Σαν σήμερα 5 Aυγούστου

Σαν σήμερα 5 Aυγούστου

Ο ελληνικός στόλος υπό την αρχηγία του Υδραίου καραβοκύρη Γεωργίου Σαχτούρη νικά τον τουρκικό στόλο υπό τον Χοσρέφ Πασά και αποτρέπει την κατάληψη της Σάμου. Η κύρια αναμέτρηση έγινε στις 5 Αυγούστου 1824 στα στενά της Μυκάλης.


Οι Σάμιοι υπό την αρχηγία του «Καρμανιόλου» Λυκούργου Λογοθέτη είχαν επαναστατήσει κατά των Οθωμανών το 1821 και είχαν εγκαταστήσει καθεστώς αυτονομίας στο νησί. Η θέση, όμως, της Σάμου, λίγα μίλια από τις ακτές της Μικράς Ασίας, την καθιστούσε εύκολο στόχο για το ναυτικό του Σουλτάνου. Πράγματι, μετά την καταστροφή των Ψαρών (21 Ιουνίου 1824), ο Μαχμούτ έθεσε ως πρώτη προτεραιότητα την απόβαση και την κατάληψη της νήσου.

Οι Έλληνες για να μην επαναλάβουν το λάθος των Ψαρών, αποφάσισαν να ανασυγκροτήσουν τον στόλο και να σπεύσουν προς υπεράσπιση της Σάμου. Τώρα δεν είχαν καμία δικαιολογία να μην το κάνουν, αφού μόλις είχε παραληφθεί ένα μεγάλο μέρος του δανείου, που είχε συνάψει στο Λονδίνο η επαναστατική κυβέρνηση.

Στις 30 Ιουλίου 1824 ο ελληνικός στόλος, αποτελούμενος κυρίως από υδραίικα και σπετσιώτικα πλοία, υπό την αρχηγία του Υδραίου Γεωργίου Σαχτούρη, έπλεε στα ανοιχτά της Ικαρίας. Αφού αντιμετώπισε επιτυχώς απόπειρα των Τούρκων να αποβιβάσουν στρατεύματα στο Καρλόβασι, έφθασε αργά το βράδυ στη Σάμο, όπου ανασυγκροτήθηκε κι ενισχύθηκε με τα ψαριανά πυρπολικά του Κανάρη και του Νικόδημου. Την επομένη, 31 Ιουλίου, ελληνικά πλοία κινήθηκαν προς τα τουρκικά παράλια και συγκεκριμένα προς το στενό της Μυκάλης, όπου διέκριναν συγκεντρώσεις τουρκικών στρατευμάτων, που προορίζονταν για την επιχείρηση κατάληψης της Σάμου. Τα ελληνικά πλοία ενεπλάκησαν σε σειρά αψιμαχιών με τα τουρκικά, τις τρεις πρώτες μέρες του Αυγούστου, σε μία προσπάθεια να ματαιώσουν τις κινήσεις τους.

Στις 4 Αυγούστου, ο εχθρικός στόλος πραγματοποίησε μεγάλης κλίμακας εξόρμηση κατά των ελληνικών πλοίων, που τον υποδέχθηκαν με σφοδρό κανονιοβολισμό. Ο Κανάρης προσπάθησε να πυρπολήσει την τουρκική ναυαρχίδα, αλλά απέτυχε. Πέτυχε, όμως, να ματαιώσει την έφοδο του εχθρού, που φοβισμένος απομακρύνθηκε μέσα στη νύχτα.

Την άλλη μέρα το πρωί, 5 Αυγούστου 1824 (17 Αυγούστου με το νέο ημερολόγιο), δόθηκε η αποφασιστική ναυμαχία. Τα ελληνικά πυρπολικά πρωταγωνίστησαν για μία ακόμη φορά και καθόρισαν την έκβαση της αναμέτρησης. Με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Κανάρη και άξιους συμπαραστάτες τούς Δημήτριο Τσάπελη, Λέκα Ματρόζο, Δημήτριο Ραφαλιά, Αναστάσιο Ρομπότση και Ιωάννη Βατικιώτη, κατόρθωσαν να κάψουν τρία εχθρικά πλοία: τη φρεγάτα «Μπρουλότ-Κορκμάζ» («Ατρόμητος στο Πυρπολικό»), ένα «φρεγαδόνι Τριπολίνικον» κι ένα μεγάλο «Τουνεζίδικο βρίκι».

Από την πλευρά τους, τα υδραίικα και σπετσιώτικα πλοία με τα πυροβόλα τους εμπόδισαν τον εχθρό να προχωρήσει. Μάλιστα, σε κάποια φάση της αναμέτρησης πέρασαν στην αντεπίθεση, με επικεφαλής τον Ανάργυρο Λεμπέση. Ο Χοσρέφ Πασάς, διαπιστώνοντας τον αποσυντονισμό του στόλου του, προτίμησε να τερματίσει τη ναυμαχία και να οπισθοχωρήσει, μετά τα μεσάνυχτα, προς το Αγαθονήσι.

Οι απώλειες για το τουρκικό ναυτικό, εκτός από τα τρία πλοία, ήταν 100 κανόνια και περίπου 1000 άνδρες. Οι Έλληνες θρήνησαν τον θάνατο τριών μπουρλοτιέρηδων.

