Τη δεκαετία του ‘30 ήταν ιδιαίτερα παραγωγικός με 6 ποιητικές συλλογές, από τις οποία ξεχωρίζουν «Η Επιστολή του Κύκνου» (1937) και «Το Ταξίδι του Αρχάγγελου» (1938), με τις οποίες πραγματοποιεί μία στροφή στην ποίησή του και απομακρύνεται από το κλίμα του «καρυωτακισμού», όπως διαπιστώνει η κριτική. Την ίδια χρονιά παρουσιάζει και το πρώτο του πεζό, με τίτλο «Το γυμνό παιδί».
Το 1935 παντρεύτηκε με τη φοιτήτρια φιλολογίας Καλλιόπη Αποστολίδη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, την Ευγενία και τον Κώστα, τον μετέπειτα γνωστό σκηνοθέτη. Παράλληλα, έκανε διάφορες περιστασιακές χειρωνακτικές δουλειές για να συντηρήσει την οικογένειά του. Το 1940 τιμήθηκε για πρώτη φορά με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Το μεσουράνημα της φωτιάς».
Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο πολέμησε στην πρώτη γραμμή ως απλός στρατιώτης και αργότερα πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση υπό τη σημαία του ΕΑΜ. Το 1945 απολύθηκε για πολιτικούς λόγους από το Υπουργείο Εργασίας, όπου είχε προσληφθεί το 1938, λόγω της στράτευσής του στην Αριστερά και συγκεκριμένα στο ΚΚΕ.
Το 1948 γνωρίστηκε με τον Άγγελο Σικελιανό και συνδέθηκε μαζί του με στενή φιλία. Την ίδια περίοδο ανέλαβε την αρχισυνταξία του λογοτεχνικού περιοδικού της Αριστεράς «Ελεύθερα Γράμματα», αλλά θα απολυθεί και διαγραφεί από το ΚΚΕ, εξαιτίας του λυρικού δράματος «Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου» (1949).
Παράλληλα με το λογοτεχνικό του έργο εργάστηκε ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες «Αλλαγή», «Ανεξάρτητος Τύπος», «Προοδευτικός Φιλελεύθερος», «Καθημερινά Νέα», «Μάχη», «Ώρα» και στα περιοδικά «Επιστήμη και Ζωή» και «Ελληνικά Χρονικά».
Το 1955 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος Πειραιά (1955-1959) και ανέπτυξε αξιοσημείωτη πολιτιστική δράση, με την ίδρυση του Πειραϊκού Θεάτρου του Δημήτρη Ροντήρη, του Ιστορικού Αρχείου, της Φιλαρμονικής Πειραιώς, και της Δημοτικής Πινακοθήκης.
Το 1956 δημοσίευσε τον συγκεντρωτικό τόμο «Τα ποιήματα 1929-1951», για τον οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το 1958, ύστερα από μία επίσκεψή του στη Σοβιετική Ένωση, δημοσίευσε σειρά άρθρων στην «Επιθεώρηση Τέχνης», για τα οποία κατηγορήθηκε (μαζί με τους Γιάννη Ρίτσο και Μάρκο Αυγέρη) για παράβαση του εμφυλιοπολεμικού νόμου 509/47, αλλά απαλλάχθηκε με βούλευμα. Οι εντυπώσεις του από το ταξίδι του στη Σοβιετική Ένωση περιέχονται στο βιβλίο του «Ο ένας από τους δύο κόσμους». Τα επόμενα χρόνια συνάντησε μεγάλες δυσκολίες οικονομικής επιβίωσης. Ανάμεσα σ’ άλλα, εργάστηκε ως ιματιοφύλακας στο Εθνικό Θέατρο, με παρέμβαση του υφυπουργού Παιδείας Λουκή Ακρίτα.
Μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών (1967), ο Βρεττάκος αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία απ’ όπου ταξίδεψε ανά την Ευρώπη. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη συμμετείχε σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε φεστιβάλ ποίησης, τιμήθηκε από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και επεξεργάστηκε το αυτοβιογραφικό κείμενο «Οδύνη» που εκδόθηκε το 1969 στη Νέα Υόρκη.
