Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας
Ονομαστή ναυμαχία της αρχαιότητας, που διεξήχθη στις 28 ή 29 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ (υπάρχει και η εκδοχή της 22ας Σεπτεμβρίου) στο στενό της Σαλαμίνας, κατά την οποία οι Έλληνες, με μικρές δυνάμεις, αλλά με άριστη τακτική, κατατρόπωσαν τον πανίσχυρο στόλο των Περσών.
Ονομαστή ναυμαχία της αρχαιότητας, που διεξήχθη στις 28 ή 29 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. (υπάρχει και η εκδοχή της 22ας Σεπτεμβρίου) στο στενό της Σαλαμίνας, κατά την οποία οι Έλληνες, με μικρές δυνάμεις, αλλά με άριστη τακτική, κατατρόπωσαν τον πανίσχυρο στόλο των Περσών.
Μετά την πτώση των Θερμοπυλών, οι Πέρσες του Ξέρξη προχώρησαν προς την Αθήνα, την οποία κατέλαβαν εύκολα, γιατί οι Αθηναίοι την είχαν εγκαταλείψει. Είχαν πάρει χρησμό από το μαντείο των Δελφών, πως μόνο «τα ξύλινα τείχη» θα τους έσωζαν και τέτοια θεώρησαν τα καράβια τους, στα οποία και κατέφυγαν. Μερικοί μόνο γέροντες, μη θέλοντας να ακούσουν τον Θεμιστοκλή ότι τα «ξύλινα τείχη» ήταν τα καράβια, έμειναν στην Αθήνα, κλείστηκαν στην Ακρόπολη κι έφτιαξαν γύρω πραγματικά ξύλινα τείχη. Όπως ήταν επόμενο, όταν έφθασαν οι Πέρσες, τούς σκότωσαν κι έκαψαν την Αθήνα. Σχεδόν με την είσοδο των Περσών στην Αθήνα, αγκυροβόλησε στον όρμο του Φαλήρου και ο περσικός στόλος, έχοντας παραπλεύσει την Εύβοια και το Σούνιο.
Οι Αθηναίοι, αφού μετέφεραν τα γυναικόπαιδα για περισσότερη ασφάλεια στην Αίγινα, μπήκαν στα καράβια τους και προετοιμάστηκαν για την αναμέτρηση με τους Πέρσες. Το πολεμικό συμβούλιο των Ελλήνων, που έγινε στη Σαλαμίνα, υπήρξε θυελλώδες. Ο Σπαρτιάτης Ευρυβιάδης πρότεινε να δοθεί η ναυμαχία στον Ισθμό της Κορίνθου, με κυριότερο επιχείρημα ότι σε περίπτωση αποτυχίας θα μπορούσαν να καταφύγουν στο εσωτερικό της Πελοποννήσου και να συνεχίσουν από εκεί τον αγώνα. Μαζί του συντάχθηκαν και οι Κορίνθιοι. Ο Αθηναίος Θεμιστοκλής επέμενε να γίνει η ναυμαχία στη Σαλαμίνα και μαζί του συντάχθηκαν οι Μεγαρείς και οι Αιγινήτες. Πίστευε ότι εάν οι μικρές ελληνικές δυνάμεις αγωνίζονταν σε ανοιχτή θάλασσα με τον τεράστιο σε όγκο περσικό στόλο δεν είχαν καμία ελπίδα νίκης, ενώ αντίθετα ήταν ιδανικό μέρος για τη ναυμαχία το στενό της Σαλαμίνας, όπου τα πολυάριθμα περσικά πλοία δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν.
Κατά τη διάρκεια του συμβουλίου, η ένταση ξεπέρασε τα όρια και μεταξύ των αρχηγών των Ελλήνων ανταλλάχτηκαν βαριές εκφράσεις. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Κορίνθιος στρατηγός Αδείμαντος ειρωνεύτηκε τον Θεμιστοκλή, λέγοντάς του ότι δεν έχει πια πατρίδα, γιατί την Αθήνα την είχαν κυριεύσει οι Πέρσες. Ο Θεμιστοκλής, όμως, του απάντησε περήφανα: «εστίν ημίν πατρίς αι διακόσιαι νήες πεπληρωμέναι», γιατί από τα τριακόσια ελληνικά πλοία, τα διακόσια ήταν αθηναϊκά. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, σε μια στιγμή έντασης, ο Σπαρτιάτης Ευρυβιάδης σήκωσε τη ράβδο του για να χτυπήσει τον Θεμιστοκλή. Εκείνος, τότε, ατάραχος τον αποστόμωσε με το περίφημο: «Πάταξον μεν, άκουσον δε».
Ο Ευρυβιάδης μπορεί να ήταν τυπικά ο αρχηγός των ελληνικών δυνάμεων, αλλά ο Θεμιστοκλής ήταν ο ιθύνων νους της επιχείρησης. Για να επιταχύνει τη ναυμαχία μεταχειρίσθηκε το εξής τέχνασμα: Έστειλε κρυφά στους Πέρσες τον παιδαγωγό του Σίκινο να τους πει ότι δήθεν οι Έλληνες ετοιμάζονται να φύγουν από τη Σαλαμίνα κι αν θέλουν να τους νικήσουν να τρέξουν να τους προλάβουν. Ό Ξέρξης έπεσε στην παγίδα και διέταξε να κυκλώσουν τον ελληνικό στόλο και να αποκλείσουν τη δίοδο υποχώρησής του προς τον Ισθμό της Κορίνθου. Κατά την κρίσιμη αυτή στιγμή, ο πολιτικός αντίπαλος του Θεμιστοκλή κι εξόριστος στην Αίγινα Αριστείδης πέρασε τις γραμμές των Περσών με κίνδυνο τής ζωής του κι έφθασε στο πλοίο του Θεμιστοκλή. Αφού του αποκάλυψε τις κινήσεις του περσικού στόλου, του ανακοίνωσε ότι τώρα που ή πατρίδα τους βρίσκεται σε κίνδυνο ξεχνάει κάθε έχθρα που είχε μαζί του και δέχεται να πολεμήσει ως απλός στρατιώτης κάτω από τις διαταγές του.
Οι Πέρσες παρέταξαν γύρω στα 1.200 πολεμικά πλοία, αν και νεώτερες πηγές τα υπολογίζουν από 600 έως 800, ενώ οι Έλληνες περίπου 371 τριήρεις, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Την αυγή της 28ης ή 29ης Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. οι δύο στόλοι βρέθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο, έτοιμοι για ναυμαχία. Ο Ξέρξης, βέβαιος για τη νίκη του, καθόταν σε χρυσό θρόνο πάνω στο όρος Αιγάλεω, για να απολαύσει το πολεμικό θέαμα.
Πρώτοι όρμησαν οι Έλληνες, ψάλλοντες τον παιάνα: «Ω παίδες Ελλήνων ίτε, ελευθερούτε, πατρίδα, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων·νυν υπέρ πάντων αγών». Άρχισε, τότε, ένας αγώνας άγριος, σκληρός και φοβερός. Τα πολεμικά τραγούδια των Ελλήνων, οι σάλπιγγες, οι πολεμικές κραυγές, οι κρότοι από τα τρομερά έμβολα, οι φωτιές που πετούσαν οι Έλληνες στα περσικά καράβια, οι καπνοί, αλλά προπάντων η ναυτική τέχνη, η παλικαριά και η γενναιότητα των Αθηναίων και των Αιγινητών κατατρόμαξαν τους Πέρσες και τους συμμάχους τους Φοίνικες. Μέχρι το μεσημέρι, η νίκη άρχισε να γέρνει προς τη μεριά των Ελλήνων.
Η μάχη συνεχίστηκε όλη την ημέρα, ώσπου το βράδυ η θάλασσα ήταν γεμάτη από ξύλα και περσικά κορμιά. Οι Πέρσες είχαν νικηθεί. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει ότι οι Πέρσες έχασαν 200 πλοία και οι Έλληνες 40. Κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, ο Αριστείδης σε μια παράλληλη επιχείρηση αποβιβάστηκε στην Ψυττάλεια με ομάδα επίλεκτων Αθηναίων οπλιτών και εξόντωσε την περσική φρουρά, που είχε αναπτυχθεί στη νησίδα του Σαρωνικού.
