 1979), «Ένα ψέμα του μυαλού («A Lie of the Mind, 1985), «Ο Θεός της Κόλασης» («The God of Hell», 2004), με θέμα την 11η Σεπτεμβρίου, «Κλωτσώντας ένα ψόφιο άλογο» («Kicking a Dead Horse», 2007), «Το Σωματίδιο του Φόβου (Παραλλαγές του Οιδίποδα)» [A Particle of Dread (Oedipus Variations), 2014]

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο Σαμ Σέπαρντ ασχολήθηκε ξανά με την υποκριτική και κατέκτησε την αναγνώριση των κριτικών. Ως ηθοποιός του κινηματογράφου είχε το κλασικό καλούπι του Χόλιγουντ: άγρια ομορφιά και βαθιά βραχνή φωνή. Η πρώτη του εμφάνιση στην μεγάλη οθόνη έγινε το 1978 στην ταινία του Μπομπ Ντίλαν «Ρενάλντο και Κλάρα» («Renaldo and Clara»), της οποίας συνέγραψε το σενάριο μαζί με τον Ντίλαν.


Στα επόμενα χρόνια πρωταγωνίστησε μεταξύ άλλων στις κινηματογραφικές ταινίες «Οι κατάλληλοι άνθρωποι» («The Right Stuff», 1983) του Φίλιπ Κάουφμαν, κερδίζοντας υποψηφιότητα για Όσκαρ, «Πικρή Γη» («Country», 1984) του Ρίτσαρντ Πιρς και «Τρελός για έρωτα» («Fool for Love», 1985) του Ρόμπερτ Όλτμαν, σε δικό του σενάριο βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό του έργο του 1983.

Συνεργάστηκε επίσης στην συγγραφή των σεναρίων στις ταινίες «Ζαμπρίσκι Πόιντ («Zabriskie Point», 1969) του Μικελάντζελο Αντονιόνι και «Παρίσι, Τέξας» (Paris, Texas, 1984) του Βιμ Βέντερς, με την οποία έγινε γνωστός στην Ελλάδα.

Στην προσωπική του ζωή, ο Σαμ Σέπαρντ είχε αποκτήσει τρία παιδιά με τις δύο γυναίκες της ζωής του, την ηθοποιό Ο-Λαν Τζόουνς και την διάσημη σταρ Τζέσικα Λανγκ, ενώ ενδιάμεσα είχε μια βραχύβια σχέση με την τραγουδοποιό Πάτι Σμιθ.

Ο Σαμ Σέπαρντ πέθανε στο Μίντγουεϊ του Κεντάκι, στις 27 Ιουλίου 2017, σε ηλικία 73 ετών. Έπασχε από αμυοτροφική πλάγια σκλήρυνση (ή ασθένεια του Λου Γκέριγκ), η οποία τελικά τον κατέβαλε.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2042?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-07-27

© SanSimera.gr


 Δημήτριος Πλαπούτας

Ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, στρατιωτικός και πολιτικός.

Ο Δημήτριος Πλαπούτας γεννήθηκε στις 15 Μαΐου 1786 στην Παλούμπα Αρκαδίας και ήταν δευτερότοκος γιος του κλεφταρματολού Νικόλα - Κόλια Πλαπούτα από τον Σουλιμά Μεσσηνίας. Νεαρότατος έγινε αρματολός και σε ηλικία 17 ετών παντρεύτηκε τη Στεκούλα Κολοκοτρώνη, ανιψιά του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, με τον οποίο ταύτισε τον πολεμικό του βίο και τις πολιτικές του θέσεις.


Το 1811, καταδιωκόμενος από τους Τούρκους, κατέφυγε στα Επτάνησα, όπου υπηρέτησε στον Αγγλικό Στρατό ως λοχαγός. Τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στο χωριό και ανέλαβε καπόμπασης στους Δεληγιανναίους. Το 1819 κατέφυγε και πάλι στα Επτάνησα, αφού κατηγορήθηκε για φόνο Τούρκου στην Αλωνίσταινα. Στη Ζάκυνθο μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία.

Κατά την Επανάσταση, επικεφαλής σώματος και υπό τις διαταγές του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, έλαβε μέρος στις περισσότερες επιχειρήσεις (Βαλτέτσι, Λάλα, Τριπολιτσά, Μανιάκι, Ακροκόρινθος, Πάτρα, Δερβενάκια) και διακρίθηκε για τη φρόνηση και την ανδρεία του. Την πολεμική του δραστηριότητα εξιστορεί στο βιβλίο του «Διορθώσεις και Παρατηρήσεις στην Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης του Σπυρίδωνα Τρικούπη». Το 1823 έλαβε τον βαθμό του στρατηγού και μετά την απελευθέρωση διετέλεσε διοικητής χιλιαρχίας ατάκτων στρατευμάτων και το 1832 στρατηγός.

Μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια διετέλεσε πληρεξούσιος Γόρτυνος στην Ε' Εθνική Συνέλευση και από τον Απρίλιο μέλος της Διοικητικής Επιτροπής της Ελλάδας. Συμμετείχε στην τριμελή πρεσβεία, που πήγε στο Μόναχο για να προσφέρει στον πρίγκιπα Όθωνα το στέμμα του Βασιλέα των Ελλήνων.


Την περίοδο της Αντιβασιλείας καταδιώχθηκε ως ρωσόφιλος και μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη κατηγορήθηκε για απόπειρα ανατροπής του καθεστώτος και εσχάτη προδοσία. Αυτός και ο Κολοκοτρώνης συνελήφθησαν το 1833 και δικάσθηκαν από Στρατοδικείο στο Ναύπλιο («Δίκη Κολοκοτρώνη - Πλαπούτα»). Καταδικάσθηκαν σε θάνατο τον Μάιο του 1834, παρά την αντίδραση των δικαστών Τερτσέτη και Πολυζωίδη. Προ της ογκούμενης λαϊκής οργής, η ποινή τους μετατράπηκε σε 20ετή κάθειρξη, ενώ μετά την ενηλικίωση του Όθωνα, το 1835, αμφότεροι αμνηστεύτηκαν.

Μετά τη δικαστική του περιπέτεια συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο στρατό από διάφορες θέσεις και ονομάστηκε επίτιμος υπασπιστής του Όθωνα (1858). Αναμίχθηκε εκ νέου στην πολιτική και πήρε μέρος στην Εθνοσυνέλευση της 3ης Σεπτεμβρίου (1843-1844) εκπροσωπώντας την Καρύταινα, ενώ διατέλεσε βουλευτής Καρύταινας (1844-1847) και Γερουσιαστής (1847-1862).

Σε μεγάλη ηλικία ξαναπαντρεύτηκε με μια γυναίκα αρκετά μικρότερή του, η οποία του χάρισε τη μοναχοκόρη του Αθανασία. Πέθανε στον οικογενειακό πύργο της Παλούμπας στις 27 Ιουλίου του 1864.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/371?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-07-27

© SanSimera.gr