Η Ναυμαχία της Σάμου, με την επακολουθήσασα Ναυμαχία του Γέροντα (29 Αυγούστου 1824), διασφάλισε την ανεξαρτησία της νήσου, καθ' όλη τη διάρκεια του Αγώνα. 'Ομως, η Σάμος δεν συμπεριελήφθη στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, καθώς αναγορεύτηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις σε αυτόνομη ηγεμονία, φόρου υποτελής στο σουλτάνο. Στον εθνικό κορμό θα ενσωματωθεί στις 2 Μαρτίου 1913, κατά τη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου.

Μέριλιν Μονρόε: Το απόλυτο σύμβολο του σεξ

Η Μέριλιν Μονρόε (Marilyn Monroe) ήταν αμερικανίδα ηθοποιός, τραγουδίστρια και μοντέλο, που χαρακτηρίστηκε ως το απόλυτο σύμβολο του σεξ.

Γεννήθηκε με το όνομα Νόρμα Τζιν Μόρτενσον την 1η Ιουνίου του 1926 στο Γενικό Νοσοκομείο του Λος Άντζελες. Λίγο πριν από τη γέννησή της, ο πατέρας της είχε εγκαταλείψει τη μητέρας της για να μετακομίσει στο Σαν Φραντσίσκο.


Η Μέριλιν μεγάλωσε χωρίς να γνωρίζει ποιος ήταν πραγματικά ο πατέρας της, καθώς η μητέρα της, Γκλάντις, άλλαζε συνεχώς ερωτικούς συντρόφους. Ήταν εξαιρετικά ελκυστική γυναίκα και εργαζόταν ως μοντέρ στα RKO Studios. Λόγω σοβαρών ψυχολογικών προβλημάτων, έχασε τη δουλειά της και πέρασε σχεδόν όλη τη ζωή της μπαινοβγαίνοντας σε διάφορα ιδρύματα. Έτσι, σε ηλικία 9 ετών, η Νόρμα (Μέριλιν) μπήκε σε ορφανοτροφείο και δύο χρόνια αργότερα δόθηκε για υιοθεσία.

Το 1942, στα 16 της, παντρεύτηκε τον 21χρονο τεχνίτη αεροσκαφών Τζέιμς Ντόχερτι. Ο γάμος τους όμως, κράτησε μόνο πέντε χρόνια, καθώς χώρισαν το 1946. Στο μεταξύ, η Μέριλιν είχε ήδη αρχίσει να εργάζεται ως μοντέλο επίδειξης μαγιό και είχε βάψει τα μαλλιά της ξανθά. Μέσω των φωτογραφήσεων προσέλκυσε πολλά βλέμματα, μεταξύ αυτών και του προέδρου της κινηματογραφικής εταιρίας RKO Pictures, που της πρότεινε να κάνει ένα δοκιμαστικό. Ο ατζέντης της, όμως, τη συμβούλεψε να προτιμήσει μία μεγαλύτερη εταιρία, όπως η 20th Century-Fox. Το πρώτο συμβόλαιο που υπέγραψε της απέφερε 125 δολάρια την εβδομάδα, ποσό στο οποίο προστέθηκαν άλλα 25 δολάρια, όταν ανανέωσε τη συμφωνία, έξι μήνες αργότερα. Έκανε το ντεμπούτο της στη μεγάλη οθόνη το 1947, με ένα μικρό ρόλο στην ταινία «The Shocking Miss Pilgrim». Ακολούθησε το 1948 το «Scudda Hoo! Scudda Hay!», όπου εμφανίστηκε σε δύο ή τρεις μικρές σκηνές, οι οποίες περικόπηκαν στο μοντάζ. Την ίδια χρονιά τής δόθηκε ένας καλύτερος ρόλος στο φιλμ «Dangerous Years». Ωστόσο, η Fox αρνήθηκε να της ανανεώσει το συμβόλαιο κι έτσι η Μέριλιν επέστρεψε στο μόντελινγκ, ξεκινώντας παράλληλα μαθήματα υποκριτικής.

Λίγους μήνες αργότερα, η Columbia Pictures την επέλεξε για το ρόλο της Peggy Martin στο «Ladies of the Chorus» (1948), όπου ερμήνευσε δύο τραγούδια. Αν και οι κριτικές ήταν αρκετά καλές για την ερμηνεία της, η ταινία δεν τα πήγε εξίσου καλά και η Columbia την απέρριψε. Έτσι, επέστρεψε και πάλι στο μόντελινγκ. 

Το 1949 εμφανίστηκε στην ταινία «Love Happy» των «Ενωμένων Καλλιτεχνών», ενώ την ίδια χρονιά πόζαρε γυμνή για ένα ημερολόγιο διασημοτήτων. Η φωτογράφηση που έκανε το 1953 για το περιοδικό Playboy ήταν αυτή που έδωσε ώθηση στην καριέρα της.

 Την επόμενη χρονιά συμμετείχε σε τέσσερις ταινίες, αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές για τις «The Asphalt Jungle» της MGM και «All About Eve» της Fox. Αν και οι ρόλοι της ήταν αρκετά μικροί, η εκκεντρική αλλά σέξι εμφάνισή της αποτυπώθηκε στη μνήμη των σινεφίλ.

Το 1951 η Μέριλιν πήρε έναν αρκετά μεγάλο ρόλο στην ταινία «Love Nest» (Ερωτική Φωλιά), μέσω της οποίας ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το ευρύ κοινό. Το εκρηκτικό ταμπεραμέντο της, σε συνδυασμό με την αίσθηση παιδική αθωότητα που απέπνεε, ενθουσίασε τους θεατές. Το 1952 εμφανίστηκε στο «Don't Bother to Knock», όπου υποδύθηκε μία διανοητικά ανισόρροπη μπεϊμπισίτερ. Οι κριτικοί δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με την ερμηνεία της στην ταινία αυτή. Έκανε, όμως, ιδιαίτερη εντύπωση η εμφάνισή της την ίδια χρονιά στο «Monkey Business» ως πλατινέ ξανθιά, μια εικόνα που αποτέλεσε το «σήμα - καταταθέν» της.