Ο Ξέρξης, ντροπιασμένος από την ήττα, κατέφυγε με τα υπολείμματα του στόλου του στον Ελλήσποντο. Στην Ελλάδα παρέμεινε ο στρατηγός του Μαρδόνιος με 300.000 άνδρες για τη συνέχιση του αγώνα. Οι Πέρσες δεν είχαν πει ακόμα την τελευταία τους λέξη.
Η περίλαμπρη νίκη των Ελλήνων οφείλεται εν πολλοίς στο στρατηγικό δαιμόνιο του Θεμιστοκλή και στην ανώτερη ναυτική τέχνη των Ελλήνων. Στον Αθηναίο πολιτικό και στρατηγό αποδόθηκαν εξαιρετικές τιμές. Όταν κάποτε προσήλθε στους Ολυμπιακούς Αγώνες ως θεατής, όλοι οι παρευρισκόμενοι τον αποθέωσαν ως σωτήρα της Ελλάδας.
Σπάρταθλον, 1986
Διεθνής αγώνας υπερμαραθωνίου δρόμου 245,3 χιλιομέτρων, με αφετηρία την Αθήνα και τερματισμό τη Σπάρτη, σε ανάμνηση του κατορθώματος του Φειδιππίδη.
Διεθνής αγώνας υπερμαραθωνίου δρόμου 245,3 χιλιομέτρων, με αφετηρία την Αθήνα και τερματισμό τη Σπάρτη. Διεξάγεται κάθε χρόνο από το 1983 την τελευταία Παρασκευή του Σεπτεμβρίου (Το 2024, το Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου), σε ανάμνηση του κατορθώματος του Αθηναίου ημεροδρόμου Φειδιππίδη, τον οποίον έστειλαν οι Αθηναίοι στρατηγοί στη Σπάρτη για να ζητήσει τη βοήθειά της εν όψει της μάχης του Μαραθώνα με τους Πέρσες (490 π.Χ).
Η ιδέα για τη δημιουργία του αγώνα οφείλεται στον βρετανό σμήναρχο Τζον Φόντεν, ο οποίος θέλησε να επαληθεύσει την εξιστόρηση του περιστατικού από τον Ηρόδοτο, που αναφέρει ότι ο Φειδιππίδης διήνυσε την απόσταση Αθήνα - Σπάρτη πεζός μέσα σε δύο ημέρες. Θα επιχειρήσει να διανύσει τη διαδρομή του Φειδιππίδη μαζί με τέσσερις φίλους του στις 8 Οκτωβρίου 1982 και σε λιγότερο από 40 ώρες θα τερματίσουν αυτός και δύο από τους φίλους του στο άγαλμα του Λεωνίδα στη Σπάρτη, επαληθεύοντας πανηγυρικά τη διήγηση του «πατέρα της ιστορίας». Από την επόμενη χρονιά το «Σπάρταθλον» ήταν γεγονός, με διοργανωτή τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό «Διεθνής Σύνδεσμος Σπάρταθλον».
Ο αγώνας είναι πολύ απαιτητικός, όχι μόνο λόγω της απόστασης, αλλά και για τις χρονικές απαιτήσεις περάσματος των σημείων ελέγχου, καθώς και τις καιρικές συνθήκες. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κάθε ένα από τα σημεία ελέγχου έχει τους δικούς του χρονικούς περιορισμούς και ο δρομέας θα πρέπει να φθάσει πριν από τον επίσημο χρόνο κλεισίματος, διότι διαφορετικά θα αποκλειστεί από τον αγώνα.
Οι δρομείς ακολουθούν τη διαδρομή που χάραξε ο Φόντεν και βασίζεται στην περιγραφή του Ηροδότου για το κατόρθωμα του Φειδιππίδη, που έφθασε στη Σπάρτη την επομένη της αναχώρησής του από την Αθήνα, καθώς και σε γνωστά ιστορικά γεγονότα της εποχής εκείνης. Θεωρείται, δε, ως η πλησιέστερη της πορείας που ο Φειδιππίδης θα έπρεπε να είχε ακολουθήσει. Πιστεύεται, λοιπόν, ότι το «Σπάρταθλον» αποτελεί την εγκυρότερη αναπαράσταση της διαδρομής αυτής.
Το έπαθλο για τους αθλητές που θα τερματίσουν στη Σπάρτη, μπροστά από το άγαλμα του Λεωνίδα, είναι ένα κλαδί ελιάς και νερό από τον ποταμό Ευρώτα. Στον αγώνα δεν υπάρχουν χρηματικά βραβεία.
Το ρεκόρ διαδρομής για τους άνδρες κατέχει από το 1984 ο έλληνας υπερμαραθωνοδρόμος Γιάννης Κούρος με 20 ώρες και 25 λεπτά και για τις γυναίκες η πολωνίδα Πατρίτσια Μπερεζνόβσκα από το 2017 με 24 ώρες και 48 λεπτά.
Αποτελέσματα Ανδρών
Έτος Νικητής Χρόνος
1983 ΕλλάδαΓιάννης Κούρος 21:53.00
1984 ΕλλάδαΓιάννης Κούρος 20:25.00
1985 Μ. ΒρετανίαΠάτρικ Μακί 23:18.00
1986 ΕλλάδαΓιάννης Κούρος 21:57.00
1987 ΣουηδίαΡούνε Λάρσον 24:41.00
1988 ΣουηδίαΡούνε Λάρσον 24:42.00
1989 Μ. ΒρετανίαΠάτρικ Μακί 24:32.00
1990 ΕλλάδαΓιάννης Κούρος 20:29.00
1991 ΟυγγαρίαΓιάνος Μπόγκαρ 24:15.31
1992 ΒουλγαρίαΡούσκο Καντίεφ 24:08.13
1993 ΣουηδίαΡούνε Λάρσον 26:57.12
1994 Μ. ΒρετανίαΤζέιμς Τζαρέι 26:15.00
1995 Μ. ΒρετανίαΤζέιμς Τζαρέι 25:59.42
1996 ΓαλλίαΡονάλντ Βουιλεμενό 26:21.00
1997 ΕλλάδαΚώστας Ρέππος 23:37.00
1998 ΕλλάδαΚώστας Ρέππος 25:11.41
1999 ΓερμανίαΓενς Λούκας 25:38.03
2000 ΙαπωνίαΜασαγιούκι Οτάκι 24:01.10
2001 ΒραζιλίαΒάλμιρ Νούνιες 23:18.00
2002 ΙαπωνίαΡιότσι Σεκίγια 23:47.54
2003 ΑυστρίαΜάρκους Τάλμαν 23:28.24
2004 ΓερμανίαΓενς Λούκας 25:49.56
2005 ΓερμανίαΓενς Λούκας 24:20.39
2006 ΗΠΑΣκοτ Τζούρεκ 22:52.18
2007 ΗΠΑΣκοτ Τζούρεκ 23:12.14
2008 ΗΠΑΣκοτ Τζούρεκ 22:20.01
2009 ΙαπωνίαΡιότσι Σεκίγια 23:48.24
2010 ΙταλίαΙβάν Kουντίν 23:03.06
2011 ΙταλίαΙβάν Kουντίν 22:56:45
2012 ΓερμανίαΣτου Tομς 26:28:19
2013 ΠορτογαλίαΖοάο Ολιβέιρα 23:29:08
2014 ΙταλίαΙβάν Kουντίν 22:29:29
2015 ΓερμανίαΦλόριαν Ρόις 23:17:32
2016 ΠολωνίαΑντρέι Ρατζικόφσκι 23:02:00
2017 ΛιθουανίαΑλεξάντρ Σορόκιν 22:04:00
2018 ΙαπωνίαΓιοσιχίκο Ισικάουα 22:54:14
2019 ΟυγγαρίαΤαμάς Μπόντις 23:29:32
2020 Ματαιώθηκε λόγω του Covid-19
2021 ΕλλάδαΦώτης Ζησιμόπουλος 21:57:37
2022 ΕλλάδαΦώτης Ζησιμόπουλος 21:00:50
2023 ΕλλάδαΦώτης Ζησιμόπουλος 19:55:02
Αποτελέσματα Γυναικών
Έτος Νικητής Χρόνος
1983 Μ. ΒρετανίαΈλινορ Άνταμς 32:37.52
1984 ΗΠΑΜαίρη Χάνουντελ-Λάρσον 34:15.10
1985 ΗΠΑΜαίρη Χάνουντελ-Λάρσον 33:23.00
1986 ΓερμανίαΒάλτροντ Ρέισερτ 33:21.00
1987 Μ. ΒρετανίαΧίλαρι Γουόλκερ 31:23.30
