Σαν σήμερα 30 Ιουλίου

Σαν σήμερα 30 Ιουλίου

Διήμερο δραματικών συμβάντων με την απόπειρα δολοφονίας του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου στο Παρίσι από βασιλόφρονες και τα αντίποινα των βενιζελικών με τη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη στην Αθήνα.
 Διήμερο δραματικών συμβάντων με την απόπειρα δολοφονίας του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου στο Παρίσι (30 Ιουλίου 1920) από βασιλόφρονες αξιωματικούς και τα αντίποινα των βενιζελικών με τη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη στην Αθήνα (31 Ιουλίου 1920). Ήταν ένα ακόμη θλιβερό επακόλουθο του Εθνικού Διχασμού.

Μεσούσης της Μικρασιατικής Εκστρατείας και δύο μέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, που δημιούργησε «την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», ο Ελευθέριος Βενιζέλος πήρε το δρόμο της επιστροφής, κομιστής του μεγάλου αγγέλματος. Κι ενώ βρισκόταν στο σιδηροδρομικό σταθμό Λυών των Παρισίων για να επιβιβασθεί στο Οριάν Εξπρές, δέχθηκε δολοφονική επίθεση από δύο απότακτους βασιλόφρονες αξιωματικούς.


Ο υποπλοίαρχος Απόστολος Τσερέπης εξ Αιτωλικού και ο υπολοχαγός Γεώργιος Κυριάκης εκ Κορίνθου, τον πυροβόλησαν με τα περίστροφά τους δέκα φορές. Τον τραυμάτισαν, ευτυχώς, επιπόλαια στο δεξί χέρι, παρότι ήταν δεινοί σκοπευτές. Η ανάγκη νοσηλείας επέβαλε στον Βενιζέλο να αναβάλει την επιστροφή του για λίγες μέρες στην Αθήνα.

Η είδηση της απόπειρας δολοφονίας του Βενιζέλου έφθασε αρχικά παραποιημένη ως δολοφονία στην Αθήνα, με αποτέλεσμα να οδηγήσει σε μαζική βία εκ μέρους των βενιζελικών (31 Ιουλίου). Παρακρατικές ομάδες επιτέθηκαν και κατέστρεψαν γραφεία αντιπολιτευόμενων εφημερίδων («Καθημερινή», «Ριζοσπάστης»), τυπογραφεία, καταστήματα και θέατρα («Κοτοπούλη»), ενώ επιτέθηκαν και λεηλάτησαν σπίτια πολιτικών της αντιπολίτευσης, όπως του πρώην πρωθυπουργού Στέφανου Σκουλούδη.

Το γεγονός που σημάδεψε την ημέρα ήταν αναμφισβήτητα η δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη, επιφανή εκπροσώπου της αντιβενιζελικής παράταξης και μελλοντικού πρωθυπουργού, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς. Ο Δραγούμης, παρά την προτροπή της ερωμένης του Μαρίκας Κοτοπούλη, έφυγε από το σπίτι του στην Κηφισιά με το μικρό του «Φορντ», έχοντας κατεύθυνση το κέντρο της Αθήνας. Βιαζόταν να κλείσει την ύλη του περιοδικού του «Πολιτική Επιθεώρησις», το οποίο θα κυκλοφορούσε την επομένη.


Μόλις το αυτοκίνητό του έφθασε στο ύψος της βίλας «Θων» (Κόμβος Αμπελοκήπων), στρατιωτικές δυνάμεις της προσωπικής φρουράς του Βενιζέλου («Τάγμα Ασφαλείας») το σταμάτησαν και κατέβασαν τον οδηγό του. Ήταν 3 το μεσημέρι. Ύστερα από διαβουλεύσεις με το στενό συνεργάτη του Βενιζέλου, Εμμανουήλ Μπενάκη και τον επικεφαλής του Τάγματος Ασφαλείας Παύλο Γύπαρη, ο Δραγούμης οδηγήθηκε πεζή σε άγνωστο μέρος, συνοδεία στρατιωτικού αποσπάσματος. Σύμφωνα με αυτόπτη μάρτυρα, στη γωνία των οδών Βασιλίσσης Σοφίας (τότε Κηφισίας) και Παπαδιαμαντοπούλου, ο Δραγούμης έπεσε νεκρός από πυροβολισμούς των στρατιωτών περί την 4η απογευματινή.

Η κηδεία του Δραγούμη έγινε την επομένη και οι φιλοβενιζελικές εφημερίδες («Ελεύθερος Τύπος» του Ανδρέα Καβαφάκη, «Καιροί», «Πατρίς» του Δημητρίου Λαμπράκη), είχαν ακόμη ως κύριο θέμα την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου και στα ψιλά την είδηση της δολοφονίας του Δραγούμη, εντελώς διαστρεβλωμένη.

