Σαν σήμερα 4 Οκτωβρίου

Η ιστορία του Όριεντ Εξπρές

Στα τέλη του 19ου αιώνα, το ταξίδι με το τρένο από την Ευρώπη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μακρύ και κουραστικό. Οι επιβάτες έπρεπε να αποβιβάζονται και να διασχίζουν τα σύνορα με τα πόδια...

 

Στα τέλη του 19ου αιώνα, το ταξίδι με το τρένο από την Ευρώπη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μακρύ και κουραστικό. Η κάθε χώρα είχε αναπτύξει το δικό της αυτόνομο σιδηροδρομικό δίκτυο. Φτάνοντας στα σύνορα, οι επιβάτες έπρεπε να αποβιβάζονται, να διασχίζουν τα σύνορα με τα πόδια και στη συνέχεια να επιβιβάζονται σε νέα αμαξοστοιχία.

Την επαναστατική ιδέα είχε ένας βέλγος επιχειρηματίας, ο Ζορζ Ναχελμάκερς. Ίδρυσε μία διεθνή εταιρία, έλαβε την άδεια για τη χρήση όλων των κρατικών σιδηροδρομικών δικτύων κατά μήκος της διαδρομής και δημιούργησε μία πολυτελή αμαξοστοιχία, που στα σύνορα κάθε χώρας άλλαζε μόνο την ατμομηχανή.

Τα δρομολόγια του Όριεντ Εξπρές (Orient Express) ξεκίνησαν στις 4 Οκτωβρίου του 1883, ενώνοντας το Παρίσι με το Τζιούρτζιου της Ρουμανίας, μέσω Μονάχου και Βιέννης. Από τον τερματικό σταθμό, οι επιβάτες περνούσαν στην απέναντι όχθη του Δούναβη με φέρι-μπόου για να πάρουν άλλο τρένο από τη Βάρνα της Βουλγαρίας και να φτάσουν έτσι στην Κωνσταντινούπολη. Από το 1889, τέθηκε σε λειτουργία η πρώτη σιδηροδρομική γραμμή που ένωνε απευθείας το Παρίσι με την Κωνσταντινούπολη, μέσω Βουδαπέστης και Βελιγραδίου.

Το ταξίδι διαρκούσε αρκετές ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων οι επιβάτες χαλάρωναν στα βελούδινα διαμερίσματά τους, που ήταν πλήρως εξοπλισμένα με μπάνιο, γραφείο και αναπαυτικά κρεβάτια. Στο εστιατόριο μπορούσαν να απολαύσουν τον καφέ, το ποτό τους και ό,τι γεύμα επιθυμούσαν.

Στην πραγματικότητα, το τρένο του Ναχελμάκερς ήταν ένα πολυτελέστατο κινητό ξενοδοχείο, με ανέσεις που κανείς μπορούσε να βρει σε ελάχιστα ευρωπαϊκά ξενοδοχεία. Βέβαια ήταν πανάκριβο κι επομένως για λίγους εκλεκτούς ταξιδιώτες. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα διαμερίσματα ήταν ιδιωτικά, το Όριεντ Εξπρές προσφερόταν για παράνομες ερωτικές συναντήσεις.

Οι μέρες της δόξας για το Όριεντ Εξπρές έφτασαν στο τέλος τους στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Αν και συνέχισε να προσφέρει ποιοτικές υπηρεσίες, οι απαιτητικοί ταξιδιώτες άρχισαν να προτιμούν όλο και περισσότερο την ταχύτητα του αεροπλάνου. Το τελευταίο ταξίδι του θρυλικού αυτού τρένου ξεκίνησε στις 20 Μαΐου του 1977.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/91?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-10-04


 Τζάνις Τζόπλιν (1943 – 1970)

Αμερικανίδα τραγουδίστρια της ροκ μουσικής. Προικισμένη με μία συγκλονιστική φωνή, απέδιδε με την ίδια θέρμη τον δυναμισμό του ροκ και την απελπισία των μπλουζ.