Επέστρεψε στην Αθήνα κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης και το 1982 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (το τρίτο της ποιητικής του διαδρομής) για την ποιητική σύνθεση «Λειτουργία Κάτω από την Ακρόπολη». Στις 26 Φεβρουαρίου 1986 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Δηλωτικό της αξίας του έργου του είναι ότι είχε προταθεί τέσσερις φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Λίγο προτού πεθάνει αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο ποιητής με το ρυτιδιασμένο πρόσωπο, το γελαστό βλέμμα και τη μεγάλη καρδιά, έφυγε χαρούμενος, ατενίζοντας τον αγαπημένο του Ταΰγετο, στις 4 Αυγούστου 1991, από το οικογενειακό κτήμα στην Πλούμιτσα Λακωνίας.
Των εν Εφέσω επτά παίδων
Κατά την ύστερη αρχαιότητα και καθ’ όλη τη Βυζαντινή εποχή ήταν διαδεδομένη η παράδοση που σχετιζόταν με τους «επτά κοιμώμενους παίδες» της Εφέσου.
Σύμφωνα με τους συναξαριστές, επτά παιδιά (Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Αντωνίνος και Κωνσταντίνος) κατηγορήθηκαν επί αυτοκράτορα Δέκιου (249-251) για τη χριστιανική τους πίστη. Προκειμένου να αποφύγουν το διωγμό, μοίρασαν όλα τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς και αποσύρθηκαν σε σπήλαιο της Εφέσου, κοιμήθηκαν και ξύπνησαν έπειτα από σχεδόν 200 χρόνια, επί της βασιλείας του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β' του Μικρού (408-440).
Διαδεδομένη, επίσης, ήταν και η παράδοση σύμφωνα με την οποία η Μαρία Μαγδαληνή έφερε στην Έφεσο το λίθο πάνω στον οποίο πλύθηκε το σώμα του Χριστού μετά την Αποκαθήλωση.
Η μνήμη «Των εν Εφέσω επτά παίδων», όπως αναγράφονται στο εκκλησιαστικό εορτολόγιο, τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 4 Αυγούστου και από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στις 27 Ιουλίου. Η μνήμη τους τιμάται και από το Ισλάμ, καθώς υπάρχει σχετική αναφορά στο Κοράνιο (σούρα 18).
Στη Γερμανία, η 27η Ιουνίου είναι αφιερωμένη στους επτά κοιμώμενους παίδες (Siebenschläfertag). Σύμφωνα με την παράδοση, ο καιρός της ημέρας αυτής καθορίζει αν το καλοκαίρι θα είναι βροχερό ή ξηρό.
Λούις Άρμστρονγκ: Ο κορυφαίος τρομπετίστας της τζαζ
Ο Λούις Άρμστρονγκ (Louis Armstrong) ήταν αμερικανός τρομπετίστας της τζαζ, ο πρώτος μεγάλος σολίστας που ανέδειξε το είδος αυτό της μουσικής κι έγινε ο πρεσβευτής του στα πέρατα της οικουμένης. Ήταν γνωστός και με το παρατσούκλι Σάτσμο (Satchmo), παραφθορά της λέξης satchelmouth, δηλαδή «με στόμα σαν σακούλα», επειδή όταν ήταν μικρός συνήθιζε να βάζει τις πενταροδεκάρες που κέρδιζε στο στόμα του για να μην του τις κλέβουν οι συνομίληκοί του.
Ο Λούις Ντάνιελ Άρμστρονγκ γεννήθηκε στη Νέα Ορλεάνη στις 4 Αυγούστου 1900. Το 1922 αφήνει τη Νέα Ορλεάνη και ταξιδεύει με το τρένο για το Σικάγο για να συναντήσει και να ενσωματωθεί στην ορχήστρα του ινδάλματός του, του κορνετίστα Τζο «Κινγκ» Όλιβερ, ξεκινώντας έτσι ένα καινούργιο κεφάλαιο της ζωής του που θα τον φέρει σύντομα στη Νέα Υόρκη, στην Καλιφόρνια και από εκεί στην Ευρώπη (για πρώτη φορά το 1932 στην Αγγλία) και σε ολόκληρο τον κόσμο. Καθόλου άσχημα για ένα αγόρι χωρίς πατέρα, που μεγάλωσε σε μία κακόφημη γειτονιά και κυκλοφορούσε ανάμεσα σε πόρνες, προαγωγούς, χαρτοπαίχτες και μικροεγκληματίες.