Τα πνεύματα ηρέμησαν τις επόμενες μέρες, ιδιαίτερα μετά την άφιξη του Ελευθερίου Βενιζέλου στις 17 Αυγούστου με το θωρηκτό «Αβέρωφ» στον Πειραιά, όπου του επιφυλάχθηκε αποθεωτική υποδοχή. Στις 25 Αυγούστου η Βουλή («Βουλή των Λαζάρων») τον ανακήρυξε με ψήφισμά της σε «Ευεργέτη και Σωτήρα της Πατρίδος», ενώ την επομένη συζητήθηκε η δολοφονία Δραγούμη, με «συγγνώμες» και «ψελλίσματα» από πλευράς της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων.

Στις 14 Σεπτεμβρίου εορτάσθηκε με μεγάλη λαμπρότητα στο Παναθηναϊκό Στάδιο η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών. Ο Βενιζέλος επωφελούμενος της μεγάλης του δημοτικότητας προκήρυξε εκλογές για την 1η Νοεμβρίου 1920, τις οποίες, προς γενική κατάπληξη, έχασε πανηγυρικά. Κάποιοι από τους δράστες και των δύο θλιβερών συμβάντων δικάσθηκαν και καταδικάσθηκαν αργότερα.

Ο σουηδός σκηνοθέτης και σεναριογράφος Ίνγκμαρ Μπέργκμαν υπήρξε μια από  τις κορυφαίες και επιδραστικότερες μορφές στην ιστορία της εβδόμης τέχνης.
 
FacebookTwitterLinkedInMessengerViberWhatsAppΑνταλλαγή 
    Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (1918 – 2007)

Ο Σουηδός σκηνοθέτης και σεναριογράφος Ίνγκμαρ Μπέργκμαν υπήρξε μια από τις κορυφαίες και επιδραστικότερες μορφές στην ιστορία της εβδόμης τέχνης. «Είναι πιθανότατα ο μεγαλύτερος κινηματογραφιστής από την ανακάλυψη του κινηματογράφου», είχε δηλώσει ο Γούντι Άλεν το 1988, όταν ο σουηδός μετρ συμπλήρωνε τα 70 του χρόνια.

Ο Μπέργκμαν δημιούργησε ένα έργο μεγάλου συναισθηματικού πλούτου φέροντας στο φως το τραγικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Κύρια θέματα των ταινιών του είναι η αδυναμία ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, η αντιπαράθεση του ανθρώπου με τον εαυτό του και με τον Θεό, η αμφισβήτηση του τελευταίου, η ανάλυση των διαπροσωπικών σχέσεων και κυρίως των σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων και η αναζήτηση του νοήματος της ζωής.


Ο Ερνστ Ίνγκμαρ Μπέργκμαν γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου 1918 στην Ουψάλα και μεγάλωσε στη Στοκχόλμη. Γιος Λουθηρανού πάστορα , δεύτερο από το τρία παιδιά της οικογένειας, έλαβε αυστηρή και ασκητική ανατροφή από την οποία προσπαθούσε αδιάκοπα να απελευθερωθεί. Τα παιδικά του χρόνια, τα οποία χαρακτήριζε «οδυνηρά και μπλεγμένα» τον σημάδεψαν βαθιά και άφησαν τα ίχνη τους στο έργο του.

Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης ιστορία, τέχνη και φιλολογία. Εκεί για πρώτη φορά άρχισε να ασχολείται με πάθος με το θέατρο γράφοντας και παίζοντας σε έργα και σκηνοθετώντας φοιτητικές παραστάσεις. Το 1944, ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα ως σκηνοθέτης στο Δημοτικό Θέατρο του Χέλσινμποργκ.

Τον ίδιο χρόνο συνάντησε τον Καρλ-Άντερς Ντίμλινγκ, διευθυντή της Σουηδικής Βιομηχανίας Κινηματογράφου, που τού ανέθεσε την συγγραφή ενός πρωτότυπου σεναρίου, το οποίο σκηνοθέτησε ο Αλφ Σγιέμπεργκ, ο σημαντικότερος σκηνοθέτης του τότε σουηδικού κινηματογράφου με τίτλο «Φρενίτιδα» («Hets»). Η ταινία γνώρισε τεράστια επιτυχία διεθνώς και άνοιξε τον δρόμο στον Μπέργκμαν για να σκηνοθετήσει την πρώτη ταινία, το 1945, με τίτλο «Κρίση» («Kris»). Το σινεμά γίνεται πλέον θρησκεία για τον Μπέργκμαν. «Το να κάνω ταινίες είναι για μένα ένστικτο, μια ανάγκη όπως αυτές που προέρχονται από την πείνα, την δίψα, τον έρωτα» είχε πει σε μια συνέντευξή του.