Το 1953 έπαιξε στο «Gentlemen Prefer Blondes», ξετρελαίνοντας τον ανδρικό πληθυσμό. Ανάμεσά τους και ο αστέρας του μπέιζμπολ Τζο ΝτιΜάτζιο, με τον οποίο παντρεύτηκε στις 14 Ιανουαρίου του 1954. Την ίδια χρονιά πρωταγωνίστησε στο «There's No Business Like Show Business» και ακολούθησε το «The Seven Year Itch» (Επτά Χρόνια Φαγούρα), μία ταινία που ανέδειξε το ταλέντο της στην κωμωδία και περιείχε μία από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές στην ιστορία του κινηματογράφου: τη Μέριλιν Μονρόε να στέκεται πάνω σε μία σχάρα, με τον αέρα να ανασηκώνει το λευκό φόρεμά της. Έπειτα από εννέα μήνες έγγαμου βίου, τον Οκτώβριο του 1954 η Μέριλιν ανακοίνωσε το διαζύγιό της με τον ΝτιΜάτζιο. Την επόμενη χρονιά η Fox διέκοψε τη συνεργασία μαζί της, εξαιτίας της αντιεπαγγελματικής συμπεριφοράς της. Αργούσε μονίμως στα γυρίσματα ή δεν εμφανιζόταν καθόλου, επικαλούμενη πραγματικές ή φανταστικές ασθένειες, και ήταν απρόθυμη να συνεργαστεί με τους παραγωγούς, τους σκηνοθέτες και τους συναδέλφους της ηθοποιούς. Με τη συμμετοχή της το 1956 στην ταινία «Bus Stop» (Στάση Λεωφορείου) η Μέριλιν απέδειξε ότι μπορούσε να ανταποκριθεί εξίσου καλά και στις απαιτήσεις ενός δραματικού ρόλου. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε τον θεατρικό συγγραφέα Άρθουρ Μίλερ, ένας γάμος που κράτησε τέσσερα χρόνια. Το 1957 ταξίδεψε στη Μ. Βρετανία για τα γυρίσματα τις ταινίας «The Prince and the Showgirl» (Ο Πρίγκιπας και η Χορεύτρια), που αποτέλεσε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, αν και οι κριτικές δεν ήταν και τόσο καλές. 

 
Έπειτα από ένα χρόνο απουσίας, η Μέριλιν Μονρόε επέστρεψε στη μεγάλη οθόνη του 1959 με την απολαυστική κωμωδία «Some Like It Hot» (Μερικοί το προτιμούν καυτό), με τον Τόνι Κέρτις και τον Τζακ Λέμον. Ακολούθησαν το 1960 η ταινία του Τζορτζ Κιούκορ «Let's Make Love» (Έλα ν' αγαπηθούμε) με τους Τόνι Ράνταλ και Ιβ Μοντάν και το 1961 το «The Misfits» (Οι Αταίριαστοι), το τελευταίο φιλμ τόσο για τη Μέριλιν Μονρόε όσο και για τον συμπρωταγωνιστή της Κλαρκ Γκέιμπλ, που πέθανε λίγους μήνες αργότερα από καρδιακή προσβολή.

Το 1962 η Fox την επέλεξε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Something's Got to Give». Λόγω της συνεχιζόμενης ασυνέπειάς της, όμως, η εταιρία αποφάσισε να διακόψει τη συνεργασία μαζί της και να μην της δώσει άλλη ευκαιρία. Η καριέρα της κατέρρεε και η Μέριλιν απομονώθηκε στο σπίτι της στο Λος Άντζελες. Στις 5 Αυγούστου του 1962 η οικονόμος της τη βρήκε να κείτεται γυμνή στο κρεβάτι της με ένα άδειο μπουκάλι από υπνωτικά χάπια «Nembutal» στο πλευρό της. Ήταν μόλις 36 ετών… Ο τοπικός ιατροδικαστής, που κλήθηκε για να γνωματεύσει επί των συνθηκών του θανάτου της, απεφάνθη ότι επρόκειτο πιθανότατα για αυτοκτονία. Ο φημολογούμενος ερωτικός δεσμός της, όμως, με τον Τζον Κένεντι και οι αντιδράσεις από το περιβάλλον του αμερικανού προέδρου κάνουν πολλούς, ακόμα και σήμερα, να πιστεύουν ότι ο φάκελος «Μέριλιν» δεν έπρεπε να κλείσει με την ένδειξη «αυτοκτονία». Κάποιοι είπαν ότι η Μονρόε δεν είχε καμία πρόθεση να αυτοκτονήσει, αλλά πήρε κατά λάθος μια υπερβολική δόση υπνωτικών. Ακόμα περισσότεροι υποστήριξαν ότι ένα τρίτο πρόσωπο της χορήγησε τη μοιραία δόση. Η αλήθεια δεν μαθεύτηκε ποτέ...

Φρίντριχ Ένγκελς
Γερμανός επιχειρηματίας και πολιτικός φιλόσοφος. Μαζί με τον Καρλ Μαρξ έγραψαν το Κομουνιστικό Μανιφέστο, που αποτελεί τη «βίβλο» του κομουνιστικού κινήματος.