Αλητάκος του δρόμου και ο ίδιος, έμαθε μουσική στο αναμορφωτήριο. Έκανε δουλειές του ποδαριού, χαρτόπαιζε και όποτε του δινόταν η ευκαιρία έπαιζε με διάφορες μπάντες της Νέας Ορλεάνης σε γιορτές, παρελάσεις, κηδείες ή στα περίφημα honky- tonks (μπαρ, καμπαρέ, ή λέσχες, στα οποία έπαιζαν ορχήστρες μαύρων μουσικών). Η μητέρα του Μεϊάν (Μαίρη Aν) άλλαζε τους «πατριούς» σαν τα πουκάμισα και χανόταν για μέρες από το σπίτι, στάθηκε όμως ασπίδα σωτηρίας για τον Μικρό Λούι, όπως τον αποκαλούσαν για χρόνια στη γειτονιά του.
Ο Άρμστρονγκ κατόρθωσε να βρει τον δικό του τρόπο για το παίξιμο της τρομπέτας, «με αυτόν τον ολοστρόγγυλο και ολοκληρωμένο τόνο που φυσούσε με όλα τα χορευτικά μόρια του σώματός του» κι έτσι να ανοίξει νέους δρόμους στην εξέλιξη της τζαζ. Τις δεκαετίες του ‘20 και του ‘30 κατόρθωσε να διαφοροποιηθεί από κάθε άλλο μουσικό του είδους, ηχογραφώντας θαυμάσιους δίσκους και δίνοντας τον τόνο για τις ραγδαίες εξελίξεις που θα ακολουθούσαν.
Ως τότε, η τζαζ στηριζόταν στην πρωτοκαθεδρία τριών οργάνων, του κλαρινέτου, της τρομπέτας και του τρομπονιού. Τα ατομικά χαρίσματα κάθε μουσικού υποτάσσονταν στις απαιτήσεις του συνόλου. Ο Σάτσμο άλλαξε την αντίληψη αυτή κι εδραίωσε την υπεροχή του δεξιοτέχνη σολίστ με τα συγκροτήματά του «Hot Five» και «Hot Seven» στα μέσα της δεκαετίας του ‘20. Ο Άρμστρονγκ ανέδειξε τον φωνητικό αυτοσχεδιασμό, γνωστό ως scat, όπου η φωνή αντικαθιστά τις λέξεις με συλλαβές δίχως νόημα, μιμούμενος τις αποχρώσεις του ενόργανου αυτοσχεδιασμού.
Κατηγορήθηκε ότι από τη δεκαετία του ‘40 και μετά έμεινε στάσιμος, δεν ενσωμάτωσε νέα στοιχεία στο παίξιμό του, δεν δέχτηκε το μπίμποπ και τις μεταπολεμικές εξελίξεις και αφέθηκε να γλιστρήσει προς το σόου, τον κινηματογράφο, τη διασκέδαση και την ποπ για τους λευκούς, αποκαλούμενος μάλιστα και «Μπαρμπα-Θωμάς».
Το σίγουρο είναι πως ο Άρμστρονγκ υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι της τζαζ και ήταν ο πρώτος που κατόρθωσε να ξεπεράσει τα φυλετικά, κοινωνικά και μουσικά σύνορα της εποχής. Ως πετυχημένος μαύρος μουσικός με διεθνή αποδοχή βοήθησε πολύ περισσότερο τον αγώνα των μαύρων από το να παίρνει πολιτικές θέσεις ή να συμμετέχει σε κάποια οργάνωση. Ο Λούις Άρμστρονγκ πέθανε στις 6 Ιουλίου 1971 στη Νέα Υόρκη, από καρδιακή προσβολή. Είχε παντρευτεί τέσσερις φορές, αλλά δε απέκτησε κανένα παιδί από τους γάμους του, παρά μία εξώγαμη κόρη από τη σχέση του με τη χορεύτρια του «Κότον Κλαμπ» Λουσίλ Πρέστον.