Στα μέσα της δεκαετίας του '50 αρχίζει η διεθνής αναγνώριση για τον Μπέργκμαν με τις ταινίες «Χαμόγελα Καλοκαιρινής Νύκτας» (1955), μια γλυκόπικρη κομεντί εποχής, «Η Έβδομη Σφραγίδα» (1956), ένα μεσαιωνικό ηθικοπλαστικό μεσαιωνικό έργο και «Άγριες Φράουλες» (1957), ένας διαλογισμός πάνω στα γηρατειά. Συνεχίζεται με την λεγόμενη «Τριλογία της Σιωπής», που την αποτελούσαν οι ταινίες «Μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη» (1961), «Χειμωνιάτικο Φως» (1961) και «Σιωπή» (1963), που από πολλούς κριτικούς θεωρείται το επιστέγασμα της δημιουργίας του. Τα θέματα που διερευνά σε αυτές τις ταινίες είναι τα όρια ανάμεσα στην λογική και στην τρέλα, στην ανθρώπινη επαφή και την απομόνωση.

Από τα μέσα της δεκαετίας του '60 και μετά εγκαταλείπει τη χρήση συμβολισμών και αλληγοριών που κυριαρχούσαν σε παλαιότερες ταινίες του και περνά σε περισσότερο λιτές σκηνοθεσίες, ερευνώντας κυρίως τη γυναικεία ψυχοσύνθεση και την προσπάθεια του ανθρώπου να γνωρίσει του εαυτό του. Χαρακτηριστικές ταινίες αυτής της περιόδου είναι οι «Κραυγές και Ψίθυροι» (1972), «Σκηνές από ένα Γάμο» (1974) και «Φθινοπωρινή Σονάτα» (1978), που σημειώνουν μεγάλη επιτυχία διεθνώς.

Το 1976, ο Μπέργκμαν εγκαταστάθηκε στη Γερμανία για φορολογικούς λόγους, όπου γύρισε «Το Αυγό του Φιδιού» (1977), μια ταινία για την άνοδο του ναζισμού. Αργότερα επέστρεψε στη Σουηδία και το 1982 γύρισε την ταινία «Φάνι και Αλέξανδρος» το μεγαλοπρεπές έργο-διαθήκη για την παιδική του ηλικία και το πάθος του για το θέαμα.


Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν σκηνοθέτησε πάνω από 60 ταινίες για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, στις πιο πολλές από τις οποίες έγραψε το σενάριο. Δούλεψε στα περισσότερα έργα του με μια αφοσιωμένη ομάδα καλλιτεχνών, όπως οι διευθυντές φωτογραφίας Γκούναρ Φίσερ και Σβεν Νάικβιστ και οι ηθοποιοί Χάριερ και Μπίμπι Άντερσον, Λιβ Ούλμαν, Ίνγκριντ Τούλιν, Μαξ φον Σίντοφ, Έρλαντ Γιόζεφσον και Γκούναρ Μπγιόρνστραντ

Εκτός από τον κινηματογράφο, εργάστηκε στα σημαντικότερα θέατρα της Σουηδίας ανεβάζοντας έργα των Στρίντμπεργκ, Σέξπιρ, Πιραντέλο, Καμί, Γουίλιαμς, Ανούιγ, Μπρεχτ, Τσέχοφ, αλλά και δικά του. Συνολικά σκηνοθέτησε 170 θεατρικές παραστάσεις.

Τιμήθηκε με πλήθος βραβείων, πολιτικών και καλλιτεχνικών , από τα οποία ξεχωρίζουν τα 3 Όσκαρ (και οι 9 υποψηφιότητες), η Χρυσή Άρκτος του Φεστιβάλ του Βερολίνου και ο Χρυσός Φοίνικας του Φεστιβάλ των Κανών. Στοιχεία της ιδιωτικής και της επαγγελματικής του ζωής μετέφερε στα βιβλία του «Laterna Magica», «Εικόνες» και «Τα Παιδιά της Κυριακής», που έγινε ταινία από τον γιο του Ντάνιελ.

Μετά τον θάνατο της πέμπτης και τελευταίας συζύγου του, της Ίνγκριντ φον Ρόζεν το 1995, ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν έμενε μόνος το μεγαλύτερο διάστημα στο νησί Φορέ, βόρεια της Γιουτλάνδης, όπου άφησε την τελευταία του πνοή στις 30 Ιουλίου 2007, σε ηλικία 89 ετών. Από τους πέντε γάμους του απέκτησε οκτώ παιδιά και ένα εκτός γάμου με την πρωταγωνίστρια των ταινιών του Λιβ Ούλμαν.