γερμανός επιχειρηματίας και πολιτικός φιλόσοφος Φρίντριχ Ένγκελς (Frederick Engels) υπήρξε ο στενότερος συνεργάτης του Καρλ Μαρξ στη θεμελίωση του λεγόμενου «επιστημονικού σοσιαλισμού» (κομμουνισμού). Συνεργάστηκαν στη συγγραφή του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» (1848), ενώ ο Ένγκελς, μετά τον θάνατο του Μαρξ, επιμελήθηκε την έκδοση του δεύτερου και του τρίτου τόμου του θεμελιώδους έργου του «Το Κεφάλαιο».


Ο Φρίντριχ Ένγκελς γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1820 στο Μπάρμεν της Πρωσίας (σήμερα συνοικία της πόλης Βούπερταλ της Γερμανίας). Ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης ενός εργοστασίου υφαντουργίας στο Μπάρμεν, καθώς και συνεταίρος στο βαμβακουργείο «Έρμεν και Ένγκελς» στο Μάντσεστερ της Αγγλίας. Ο νεαρός Φρίντριχ μεγάλωσε σε οικογενειακό περιβάλλον που εμφορείτο από μετριοπαθείς φιλελεύθερες πολιτικές αντιλήψεις, θερμό πρωσικό πατριωτισμό και αταλάντευτη προτεσταντική πίστη.

 Ατίθασο παιδί στα εφηβικά του χρόνια, εγκατέλειψε το σχολείο, ένα χρόνο προτού ολοκληρώσει τις δευτεροβάθμιες σπουδές του και από το 1838 έως το 1841 εργάστηκε σε μία εξαγωγική εταιρεία της Βρέμης για ν’ αποκτήσει εμπειρίες, ενόψει της ενασχόλησής του με τις πατρικές επιχειρήσεις. Στον ελεύθερο χρόνο του μελετούσε ξένες γλώσσες (καυχιόταν ότι γνώριζε 24 γλώσσες), καθώς και φιλελεύθερα και επαναστατικά έργα. Παράλληλα, αρθρογραφούσε με το ψευδώνυμο Φρίντριχ Όσβαλντ για να μην δυσαρεστήσει την οικογένειά του.

 Ο Φρίντριχ Ένγκελς σε νεαρή ηλικία (π. 1840-1845)
Το 1841 κατατάχθηκε ως εθελοντής σ’ ένα σύνταγμα πυροβολικού στο Βερολίνο και παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα στο τοπικό πανεπιστήμιο, παρά την έλλειψη τυπικών προσόντων. Συνέχισε να αρθρογραφεί με το ψευδώνυμο Φρίντριχ Όσβαλντ και αυτή του η ενασχόληση τον βοήθησε να γίνει δεκτός στο νεοεγελιανό κύκλο των Ελευθέρων, όπου σύχναζε και ο Καρλ Μαρξ. Εκεί πρωταγωνίστησε στις φιλοσοφικές μάχες, που κατευθύνονταν κυ­ρίως κατά της θρησκείας. 

Μετά την απόλυσή του από τον στρα­τό, ο Ένγκελς γνώρισε τον Μόζες Ες, τον άνθρωπο που τον μύησε στον κομμουνισμό. Ο Ες, γιος πλούσιας γαλλοεβραϊκής οικογένειας, έπεισε τον Ένγκελς ότι η λογική συνέπεια της εγελιανής φιλοσοφίας και διαλεκτικής ήταν ο κομμουνισμός. Του μίλησε επίσης για τον ρόλο που η Αγγλία, με την προχωρημένη βιομηχανία και το ογκούμενο προλεταριάτο της, έμελλε να έχει καθοριστικό ρόλο στις επερχόμενες επαναστατικές εξελίξεις.

Ο Ένγκελς με το πρόσχημα ότι ήθελε ν’ αποκτήσει εμπειρίες στον τομέα των επιχειρήσεων πήγε στην Αγγλία για να εργαστεί στην πατρική επιχείρηση στο Μάντσεστερ, αλλά τις ελεύθερες ώρες του τις αφιέρωνε στα πιστεύω του, γράφοντας άρθρα περί κομμουνισμού, τα οποία δημοσιεύονταν σε εφημερίδες της Αγγλίας και της ηπειρωτικής Ευρώπης.

Στο Μάντσεστερ συνδέθηκε με τη Μαίρη Μπερνς, μία αγράμματη ιρλανδέζα εργάτρια κι έζησαν μαζί μέχρι τον θάνατό της το 1863. Στη συνέχεια ερωτεύτηκε την αδελφή της Λίζυ Μπερνς, την οποία παντρεύτηκε, την ώρα που αυτή χαροπάλευε.

Το 1844, ο Ένγκελς δημοσίευσε δύο άρθρα στα «Γερμανο-Γαλλικά Χρονικά», που εξέδιδε στο Παρίσι ο Κάρολος Μαρξ. Σε αυτά ο Ένγκελς έδινε μία πρώτη ερμηνεία των αρχών του επιστημονικού σοσιαλισμού. Προσπάθησε ν’ αποδείξει ότι ο καπιταλισμός, που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία, οδηγεί σ’ έναν κόσμο αποτελούμενο από «εκατομμυριούχους και πενόμενους». Η επερχόμενη επανάσταση θα καταργούσε την ατομική ιδιοκτησία και θα οδηγούσε σε μία «συμφιλίωση της ανθρωπότητας με τη φύ­ση και με τον εαυτό της».


