Σαν σήμερα 30 Αυγούστου

Σαν σήμερα 30 Αυγούστου

Μιχαήλ Γκορμπατσόφ: Ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης

Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς πολιτικούς ηγέτες του 20ού αιώνα, καθώς οι προσπάθειές του για την αναμόρφωση της Σοβιετικής Ένωσης οδήγησαν σε βαθιές αλλαγές τόσο στο εσωτερικό της χώρας του όσο και στις διεθνείς σχέσεις. Με τη "περεστρόικα" (αναδιάρθρωση) και τη "γκλάσνοστ" (διαφάνεια), προσπάθησε να μεταρρυθμίσει το κομμουνιστικό σύστημα, αλλά οι αλλαγές αυτές, σε συνδυασμό με τις εξωτερικές και εσωτερικές πιέσεις, οδήγησαν τελικά στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991.

Η διπλωματία του, ιδίως με τις ΗΠΑ, και οι προσπάθειές του για τον περιορισμό των πυρηνικών εξοπλισμών, συνέβαλαν σημαντικά στη μείωση της έντασης του Ψυχρού Πολέμου, και για αυτές τις ενέργειες του απονεμήθηκε το Νόμπελ Ειρήνης το 1990.

 Ωστόσο, η πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος και η κατάρρευση της ΕΣΣΔ έφεραν σημαντικές αλλαγές στη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, με αμφιλεγόμενες συνέπειες που συζητούνται ακόμα και σήμερα.

Άννα Πολιτκόφσκαγια

 

Η Άννα Πολιτκόφσκαγια ήταν ρωσίδα δημοσιογράφος και πολεμική ανταποκρίτρια, σφοδρή επικρίτρια του προέδρου Πούτιν και του πολέμου στην Τσετσενία. Βρέθηκε δολοφονημένη στη Μόσχα το 2006 και παρότι ο φυσικός αυτουργός της δολοφονίας της καταδικάστηκε σε ισόβια, ακόμη εγείρονται ερωτήματα για τον άνθρωπο που όπλισε το χέρι του.

Η Άννα Πολιτκόφσκαγια (Μαζέπα το πατρικό της επώνυμο) γεννήθηκε στις 30 Αυγούστου 1958 στη Νέα Υόρκη, όπου ο ουκρανικής καταγωγής πατέρας της υπηρετούσε ως διπλωμάτης της τότε Σοβιετικής Ένωσης. Σπούδασε δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας και αρχικά δούλεψε ως ρεπόρτερ στην «Ιζβέστια», την εφημερίδα που απηχούσε τις απόψεις της σοβιετικής κυβέρνησης.

Η σύλληψη και τα βασανιστήρια

Το 1999 εντάχθηκε στη δημοσιογραφική ομάδα της μικρής αντιπολιτευόμενης εφημερίδας «Νόβαγια Γκαζέτα» και αμέσως μετά κάλυψε δημοσιογραφικά τον αποσχιστικό πόλεμο στη μουσουλμανική ρωσική δημοκρατία της Τσετσενίας (1999-2006), με θάρρος και χωρίς συναισθηματισμούς, καταγγέλλοντας τις ωμότητες των στρατευμάτων και των μυστικών υπηρεσιών της Ρωσίας (ιδιαίτερα της FSB, διαδόχου της KGB). To 2001 συνελήφθη στην Τσετσενία από τις ρωσικές αρχές και υπέστη βασανιστήρια, ακόμη και εικονική εκτέλεση. Επίσης, με την αρθρογραφία της στηλίτευε τη διαφθορά και την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Βλαντιμίρ Πούτιν την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα.

Το 2002 μεσολάβησε ως διαπραγματεύτρια στους Τσετσένους αντάρτες, που είχαν καταλάβει ένα θέατρο της Μόσχας. Τον Σεπτέμβριο του 2004, όταν επιχείρησε να μεταβεί από τη Μόσχα στο βόρειο Καύκασο για να καλύψει τη δραματική κατάληψη του σχολείου στο Μπεσλάν, υπέστη δηλητηρίαση, όταν ήπιε στο αεροπλάνο ένα φλιτζάνι τσάι και μεταφέρθηκε σε σοβαρή κατάσταση στο νοσοκομείο. Η ίδια είχε αποδώσει τότε τη δηλητηρίασή της στις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες.