Μικελάντζελο Αντονιόνι
Βραβευμένος ιταλός σκηνοθέτης. Υπήρξε ανατόμος της γυναικείας ψυχοσύνθεσης και ανέδειξε τη διαβρωτική επίδραση της βιομηχανικής ανάπτυξης.
 
Ο Μικελάντζελο Αντονιόνι (Michelangelo Antonioni) ήταν ιταλός σκηνοθέτης, από τους κορυφαίους δημιουργούς στην ιστορία του κινηματογράφου. Υπήρξε ανατόμος της γυναικείας ψυχοσύνθεσης, ιδιαίτερα με την «Τριλογία της Αλλοτρίωσης» και ανέδειξε τη διαβρωτική επίδραση της βιομηχανικής ανάπτυξης, όχι μόνο στο περιβάλλον, αλλά και στην ψυχική ισορροπία του ατόμου («Η Κόκκινη Έρημος»). Αποκλήθηκε «προφήτης της αλλοτρίωσης» και «ποιητής της ασυνεννοησίας». Η δομή των ταινιών του δεν στρέφεται ποτέ γύρω από την παραδοσιακή πλοκή και την ανάλυση χαρακτήρων. Οι ταινίες του είναι ένα είδος μεταφοράς της ανθρώπινης εμπειρίας παρά η καταγραφή της.

Ο Μικελάντζελο Αντονιόνι γεννήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1912 στη Φεράρα, μία ιστορική πόλη της βόρειας Ιταλίας. Μεγαλωμένος σε μεσοαστικό οικογενειακό περιβάλλον, ενδιαφέρθηκε από νωρίς για την τέχνη και κυρίως για την αρχιτεκτονική και τη ζωγραφική. Σπούδασε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μανιωδώς κινηματογράφο κι έγραφε κριτική κινηματογράφου στην εφημερίδα της γενέτειράς του «Il Corriere Padano», που εξέδιδε ο μεγαλοφασίστας Ίταλο Μπάλμπο.


Το 1939 αποφάσισε να κάνει καριέρα στον κινηματογράφο και κατέβηκε στη Ρώμη για να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Σύντομα έγινε μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού «Cinema», που εξέδιδε ο Βιτόριο Μουσολίνι (γιος του ιταλού δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι), ενώ για μερικούς μήνες παρακολούθησε μαθήματα σε σχολή κινηματογράφου. Στη συνέχεια συνεργάστηκε ως σεναριογράφος σε ταινίες, όπως οι «Pilota ritorna» (1942) του Ρομπέρτο Ροσελίνι, «Οι επισκέπτες της νύχτας» («Les visiteurs du soir») του Μαρσέλ Καρνέ (1942) και αργότερα «Ο Λευκός Σεΐχης» (« Lo Sceicco Bianco», 1952) του Φεντερίκο Φελίνι.

 Ο Αντονιόνι με τη μούσα του Μόνικα Βίτι
Το 1943 ξεκίνησε να γυρίζει την πρώτη του ταινία, το ντοκιμαντέρ «Οι άνθρωποι του Πάδου» («Gente del Ρο»), η ολοκλήρωση του οποίου διακόπηκε από το χάος της ήττας της Ιταλίας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Για ένα διάστημα κέρδιζε το ψωμί του μεταφράζοντας από τα Γαλλικά, ύστερα έγινε κριτικός κινηματογράφου στην αντιστασιακή εφημερίδα «Italia Libera» κι έγραψε μερικά σενάρια που δεν γυρίστηκαν ποτέ. Το 1947 παρουσίασε σε ολοκληρωμένη μορφή την ταινία του, η οποία όχι μόνο επαινέθηκε, αλλά θεωρείται η αφετηρία του μεταπολεμικού ντοκιμαντέρ και προάγγελος του νεορεαλισμού. Το ντοκιμαντέρ του Αντονιόνι άνοιξε νέους δρόμους, καθώς έχει ως θέμα της ανθρώπους (ψαράδες και βαρκάρηδες του Πάδου) και όχι αντικείμενα ή τόπους. 

Ακολούθησαν άλλες έξι μικρού μήκους ταινίες και το 1950 ο Μικελάντζελο Αντονιόνι παρουσίασε την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους με τίτλο «Το χρονικό μιας αγάπης» («Cronaca di un amore»), ένα μελοδραματικό νουάρ, που αμέσως τον επέβαλε ως ένα υπολογίσιμο ταλέντο του ιταλικού κινηματογράφου.