1988 ΗΠΑΜαίρη Χάνουντελ-Λάρσον 31:57.23
1989 ΗΠΑΜαίρη Χάνουντελ-Λάρσον 31:57.23
1990 ΓαλλίαΑν-Μαρί Ντεγκουιλέμ 34:07.41
1991 ΓερμανίαΟύρσουλα Μπλάσμπεργκ 34:42.45
1992 Μ. ΒρετανίαΧίλαρι Γουόλκερ 29:49.49
1993 ΓερμανίαΖίγκριντ Λόνσκι 32:34.32
1994 ΓερμανίαΧέλγκα Μπακχάους 30:41.00
1995 ΓερμανίαΧέλγκα Μπακχάους 29:33.00
1996 ΓερμανίαΧέλγκα Μπακχάους 29:50.00
1997 ΓερμανίαΧέλγκα Μπακχάους 30:39.00
1998 ΣουηδίαΜαίρη Λάρσον 28:46.58
1999 ΓαλλίαΑνί Μονότ 35:38.08
2000 ΙαπωνίαΧιρόκο Οκιγιάμα 29:16.37
2001 ΠορτογαλίαΑλζίρα Πορτέλα-Λάριο 30:31.41
2002 ΡωσίαΙρινα Ρεούτοβιτς 28:10.48
2003 ΙαπωνίαΑκίκο Σακαμότο 29:07.44
2004 ΙαπωνίαΚίμι Νότο 29:57.40
2005 ΙαπωνίαΚίμι Νότο 30:23.07
2006 ΙαπωνίαΣούμιε Ιναγκάκι 28:37.20
2007 ΙαπωνίαΑκίκο Σακαμότο 31:09.24
2008 Ν.ΚορέαΣοκ Χόε Χουρ 30.03.22
2009 ΙαπωνίαΣούμιε Ιναγκάκι 27:39.49
2010 Μ. ΒρετανίαΈμιλι Γκέλντερ 30:17.03
2011 ΟυγγαρίαΣίλβια Λούμπικς 29:06:50
2012 Μ. ΒρετανίαΕλίζαμπεθ Χόουκερ 27:02:17
2013 ΟυγγαρίαΣίλβια Λούμπικς 28:03:04
2014 ΟυγγαρίαΣίλβια Λούμπικς 26:53:40
2015 ΗΠΑΚάταλιν Νέιγκι 25:07:13
2016 ΗΠΑΚάταλιν Νέιγκι 25:22:26
2017 ΠολωνίαΠατρίτσια Μπερεζνόβσκα 24:48:00
2018 ΟυγγαρίαΣουζάνα Μάραζ 27:05:28
2019 ΟυγγαρίαΣουζάνα Μάραζ 27:15:12
2020 Ματαιώθηκε λόγω του Covid-19
2021 ΛετονίαΝτιάνα Τζαβίζα 25:24:00
2022 ΛετονίαΝτιάνα Τζαβίζα 25:03:41
2023 ΗΠΑΚαμίλ Χέρον 22:35:25
Προφήτης Βαρούχ
Προφήτης του Ισραήλ, μαθητής και γραμματέας του προφήτη Ιερεμία. Η Χριστιανική Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο και τιμά τη μνήμη του στις 28 Σεπτεμβρίου.
Ο Βαρούχ ήταν προφήτης του Ισραήλ, μαθητής, γραμματέας και αχώριστος φίλος του μεγάλου προφήτη Ιερεμία. Στο ομώνυμο βιβλίο του, που περιλαμβάνεται στο Σώμα της Παλαιάς Διαθήκης, προείπε την έλευση του Ιησού Χριστού, γι' αυτό και η Χριστιανική Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο και τιμά τη μνήμη του κάθε χρόνο στις 28 Σεπτεμβρίου. Το όνομα Βαρούχ φέρουν κυρίως πιστοί της Ιουδαϊκής θρησκείας και Προτεστάντες από τις χριστιανικές ομολογίες.
Ο Βαρούχ (ευλογημένος στα Εβραϊκά) έζησε τον 6ο π.Χ. αιώνα και καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Ήταν γιος του Νηρία και αδελφός του Σαρκία, που ήταν ανώτατος αξιωματούχος στην Αυλή του βασιλιά των Ιουδαίων, Σεδεκία. Υπήρξε μαθητής, γραμματέας και αχώριστος φίλος του Ιερεμία και κατέγραψε τις προφητείες του καθ' υπαγόρευσή του. Τις προφητείες αυτές διάβασε στον Ναό της Ιερουσαλήμ και διώχθηκε μαζί με τον Ιερεμία από τον βασιλιά Ιωακείμ.
Μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ (586) έτυχε ευνοϊκής μεταχείρισης από τον Ναβουζαρδάν, διοικητή της φρουράς του Ναβουχοδονόσορα. Αποσύρθηκε μαζί με τον Ιερεμία στη Μασσηφά μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και αργότερα στην Αίγυπτο.
Μετά τον θάνατο του Ιερεμία μετέβη στη Βαβυλώνα ή απήχθη από τον Ναβουχοδονόσορα και ανέγνωσε εκεί το βιβλίο του ενώπιον του βασιλιά Ιεχονία και των αιχμαλώτων. Στη Βαβυλώνα γνώρισε και τον Έσδρα. Ξαναγύρισε στην Ιερουσαλήμ με βοήθεια από εράνους για τους εγκαταλειφθέντες στην Ιουδαία αδελφούς.
Σύμφωνα με μία χριστιανική παράδοση, ο Βαρούχ λιθοβολήθηκε μαζί με τον δάσκαλό του στην Αίγυπτο.
Μπριζίτ Μπαρντό
Γαλλίδα ηθοποιός, σύμβολο του σεξ τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες και μία από τις ομορφότερες γυναίκες όλων των εποχών.
Εγκατέλειψε νωρίς τα καλλιτεχνικά δρώμενα και αφιερώθηκε στην υπεράσπιση των ζώων.
Η Μπριζίτ Αν Μαρί Μπαρντό (Brigitte Anne-Marie Bardot) γεννήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1934 στο Παρίσι. Ο πατέρας της Λουί Μπαρντό (1896 - 1975) ήταν μηχανικός και δούλευε στην οικογενειακή επιχείρηση παραγωγής βιομηχανικών αερίων. Η μητέρα της Μαρί Μισέλ (1912-1978), που είχε σπουδάσει χορό κι έγραφε ποίηση, την ενθάρρυνε να ασχοληθεί με τη μουσική και το χορό. Η μοναδική ομορφιά της νεαρής Μπριζίτ δεν πέρασε απαρατήρητη και στα 15 της ξεκίνησε καριέρα στο χώρο του μόντελινγκ, ποζάροντας σε εξώφυλλα περιοδικών.
Στα 18 της έκανε την πρώτη της εμφάνισή στη μεγάλη οθόνη, κρατώντας ένα μικρό ρόλο στην κωμωδία του Ζαν Μπογιέ «Τρελλός για Αγάπη» («Le trou normand»). Τον ίδιο χρόνο παντρεύτηκε τον γάλλο σκηνοθέτη Ροζέ Βαντίμ (1928-2000), ο οποίος θα την κάνει διάσημη τέσσερα χρόνια αργότερα με τη δραματική ταινία «Και ο Θεός... έπλασε τη γυναίκα» («Et Dieu... crea la femme». Οι περιπέτειες της ταινίας στην Αμερική με τη λογοκρισία συνέβαλαν στη δημιουργία του μύθου της Μπε - Μπε, όπως ήταν επίσης γνωστή με τα γαλλικά αρχικά του ονοματεπωνύμου της.
Η ομορφιά της την έκανε αντικείμενο του πόθου για τον άρρενα πληθυσμό όπου γης και η φήμη της παραβλήθηκε μ’ εκείνη της Γκρέτα Γκάρμπο και της Μάρλεν Ντίτριχ. Οι Γάλλοι διανοούμενοι την ύμνησαν. Η Σιμόν Ντε Μποβουάρ στο δοκίμιό της «Το σύνδρομο της Λολίτας» (1959) περιέγραψε την Μπαρντό ως την «ατμομηχανή της γυναικείας ιστορίας» και τη χαρακτήρισε ως την πρώτη και πιο απελευθερωμένη γυναίκα της μεταπολεμικής Γαλλίας.