H Τζάνις Λιν Τζόπλιν (Janis Lyn Joplin) γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1943 στο Πορτ Άρθουρ του Τέξας, στους κόλπους μιας χριστιανικής οικογένειας. Από νεαρή ηλικία έδειξε τις επαναστατικές της διαθέσεις, επηρεασμένη από τη γενιά των μπιτ. Αν και ξεκίνησε να σπουδάζει ζωγραφική, γρήγορα άλλαξε κατεύθυνση και ασχολήθηκε με τη μουσική, επηρεασμένη από τις μεγάλες ηρωίδες των μπλουζ. Είδωλά της υπήρξαν οι Λεντμπέλι, Ότις Ρέντινγκ και κυρίως η Μπέσι Σμιθ και η Οντέτα Χολμς, από τις οποίες εμπνεύστηκε το ακατέργαστο, πηγαίο φωνητικό της στιλ, που τόσο διέφερε από τις φολκ ερμηνείες συγχρόνων της τραγουδιστριών, όπως της Τζόαν Μπαέζ και της Τζούντι Κόλινς.

Το 1962 κι ενώ φοιτούσε στο Πανεπιστήμιο του Όστεν εγκατέλειψε τις σπουδές της και εγκαταστάθηκε στο ελευθεριακό περιβάλλον του Σαν Φρανσίσκο, αποφασισμένη να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική. Ύστερα από αρκετές περιπλανήσεις και συνεργασίες, βρήκε το ιδανικό συνοδευτικό γκρουπ στους «Big Brother And The Holding Company», το αυτοσχεδιαστικό μπλουζ ύφος των οποίων ταίριαξε απόλυτα με τη φωνητική τεχνική της.

Έπειτα από μία θριαμβική εμφάνιση στο φεστιβάλ του Μόντερεϊ (17 Ιουνίου 1967) κυκλοφόρησε το πρώτο της άλμπουμ με τίτλο «Big Brother and the Holding Company», με μεγαλύτερη επιτυχία τη διασκευή ενός παραδοσιακού αμερικανικού τραγουδιού, του «Down on Me». Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε το «Cheap Thrills», μία αποθέωση της ψυχεδελικής σόουλ, που περιλαμβάνει δύο κλασικά τραγούδια της («Piece Of My Heart», «Summertime» και «Ball And Chain»).

Ωστόσο, διάφορες δυσκολίες οδήγησαν την Τζάνις στην απόφαση να αφήσει το γκρουπ το Νοέμβριο του 1968 και να συνεχίσει με τους «Kozmic Blues Band», στις τάξεις των οποίων υπήρχαν σπουδαία ονόματα του λευκού μπλουζ, όπως του Μάικ Μπλούμφιλντ και του ελληνοαμερικανού Νικ Γκραβενίτις (πρώην μέλη των «Electric Flag»). Μαζί τους εμφανίστηκε στο φεστιβάλ του Γούντστοκ (16 Αυγούστου 1969) και ηχογράφησε το άλμπουμ «I Got Dem Ol' Kozmic Blues Again Mama!» (1969), που περιείχε τις επιτυχίες «Try (Just A Little Bit Harder)», «Kozmic Blues» και «To Love Somebody».

 
Δυστυχώς, η εξάρτησή της από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ όλο και μεγάλωνε. Αναγκάστηκε να αφήσει το γκρουπ για να υποβληθεί σε θεραπεία. Λίγο μετά την επιστροφή της κι ενώ είχαν προχωρήσει οι ηχογραφήσεις για το πρώτο άλμπουμ της με τη νέα μπάντα «Full Tilt Boogie Band», η Τζάνις Τζόπλιν βρέθηκε νεκρή στις 4 Οκτωβρίου 1970 από υπερβολική δόση ηρωίνης σε δωμάτιο ξενοδοχείου του Χόλιγουντ.

Το άλμπουμ κυκλοφόρησε, τελικά, μετά το θάνατό της, με τον τίτλο «Pearl» και για πολλούς ήταν η καλύτερη δουλειά της. Ανάμεσα στις καλύτερες στιγμές του ήταν τρεις συνθέσεις του Τζέρι Ραγκαβόι («My Baby», «Cry Baby», «Get It While You Can») και μία του Κρις Κριστόφερσον («Me And Bobby McGee»).