Η εκτίμηση των κριτικών για τον Αντονιόνι έφτασε στο απόγειό της με τη λεγόμενη «Τριλογία της Αλλοτρίωσης», που έχει ως θέμα της τη συναισθηματική αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου των πόλεων και την απουσία της πραγματικής αγάπης στις σχέσεις των ζευγαριών. Την «Τριλογία της Αλλοτρίωσης» συγκροτούν οι ταινίες «Η περιπέτεια» («L ’Avventura», 1960), «Η Νύχτα» («La Notte», 1961), η οποία τιμήθηκε με τη «Χρυσή Άρκτο» του Φεστιβάλ του Βερολίνου και «Στην έξαψη του πάθους» («L’ Eclisse», 1962). Και στις τρεις πρωταγωνιστεί η Μόνικα Βίτι, μούσα και ερωμένη του εκείνη την περίοδο, πλαισιούμενη από τους Γκαμπριέλε Φερτσέτι, Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και Αλέν Ντελόν αντίστοιχα.

Το 1964 γύρισε την πρώτη του έγχρωμη ταινία με τίτλο «Η Κόκκινη Έρημος» («Deserto rosso»), με πρωταγωνίστρια και πάλι τη Μόνικα Βίτι στο ρόλο μιας γυναίκας που διχάζεται ανάμεσα στον άντρα της και σ’ ένα ρομαντικό συνάδελφό του. Στην ταινία του αυτή, ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί το χρώμα για να εκφράσει συναισθήματα. Η προσπάθειά του όμως αυτή θεωρήθηκε από ορισμένη μερίδα κριτικών χοντροκομμένη και διανοητικά εξεζητημένη. Η ταινία απέσπασε το μεγάλο βραβείο («Χρυσός Λέων») του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.

Ακολούθησε η πρώτη του αγγλόφωνη ταινία με τίτλο «Μπλόου-Απ» («Blowup», 1966), που βασίζεται στο διήγημα του Χούλιο Κορτσάσαρ «Τα σάλια του διαβόλου» («Las babas del diablo») και βραβεύτηκε με το «Χρυσό Φοίνικα» του Φεστιβάλ των Καννών την ίδια χρονιά, ενώ ο Αντονιόνι ήταν υποψήφιος για τα Όσκαρ σκηνοθεσίας και σεναρίου το 1967. Με φόντο το ψυχεδελικό και βροχερό Λονδίνο, η ταινία είναι ένα σχόλιο πάνω στην «απάτη» της εικόνας. Ένας φωτογράφος (Ντέιβντ Χέμινγκς) φωτογραφίζει τυχαία σ’ ένα πάρκο ένα αγκαλιασμένο ζευγάρι. Η γυναίκα (Βανέσα Ρεντργκρέιβ) το αντιλαμβάνεται και ζητά το φιλμ. Όταν αυτός της δίνει ένα αντίγραφο και αυτή το μεγεθύνει θα ανακαλύψει ένα πτώμα. Η εμπορική επιτυχία της ταινίας ήταν μεγάλη έκπληξη για όλους, αν και ο μη μυημένος θεατής στο έργο του σκηνοθέτη θα ένιωσε αμηχανία από τη χαρακτηριστική έλλειψη δομής και ξεκάθαρης δράσης

 


Το 1970 γύρισε την πρώτη αμερικανική ταινία του με τίτλο «Ζαμπρίσκι Πόιντ» («Zabriskie Point»), με θέμα τον χιπισμό και το νεανικό κίνημα της δεκαετίας του ‘60. Στο σενάριο της ταινίας συνεισέφερε ο θεατρικός συγγραφέας Σαμ Σέπαρντ, στη μουσική οι Pink Floyd, οι Rolling Stones, οι Grateful Dead, ενώ το κύριο θέμα συνέθεσε ο Ρόι Όρμπισον. Σ’ ένα ρολάκι εμφανίστηκε ο νεαρός τότε Χάρισον Φορντ. Η ταινία τονίζει τα χαρίσματα και τους περιορισμούς του σκηνοθέτη της. Η απεικόνιση της αμερικανικής αστικής κουλτούρας παρουσιάζεται συχνά κοινότοπη και η επιδοκιμασία της νεολαίας επιφανειακή, σύμφωνα με μερίδα της κριτικής. 

Το 1972, με πρόσκληση των κινεζικών αρχών, γύρισε ένα μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ για την Κίνα με τίτλο «Chung Kuo Cina», που έπεσε θύμα της Πολιτιστικής Επανάστασης ως «ρεβιζιονιστικό», αλλά αργότερα εγκρίθηκε από τους διαδόχους του Μάο.