Η Μπαρντό χώρισε τον μέντορά της το 1957 και δυο χρόνια αργότερα παντρέυτηκε τον κατά δύο χρόνια μικρότερό της Ζακ Σαριέ, ηθοποιό και παραγωγό, με τον οποίο απέκτησε το μοναδικό της παιδί το 1960, τον Νικολά-Ζακ Σαριέ.
Στα διαλείμματα των κινηματογραφικών της υποχρεώσεων ασχολήθηκε με τη μουσική και ηχογράφησε πολλά δημοφιλή τραγούδια: «Harley Davidson», «Je Me Donne A Qui Me Plait», «Bubble gum», «Contact», «Je Reviendrais Toujours Vers Toi», «L'Appareil A Sous», «La Madrague», «Le Soleil De Ma Vie», «On Demenage», «Sidonie», «Tu Veux, Tu Veux Pas». O Σερζ Γκενζμπούρ, που ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της, έγραψε γι’ αυτήν το 1967 την ερωτική μπαλάντα «Je t' aime… moi no plus» («Σ' αγαπώ…εγώ όχι πια»). Αρνήθηκε να την τραγουδήσει και την έκανε επιτυχία η αγγλίδα στάρλετ Τζέιν Μπίρκιν, που διαδέχτηκε στην καρδιά του Γκενζμπούρ την Μπε-Μπε.
Στη συνέχεια έπαιξε σε ταινίες σπουδαίων Γάλλων σκηνοθετών, όπως του Λουί Μαλ («Ιδιωτική Ζωή», «Βίβα Μαρία»), Ζαν Λικ Γκοντάρ («Η Περιφρόνηση») και του Ανρί Ζορζ Κλουζό («Όσα δεν έσβησε ο άνεμος»). Το 1966 παντρεύτηκε για τρίτη φορά με τον γερμανό πλέι-μπόι Γκίντερ Ζακς (1932-2011), με τον οποίο χώρισε τρία χρόνια αργότερα.
Το 1973, σε ηλικία μόλις 39 χρονών, αποσύρεται από τον καλλιτεχνικό χώρο και αφιερώνεται ψυχή και σώματι στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ζώων, μέσα από το ομώνυμο ίδρυμά της. Συχνά - πυκνά θα στρέψει τα βέλη της κατά των ελληνικών αρχών για την αδιαφορία που επιδεικνύουν στην προστασία των ζώων. Γι’ αυτό το σκοπό θα επισκεφθεί την Αθήνα το 1997 και θα τιμηθεί για τη δράση της από οικολογικές οργανώσεις.
Το 1983 διαγνώστηκε ότι πάσχει από καρκίνο του μαστού. Αρνήθηκε οποιαδήποτε θεραπεία, πιστεύοντας ότι αυτή είναι η μοίρα της. Της άλλαξε γνώμη η φίλη της ηθοποιός Μαρίνα Βλαντί και κυριολεκτικά της έσωσε τη ζωή.
Το 2004 καταδικάσθηκε σε χρηματική ποινή 5.000 ευρώ για πρόκληση ρατσιστικού μίσους, όταν τα έβαλε με τους μουσουλμάνους της Γαλλίας. Από το 1992 είναι παντρεμένη με τον Γάλλο επιχειρηματία Μπερνάρ Ντ’ Ορμάλ (γ. 1941), πρώην σύμβουλο του ακροδεξιού ηγέτη Ζαν Μαρί Λεπέν, γεγονός που στέρησε αρκετά από τη δημοφιλία της.
H Μπριζίτ Μπαρντό τοποθετήθηκε από το γνωστό κινηματογραφικό περιοδικό Empire στην 9η θέση της λίστας με τις 100 πιο σέξι σταρ στην ιστορία του κινηματογράφου (1995) και στην 49η θέση με τις 100 κορυφαίες σταρ του κινηματογράφου (1997).
.Σίλβια Κριστέλ (1952 – 2012)
Ολλανδέζα ηθοποιός, που έγινε γνωστή ως πρωταγωνίστρια της θρυλικής ερωτικής ταινίας Εμμανουέλα.
Η Σίλβια Κριστέλ (Sylvia Kristel) γεννήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1952 στην Ουτρέχτη της Ολλανδίας. Ο γαλλικής καταγωγής πατέρας της διατηρούσε ένα μικρό ξενοδοχείο και όπως αναφέρει στην αυτοβιογραφία της κακοποιήθηκε σεξουαλικά από ένα πελάτη, όταν ήταν εννέα χρονών. Οι γονείς χώρισαν το 1966 και η Σίλβια με τη μικρή της αδελφή Μαριάνε έζησαν με τη μητέρα τους. Ως μαθήτρια ξεχώριζε, καθώς με δείκτη νοημοσύνης 165 κατάφερε να περάσει τέσσερις τάξεις. Ήθελε να γίνει δασκάλα, αλλά σε νεαρή ηλικία αναγκάστηκε να κάνει διάφορες δουλειές, για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Εργάστηκε σε μπαρ, ως γραμματέας σε εταιρεία, ακόμα και σε βενζινάδικο.
Στα 17 της ξεκίνησε να δουλεύει ως μοντέλο και μετά τη νίκη της στον διαγωνισμό Miss TV Europe το 1973, της άνοιξε διάπλατα ο δρόμος για κινηματογραφική καριέρα. Τον επόμενο χρόνο γνώρισε μεγάλη επιτυχία ως πρωταγωνίστρια του σοφτ-πορνό Εμμανουέλα (Emmanuelle), μιας ταινίας που σκηνοθέτησε ο Ζιστ Ζεκέν κι έβαλε το είδος στις καθωσπρέπει κινηματογραφικές αίθουσες, ως αποτέλεσμα της αλλαγής των ερωτικών ηθών τη δεκαετία του '60. Η Εμμανουέλα παραμένει ακόμη και σήμερα μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες του γαλλικού κινηματογράφου. Ακολούθησαν άλλες δύο συνέχειες της ίδιας ταινίας με πρωταγωνίστρια την Κριστέλ.
Στη συνέχεια, η κινηματογραφική της διαδρομή δεν είχε την ανάλογη επιτυχία. Μοναδική εξαίρεση, η ερωτική κωμωδία του 1981 Χαμός στο κρεβάτι μου (Private Lessons). Υποδυόταν μια τριαντάρα νοικοκυρά, η οποία σαγηνεύει ένα 15χρονο μαθητούδι. Δέσμια της εικόνας και του ρόλου της στην Εμμανουέλα, η Κριστέλ δεν κατάφερε να απαγκιστρωθεί από τον ερωτικό κινηματογράφο.
Η προσωπική της ζωή υπήρξε ταραχώδης, βουτηγμένη στα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Βρισκόταν σε διαρκή αναζήτηση της πατρικής φιγούρας, δημιουργώντας δεσμούς και σχέσεις με αρκετά μεγαλύτερους άνδρες. Η πρώτη σημαντική της σχέση ήταν με τον σπουδαίο βέλγο συγγραφέα Ούγκο Κλάους (1929-2008), 27 χρόνια μεγαλύτερό της, με τον οποίο απέκτησε ένα γιο, τον Άρθουρ, γεννημένο το 1975. Το 1979 γνώρισε τον βρετανό ηθοποιό Ίαν ΜακΣέιν, δέκα χρόνια μεγαλύτερό της, ο οποίος της υποσχέθηκε ότι θα τη βοηθήσει να κάνει καριέρα στην Αμερική.
Το ζευγάρι μετακόμισε στο Λος Άντζελες, αλλά η καριέρα της παρέμεινε στάσιμη, με εξαίρεση τη σεξοκωμωδία «Χαμός στο κρεβάτι του». Όπως αφηγείται στο ντοκιμαντέρ του 2005 Hunting Emmanuelle (Κυνηγώντας την Εμμανουέλα), εξαιτίας της εξάρτησής της από την κοκαΐνη και της ανάγκης της για ρευστό, πούλησε στον ατζέντη της για μόλις 150.000 δολάρια τα ποσοστά της στην ταινία, η οποία ξεπέρασε τα 20 εκατομμύρια δολάρια σε εισπράξεις μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Μετά τη διάλυση της σχέσης με τον ΜακΣέιν συνήψε δύο γάμους, με έναν αμερικανό επιχειρηματία και τον γάλλο κινηματογραφικό παραγωγό Φιλίπ Μπλο. Τα τελευταία χρόνια συζούσε με τον βέλγο ραδιοφωνικό παραγωγό Φρεντ Ντε Φρι. Τον Σεπτέμβριο του 2006 κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία της με τίτλο Nue (Γυμνή), με πολλές αποκαλύψεις για την προσωπική ζωή της.