Σχετικά
Το περιοδικό Rolling Stone την κατέταξε στην 46η θέση της λίστας με τους 100 σπουδαιότερους καλλιτέχνες όλων των εποχών (2004) και στη θέση 28 της λίστας με τους 100 σπουδαιότερους τραγουδιστές όλων των εποχών (2008).
Τραγούδια αφιερωμένα στην Τζάνις Τζόπλιν έγραψαν ή ερμήνευσαν ο Λέοναρντ Κοέν («Chelsea Hotel #2»), ο Τζέρι Γκαρσία («Birdsong»), η Τζόαν Μπαέζ («In the Quiet Morning», «Children of the Eighties»), οι The Mamas & the Papas («Pearl») και ο Κάντρι Τζο ΜακΝτόναλντ («Janis»).
Η ταινία του Μαρκ Ράιντελ «Το τριαντάφυλλο» («The Rose») με πρωταγωνίστρια την Μπέτι Μίντλερ βασίζεται χαλαρά στη ζωή της Τζάνις Τζόπλιν.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1000?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-10-04

Μπάστερ Κίτον (1895 – 1966)

Ο Μπάστερ Κίτον (Buster Keaton) ήταν αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης, από τους λαμπρότερους κωμικούς που ανέδειξε ο βωβός κινηματογράφος, μαζί με τον Τσάρλι Τσάπλιν, τον Χάρολντ Λόιντ και τον Χάρι Λάνγκντον. Μάιστα πολλοί τον θεωρούν ανώτερο του Τσάπλιν. Είχε ένα εγκεφαλικό χιούμορ που εκφραζόταν με την παροιμιώδη αταραξία με την οποία αντιμετώπιζε το πλήθος των ατυχιών που τις τραβούσε σαν μαγνήτης. Ανέπτυξε ένα χαρακτήρα αρλεκίνου, όπως του άρεσε να αυτοπροσδιορίζεται, κι εργάστηκε πάνω σ’ αυτόν βελτιώνοντάς τον. Η ταινία του «Ο Στρατηγός» («The General»), παραγωγής 1926, θεωρείται το αριστούργημά του.

Από μικρός στο σανίδι

Ο Τζόζεφ Φρανκ Κίτον γεννήθηκε στο Πίκουα της πολιτείας Κάνσας των ΗΠΑ στις 4 Οκτωβρίου 1895 και ήταν γιος καλλιτεχνών του βαριετέ. Από μικρός βγήκε στο σανίδι σε ρόλους νάνου, συμμετέχοντας στις παραστάσεις των γονέων του, οι οποίοι συνεργάζονταν με τον διάσημο μάγο και ταχυδακτυλουργό Χάρι Χουντίνι. Ο Χουντίνι ήταν αυτός που του έδωσε το ψευδώνυμο «Μπάστερ» (κατεργαράκος). Στις παραστάσεις αυτές ο Κίτον διαμόρφωσε το στιλ του που επρόκειτο να τον κάνει διάσημο τα επόμενα χρόνια, συνδυάζοντας στοιχεία κλόουν, ακροβάτη και μίμου, ενώ απέκτησε σαν σήμα, για όλη του τη ζωή, το αγέλαστο πέτρινο πρόσωπο. Όπως έγραψε στην αυτοβιογραφία του, δεν μιλούσε, δεν γελούσε και δεν χαμογελούσε ποτέ, έβγαζε όμως αβίαστα το γέλιο των θεατών.

Η πρώτη ταινία του Μπάστερ Κίτον είχε τίτλο «The butcher boy» (1917) και ακολούθησαν δεκάδες μικρού μήκους ταινίες, με συμπρωταγωνιστή τον κωμικό Ρόσκο «Φάτι» Άρμπακλ. Από το 1920 έως το 1928, ως συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιός, γύρισε 19 μικρού και 10 μεγάλου μήκους ταινίες, μαζί και αριστουργήματα του βωβού κινηματογραφου, όπως «Ο Θαλασσοπόρος» («The Navigator», 1924), «Οι Εφτά Ευκαιρίες» («Seven Chances», 1925), «Ο Στρατηγός» («The General», 1926), «Το Ατμόπλοιο Μπίλι Τζούνιορ» («Steamboat Bill, Ir», 1928) και «Ο Κινηματογραφιστής» («The Cameraman», 1928).