 

 


Τα επικριτικά βιβλία για τον Πούτιν και η δολοφονία της
Έγραψε δύο βιβλία επικριτικά για τον Πούτιν «Ένας βρόμικος πόλεμος: Μια ρωσίδα ρεπόρτερ στην Τσετσενία» (2001) και «Η Ρωσία του Πούτιν» (2004). Το 2001 τιμήθηκε με το βραβείο της Διεθνούς Αμνηστίας για την αποκαλυπτική της δημοσιογραφία και το 2004 με το βραβείο «Όλαφ Πάλμε» «για το κουράγιο και τη δύναμη που επέδειξε στη δουλειά της κάτω από δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες».


Η Άννα Πολιτκόφσκαγια είχε δεχθεί πολλές απειλές για τη ζωή της και στις 7 Οκτωβρίου 2006, ανήμερα των γενεθλίων του προέδρου Πούτιν, βρέθηκε δολοφονημένη μέσα στο ασανσέρ της πολυκατοικίας όπου διέμενε στο κέντρο της Μόσχας. Ήταν παντρεμένη με τον συνάδελφό της Αλεξάντερ Πολιτκόφσκι, με τον οποίο είχε αποκτήσει δύο παιδιά.

Η δολοφονία της Άννας Πολιτκόφσκαγια προκάλεσε παγκόσμιο ενδιαφέρον. Οργανώσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κυβερνήσεις δυτικών χωρών ζήτησαν την άμεση διαλεύκανση της δολοφονίας της ηρωικής και μαχητικής δημοσιογράφου. Τον Μάρτιο του 2008 οι ρωσικές αρχές, με τη βοήθεια της βελγικής αστυνομίας, ανακοίνωσαν τη σύλληψη τριών Τσετσένων. Στη δίκη κατατέθηκε ότι ένας από αυτούς ήταν πράκτορας της FSB και ότι πίσω από τη δολοφονία βρισκόταν ο ισχυρός άνδρας της Τσετσενίας Ραμζάν Καντίροφ, σύμμαχος του Πούτιν.

Οι κατηγορούμενοι αρχικά αθωώθηκαν, αλλά η δίκη τους επαναλήφθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ρωσίας και το 2014 ο φυσικός αυτουργός της δολοφονίας Ρουστάμ Μαχμούντοφ καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Ωστόσο, ακόμη αναζητείται ο ιθύνων νους της δολοφονίας της Άννας Πολιτκόφσκαγια.

 Η δολοφονική απόπειρα κατά του Λένιν

Στις 30 Αυγούστου 1918, ο Βλαντιμίρ Λένιν, ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, έγινε στόχος δολοφονικής απόπειρας στη Μόσχα. Η επίθεση συνέβη αμέσως μετά την ολοκλήρωση μιας ομιλίας του σε εργοστάσιο, όταν η Φάνια Καπλάν, μια γυναίκα με μακρά ιστορία στον επαναστατικό αγώνα, τον πλησίασε και τον πυροβόλησε τρεις φορές. Δύο σφαίρες τραυμάτισαν σοβαρά τον Λένιν, αλλά κατάφερε να επιβιώσει, αν και η υγεία του επηρεάστηκε μόνιμα.

Η Καπλάν ήταν υποστηρίκτρια των Σοσιαλεπαναστατών, οι οποίοι αντιτίθεντο στους Μπολσεβίκους, και θεωρούσε τον Λένιν προδότη της επανάστασης. Μετά τη σύλληψή της, εκτελέστηκε χωρίς δίκη λίγες μέρες αργότερα. Το γεγονός αυτό, μαζί με τη δολοφονία του Μοϊζέι Ουρίτσκυ, πυροδότησε την έναρξη της περιόδου της «Ερυθράς Τρομοκρατίας», κατά την οποία χιλιάδες αντιφρονούντες του καθεστώτος εκτελέστηκαν.

Άγιος Αλέξανδρος


 Άγιος Αλέξανδρος

Ο Άγιος Αλέξανδρος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, είναι γνωστός για την αρετή και την αφοσίωσή του στην Εκκλησία. Γεννημένος στην Καλαβρία της Ιταλίας, αφιερώθηκε από μικρός στον Θεό. Το 314, διαδέχθηκε τον Μητροφάνη ως Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν παρών στην Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 325, όπου συνέβαλε στην καταδίκη της αίρεσης του Αρείου. Ο Άγιος Αλέξανδρος κοιμήθηκε ειρηνικά το 337.