Το μεγάλο ταλέντο και οι καινοτομίες του Αντονιόνι επιβεβαιώθηκαν για μία ακόμη φορά το 1974 με το «Επάγγελμα: ρεπόρτερ» («II passagero»), ταινία με στοιχεία θρίλερ, που καταγράφει, με το γνωστό στιλ του σκηνοθέτη της, τις απεγνωσμένες προσπάθειες ενός ατόμου, το οποίο υποδύεται ο Τζακ Νίκολσον, ν’ αλλάξει προσωπικότητα και να πετύχει μία δεύτερη ευκαιρία στη ζωή του.


Το επιφανειακά αργό, αν και πάντα συναρπαστικό, στυλ του σκηνοθέτη στάθηκε εμπόδιο στην εξεύρεση χρηματοδοτών, γι’ αυτό πέρασαν έξι χρόνια προτού ο Αντονιόνι μπορέσει να γυρίσει άλλη ταινία, κι αυτό μόνο χάρη στην υποστήριξη της ιταλικής δημόσιας τηλεόρασης RAI. Ήταν «Το μυστήριο του Όμπερβαλντ («II mistero di Oberwald», 1980), ταινία βασισμένη στο θεατρικό έργο «Ο δικέφαλος αετός» του Ζαν Κοκτώ, που ο Αντονιόνι δέχτηκε να γυρίσει μόνο και μόνο για να του δοθεί η ευκαιρία να πειραματιστεί τόσο με τη χρήση του βίντεο, όσο και με τα χρώματα. Στην ταινία αυτή ξανασυνάντησε την πρώην ηγερία του Μόνικα Βίτι.

Το 1985 ο Αντονιόνι υπέστη εγκεφαλικό, το οποίο τον άφησε ημιπαράλυτο και άφωνο. Συνέχισε να κάνει ταινίες, όπως το «Πέρα από τα Σύννεφα» («Al di là delle nuvole», 1995), κάποιες σκηνές της οποίας γύρισε ο Βιμ Βέντερς. Το μεγαλύτερο μέρος τους όμως απορρίφθηκε από τον Αντονιόνι κατά τη διάρκεια του μοντάζ.

Το 1995 του απονεμήθηκε τιμητικό Όσκαρ «ως ένας από τους κορυφαίους στιλίστες της εικόνας στην ιστορία του κινηματογράφου». Το 1998 ο μεγάλος δημιουργός βρέθηκε στην Αθήνα για να παραλάβει το ειδικό βραβείο του Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, για το σύνολο του έργου του.

Ο Μικελάντζελο Αντονιόνι πέθανε στις 30 Ιουλίου 2007, σε ηλικία 94 ετών, την ίδια ημέρα με έναν άλλο σπουδαίο κινηματογραφιστή, τον σουηδό σκηνοθέτη Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Παντρεύτηκε δύο φορές, την πρώτη με τη Λετίτσια Μπαλμπόνι (1942-1954) και τη δεύτερη με την κατά σαράντα χρόνια νεότερή του Ενρίκα Φίκο (1986-2007). Η σχέση του με τη Μόνικα Βίτι (1960-1970) άφησε εποχή.

 
Ότο φον Μπίσμαρκ
Πρώσος πολιτικός, από τις σημαντικότερες πολιτικές φυσιογνωμίες του 19ου αιώνα. Έμελλε να γίνει ο δημιουργός και πρώτος καγκελάριος της Γερμανικής Αυτοκρατορίας (Β’ Ράιχ). Αν και συντηρητικών αντιλήψεων, υπήρξε ο πρώτος ευρωπαίος πολιτικός που εισήγαγε γενικό σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων, το οποίο αργότερα κατέστη υπόδειγμα για όλα τα κράτη της Ευρώπης. Δική του είναι η περίφημη φράση «Πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού».

Ο Ότο φον Μπίσμαρκ (Otto von Bismarck) - γνωστός και ως Βίσμαρκ στη χώρα μας - γεννήθηκε στο Σενχάουζεν της Σαξωνίας την 1η Απριλίου 1815. Ο πατέρας του, Φέρντιναντ, ανήκε στην αριστοκρατική τάξη των γιούνκερ (ευπατρίδης γαιοκτήμονας στην Πρωσία) και η μητέρα του Βιλελμίνε Μένκεν ήταν θυγατέρα ενός ανώτατου δημοσίου υπαλλήλου.

Σπούδασε νομικά στα Πανεπιστήμιο Γοτίγγης (Γκέτιγκεν) και Βερολίνου. Ύστερα από μία σύντομη θητεία ως δικαστικός υπάλληλος στο Άαχεν, επέστρεψε για οκτώ ολόκληρα χρόνια στα κτήματα της οικογένειας. Δεν άργησε να αποκτήσει τη φήμη του καρδιοκατακτητή, του γερού πότη και του δεινού ιππέα. Το 1847 παντρεύτηκε τη Γιοχάνα φον Πούτκαμερ και τον ίδιο χρόνο εξελέγη μέλος της πρωσικής Βουλής. Ανήκε στη φιλομοναρχική και συντηρητική πτέρυγα του κοινοβουλίου και διακρινόταν για τη ρητορική του δεινότητα. Στην αρχή ήταν αντίθετος με τη γερμανική ενοποίηση, αλλά σταδιακά άρχισε να αποδέχεται την ιδέα ενός ενωμένου γερμανικού έθνους υπό την ηγεμονία της Πρωσίας.