Δεινή καπνίστρια άφιλτρων τσιγάρων από την τρυφερή ηλικία των 11 ετών, προσβλήθηκε το 2002 από καρκίνο στον λάρυγγα, ο οποίος έκανε μετάσταση τους πνεύμονες. Στις 12 Ιουνίου 2012 υπέστη εγκεφαλικό και νοσηλεύτηκε στην εντατική νοσοκομείου του Άμστερνταμ. Πέθανε στον ύπνο της στις 17 Οκτωβρίου 2012, σε ηλικία 60 ετών.
Κομφούκιος (551 – 479 π.Χ.)
Φιλόσοφος με παγκόσμια φήμη, η διδασκαλία του οποίου επηρέασε καθοριστικά τον τρόπο ζωής και σκέψης των κατοίκων της Άπω Ανατολής.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Κομφούκιος (Confucius) γεννήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου του 551 π.Χ. στην πόλη Κιουφου του κινέζικου κρατιδίου Λου. Ήταν γόνος μιας ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας. Η σύλληψή του έγινε εκτός γάμου και τη μέρα της γέννησής του ο πατέρας του ήταν 70 ετών, ενώ η μητέρα του μόλις 15. Τρία χρόνια αργότερα, ο πατέρας του πέθανε.
Ο Κομφούκιος μεγάλωσε σε μια μεταβατική εποχή, κατά την οποία το παλιό φεουδαρχικό σύστημα της Κίνας διασπάστηκε σε επιμέρους κράτη, με αποτέλεσμα να αμφισβητηθεί η αξιοπιστία του συστήματος αξιών, στο οποίο στηριζόταν παραδοσιακά το κινέζικο κράτος. Σε μεγάλο βαθμό ήταν αυτοδίδακτος, αλλά η πολλή εργατικότητά του τού χάρισε και πολλή σοφία.
Ήταν φτωχός, γι’ αυτό κύριο μέλημά του ήταν το πώς θα μετριάσει τον πόνο των ανθρώπων. Υποστήριζε ότι οι κυβερνήτες δεν πρέπει να επιδιώκουν τις απολαύσεις τους, αλλά την ευτυχία των υπηκόων τους. Όραμά του ήταν να επαναφέρει το παλιό ενιαίο φεουδαρχικό κράτος, που είχε καταλυθεί, και το επεδίωξε εκ των έσω. Έπιασε δουλειά ως κατώτερος διοικητικός υπάλληλος στο κρατίδιο του Λου και σταδιακά αναρριχήθηκε μέχρι τη θέση του υπουργού Δικαιοσύνης.
Έπειτα από δεκαετίες σκληρής δουλειάς, διαπίστωσε ότι ήταν αδύνατο να αλλάξει την κατάσταση και παραιτήθηκε, για να ξεκινήσει μία 12ετή περιπλάνηση στην Κίνα. Στα ταξίδια του προσπάθησε ανεπιτυχώς να πείσει διάφορους ηγέτες για τις πολιτικές του πεποιθήσεις και να τους δείξει την πραγματικότητα που αγνοούσαν στην άσκηση της εξουσίας τους.
Απογοητευμένος, ο 67χρονος, πλέον, Κομφούκιος επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, διδάσκοντας στους μαθητές του τη φιλοσοφία του και φροντίζοντας να γίνουν ενάρετοι και ανώτεροι άνθρωποι, ώστε να καταλάβουν κυβερνητικά αξιώματα και να υπηρετήσουν σωστά τον λαό τους. Μετά το θάνατό του, το 479 π.Χ., οι μαθητές του ανέλαβαν να συνεχίσουν τη φιλοσοφική του σχολή.
Ο Κομφουκιανισμός κέρδισε ευρεία αποδοχή, κυρίως διότι οι βασικές αρχές του εξέφραζαν την κινέζικη κοινή γνώμη. Αν και συχνά ακολουθείται από τους Κινέζους κατά τρόπο θρησκευτικό, λόγω κάποιων αναφορών του σε θεολογικά ή πνευματικά θέματα (Θεός, μετά θάνατον ζωή, κ.λπ.), οι αρχές του ξεπερνούν τα όρια της θρησκείας.
Θεμελιώδες θέμα του είναι η συνείδηση της παράδοσης. Στην κοσμοθεωρία του, ο Κομφούκιος τοποθετεί απέναντι στη μοιρολατρική πίστη την ιδέα ενός ουρανού, ο οποίος περικλείει τους ηθικούς νόμους της κοινωνίας που πρέπει να αναγνωρίσει ο άνθρωπος και να προσαρμόσει αντίστοιχα τη συμπεριφορά του. Έτσι, μπορεί να ζει αρμονικά με τον εαυτό του και τους άλλους ανθρώπους.
Λόγω μιας σύνδεσης της διδασκαλίας του από το 2ο αιώνα π.Χ. με τον αυτοκρατορικό θεσμό, οι αξίες που πρεσβεύει ο κομφουκιανισμός, όπως π.χ. η σοφία, η καλοσύνη, η αλληλεγγύη μεταξύ των συγγενών, η ανδρεία κ.ά, αποτελούν ακόμα και σήμερα θεμελιώδεις αξίες της κινέζικης κοινωνίας.
Ελία Καζάν (1909 – 2003)
Ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτης και ηθοποιός, με σημαντική καριέρα στο Χόλιγουντ. Ο Ελία Καζάν (Elia Kazan) γεννήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 1909 στην Κωνσταντινούπολη και το πραγματικό όνομά του ήταν Ηλίας Καζαντζόγλου. Σε ηλικία τεσσάρων ετών μετανάστευσε με τους γονείς του, αρχικώς στη Γερμανία και στη συνέχεια στις ΗΠΑ.
Αποφοίτησε από το τμήμα υποκριτικής του πανεπιστημίου Γέιλ και συνέχισε τις σπουδές του στο Γκρουπ Θίατερ του Λι Στράσμπεργκ. Η πλούσια καριέρα του άρχισε στη δεκαετία του ’30 και το αστέρι του έλαμψε με μεγάλα θεατρικά έργα στο Μπρόντγουεϊ και κινηματογραφικές επιτυχίες στο Χόλιγουντ.
Βραβείο Όσκαρ για τη ταινία «Συμφωνία Κυρίων»
Το 1937, έπειτα από μία ήδη επιτυχημένη πορεία ως ηθοποιός, πέρασε και πίσω από τις κάμερες, ως σκηνοθέτης. Βραβεύθηκε με Όσκαρ για τη «Συμφωνία Κυρίων» (1947) και «Το Λιμάνι της Αγωνίας» (1954), ενώ το 1999 τιμήθηκε για το σύνολο της προσφοράς του στην 7η Τέχνη (1999). Στις μεγάλες επιτυχίες του περιλαμβάνονται, επίσης, οι ταινίες «Λεωφορείον ο Πόθος» (1951), «Ανατολικά της Εδέμ» (1955) και «Αμέρικα, Αμέρικα» (1963).
Στην ιστορία της τέχνης καταγράφονται, ακόμα, οι σκηνοθετικές του προσεγγίσεις στο θεατρικό σανίδι, σε έργα όπως «Λεωφορείον ο Πόθος», «Ο θάνατος του Εμποράκου» και «Λυσσασμένη Γάτα».
Συνιδρυτής του «Actor’s Studio»
Το 1948 υπήρξε συνιδρυτής του περίφημου «Actor’s Studio» στη Νέα Υόρκη, ενός πρότυπου εργαστηρίου για νέους ηθοποιούς, που κατά καιρούς φιλοξένησε πολλά ανερχόμενα αστέρια κι έγινε πνευματικό λίκνο του θεατρικού κόσμου στην Αμερική.