Η μνήμη του εορτάζεται στις 30 Αυγούστου, και την ημέρα αυτή γιορτάζουν τα ονόματα Αλέξανδρος και Αλεξάνδρα.

Γουόρεν Μπάφετ

Ο Γουόρεν Μπάφετ είναι ένας από τους πιο επιτυχημένους επενδυτές στον κόσμο, με την προσωπική του περιουσία να φτάνει τα 67,5 δισεκατομμύρια δολάρια το 2020, καθιστώντας τον τέταρτο στη λίστα των πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου. Γεννήθηκε στις 30 Αυγούστου 1930 στην Ομάχα της Νεμπράσκα, και σπούδασε οικονομικά στα πανεπιστήμια της Νεμπράσκα και Κολούμπια. Το 1965 ανέλαβε τον έλεγχο της Berkshire Hathaway, την οποία μετέτρεψε σε ένα ισχυρό επενδυτικό όχημα.

Ο Μπάφετ είναι γνωστός για τη μετρημένη ζωή του και την αποφυγή πολυτελών δαπανών, παρά τη μεγάλη του περιουσία. Το 2006 ανακοίνωσε ότι θα διαθέσει το 80% της περιουσίας του σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, με κύριο παραλήπτη το Ίδρυμα Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2008, ο Μπάφετ έκανε κερδοφόρες επενδύσεις που ενίσχυσαν περαιτέρω την φήμη του. Το 2011 τιμήθηκε με το Προεδρικό Μετάλλιο Ελευθερίας από τον τότε πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα.

Μαρκ Ριμπού

Ο γάλλος Μαρκ Ριμπού υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους φωτορεπόρτερ, οι φωτογραφίες του οποίου κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν μοναδικές στιγμές από τον πόλεμο του Βιετνάμ μέχρι την καθημερινή ζωή στο Παρίσι. Έγινε διάσημος από τη φωτογραφία που τράβηξε το 1967, κατά την διάρκεια πορείας κατά του Πολέμου στο Βιετνάμ και είναι γνωστή ως «το κορίτσι με το λουλούδι». Απεικονίζει ένα κορίτσι, την Τζέιν Ρόουζ Κασμίρ, να κρατάει ένα λουλούδι, ενώ μπροστά της βρίσκονται παραταγμένοι στρατιώτες με τα όπλα στραμμένα εναντίον της. Μετρ του ασπρόμαυρου, αντιμετώπιζε την επικαιρότητα με ευαισθησία και όπως εξηγούσε, φωτογράφιζε «όπως ένας μουσικός σιγοτραγουδάει».


Ο Μαρκ Ριμπού γεννήθηκε στις 24 Ιουνίου 1923 στην πόλη Σεν-Ζενί-Λαβάλ της νοτιοανατολικής Γαλλίας σε μια πολυμελή αστική οικογένεια. Αδελφός του ήταν Αντουάν Ριμπού, που μεταμόρφωσε την Danone σε μια γιγάντια πολυεθνική εταιρεία αγροδιατροφικών προϊόντων. Ο νεαρός Μαρκ άρχισε τη φωτογραφία σε ηλικία 14 ετών με μια Vest Pocket Kodak που του δώρισε ο πατέρας του.


Κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, πολέμησε στις τάξεις της γαλλικής αντίστασης και μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας ακολούθησε σπουδές μηχανικού. Εργάστηκε για λίγο σε εργοστάσια προτού αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη φωτογραφία.

Το 1953, εντάχθηκε στο δυναμικό του φωτοειδησεογραφικού πρακτορείου Magnum έπειτα από πρόσκληση των ιδρυτών του, Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν και Ρόμπερτ Κάπα. Τον ίδιο χρόνο δημοσιεύεται στο αμερικανικό περιοδικό «Life» η διάσημη φωτογραφία του «Ζωγράφος του Πύργου του Άιφελ», που απεικονίζει έναν εργάτη που βάφει τον Πύργο, να ισορροπεί σαν χορευτής πάνω στην περίφημη μεταλλική κατασκευή.