Επιστρέφοντας στη γενέτειρά του, ο Ένγκελς πέρασε από το Παρίσι, όπου συνάντησε τον Μαρξ. Η δεκαήμερη παραμονή του είχε ως καρπό μία μόνιμη συνεργασία των δύο ανδρών για την προώθηση του σοσιαλιστικού κινήματος. Στο Μπάρ­μεν, ο Ένγκελς δημοσίευσε την κλασική μελέτη του «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία» (1845).

Φρίντριχ Ένγκελς - Καρλ Μαρξ
Η πρώτη σημαντική κοινή τους εργασία ήταν «Η Γερμανική Ιδεολογία» (1845), που όμως δεν δημοσιεύθηκε παρά μόνο ύστερα από παρέ­λευση ογδόντα και πλέον χρόνων. Ήταν μία αυστηρή κριτική στους παλαιότερους νεοεγελιανούς συνεργάτες τους και μάλιστα προχωρούσε και σε επιθέσεις εναντίον διάφορων γερμανών σοσιαλιστών, οι οποίοι αρνούνταν την ανα­γκαιότητα της επανάστασης. Τρία χρόνια αργότερα συνέταξαν το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», που αποτελεί τη «Βίβλο» του κομμουνιστικού κινήματος. 

Η πολιτική αναταραχή που συντάραξε την Ευρώπη το 1848 και που επισπεύσθηκε από την απόπειρα των γερμανικών κρατών να θέσουν τέρμα σ’ ένα απολυταρχικό, σχεδόν φεου­δαρχικό, πολιτικό σύστημα και να το αντικαταστήσουν με μία συνταγματική, αντιπροσωπευτική μορφή διακυ­βέρνησης, στάθηκε αποφασιστικό γεγονός στη ζωή του Μαρξ και του Ένγκελς.

Ήταν η μοναδική τους ευκαιρία να πάρουν άμεσα μέρος σε μία κατά βάση φιλελεύθερη επανάσταση και να την οδηγήσουν σε μία κομμουνιστική νίκη. Κύριο όπλο τους ήταν η «Νέα Εφημερίδα του Ρήνου», που εξέδιδε ο Μαρξ στην Κολωνία σε συνεργασία με τον Ένγκελς.

Μετά την αποτυχία της επανάστα­σης, ο Ένγκελς και ο Μαρξ ξανασυναντήθηκαν στο Λονδίνο, για να αναδιοργανώσουν την Κομμουνιστική Λίγκα, που είχε ιδρυθεί στην αγγλική πρωτεύουσα και για την οποία είχαν γράψει το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», πιστεύοντας ότι δεν θα αργούσε να ξεσπάσει μία νέα επανάσταση.

Για να τα καταφέρει να συντηρεί τον εαυτό του και τον Μαρξ, δέχθηκε μία θέση υπαλλήλου στην εταιρεία «Έρμεν και Ένγκελς» στο Μάντσεστερ, όπου τελικά έγινε συνεταίρος της επιχείρησης. Για μία ακόμη φορά συμπεριφέρθηκε ως επιτυχημένος επιχειρηματίας, αποφεύγοντας συστηματικά να ανα­κατεύει τις κομμουνιστικές του αρχές και τις αντικαπιταλιστικές του αντιλήψεις στις κερδοφόρες εργασίες της επιχείρησης. Έτσι κατάφερνε να στέλνει τακτικά χρήματα στον Μαρξ.

O Φρίντριχ Ένγκελς με συνεργάτες στη Ζυρίχη το 1893
Όταν ο Ένγκελς πούλησε το μερίδιό του στην επιχείρηση, το 1869, πήρε αρκετά χρήματα, που του επέτρεπαν να ζήσει άνετα για το υπόλοιπο της ζωής του και να προσφέρει στον Μαρξ ένα ετήσιο επίδομα 350 λιρών. 

Το 1878 δημοσίευσε το έργο «Η Επανάσταση του κυρίου Όιγκεν Ντίρινγκ στην Επιστήμη» (1878), γνωστότερο με τον τίτλο «Αντί-Ντίρινγκ», που συνετέλεσε περισσότερο από κάθε άλλο στη διάδοση της μαρξιστικής σκέψης. Το βιβλίο αυτό εκμηδένισε την επιρροή του Όιγκεν Ντίρινγκ, ενός πανεπι­στημιακού καθηγητή στο Βερολίνο, που απειλούσε να υποκαταστήσει τη θέση του Μαρξ ανάμεσα στους γερμανούς σοσιαλδημοκράτες.

Μετά τον θάνατο του Καρλ Μαρξ το 1883, ο Ένγκελς επιβλήθηκε ως η κύρια αυθεντία στα θέματα του μαρξισμού. Επανεξέδωσε τα έργα του και συμπλήρωσε τον δεύτερο και τον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου» (1885 και 1894), με βάση τα ανολοκλήρωτα χειρόγραφα και τις σκόρπιες σημειώσεις του Μαρξ.

Ως χαρακτήρας, ο Ένγκελς περιγράφεται ως ευγενικός στους τρόπους, με συμπεριφορά άγγλου τζέντλεμαν. Συνήθως ήταν πρόσχαρος και πνευματώδης, κι έδειχνε μεγάλη αγάπη για τη ζωή. Είχε όμως έναν άτεγκτο κώδι­κα τιμής και απαντούσε σκληρά σε κάθε προσβολή που του γινόταν. Κα­μιά φορά, μάλιστα, έφθανε σε τέτοια βιαιότητα, ώστε το 1848 διάφοροι φίλοι της δυάδας επιχείρησαν, δίχως επιτυχία, να πείσουν τον Μαρξ να τον αποκηρύξει.Ο Φρίντριχ Ένγκελς πέθανε στις 5 Αυγούστου 1895 στο Λονδίνο, σε ηλικία 74 ετών

Αγία Νόννα
Γυναίκα, εξόχου αρετής, αγάπης και ευσεβείας· μητέρα του Γρηγορίου του Θεολόγου, ενός από τους Τρεις Ιεράρχες...