Το διασημότερο “θύμα” της έλευσης του ομιλούντος κινηματογράφου Ο Κίτον ήταν το διασημότερο θύμα της έλευσης του ομιλούντος κινηματογράφου. Η καριέρα του άρχισε να φθίνει, όταν οι διάλογοι του ηχητικού κινηματογράφου αντικατέστησαν την παντομίμα. Παρά τα πολλά προσωπικά του προβλήματα (αλκοολισμός και διαζύγια), ξανάφτιαξε σιγά-σιγά την καριέρα του, εμφανιζόμενος σε ταινίες όπως «Η Λεωφόρος της Δύσεως» («Sunset Boulevard», 1950) του Μπίλι Γουάιλντερ, «Τα φώτα της ράμπας» («Limelight», 1952) του Τσάρλι Τσάπλιν και «Είναι ένας τρελός, τρελός κόσμος» («It’s A Mad, Mad, Mad, Mad World», 1963) του Στάνλεϊ Κρέιμερ. Ανέκτησε και πάλι ένα μέρος της παλιάς δημοτικότητάς του από τη δεκαετία του 1950 και μετά, όταν οι βωβές κωμωδίες του άρχισαν να ξαναπροβάλονται στον κινηματογράφο και την τηλεόραση.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2452?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-10-04

 

Μερσέντες Σόσα (1935 – 2009)

Η Μερσέντες Σόσα (Mercedes Sosa) ήταν τραγουδίστρια από την Αργεντινή, ένα από τα σύμβολα της σύγχρονης λατινοαμερικάνικης μουσικής. Η επονομαζόμενη και «Νέγρα» (La Negra), λόγω των πυκνών μαύρων μαλλιών της, κατάφερε να κάνει γνωστούς σε όλη τη Γη τους μοναδικούς ήχους της παραδοσιακής μουσικής της Αργεντινής, αλλά και όλης της Νοτίου Αμερικής. Μεγάλη η προσφορά της και στο πολιτικό τραγούδι, το οποίο υπηρέτησε με συνέπεια τα μαύρα χρόνια της δικτατορίας Βιδέλα (1976-1983).

H Αϊδέ Μερσέντες Σόσα γεννήθηκε στις 9 Ιουλίου 1935 στο Σαν Μιγκέλ ντε Τουκουμάν, μία πόλη της βορειοδυτικής Αργεντινής, κοντά στα σύνορα με τη Βολιβία. Παιδί αγροτικής οικογένειας, έζησε τα παιδικά της χρόνια μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια. «Γνώρισα τη φτώχεια», έλεγε η ίδια σε συνέντευξή της στον «Ριζοσπάστη» (21/9/1990). «Είδα τη φτώχεια του πατέρα και της μάνας μου. Είδα να 'ρχεται το τέλος του μήνα και να μην έχουν τίποτα σχεδόν να μας δώσουν να φάμε. Όμως, ήμαστε μια πραγματική οικογένεια, δεμένοι μεταξύ μας. Αυτή η ατμόσφαιρα μου επέτρεψε να μην τρέφω μνησικακία για τον κόσμο».

Το 1950, σε ηλικία 15 ετών, κέρδισε ένα τοπικό διαγωνισμό τραγουδιού κι έτσι από πολύ μικρή ξεκίνησε τη μεγάλη καριέρα της στο τραγούδι. Το 1959 ηχογράφησε τον πρώτο της δίσκο «La Voz de la Zafra», με φολκλορικά τραγούδια της πατρίδας της. Στη δεκαετία του '60 έγινε γνωστή, μέσα από το μουσικοπολιτικό κίνημα του «Nuevo Canciοnero» («Νέο Τραγούδι»), στο οποίο πρωτοστάτησε μαζί με τον πρώτο της σύζυγο Μανουέλ Όσκαρ Μάτους, με τον οποίο απέκτησε ένα γιο.