 

 


Σύντομα ο Ριμπού ξεκινάει ένα ταξίδι στον κόσμο. Θα πάει στην Ινδία, στην κομμουνιστική Κίνα –το 1957 ήταν ένας από τους πρώτους Ευρωπαίους που τη διέσχισαν–, μετά στην Ιαπωνία, όπου βρίσκει το θέμα του πρώτου βιβλίου του, «Γυναίκες της Ιαπωνίας». Το 1960, έπειτα από τρεις μήνες στην Σοβιετική Ένωση καλύπτει την ανεξαρτησία της Αλγερίας και χωρών της υποσαχάριας Αφρικής.


Στις 21 Οκτωβρίου 1967, θα τραβήξει την πιο διάσημη φωτογραφία «το κορίτσι με το λουλούδι» ή όπως είναι ο επίσημος τίτλος της «Η απόλυτη αντιπαράθεση: Το λουλούδι και η ξιφολόγχη» κατά την διάρκεια μιας διαδήλωσης κατά του πολέμου του Βιετνάμ στην Ουάσινγκτον μπροστά από το Πεντάγωνο. Απεικονίζει μια διαδηλώτρια, την 17χρονη Τζέιν Ρόουζ Κασμίρ, να κρατάει ένα χρυσάνθεμο, ενώ μπροστά της βρίσκονται παραταγμένοι στρατιώτες με τα όπλα στραμμένα εναντίον της. Η φωτογραφία αποτέλεσε ένα από τα σύμβολα του αντιπολεμικού κινήματος εκείνης της εποχής, που αποτύπωνε την αθωότητα των »παιδιών των λουλουδιών» απέναντι στην ωμή στρατιωτική δύναμη.

Ανάμεσα στο 1968 και το 1969, ο Ριμπού έκανε φωτορεπορτάζ στο Νότιο, καθώς και στο Βόρειο Βιετνάμ, όπου ήταν ένας από τους ελάχιστους φωτογράφους που κατάφεραν να μπουν. Τη δεκαετία του ’80 επέστρεφε τακτικά στην Ασία, ιδιαίτερα στην Κίνα, τις αλλαγές της οποίας φωτογράφιζε επί 40 χρόνια.

Από το 1974 έως το 1976, διετέλεσε επικεφαλής του Magnum, αλλά το 1979 θα το εγκαταλείψει οριστικά, επειδή δεν του άρεσε ο ανταγωνισμός για τη δόξα που αναπτυσσόταν εκεί, όπως είχε πει σε μια του συνέντευξη.


Έπειτα από πάνω από μισό αιώνα σταδιοδρομίας, με μια φωτογραφική μηχανή πάντα στην τσέπη, συνέχιζε ακούραστα να φωτογραφίζει τον κόσμο, πάντα με το φωτογραφικό φιλμ. «Δοκίμασα την ψηφιακή, ένα απόγευμα, μια φορά», είχε πει. Στα 85 του, φωτογράφισε την άφιξη του Μπαράκ Ομπάμα στον Λευκό Οίκο.

Οι φωτογραφίες του Μαρκ Ριμπού δημοσιεύθηκαν σε πολυάριθμα περιοδικά όπως τα Life, Geo, National Geographic, Paris-Match και Stern. Κέρδισε πολλά βραβεία και έγραψε γύρω στα 15 βιβλία. Φωτογραφίες του εκτίθενται πολύ συχνά σε γκαλερί και μουσεία, στη Γαλλία, το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη.

Ο Μαρκ Ριμπού πέθανε στις 30 Αυγούστου 2016 στο Παρίσι, σε ηλικία 93 ετών. Από τον πρώτο γάμο του με την αμερικανίδα γλύπτρια Μπάρμπαρα Τσέις απέκτησε δύο παιδιά.

 Πτολεμαίος ΙΕ’

Ο Πτολεμαίος Φιλοπάτωρ Φιλομήτωρ Καίσαρ, γνωστός ως Καισαρίων, ήταν ο τελευταίος βασιλιάς της δυναστείας των Πτολεμαίων που κυβέρνησε την Αίγυπτο. Γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου του 47 π.Χ. και ήταν γιος της βασίλισσας Κλεοπάτρας Ζ' και του Ιουλίου Καίσαρα. Το 46 π.Χ, ο Ιούλιος Καίσαρ αναγνώρισε επίσημα τον Καισαρίωνα ως γιο του, αν και νυμφευμένος με την Καλπουρνία, χωρίς όμως παιδιά.