 
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1862 διορίστηκε πρωθυπουργός της Πρωσίας από τον νέο αυτοκράτορα Γουλιέλμο Α’. Ήδη από τον πρώτο του λόγο στη Βουλή διαφάνηκε το πρώτο δείγμα της πολιτικής του σκέψης: «Τα μεγάλα ζητήματα του παρόντος δεν είναι δυνατό να λυθούν με λόγους και ψηφοφορίες - αυτό υπήρξε το μεγάλο λάθος του 1848 και του 1849 - αλλά με αίμα και σίδερο». Εξαιρετικά ευφυής, οξύθυμος, καιροσκόπος και πανούργος, ο 47χρονος αυτός γιούνκερ, με το επιβλητικό παράστημα και τις πληθωρικές συνήθειες («έτρωγε με το ένα χέρι κεράσια και με το άλλο γαρίδες, και μετά παραπονιόταν ότι δεν μπορεί να κοιμηθεί», θα πει γι’ αυτόν αργότερα ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, Μπέντζαμιν Ντισραέλι) πήρε τη μοίρα της Γερμανίας, την οποία βεβαίως ταύτιζε με την Πρωσία, στα χέρια του. 

Έπειτα από μία σύντομη εκεχειρία, Πρωσία και Αυστρία αποφάσισαν ότι είχε η έρθει ώρα για «αίμα και σίδερο». Ο «Πόλεμος των Επτά Εβδομάδων» ή Αυστρο-Πρωσικός Πόλεμος (14 Ιουνίου – 23 Αυγούστου 1866), στον οποίο έλαβε μέρος ως εθελοντής νοσοκόμος και ο Πρώσος Φρειδερίκος Νίτσε, έληξε με ήττα των Αυστριακών. Ο Βίσμαρκ πέτυχε τη διάλυση της παλαιάς Γερμανικής Ομοσπονδίας, απομακρύνοντας μια για πάντα τον μοναδικό υπολογίσιμο εσωτερικό εχθρό, την Αυστρία. Έπεισε, όμως, τον Γουλιέλμο Α' να αρκεστεί σε μετριοπαθείς όρους ειρήνης, γνωρίζοντας ότι «θα χρειαστούμε την ισχύ της στο μέλλον προς το συμφέρον μας». Η Αυστρία συμφώνησε να αναγνωρίσει «μια νέα μορφή Γερμανίας, χωρίς τη συμμετοχή της Αυστριακής Αυτοκρατορίας» και δημιούργησε μία δυαδική μοναρχία με την Ουγγαρία (Αυστρο-Ουγγαρία).


Για τον Βίσμαρκ, όμως, υπήρχαν εκκρεμότητες. Τα νότια γερμανικά κράτη της Βαυαρίας, της Βάδης και της Βυρτεμβέργης εξακολουθούσαν να εναντιώνονται στην ενοποίησή τους με την Πρωσία και τα λοιπά βόρεια κράτη. Ένας κοινός εχθρός θα του έδινε λύση στο πρόβλημα. Το 1870 ενορχήστρωσε και κέρδισε τον τον Γαλλο-Πρωσικό πόλεμο (19 Ιουλίου 1870 – 10 Μαϊου 1871). Τον Φεβρουάριο του 1871 επέβαλε στη Γαλλία πολεμική αποζημίωση 5.000.000.000 φράγκων, μαζί με την απώλεια της Αλσατίας και της Λωρραίνης (Συνθήκη της Φραγκφούρτης). Ο Βίσμαρκ ήταν πλέον έτοιμος να δημιουργήσει τη νέα Γερμανική Αυτοκρατορία. Καθώς, όμως, δεν είχε ακόμη τη συγκατάθεση ολόκληρου του γερμανικού έθνους, προέβη πρώτα σε πλείστα παρασκηνιακά μαγειρέματα (π.χ. εξαγόρασε τον βασιλιά της Βαυαρίας με μεγάλα ποσά από μυστικά κονδύλια που διέθετε).