Νόννα με επιμονή και υπομονή κατόρθωσε να μεταστρέψει στην Ορθοδοξία τον αιρετικό σύζυγό της Γρηγόριο, ο οποίος στη συνέχεια έγινε επίσκοπος Ναζιανζού. Ο Γρηγόριος ανήκε αρχικά στην αίρεση των Υψισταρίων, η οποία δεχόταν τον Ύψιστο μονοπρόσωπο και δεν πίστευε στην Τριαδικότητά του. Το ζευγάρι απέκτησε τρία παιδιά, που και τα τρία αγίασαν: τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό ή Θεολόγο (25 Ιανουαρίου), τον Καισάριο (9 Μαρτίου) και τη Γοργονία (23 Φεβρουαρίου). Η Αγία Νόννα πέθανε πλήρης ημερών το 374, λίγο μετά τον σύζυγό της.

Δημήτριος Υψηλάντης

Ο στρατιωτικός Δημήτριος Υψηλάντης υπήρξε σημαντική προσωπικότητα της Ελληνικής Επανάστασης, αν και για πολιτικούς λόγους δεν έπαιξε το ρόλο για τον οποίον προοριζόταν και για μεγάλη χρονικό διάστημα παρέμεινε ανενεργός. Ήλθε με δάφνες και περγαμηνές από την Ρωσία, αλλά γρήγορα συγκρούστηκε με τους προκρίτους, επειδή πίστευε στην ανάγκη συγκρότησης κεντρικής πολιτικής εξουσίας και οργάνωσης τακτικού στρατού. Κανείς όμως δεν αμφισβήτησε την ακεραιότητα του χαρακτήρα του και τον άδολο πατριωτισμό του. Κατ’ αυτόν δύο ήταν οι μεγάλες πληγές του ελληνικού έθνους: τα εξωτερικά δάνεια και οι εμφύλιοι σπαραγμοί.

 
Ο Δημήτριος Υψηλάντης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 14 Δεκεμβρίου 1793 και ήταν ο δευτερότοκος γιος του επιφανούς φαναριώτη Κωνσταντίνου Υψηλάντη (1760-1816), ο οποίος διετέλεσε διερμηνέας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας, και της Σάφτα (Ελισάβετ) Βακαρέσκου, κόρης σημαντικής οικογένειας της Μολδαβίας. Αδέλφια του ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ηγέτης της Φιλικής Εταιρείας και αρχηγός του ξεσηκωμού στις παραδουνάβιες περιοχές το 1821, οι Γεώργιος, Γρηγόριος και Νικόλαος Υψηλάντης, η Αικατερίνη και η Μαρία Υψηλάντη.


Μετά την βασική του εκπαίδευση στην Κωνσταντινούπολη και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, φοίτησε σε στρατιωτική σχολή των Παρισίων και κατά την διάρκεια των Ναπολεοντίων Πολέμων υπηρέτησε ως αξιωματικός του ρωσικού στρατού. Έως την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης ήταν υπασπιστής, με τον βαθμό του λοχαγού, του στρατηγού Ραγιέφσκι στο Κίεβο, έχοντας μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία από το 1818.

Μετά την κήρυξη της Επανάστασης στην Μολδοβλαχία (23 Φεβρουαρίου 1821) αποφασίστηκε να κατεβεί στην Πελοπόννησο για να αναλάβει την ηγεσία τού Αγώνα ως «Πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής». Στις 23 Απριλίου, με το όνομα Αθανάσιος Στοστοπόπουλος, ξεκίνησε από το Κισνόβιο (νυν Κισινάου Μολδαβίας) με ρωσικό διαβατήριο. Μαζί του ήταν ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, ηγετικό στέλεχος της Φιλικής Εταιρείας, ο ελληνο-κορσικανός αξιωματικός Ιωσήφ Βαλέστ, τον οποίο προόριζε για εκπαιδευτή του τακτικού στρατού, ο Αλέξανδρος Καντακουζηνός, ο Γεώργιος Τυπάλδος - Κοζάκης και άλλοι.

 

 


 
Ύστερα από ταξίδι 40 ημερών και με μεγάλες προφυλάξεις έφτασε στην Τεργέστη, όπου πληροφορήθηκε την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Έτσι αποφάσισε να επισπεύσει την μετάβασή του στην Ελλάδα. Στις 8 Ιουνίου, έφτασε στην Ύδρα, φέρνοντας μαζί του το σημαντικό για την εποχή εκείνη ποσό των 300.000 γροσίων, προσφορά της οικογένειάς του, και ένα τυπογραφείο, στο οποίο θα τυπωνόταν στην Καλαμάτα η πρώτη εφημερίδα του Αγώνα, η «Σάλπιγξ Ελληνική».


Του επιφυλάχθηκε παλλαϊκή υποδοχή, καθώς ο απλός κόσμος συνδύασε την άφιξή του με την απαρχή της ρωσικής βοήθειας στην ελληνική υπόθεση. Ο Δημήτριος Υψηλάντης ήταν 28 ετών, αδύνατος και αρκετά φαλακρός, «κράσεως δ’ ήττον ανδρικής, αλλά καρδίας ανδρικωτάτης», όπως γράφει ο σύγχρονός του ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων.