Γιάσερ Αραφάτ
Ο πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής και ηγέτης της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, Γιάσερ Αραφάτ (Yasser Arafat), γεννήθηκε στις 4 ή 24 Αυγούστου 1929 στο Κάιρο ή την Ιερουσαλήμ -όπως υποστήριζε ο ίδιος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Μοχάμαντ Αμπντ Αλ Ραούφ Αλ Κούντουα Αλ Χουσέινι.
Ο Αραφάτ σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο πανεπιστήμιο του Καΐρου. Το 1933, μετά το θάνατο της μητέρας του, εγκαταστάθηκε με τον αδερφό του στην Ιερουσαλήμ. Το 1944 έγινε μέλος της Ένωσης Παλαιστίνιων φοιτητών και το 1950 μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ένωσης Παλαιστίνιων Φοιτητών. Την τετραετία 1952 - 1956 διετέλεσε πρόεδρος της Ένωσης Παλαιστίνιων Φοιτητών.
Μία από τις ημερομηνίες «σταθμούς» στη ζωή του ήταν στις 12 Ιανουαρίου 1953, όταν υπέβαλε έγγραφη διαμαρτυρία, γραμμένη με αίμα, προς τον αιγύπτιο ηγέτη, στρατηγό Ναγκίμπ, τονίζοντας «Μην ξεχνάς την Παλαιστίνη».
Το 1959 ο Αραφάτ ίδρυσε το κίνημα Φατάχ που σημαίνει «Κίνημα Απελευθέρωσης της Παλαιστίνης» και το 1968 εξελέγη πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Φάταχ. Από το 1968 διετέλεσε πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (Palestine Liberation Organisation, PLO), ενώ από το 1973 Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής της PLO και υπεύθυνος του Πολιτικού Τμήματος. Επίσης, ήταν Γενικός Διοικητής των Παλαιστινιακών Επαναστατικών Δυνάμεων.
Το Νοέμβριο του 1988 το Εθνικό Παλαιστινιακό Συμβούλιο προέβη στην ανακήρυξη ανεξάρτητου Παλαιστινιακού κράτους, στο Αλγέρι, ενώ στις 12 Δεκεμβρίου 1988 ο Αραφάτ αναγνώρισε το δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ και αποκήρυξε την τρομοκρατία. Στις 2 Απριλίου 1989 ορίστηκε Πρόεδρος του ανεξάρτητου Παλαιστινιακού κράτους έπειτα από ομόφωνη απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου της PLO στην Τύνιδα και στις 8 Αυγούστου 1989 εξελέγη ομόφωνα Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής της οργάνωσης Φάταχ, στο πλαίσιο των εργασιών του 5ου Συνεδρίου της οργάνωσης αυτής.
Στις 3 Φεβρουαρίου 1992 ο Αραφάτ παντρεύτηκε μυστικά την 28χρονη γραμματέα του από την Ιερουσαλήμ, Σούχα Ταουίλ, με την οποία αργότερα απέκτησε μία κόρη, τη Ζάχουα.
Την 1η Ιουνίου 1992 εισήχθη επειγόντως σε νοσοκομείο του Αμμάν και εγχειρίστηκε επιτυχώς για την αφαίρεση θρόμβου από τον εγκέφαλο, αποτέλεσμα αεροπορικού ατυχήματος που είχε πάνω από τη Σαχάρα, τον Απρίλιο.
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1993 υπεγράφη στο Λευκό Οίκο, ειρηνευτική συμφωνία με το Ισραήλ, που προέβλεπε την αυτοδιοίκηση στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας, ενώ είχε προηγηθεί συμφωνία αμοιβαίας αναγνώρισης Ισραήλ - PLO. Ο ίδιος ήταν παρών στο Λευκό Οίκο. Δεδομένου ότι είχαν επαναληφθεί οι επαφές ΗΠΑ- PLO, δεν υπέγραψε το κείμενο της συμφωνίας, αλλά αντάλλαξε χειραψία με την ισραηλινή αντιπροσωπεία.
Στις 12 Οκτωβρίου 1993 το Κεντρικό Συμβούλιο της PLO ενέκρινε τη συμφωνία ειρήνης με το Ισραήλ και τον διόρισε επικεφαλής της πρώτης κυβέρνησης στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη.