Μετά τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα το 44 π.Χ., η Κλεοπάτρα επέστρεψε στην Αίγυπτο και ο Καισαρίων έγινε συμβασιλέας μαζί της, μετά το θάνατο του Πτολεμαίου ΙΔ'. Το 41 π.Χ., η Κλεοπάτρα συνεργάστηκε με τον Μάρκο Αντώνιο, αλλά μετά την ήττα του στο Άκτιο το 31 π.Χ. από τον Οκταβιανό, η Κλεοπάτρα έστειλε τον Καισαρίωνα στην Ινδία για να τον προφυλάξει.

Το 30 π.Χ., ο Οκταβιανός κατέλαβε την Αίγυπτο και μετά από συμβουλή του Άρειου Δίδυμου, διέταξε τη δολοφονία του Καισαρίωνα στις 30 Αυγούστου του 30 π.Χ., τερματίζοντας τη δυναστεία των Πτολεμαίων και καθιστώντας την Αίγυπτο ρωμαϊκή επαρχία.

Τσαρλς Μπρόνσον: Ο «σκληρός» του σινεμά με το τραχύ πρόσωπο

Ο Τσαρλς Μπρόνσον, γεννημένος ως Τσαρλς Ντένις Μπουτσίνσκι στις 3 Νοεμβρίου 1921, ήταν ένας από τους πιο εμβληματικούς «σκληρούς» του Χόλιγουντ, γνωστός για τους ρόλους του σε ταινίες δράσης και γουέστερν. Μεγαλώνοντας σε συνθήκες ακραίας φτώχειας στην Πενσιλβάνια, ο Μπρόνσον εργάστηκε από μικρός σε ανθρακωρυχείο πριν υπηρετήσει ως πολυβολητής στην αεροπορία κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η καριέρα του στον κινηματογράφο ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1950, με μικρούς ρόλους σε ταινίες, και σύντομα ξεχώρισε σε εμβληματικά έργα όπως το γουέστερν «Και οι επτά ήσαν υπέροχοι» και το πολεμικό δράμα «Η μεγάλη απόδραση». Η μεγαλύτερη επιτυχία του ήρθε με τη σειρά ταινιών «Death Wish», όπου υποδυόταν έναν αρχιτέκτονα που μετατρέπεται σε εκδικητή μετά τη δολοφονία της συζύγου του και τον βιασμό της κόρης του.

Παρά τη σκληρή εικόνα του, η προσωπική του ζωή σημαδεύτηκε από τη στενή σχέση με τη δεύτερη σύζυγό του, Τζιλ Άιρλαντ, η οποία πέθανε από καρκίνο το 1990. Ο Μπρόνσον συνέχισε να εργάζεται στον κινηματογράφο μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Έφυγε από τη ζωή στις 30 Αυγούστου 2003, σε ηλικία 81 ετών, αφήνοντας πίσω του μια κληρονομιά σκληρών αλλά αξέχαστων κινηματογραφικών ρόλων.
 
 

Γκλεν Φορντ

Ο Γκλεν Φορντ, γεννημένος την 1η Μαΐου του 1916 στο Κεμπέκ του Καναδά, ήταν ένας από τους θρυλικούς ηθοποιούς της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ. Η οικογένειά του μετακόμισε στην Καλιφόρνια, όπου ο Φορντ ξεκίνησε την καριέρα του στον κινηματογράφο το 1939, αποσπώντας θετικές κριτικές ακόμα και όταν οι ταινίες στις οποίες συμμετείχε δεν ήταν ποιοτικά αντάξιες του ταλέντου του.

Το 1946, ο Φορντ πρωταγωνίστησε δίπλα στην Μπέτι Ντέιβις στην ταινία Κλεμμένη Ευτυχία και στη συνέχεια με τη Ρίτα Χέιγουορθ στο κλασικό φιλμ Τζίλντα, ερμηνείες που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους ηθοποιούς της εποχής. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, η καριέρα του απογειώθηκε με ταινίες όπως Η Μεγάλη Κάψα (1953) και Η Ζούγκλα του Μαυροπίνακα (1955), που τον έκαναν ευρέως γνωστό.