Ωστόσο, ο Ελία Καζάν αμαύρωσε την εικόνα του, όταν το 1952 κατέθεσε στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Υποθέσεων του Γερουσιαστή ΜακΚάρθι, όπου κατονόμασε καλλιτέχνες (και όχι μόνο), που πίστευε ότι ήταν μέλη του Αμερικανικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
Πέθανε στις 28 Σεπτεμβρίου του 2003, στη Νέα Υόρκη.
Μάιλς Ντέιβις (1926 – 1991)
Αμερικανός τρομπετίστας και συνθέτης, με καθοριστική επιρροή στη μουσική του 20ου αιώνα. Υπήρξε ένας από τους πιο εμπνευσμένους μουσικούς της τζαζ, ένας απαράμιλλος σολίστας και πραγματικός καινοτόμος.
Ο Μάιλς Ντιούι Ντέιβις ο τρίτος (Miles Dewey Davis III), όπως είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 26 Μαΐου 1926 στο Όλτον της πολιτείας Ιλινόις. Ήταν το μεσαίο από τα τρία παιδιά μιας ευκατάστατης οικογένειας μαύρων. Ο παππούς του είχε κάνει περιουσία ως λογιστής, αλλά όταν αγόρασε μεγάλη έκταση γης οι λευκοί στράφηκαν εναντίον του.
Ήρθε σε επαφή με τη μαγεία της μουσικής μέσω της ραδιοφωνικής εκπομπής «Ρυθμοί του Χάρλεμ», ακούγοντας Λούις Άρμστρονγκ, Ντιουκ Έλινγκτον, Μπέσι Σμιθ, Κάουντ Μπέιζι και όλους τους σπουδαίους καλλιτέχνες της μαύρης κουλτούρας. Έτσι, σύντομα άρχισε μαθήματα μουσικής και όταν τελείωσε το δημοτικό έπαιζε ήδη ικανοποιητικά τρομπέτα. Στα δεκαέξι του χρόνια θα γίνει μέλος της ένωσης μουσικών και στα μέσα της δεκαετίας του '40 θα βρεθεί στη Νέα Υόρκη για να συναντήσει τον Τσάρλι Πάρκερ και τον Ντίζι Γκιλέσπι και να παίξει μαζί τους.
Γρήγορα η φήμη του θα εξαπλωθεί και θα έρθουν οι πρώτες προσωπικές ηχογραφήσεις, με το ξεκίνημα της δεκαετίας του '50. Συνεργάστηκε με σπουδαίους μουσικούς, όπως ο Σόνι Ρόλινς, ο Θελόνιους Μονκ, ο Τζον Κολτρέιν και ο Τζιλ Έβανς, σε δίσκους - σταθμούς στην ιστορία της τζαζ: «Birth of the cool» (1957), Round about midnight» (1957), «Milestones»(1958), «Kind of blue» (1959) και «Sketches of Spain» (1960). Οι ηχογραφήσεις αυτές είχαν τεράστιο αντίκτυπο, αφού χάραξαν τις κατευθυντήριες γραμμές για το ύφος της κουλ-τζαζ (cool-jazz) και τις τροπικές (modal) προσεγγίσεις της δεκαετίας του '60.
Τo 1970 κυκλοφορεί το περίφημο άλμπουμ «Bitches Brew», συνεργαζόμενος με μία πλειάδα σπουδαίων μουσικών (Γουέιν Σόρτερ, Τζο Ζάβιναλ, Τσικ Κορία, Τζακ Ντετζονέτ, Τζον ΜακΛάφλιν, Ντέιβ Χόλαντ κ.ά.) και θέτει τις βάσεις του τζαζ - ροκ. Την περίοδο αυτή θα στραφεί προς το ροκ και το φανκ, συνεργαζόμενος με τον Τζίμι Χέντριξ και τον Σλάι Στόουν. Θα παραμείνει ανήσυχος ως το τέλος της ζωής του, αναζητώντας και αργότερα νέες ηχητικές εμπειρίες με τον Prince, τους Cameo, ακόμη και με τη μουσική χιπ-χοπ λίγο προτού πεθάνει.
Ως τα μέσα της δεκαετίας του '70 θα ζήσει μία εντονότατη και πολύ δημιουργική ζωή. Δίσκοι, εμφανίσεις, ναρκωτικά, γυναίκες, άστατη ζωή και γρήγοροι ρυθμοί θα τον φέρουν στα άκρα και για πέντε χρόνια θα σταματήσει κάθε μουσική δραστηριότητα. Θα επανέλθει στις αρχές της δεκαετίας του '80, έχοντας πια μόνο εκλάμψεις του παλιού καλού εαυτού του, αν και παρέμεινε πολύ δημιουργικός και πολύ δραστήριος.
To 1990 κυκλοφορεί η «Αυτοβιογραφία» του (στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΣΕΛΑΣ), όπου για πρώτη φορά μιλάει για τον εαυτό του, τη ζωή του και την πολύκροτη καριέρα του. Μιλάει για το πρόβλημα των ναρκωτικών στα μουσικά κυκλώματα, καυτηριάζει το ρατσισμό στην αμερικανική κοινωνία, αλλά πάνω απ’ όλα μιλάει για τη μουσική και τους θρύλους της τζαζ, με τους οποίους κατά καιρούς συνεργάστηκε: τον Τσάρλι Πάρκερ, τον Ντίζι Γκιλέσπι, τον Θελόνιους Μονκ, τον Τσαρλς Μίνγκους, τον Τζον Κολτρέιν και τόσους άλλους.
Ο Μάιλς Ντέιβις έφυγε από τη ζωή στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας στις 28 Σεπτεμβρίου 1991, σε ηλικία 65 ετών.
Για περισσότερο από μισό αιώνα δέσποσε στη μουσική σκηνή της τζαζ, επηρέασε πάρα πολλούς μουσικούς και σφράγισε την εξέλιξη της μουσικής του εικοστού αιώνα όσο λίγοι, πετυχαίνοντας να παραμένει πάντα στην πρωτοπορία των εξελίξεων. Το μουσικό ύφος του είναι από τα πιο λιτά στη σύγχρονη τζαζ, παρ’ όλο που πολλές φορές παρασύρεται σε χειμάρρους φθόγγων. Η ανάπτυξη και ο λυρισμός στους αυτοσχεδιασμούς του είναι εκπληκτικοί. Συνθέσεις του, όπως οι «Nardis», «Four», «Milestones», «Solar», «So What», θεωρούνται κλασικές και ερμηνεύονται πολλές φορές από μουσικούς των νεώτερων γενεών. Ποτέ άλλοτε ο ήχος της τρομπέτας δεν θα ηχήσει με τον ίδιο τρόπο. Ο Μάιλς Ντέιβις ήταν πραγματικά μοναδικός.
Έντουϊν Χαμπλ: Ο ιδρυτής της εξωγαλαξιακής αστρονομίας
(1889 – 1953)
Αμερικανός αστρονόμος, ένας από τους σημαντικότερους του 20ου αιώνα. Απέδειξε ότι τα νεφελώματα είναι άλλοι γαλαξίες και συνεπώς ο δικός μας δεν είναι ο μοναδικός.
Ο αμερικανός αστρονόμος Έντουϊν Χαμπλ (Edwin Hubble) θεωρείται ως ο ιδρυτής της εξωγαλαξιακής αστρονομίας, ενώ προσέφερε την πρώτη μαρτυρία για τη διαστολή του Σύμπαντος.
Ο Έντουϊν Χαμπλ γεννήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 1889 στο Μάρσφιλντ της πολιτείας Μιζούρι των ΗΠΑ. Ο πατέρας του ήταν ασφαλιστής και η μητέρα του φρόντιζε τα του οίκου. Από πολύ μικρός εμφάνισε το ανήσυχο πνεύμα του και τη θέληση για την απόκτηση γνώσεων.
Αγαπημένος του συγγραφέας ήταν ο Ιούλιος Βερν. Είχε όμως και έμφυτη κλίση στον αθλητισμό και η πυγμαχία ήταν ένα από τα αγαπημένα του αθλήματα μαζί με τον στίβο και το μπάσκετ. Ήταν μάλιστα τόσο καλός πυγμάχος που ένας ατζέντης τού πρότεινε να του κλείσει έναν αγώνα με τον τότε παγκόσμιο πρωταθλητή βαρέων βαρών Τζακ Τζάκσον.