Στις 18 Μαΐου 1994 τα ισραηλινά στρατεύματα αποχώρησαν από τη Γάζα και την Ιεριχώ, παραδίδοντας την εξουσία στην Παλαιστινιακή Αρχή. Την 1η Ιουλίου 1994 επέστρεψε στη Γάζα έπειτα από 27 χρόνια εξορίας. Οι Παλαιστίνιοι επεφύλαξαν θερμή υποδοχή στον Αραφάτ, ο οποίος συγκάλεσε την πρώτη σύνοδο της κυβέρνησής του στην οποία κατείχε επίσης το αξίωμα του υπουργού Εσωτερικών.
Στις 20 Ιανουαρίου 1996 εξελέγη πρόεδρος με 88,1% των ψήφων, στις πρώτες παλαιστινιακές εκλογές που διεξήχθησαν στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας. 52 από τα 88 εκλεγμένα μέλη του Εκτελεστικού Συμβουλίου ανήκαν στην Φάταχ.
Στις 15 Ιανουαρίου 1997 σύναψε με τον ισραηλινό πρωθυπουργό συμφωνία η οποία προέβλεπε την αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων από τα 4/5 της πόλης της Χεβρώνας στη Δυτική Όχθη.
Στις 24 Οκτωβρίου 1998 υπέγραψε στο Ουέι Πλαντέισον των ΗΠΑ συμφωνία, η οποία προέβλεπε την αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων από το 13% της Δυτικής Όχθης, με αντάλλαγμα την επιβολή μέτρων ασφαλείας από τους Παλαιστινίους για την αντιμετώπιση των ακραίων στοιχείων. Η συμφωνία προέβλεπε, επίσης, την απελευθέρωση εκατοντάδων παλαιστινίων κρατουμένων από τις ισραηλινές φυλακές και την έναρξη των διαδικασιών για την τροποποίηση της παλαιστινιακής Χάρτας και την απάλειψη των άρθρων που ζητούσαν την καταστροφή του κράτους του Ισραήλ.
Στις 13 Δεκεμβρίου 2001 το Ισραήλ διέκοψε κάθε επαφή μαζί του και του απαγόρευσε την έξοδο από τη Ραμάλα της Δυτικής Όχθης, όπου βρισκόταν το αρχηγείο του. Στις 11 Σεπτεμβρίου 2003 το υπουργικό συμβούλιο του Ισραήλ αποφάσισε κατ αρχήν την εκδίωξή του από τα παλαιστινιακά εδάφη. Στις 5 Οκτωβρίου 2003 κήρυξε τα παλαιστινιακά εδάφη σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Στις 29 Οκτωβρίου 2004 ο Αραφάτ διακομίστηκε με ελικόπτερο από το αρχηγείο του στη Ραμάλα στην Ιορδανία και από εκεί με αεροπλάνο στο Παρίσι, προκειμένου να νοσηλευθεί σε στρατιωτικό νοσοκομείο, ειδικευμένο σε παθήσεις του αίματος. Πέθανε στις 11 Νοεμβρίου 2004, στο νοσοκομείο Περσί όπου νοσηλευόταν. Στη νεκρώσιμη ακολουθία, στις 12 Νοεμβρίου, στο Κάιρο, παραβρέθηκαν ηγέτες και εκπρόσωποι απ’ όλο τον κόσμο, ενώ ο ενταφιασμός του έγινε σε ειδικό χώρο στο αρχηγείο του στη Ραμάλα, σε χώμα που μεταφέρθηκε από την Ιερουσαλήμ.
Πολλές θεωρίες έχουν αναπτυχθεί για τις αιτίες του θανάτου του Αραφάτ, με επικρατέστερες αυτές του AIDS, της κίρρωσης ήπατος και της δηλητηρίασης από πολώνιο. Οι Ελβετοί επιστήμονες, που εξέτασαν την σορό του, έκαναν λόγο για πιθανή δηλητηρίασή του από πολώνιο. Οι Παλαιστίνιοι θεωρούν ως μόνο ύποπτο για τον θάνατο του Αραφάτ, το Ισραήλ.
Βραβεία - Διακρίσεις
Στις 14 Οκτωβρίου 1994 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Ειρήνης από κοινού με τον πρωθυπουργό του Ισραήλ, Γιτζάκ Ράμπιν και τον υπουργό Εξωτερικών Σιμόν Πέρες.