Η Μερσέντες Σόσα θεωρούσε σημαντικότατη τη συνεισφορά του κινήματος στο στίχο. «Μέχρι τότε οι στίχοι των τραγουδιών, εκτός από τα τραγούδια του Αταουάλπα Γιουπάνκι, αρνούνταν να δουν τον άνθρωπο. Ήταν στίχοι ποιμενικοί, παγανιστικοί. Μίλαγαν για τα τοπία, τα άλογα, τον κάμπο. Αλλά ο άνθρωπος δεν ήταν ποτέ σε πρώτο πλάνο μέσα σ' αυτό το τοπίο. Με το «Νουέβο Κανσιονέρο» ο άνθρωπος έρχεται επιτέλους να καταλάβει την πρώτη θέση στο στίχο. Είναι αυτός το σημαντικό πρόσωπο».

Το 1972 κυκλοφόρησε τον δίσκο «Ηasta la Victoria», το πιο πολιτικοποιημένο, ίσως, άλμπουμ της. Το πολιτικό τραγούδι το υπηρέτησε με σθένος και συνέπεια σε όλη τη ζωή της, ακόμα και στα πιο μαύρα χρόνια της στρατιωτικής χούντας του στρατηγού Βιδέλα. Για την ανυπότακτη δράση της κυνηγήθηκε από το στρατιωτικό καθεστώς και το 1979 κατά τη διάρκεια συναυλίας της στην Κτηνιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Λα Πλάτα συνελήφθη μαζί με φοιτητές και σύρθηκε στα κρατητήρια. Αναγκάστηκε να καταφύγει αυτοεξόριστη στο Παρίσι και τη Μαδρίτη, όπου έμεινε μέχρι το 1983, οπότε επέστρεψε στην πατρίδα της.

Έκτοτε, ηχογράφησε συνολικά 40 δίσκους, διευρύνοντας το ρεπερτόριό της. Ένωσε το φολκλόρ με τις μπαλάντες, το ροκ, τη μουσική της πόλης, ενώ έσπασε τα «σύνορα» που χωρίζουν είδη και γενιές. Ερμήνευσε πολύ γνωστά τραγούδια, όπως τα «Cancion con todos», «Alfonsina y el mar», «Gracias a la vida», «Solo le pido a Dios», «Al jardin de la republica» και «Duerme negrito».

H Σόσα στήριζε με θέρμη τους νεότερους καλλιτέχνες της πατρίδας της, ενώ ήταν πάντα πρόθυμη να τους δανείζει τα δικά της τραγούδια, ώστε η αργεντίνικη παραδοσιακή μουσική να φτάσει και στις νεότερες γενιές μέσα από πιο σύγχρονα ακούσματα. Στην πενηντάχρονη καριέρα της συνεργάστηκε με καλλιτέχνες από όλο το φάσμα της μουσικής, όπως με τους Λουτσιάνο Παβαρότι, Στινγκ, Λούτσιο Ντάλα, Σακίρα, Αντρέα Μποτσέλι, Καετάνο Βελόσο, Μάρτα Άργκεριχ και Τζόαν Μπαέζ.

Στη χώρα μας εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις 12 Σεπτεμβρίου 1986 στην Καισαριανή, στο πλαίσιο του 12ου Φεστιβάλ ΚΝΕ - Οδηγητή. Έκτοτε πραγματοποίησε άλλες συναυλίες (Λυκαβηττός, Κατράκειο, Θεσσαλονίκη, Ηρώδειο), ενώ συνεργάστηκε και με έλληνες καλλιτέχνες (Μαρία Φαραντούρη, Χάρις Αλεξίου, Νάνα Μούσχουρη κ.ά.). Τελευταία της συνεργασία με έλληνα καλλιτέχνη ήταν με το συγκρότημα «Απουριμάκ», που αποτελείται από λατινοαμερικάνους και έλληνες μουσικούς. Ερμήνευσε στα ελληνικά το τραγούδι «Βράχια Γυμνά», που περιέχεται στον δίσκο «Στις γειτονιές του νότου» (2001).

Η Μερσέντες Σόσα άφησε την τελευταία της πνοή στις 4 Οκτωβρίου 2009, σε κλινική του Μπουένος Άιρες, όπου νοσηλευόταν. Τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, ενώ η κατάσταση της υγείας της είχε επιδεινωθεί πολύ τις τελευταίες μέρες της ζωής της, εξαιτίας επιπλοκών στα νεφρά.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/495?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-10-04

 

© SanSimera.gr