Από την Ύδρα, ο Δημήτριος Υψηλάντης, άρχισε την οργανωτική του προσπάθεια με κύριο στόχο την δημιουργία τακτικού στρατού και στόλου και την διεξαγωγή του Αγώνα υπό ενιαία και ισχυρή πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Στις 12 Ιουνίου 1821, εξέδωσε την πρώτη προκήρυξη ως «πληρεξούσιος αρχιστράτηγος Πελοποννήσου και άλλων μερών», στην οποία ανέφερε:

Ομογενείς φιλελεύθεροι Έλληνες


Διωρισμένος από τον αρχιστράτηγον του Γένους ημών Αλέξανδρον Υψηλάντην, να έλθω εις την φιλτάτην Ελλάδα, πληρεξούσιος αρχιστράτηγος Πελοποννήσου και των άλλων μερών, έφθασα ήδη θεία δυνάμει εις την νήσον Ύδραν.

 Όσοι μεν ελάβατε τα όπλα υπέρ της Ελευθερίας, του Ορθοδόξου ημών Γένους, φιλοτιμηθήτε να φανήτε άξιοι πολεμισταί, δεικνύοντες εις τον κατά του ασεβούς τυράννου πόλεμον, ανδρίαν ακαταμάχητον, ομόνοιαν αδιαίρετον, και εις τους στρατηγούς, ευπείθειαν απαράβατον.

Όσοι δε μέχρι τούδε εμείνατε ακίνητοι, εγέρθητε, αρπάσατε τα όπλα και πανταχόθεν τρέξατε να ελευθερώσητε την πατρίδα σας, και εντός ολίγου να ενωθώμεν όλοι δια να καθυποτάξωμεν εξ ολοκλήρου τον τύραννον του Γένους.

Δεν έλπίζω να ευρεθή κανείς εξ υμών αμέτοχος της προγονικής ανδρίας και ανάξιος του ελληνικού ονόματος εις τον ιερόν τούτον αγώνα, εις τον οποίον και αυτή η αδιαφορία λογίζεται και είναι τωόντι ασυγχώρητον αμάρτημα. Το στάδιον της δόξης ηνοίχθη, φίλοι πατριώται. Ο μη δυνάμενος να εισέλθη, θέλει υποφέρει να μένη έξω και να ονειδίζεται ως νόθος Έλλην; Το τέλος των αγώνων μας είναι η ελευθερία ή ο ένδοξος θάνατος. Αιώνιος δόξα παρά θεώ και ανθρώποις, βραβεία καί προβιβασμοί θέλουν δοθή εις έκαστον αναλόγως της αξιότατος και των ανδραγαθημάτων του μετά την αποκατάστασιν του Έθνους.
Στις 19 Ιουνίου αποβιβάστηκε στο Άστρος, όπου είχαν συγκεντρωθεί για την υποδοχή του οι αρχηγοί των σωμάτων που πολιορκούσαν την Τριπολιτσά, οπλαρχηγοί άλλων περιοχών, ανώτεροι κληρικοί και τα μέλη της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Στις 21 Ιουνίου μετέβη στα Βέρβαινα, όπου συναντήθηκε με τους εκεί προκρίτους και καπεταναίους.

 Την επομένη εξέδωσε προκήρυξη προς τους στρατιώτες, στην οποία τόνιζε ότι θα τιμωρούνταν αυστηρά οι λιποταξίες και ότι θα πολεμούσαν μόνον εκείνους που εναντιώνονταν στην απελευθέρωσή τους. «Ας μεταχειρισθώμεν» έγραφε «ως φίλους τους ήσυχους Μουσουλμάνους» και αυτούς που παραδίδονται.

Κατά τις συναντήσεις του με τους προκρίτους της Πελοποννήσου εκδηλώθηκαν σοβαρές διαφωνίες, που απείλησαν την ομαλή πορεία του Αγώνα. Ο Υψηλάντης, όπως προαναφέρθηκε, επιδίωκε να θέσει τις βάσεις για την οργάνωση τακτικού στρατού και την συγκρότηση κεντρικής πολιτικής εξουσίας, ενώ οι πρόκριτοι ήθελαν ένα πιο αποκεντρωμένο και «δημοκρατικό» σύστημα, που θα έλεγχαν απολύτως.

Η διαλλακτικότητα του Υψηλάντη, είχε ως αποτέλεσμα την προσέγγιση των απόψεων για την πολιτική οργάνωση τής Επανάστασης, η αναζωπύρωση όμως των αντιθέσεων εκδηλώθηκε στο τέλος του χρόνου, στο θέμα της σύγκλησης Εθνικής Συνέλευσης. Ο Υψηλάντης, με τον οποίο συμφωνούσε η μερίδα των στρατιωτικών, απηυδισμένος «από τας αδιάκοπους φατριαστικάς έριδας», έφυγε
στις αρχές Δεκεμβρίου για να συμμετάσχει στην πολιορκία της Κορίνθου και συνέχισε την πολεμική του δράση, αδιαφορώντας για την προσπάθεια των προκρίτων και του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου να υποβαθμίσουν την παρουσία του στην αγωνιζόμενη Ελλάδα.

 Κατά την Α Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου εκλέχθηκε πρόεδρος τού Βουλευτικού (15 Ιανουαρίου 1822), η εξουσία όμως είχε περιέλθει ουσιαστικά στους αντιπάλους του και ο Υψηλάντης κατά την εύστοχη παρατήρηση σύγχρονου ιστορικού «δεν υπήρχε πλέον πολιτικώς». Με αμείωτο εν τούτοις το κύρος του στον χώρο των αγωνιστών και του λαού συνέχισε ασυμβίβαστος τον Αγώνα.