 

 
Η ανακήρυξη της νέας Γερμανικής Αυτοκρατορίας πραγματοποιήθηκε στην Αίθουσα των Κατόπτρων των Βερσαλλιών, στις 18 Ιανουαρίου 1871. Αυτοκράτορας στέφθηκε ο Γουλιέλμος Α', ο Βίσμαρκ όμως ήταν ο αδιαφιλονίκητος ήρωας του γερμανικού λαού. Ο ίδιος θεωρούσε την Αυτοκρατορία δημιούργημά του και αντιμετώπιζε κάθε προσωπικό αντίπαλό του ως άσπονδο εχθρό της. 

 

Στις 21 Μαρτίου τιμήθηκε με τον τίτλο του πρίγκιπα και διορίστηκε καγκελάριος του Β' Ράιχ. Ως προς την εσωτερική του πολιτική, υπήρξε ο πρώτος ευρωπαίος πολιτικός που εισήγαγε γενικό σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων, το οποίο παρείχε στους εργάτες κάλυψη για τις περιπτώσεις ατυχημάτων, ασθενείας και γήρατος. Αυτός ο «σοσιαλισμός» του συντηρητικού Βίσμαρκ, που αργότερα κατέστη υπόδειγμα για όλα τα κράτη της Ευρώπης, στόχευε να πλήξει τους σοσιαλδημοκράτες, που αύξαναν ραγδαία τη δύναμή τους.


Ως το 1890, οπότε εξαναγκάστηκε σε παραίτηση, ήταν ένας από τους δεινότερους πηδαλιούχους, όχι μόνο της Γερμανίας, αλλά ολόκληρης της Ευρώπης, κρατώντας τις ισορροπίες μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων και διασφαλίζοντας την ειρήνη για 26 ολόκληρα χρόνια, μετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1878). Στις 18 Μαρτίου 1890 παραιτήθηκε από την καγκελαρία μαζί με τον γιο του Χέρμπερτ, υπουργό των Εξωτερικών, εξαιτίας των διαφορών του με τον νέο αυτοκράτορα Γουλιέλμο Β', που έδειχνε διαθέσεις ανεξαρτησίας και δεν σκόπευε να εξουσιάζεται από τον Βίσμαρκ, όπως ο προκάτοχός του.

Ο «Σιδηρούς Καγκελάριος», όπως επονομάσθηκε, αποσύρθηκε στο κτήμα του στο Φρίντριχσρου της Βόρειας Γερμανίας και αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη σύνταξη των «Σκέψεων και Αναμνήσεών» του («Gedanken und Erinnerungen»), έργου αδιαμφισβήτητης λογοτεχνικής αξίας, αλλά μάλλον αμφισβητήσιμου ως ιστορικής πηγής.

Ο Ότο φον Μπίσμαρκ, πέθανε στο Φρίντριχσρου στις 30 Ιουλίου 1898, σε ηλικία 83 ετών. Η διαμάχη του με τον Γουλιέλμο Β' συνεχίστηκε και μετά θάνατον, αφού η επιγραφή που είχε συντάξει για την επιτύμβια πλάκα του έχει ως εξής: «Αληθινός Γερμανός, θεράπων του αυτοκράτορα Γουλιέλμου Α'».

Σημαντικός Κύπριος ποιητής, το έργο του οποίου τοποθετείται στο χώρο της μεταπολεμικής κυπριακής ποίησης.

Ο Παντελής Μηχανικός γεννήθηκε στις 30 Ιουλίου 1926 στο χωριό Λιμνιά της επαρχίας Αμμοχώστου. Αποφοίτησε από το Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου και την Αμερικανική Ακαδημία της Λάρνακας. Από το 1949 και έως τον θάνατό του εργάστηκε ως τελωνειακός στην Κυβερνητική Υπηρεσία της Κύπρου.


Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1952 από τις σελίδες του περιοδικού «Κυπριακά Γράμματα». Δύο χρόνια αργότερα τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο του ποιητικού διαγωνισμού του περιοδικού «Κυπριακά Γράμματα» για το ποίημά του «Δοκιμασία Ονείρων». To 1957 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Παρεκκλίσεις». Θα ακολουθήσουν άλλες δύο: «Τα δυο βουνά» (1963) και «Κατάθεση» (1975).

Η διαμόρφωσή του ως ποιητή συντελείται μέσω του διαλόγου του με την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη και του Τ.Σ. Έλιοτ. Το έργο του, πέρα από τη δημιουργική αφομοίωση της ποιητικής του μοντερνισμού, άνοιξε το δρόμο για νέες εκφραστικές επιλογές στους κύπριους ποιητές.

O Παντελής Μηχανικός πέθανε στο Λονδίνο στις 20 Ιανουαρίου 1979 από ασθένεια της καρδιάς. Κηδεύτηκε στην Κύπρο δημοσία δαπάνη.

 

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/901?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-07-30

© SanSimera.gr