Οι σπουδές: Μαθηματικά, αστρονομία και… νομικά
Το μυαλό του νεαρού Έντουιν όμως βρισκόταν όχι απλώς αλλού, αλλά τόσο μακριά όσο δεν φανταζόταν καν η τότε παγκόσμια επιστημονική κοινότητα. Σπούδασε μαθηματικά, αστρονομία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου και πήρε το πτυχίο του το 1910. Στη συνέχεια, για να μη στενοχωρήσει τον πατέρα του, ο οποίος τον ήθελε δικηγόρο, παρακολούθησε με υποτροφία τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και το 1913 έγινε δεκτός στο δικηγορικό σύλλογο της πολιτείας του Κεντάκι.
Στο μυαλό και στην ψυχή του όμως δεν υπήρχε χώρος για τους νόμους της Γης, αλλά για τους νόμους της φυσικής κι έτσι εγκατέλειψε νωρίς τη δικηγορία και αποφάσισε ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά με την αστρονομία. Επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου για να κάνει το διδακτορικό του, συνεργαζόμενος με το Αστεροσκοπείο Γιερκς.
Αποκλειστική απασχόληση με τα νεφελώματα
Από το 1914 ως το 1917 ασχολήθηκε αποκλειστικά με τα νεφελώματα, η μελέτη των οποίων καθόρισε όλη την υπόλοιπη ζωή του. «Κάθε πράξη της ζωής μας αγγίζει κάποια χορδή, η οποία δονείται στην αιωνιότητα» έλεγε ο Χαμπλ και η δική του πράξη, που έμελλε να δονήσει για τα καλά την επιστημονική κοινότητα, ήταν η σύγκρουσή του με τον προϊστάμενό του Χάρλοου Σάπλεϊ.
Ο Σάπλεϊ έγινε διάσημος όταν κατάφερε να προσδιορίσει τον όγκο του Γαλαξία μας. Ωστόσο, υποστήριζε ότι τα νεφελώματα που παρατηρούσαν οι αστρονόμοι βρίσκονταν εντός του δικού μας Γαλαξία και δεν ήταν τίποτε άλλο παρά σύννεφα αποτελούμενα από αέριες μάζες. Η τότε επιστημονική κοινότητα είχε αποδεχθεί χωρίς δεύτερη κουβέντα τις απόψεις του Σάπλεϊ. Ο Χαμπλ όμως είχε σοβαρές επιφυλάξεις…
“Τα νεφελώματα υπάρχουν παντού στο Σύμπαν”
Το 1917 έλαβε το διδακτορικό του και υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά την αφυπηρέτησή του άρχισε να εργάζεται στο Αστεροσκοπείο του Όρους Γουίλσον, όπου είχε πλέον όλη την άνεση να προχωρήσει απρόσκοπτα στις δικές του έρευνες. Από την πρώτη στιγμή δημοσιοποίησε τη διαφωνία του, αναφέροντας ότι τα νεφελώματα όχι μόνο ήταν πολύ σπουδαιότερα από απλά σύννεφα, αλλά υπήρχαν παντού στο Σύμπαν.
Ο Έντουϊν Χαμπλ με τον μαθηματικό Ρίτσαρντ Τόλμαν. Οι παρατηρήσεις του πρώτου και οι υπολογισμοί του δεύτερου έκαναν τον Αϊνστάιν ν' αλλάξει άποψη για το σύμπαν
Αποδεικνύοντας ότι το νεφέλωμα Messier 31 δεν ανήκε στον Γαλαξία μας, όπως όλοι πίστευαν, αλλά βρισκόταν 680.000 έτη φωτός μακριά από εμάς, αλλά και ότι υπάρχουν ανάλογοι σχηματισμοί το φως των οποίων κάνει πάνω από 500 εκατομμύρια χρόνια για να φτάσει στη Γη, ο Χαμπλ άλλαξε άρδην τα δεδομένα. Γιατί πολύ απλά, με όχημα την παραπάνω διαπίστωση, απέδειξε ότι υπήρχαν και άλλοι γαλαξίες στο Σύμπαν και ότι ο δικός μας δεν είναι ο μοναδικός, όπως πίστευαν ως τότε.
Ο «Νόμος του Χαμπλ» και Νόμπελ Φυσικής
Στη συνέχεια απέδειξε ότι το Σύμπαν διαστέλλεται συνεχώς και ότι η Γη δεν είναι φυσικά το κέντρο του Σύμπαντος. «Βάλε έναν παρατηρητή σε όποια γωνιά του Σύμπαντος θέλεις. Θα δει ακριβώς το ίδιο» δήλωσε ο μεγάλος αστρονόμος και αυτό καταχωρίστηκε αμέσως ως ο «Νόμος του Χαμπλ».
Για τα επιτεύγματά του στον τομέα της αστρονομίας τιμήθηκε με πολλά βραβεία, όχι όμως και με το Νόμπελ Φυσικής που το δικαιούταν με βάση το επιστημονικό του έργο, επειδή στα χρόνια του η Σουηδική Ακαδημία που απονέμει τα Νόμπελ δεν αναγνώριζε την αστρονομία ως τομέα της Φυσικής.
Ο θάνατος του Έντουιν Χαμπλ
Ο Χαμπλ έδωσε αγώνες για ν’ αλλάξει αυτή η αντίληψη, που όμως ευοδώθηκαν μετά τον θάνατό του. Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνεται το βιβλίο «Το βασίλειο των νεφελωμάτων» («The Realm of the Nebulae»), που έγινε παγκόσμιο μπεστ σέλερ.
Ο Έντουιν Χαμπλ δεν έπαψε να παρατηρεί συστηματικά τους γαλαξίες μέχρι την ημέρα του θανάτου του από εγκεφαλική αιμορραγία, στις 28 Σεπτεμβρίου 1953, στο Σαν Μαρίνο της Καλιφόρνιας.
To 1977 το αμερικανικό Κογκρέσο έδωσε το πράσινο φως στη NASA για την κατασκευή ενός διαστημικού τηλεσκοπίου, το οποίο θα έδινε εικόνες από σημεία του Σύμπαντος όπου τα επίγεια τηλεσκόπια ήταν αδύνατον να φτάσουν. Κανένας δεν ήξερε πότε θα φτιαχτεί και πώς θα μοιάζει το τηλεσκόπιο αυτό (η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 1990). Το μόνο βέβαιο ήταν ότι θα ονομαζόταν Χαμπλ.
Χέρμαν Μέλβιλ (1819 – 1891)
Εμβληματικός αμερικανός συγγραφέας, γνωστός για τα μυθιστορήματά του με θέματα από την ανοιχτή θάλασσα, από τα οποία ξεχωρίζει ο «Μόμπι Ντικ».
Ο Χέρμαν Μέλβιλ (Herman Melville) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη την 1η Αυγούστου 1819. Ήταν το τρίτο από τα οκτώ παιδιά μιας οικογένειας που καταγόταν από τους πρώτους Σκώτους και Ολλανδούς αποίκους της Νέας Υόρκης. Οι πρόγονοί του είχαν διακριθεί κατά την Αμερικανική Επανάσταση και είχαν αναπτύξει σπουδαία δράση στον σκληρό ανταγωνισμό που χαρακτήριζε τόσο το εμπόριο, όσο και τον πολιτικό βίο του νεοσύστατου κράτους. Το 1826 προσβλήθηκε από οστρακιά, η οποία του προκάλεσε χρόνιο πρόβλημα στην όραση. Μετά τη χρεωκοπία του έμπορου πατέρα του Άλαν Μέλβιλ (1830) και τον θάνατό του (1832), ο νεαρός Χέρμαν αναγκάστηκε να βγει στη βιοπάλη. Μπάρκαρε σ' ένα εμπορικό καράβι, που έκανε τη διαδρομή μεταξύ Νέας Υόρκης και Λίβερπουλ και δούλεψε ως καμαρότος. Η πρώτη του δουλειά και η επαφή του με τη θάλασσα αποτέλεσαν τον πυρήνα του μυθιστορήματός του Ρέντμπερν (Redburn: His First Voyage, 1849).