Στις 11 Οκτωβρίου 2001, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, με την ευκαιρία του συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ, του απονεμήθηκε το χρυσό κλειδί της πόλης των Αθηνών.
Τζον Βεν
Βρετανός λογικός φιλόσοφος και άνθρωπος των γραμμάτων.
Ο Τζον Βεν (John Venn) γεννήθηκε στο Κίνγκστον του Γιορκσάιρ στις 4 Αυγούστου 1834. Το 1857 αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ με δίπλωμα μαθηματικού και δύο χρόνια αργότερα, ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση, χειροτονήθηκε ιερέας της Αγγλικανικής Εκκλησίας.
Δίδαξε λογική στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και συνέγραψε τα έργα: «The Logic of Chance» («Η Λογική του Τυχαίου», 1866), «Symbolic Logic» («Συμβολική Λογική», 1881) και «The Principles of Empirical Logic» («Οι Αρχές της Εμπειρικής Λογικής», 1889). Σε μία μαθηματική θεωρία του, που δημοσίευσε το 1866, επεξεργάστηκε την έννοια της συχνότητας στο νόμο των πιθανοτήτων («Διάγραμμα Βεν»).
Το 1883 αποσχηματίστηκε, επειδή θεώρησε τη χριστιανική θρησκεία ασύμβατη με τα φιλοσοφικά του πιστεύω. Πέθανε στις 4 Απριλίου 1923, σε ηλικία 89 ετών.
Ο Τζον Βεν εκπροσωπεί, μαζί με τον Τζον Στιούαρτ Μιλ και τον Αλεξάντερ Μπέιν, την παράδοση του βρετανικού εμπειρισμού, που επέδρασε παράλληλα με τη νεώτερη γερμανική φιλοσοφία (Καντ, Χέγκελ), στην αρχική διαμόρφωση του πραγματισμού, εκπροσωπουμένου κυρίως από τον Γουίλιαμ Τζέιμς και τον Τζον Ντιούι.
Η ιστορία της σαμπάνιας
Ο όρος σαμπάνια είναι η κατωχυρωμένη ονομασία προέλευσης για τον αφρώδη οίνο που παράγεται στην περιοχή της Καμπανίας (Champagne), στη Γαλλία. Οι ρίζες της βρίσκονται πίσω στο 17ο αιώνα και πατέρας της θεωρείται ο βενεδικτίνος μοναχός Ντομ Πιερ Περινιόν (1639-1715), υπεύθυνος για την κάβα τού Αβαείου του Οτβιλιέ, όπου εκείνη την εποχή παράγονταν τα πιο ονομαστά κρασιά της χώρας.
Από παλιά είχε παρατηρηθεί ότι – για αδιευκρίνιστους τότε λόγους – ορισμένα γλυκά, κυρίως, κρασιά περιείχαν τις γνωστές φυσαλίδες της σαμπάνιας, που προσέδιδαν μία ξεχωριστή γεύση στο ποτό. Σήμερα γνωρίζουμε ότι αυτές οφείλονται στο διοξείδιο του άνθρακα που παράγεται κατά τη διάρκεια μιας δεύτερης αλκοολικής ζύμωσης στο μπουκάλι, μετά την εμφιάλωση του κρασιού.
Ο Περινιόν ήταν ο άνθρωπος που μελέτησε και συστηματοποίησε τη διαδικασία αυτή, δημιουργώντας την πρώτη σαμπάνια στις 4 Αυγούστου 1693. Επιπλέον, καθιέρωσε την επιλογή ποικιλιών σταφυλιών και ανάμειξης κρασιών από διαφόρους παραγωγούς, σε κανόνες που – με μικρές παραλλαγές – ισχύουν μέχρι και σήμερα. Παρότι ήταν τυφλός, μπορούσε μόνο από τη γεύση ενός σταφυλιού να μαντέψει τον αμπελώνα προέλευσής του.
Προς τιμήν του, η εταιρία Moet et Chandon, που αγόρασε το μοναστήρι του Οτβιλιέ το 1794, έδωσε το όνομά του στην καλύτερη και ακριβότερη σαμπάνια της (Dom Perignon).
© SanSimera.gr
Μπέτυ Αρβανίτη