Παρόλο που ο Φορντ συχνά ενσάρκωνε σκληρούς ή κακούς χαρακτήρες, η προσέγγισή του στους ρόλους αυτούς χαρακτηριζόταν από ευγένεια και εσωτερικότητα, καθιστώντας τους πιο πολυδιάστατους και ανθρώπινους. Ο ίδιος δήλωνε ότι μπροστά στην κάμερα φερόταν όπως στην καθημερινή του ζωή, κάτι που επέτρεπε στο κοινό να ταυτιστεί μαζί του.

Ο Γκλεν Φορντ συμμετείχε σε περισσότερες από 100 ταινίες, μερικές από τις πιο γνωστές του οποίες είναι Η Κόμισσα και ο Γκάνγκστερ, Το Τελευταίο Τρένο για τη Γιούμα, Τέξας, Το Στίγμα της Ακολασίας, Τζουμπάλ και Ο Δαίμων του Ρίο Γκράντε.

Ο Φορντ πέθανε στις 30 Αυγούστου του 2006, στο σπίτι του στο Μπέβερλι Χιλς, όπου ζούσε με τον γιο του, Πίτερ Φορντ, και την οικογένειά του. Η καριέρα του και η συμβολή του στον κινηματογράφο εξακολουθούν να αναγνωρίζονται, καθιστώντας τον μια διαχρονική φιγούρα του Χόλιγουντ.

Μαξ Φάκτορ

Το όνομα Μαξ Φάκτορ (Max Factor) είναι συνώνυμο με τη γυναικεία ομορφιά σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Με την ομώνυμη βιομηχανία ομορφιάς, που ίδρυσε ο νεαρός ρωσοεβραίος το 1909, έφερε την επανάσταση στο χώρο των καλλυντικών με τις καινοτομίες που εισήγαγε, όπως τα λιπ-γκλος, στικ, σκιές, ψεύτικες βλεφαρίδες και το αδιάβροχο μέικ-απ. Άλλωστε, ο Μαξ Φάκτορ ήταν αυτός που εισήγαγε τη λέξη μέικ-απ στην κοσμητολογία.


Η ζωή του Μαξ Φάκτορ ή Μαξ Φάιρσταϊν, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ήταν μια διαρκής περιπέτεια. Γεννήθηκε το 1877 στο Λοτζ της Ρωσίας, που σήμερα ανήκει στην Πολωνία. Ξεκίνησε την καριέρα του στη Μόσχα, φτιασιδώνοντας τις μπαλαρίνες του τσαρικού μπαλέτου. Το 1904, σε ηλικία 27 ετών κι έπειτα από πολλές περιπλανήσεις, καταλήγει στο Λος Άντζελες, όπου ανοίγει το πρώτο του κατάστημα στη θεατρική γειτονιά της πόλης.


Γρήγορα, το όνομά του γίνεται γνωστό, καθώς κερδίζει την εμπιστοσύνη ηθοποιών και της νεοσύστατης τότε κινηματογραφικής βιομηχανίας για τις λύσεις που προτείνει στο μακιγιάζ. Η Τζιν Χάρλοου, η Μπέτι Ντέιβις και όλες οι μεγάλες σταρ του Χόλιγουντ ήταν πελάτισσές του στο σαλόνι ομορφιάς που διατηρούσε κοντά στην περίφημη «Χόλιγουντ Μπούλεβαρντ». Πολλές από τις θεές της μεγάλης οθόνης πόζαραν στις ολοσέλιδες διαφημίσεις του στα περιοδικά της εποχής. Η φίρμα Μάξ Φάκτορ γίνεται παγκόσμια γνωστή σε όλο τον κόσμο και καθορίζει την άποψη για την ομορφιά στον 20ο αιώνα.

Ο Μαξ Φάκτορ έφυγε από τη ζωή στις 30 Αυγούστου του 1938, αφού πρόλαβε με τις λύσεις ομορφιάς που πρότεινε να μεταμορφώσει την απλή γυναίκα σε εκθαμβωτική σταρ ή έστω να της δημιουργήσει την ψευδαίσθηση.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/124?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-08-30

© SanSimera.gr