Το 1835 γράφτηκε στη Σχολή Κλασσικών Σπουδών του Όλμπανι και το 1837 δούλεψε ως γραφιάς και δάσκαλος. Ο Μέλβιλ ήταν κατά βάση αυτοδίδακτος. Οι ιστορίες της Βίβλου με τις οποίες μεγάλωσε αποτέλεσαν τη βάση της μόρφωσής του, που συμπληρώθηκε από τη μελέτη του για τον Σέξπιρ. Η αποτυχία του να βρει μια σταθερή απασχόληση και η τυχοδιωκτική του φύση τον ώθησαν να μπαρκάρει και πάλι τον Ιανουάριο του 1841 ως ναύτης στο φαλαινοθηρικό Ακούσνετ. Τον Ιούλιο του 1842 το πλοίο του αγκυροβόλησε στα νησιά Μαρκέζας του Νότιου Ειρηνικού. Οι περιπέτειες του Μέλβιλ στην περιοχή αυτή έγιναν το θέμα του πρώτου του μυθιστορήματος Typee (1846) ή Περιπέτειες στη χώρα των κανιβάλων, όπως αποδόθηκε στα ελληνικά. Σύμφωνα με την αφήγηση, ο Μέλβιλ κι ένας συνάδελφός του εγκατέλειψαν το πλοίο και έζησαν για τέσσερις μήνες ως φιλοξενούμενοι - αιχμάλωτοι της φυλής των Ταϊπή, τους οποίους ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ανθρωποφάγους. Παρά τους κινδύνους που διέτρεξε, περιγράφει τον τόπο των Ταϊπή, ως ένα ειδυλλιακό τόπο φυγής από τον καταπιεστικό και απειλητικό πολιτισμό.
Στην πραγματικότητα, ο Μέλβιλ ναυτολογήθηκε τον Αύγουστο του 1842 στο αυστραλιανό φαλαινοθηρικό Λούσι Αν. Το περιστατικό μιας ναυτικής ανταρσίας στην οποία ο Μέλβιλ έλαβε μέρος και τις περιπέτειες που ακολούθησαν αποτελεί το θέμα του επόμενου βιβλίου του Omoo (Όμου), γραμμένο σε εύθυμο τόνο το 1847. Κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών του ωρίμασε ο σαρκασμός του για τις ταπεινώσεις και την εκμετάλλευση των ιθαγενών από τους αποίκους και προπαντός από τους ιεραποστόλους.
Το 1843 ο Μέλβιλ πήγε στη Χαβάη, όπου έπιασε δουλειά σ' ένα γραφείο και σ' ένα βιβλιοπωλείο. Σύντομα, όμως, έφτασε στη Χονολουλού το παλιό του πλοίο, το Ακούσνετ, που έψαχνε για λιποτάκτες. Φοβούμενος μήπως τον βρουν και τον ξαναπάρουν στο φαλαινοθηρικό, ο Μέλβιλ έσπευσε να μπει σ' ένα αμερικάνικο πολεμικό πλοίο ως απλός ναύτης. Δεκατέσσερις μήνες αργότερα έφτασε στο λιμάνι της Βοστώνης. Το 1850 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του White-jacket (Τα άσπρα αμπέχονα), στο οποίο περιγράφει τη ζωή του πάνω στο πολεμικό πλοίο και κατακρίνει τις βαρβαρότητες και ιδιαίτερα το μαστίγωμα, το οποίο συνηθιζόταν τότε στα σκάφη του αμερικανικού ναυτικού. Η κριτική επαίνεσε το βιβλίο και τη θαρραλέα στάση του, η οποία βρήκε ισχυρή πολιτική υποστήριξη.
Στις 4 Αυγούστου 1847 ο Μέλβιλ παντρεύτηκε την Ελίζαμπεθ Σο, κόρη του Λέμιουελ Σο, προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Μασαχουσέτης και παιδικού φίλου του πατέρα του. Το ζεύγος Μέλβιλ απέκτησε τέσσερα παιδιά (δύο αγόρια και δύο κορίτσια), ενώ αγόρασαν κι ένα αγροτόσπιτο στο Πίτσφιλντ της Μασαχουσέτης. Εκεί γνώρισε και συνδέθηκε στενά με τον διάσημο συγγραφέα Ναθάνιελ Χόθορν (Άλικο Γράμμα). Σ' αυτόν αφιέρωσε ο Μέλβιλ το Μόμπι Ντικ, το οποίο εκδόθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1851 στο Λονδίνο κι ένα μήνα αργότερα στις ΗΠΑ.
Ακολούθησαν και άλλα έργα του, όπως ο Πιερ (Pierre, 1852), ένα έντονα αυτοβιογραφικό έργο, που θεωρήθηκε ανήθικο, ο Χαφιές (The Confidence-Man, 1857), μια απελπισμένη σάτιρα για μια Αμερική διεφθαρμένη από τα ευτελή όνειρα του κόσμου του εμπορίου. Ήταν και το τελευταίο του μυθιστόρημα που εκδόθηκε εν ζωή. Εκτός από μυθιστορήματα, ο Μέλβιλ έγραψε και διηγήματα, από τα οποία ξεχωρίζουν τα Μπάρτλεμπι, ο γραφιάς (Bartleby, the Scrivener: A Story of Wall Street, 1853) με ατμόσφαιρα που θυμίζει Κάφκα και Μπενίτο Σερένο (Benito Cereno, 1855), που επικεντρώνεται σε μια εξέγερση σκλάβων πάνω σ' ένα ισπανικό πλοίο.
Χρόνο με το χρόνο, η απήχησή του ως συγγραφέα συνεχώς έφθινε. Από το 1860 είχε στραφεί στην ποίηση και το 1866 αναγκάστηκε να γίνει τελωνειακός στη Νέα Υόρκη για να ζήσει. Έμεινε σ' αυτή τη θέση 19 χρόνια. Το 1878 εξέδωσε το ποίημά του Clarel, που αποτελείται από 16.000 στίχους και αναφέρεται στην επίσκεψή του στους Αγίους Τόπους. Το 1888 εξέδωσε με δικά του έξοδα την ποιητική συλλογή Battle-Pieces and Aspects of War (Σκηνές μαχών και όψεις του πολέμου), η οποία αντλεί τη θεματολογία της από τον πόλεμο, που απασχολούσε πολύ τη σκέψη του, ενώ ένα χρόνο αργότερα θα ακολουθήσει μια δεύτερη ποιητική συλλογή με τίτλο John Marr and other sailors; With Some Sea-Pieces (Ο Τζον Μαρ και άλλοι ναυτικοί, με μερικές αφηγήσεις από τη θάλασσα). Στις 19 Απριλίου του 1891 ολοκλήρωσε το μυθιστόρημά του Billy Budd, το οποίο εκδόθηκε μόλις το 1924. Αναφέρεται στον νεαρό ναύτη Μπίλι Μπάντι, που οργισμένος από μια άδικη κατηγορία, σκοτώνει άθελά του τον σατανικό οπλονόμο του πλοίου και καταδικάζεται σε θάνατο διά απαγχονισμού.
Ο Χέρμαν Μέλβιλ πέθανε σχεδόν ξεχασμένος στις 28 Σεπτεμβρίου 1891 στη Νέα Υόρκη από καρδιακή προσβολή. Το ενδιαφέρον για το έργο του αναζωπυρώθηκε στη δεκαετία του '20, όταν εκδόθηκαν η βιογραφία του από τον Ρέιμοντ Γουίβερ (Herman Melville: Man, Mariner and Mystic, 1921) και το μυθιστόρημά του Μπίλι Μπαντ. Σήμερα αναγνωρίζεται πλέον ως ένας από τους σπουδαιότερους αμερικανούς λογοτέχνες και ο Μόμπι Ντικ ως ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Βιβλία του Χέρμαν Μέλβιλ στα Ελληνικά
Περιπέτειες στη χώρα των κανιβάλων (Ζαχαρόπουλος)
Τρεις απόκληροι: Μπάρτλεμπυ, ο γραφιάς - Ο βιολιστής - Τζίμυ Ρόουζ (Καστανιώτης)
Μόμπι Ντικ (Gutenberg)
Γουάιτ-τζάκετ (Gutenberg)
Η ιστορία του Τάουν-Χο (Gutenberg)
Μπίλλυ Μπαντ και άλλες ιστορίες (Εστία)
Μπενίτο Σερένο (Άγρα)
Το Καμπαναριό (Κέδρος)
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/551?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-09-28