Η πρώτη του πολεμική ενέργεια ήταν η προσπάθεια κατάληψης του Ναυπλίου (4 Δεκεμβρίου 1821), η οποία όμως απέτυχε και το στρατιωτικό σώμα που είχε συγκροτήσει ο Βαλέστ με την συμμετοχή και γερμανών φιλελλήνων αποδεκατίστηκε από τους Τούρκους. Ακολούθως βάδισε κατά του Άργους και αφού το πολιόρκησε στενά πέτυχε την παράδοσή του στις 14 Ιανουαρίου 1822. Στην συνέχεια συμπολέμησε με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822) και το Αγιονόρι (28 Ιουλίου 1822) κατά του Δράμαλη. Μετά την ΒΕθνοσυνέλευση του Άστρους (Απρίλιος 1823), αποκαρδιωμένος από τις έριδες και τις αντεγκλήσεις μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων αποσύρθηκε από τις πολεμικές επιχειρήσεις και εγκαταστάθηκε στην Τρίπολη ιδιωτεύων. Μετά την εμφάνιση της απειλής των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ Πασά που έθετε σε κίνδυνο την Επανάσταση και με την μεσολάβηση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Ο Δημήτριος Υψηλάντης επαναδραστηριοποιήθηκε στον Αγώνα και με σώμα 350 ανδρών απέκρουσε τον Ιμπραήμ και τους άριστα εξοπλισμένους Αιγυπτίους στους Μύλους Αργολίδας τον Ιούνιο του 1825. Το κατόρθωμά του προκάλεσε τον θαυμασμό του γάλλου ναυάρχου Δεριγνί που ναυλοχούσε στον Αργολικό Κόλπο και όταν έγινε γνωστό στην Ευρώπη προκάλεσε κύμα συμπάθειας για τον Αγώνα και πύκνωσε τις τάξεις των φιλελλήνων. Ύστερα από λίγες ημέρες συγκρούστηκε εκ νέου με τον Ιμπραήμ στα Βέρβαινα της Αρκαδίας, όπου ηττήθηκε και παρ’ ολίγον να αιχμαλωτιστεί.

Ο Υψηλάντης αντιτάχθηκε στην απόφαση της Γ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου να τεθεί η Ελλάδα υπό αγγλική προστασία. Με την επιστολή του της 12ης Απριλίου 1826 διαμαρτυρήθηκε έντονα για την απόφαση αυτή και η Εθνοσυνέλευση την ίδια μέρα τον απέκλεισε «από κάθε πολιτικόν και στρατιωτικόν υπούργημα», με το σκεπτικό ότι «καθυβρίζει αυθαδώς τους νομίμους πληρεξουσίους του έθνους».

Έγραφε μεταξύ άλλων στην επιστολή του ο Υψηλάντης: «Τα μεγάλα έθνη και οί καλοί πατριώται φαίνονται εις τας κρισίμους περιστάσεις της πατρίδος των. Δούλος είνε εύκολον να γείνη τις όταν θέλη, αυθέντης είνε δύσκολον. Επιθυμούμεν ειρήνην, ας τρέξωμεν εις τα όπλα». Ένα χρόνο αργότερα, στις 16 Μαρτίου 1827, η ίδια Εθνοσυνέλευση που είχε επαναλάβει τις εργασίες της στην Τροιζήνα, αναγνώρισε το λάθος της και τον αποκατέστησε «εις τα δίκαια του πολίτου».


Με την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα, ανέλαβε την αρχηγία τού στρατού της Ανατολικής Χέρσου (Στερεάς) Ελλάδος. Ο Δημήτριος Υψηλάντης πραγματοποίησε νικηφόρες επιχειρήσεις στην Βοιωτία τον Οκτώβριο του 1828, εκκαθάρισε την περιοχή από τα υπολείμματα τού τουρκικού στρατού και στις 12 Σεπτεμβρίου 1829 στην Πέτρα της Βοιωτίας διηύθυνε την τελευταία μάχη τού Αγώνα με την περιφανή νίκη των ελληνικών όπλων. Αργότερα εντάχθηκε στο αντικαποδιστριακό στρατόπεδο και μετά την δολοφονία του Κυβερνήτη, ορίστηκε μέλος τής «Διοικητικής Επιτροπής της Ελλάδος» (2 Απριλίου 1832).

 
Κατά την διάρκεια μιας στρατιωτικής επιχείρησης περί το 1826, ο Υψηλάντης συνάντησε την Μαντώ Μαυρογένους. Η γνωριμία τους εξελίχθηκε γρήγορα σε ερωτική σχέση, από την οποία δεν προέκυψε γάμος, όπως αναμενόταν με βεβαιότητα, επειδή το περιβάλλον του Υψηλάντη διέβαλε την Μαντώ Μαυρογένους ότι διατηρούσε παράλληλα δεσμό με τον άγγλο Έντουαρντ Μπλάκιερ, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα με ρόλο στα δάνεια της ανεξαρτησίας. Τα κουτσομπολιά έδιναν και έπαιρναν στο Ναύπλιο και ο Υψηλάντης αποφάσισε κάποια να διαλύσει την σχέση τους. Η εξοργισμένη Μαντώ προσπάθησε να υπερασπιστεί την τιμή της και να εξαναγκάσει τον Υψηλάντη να την παντρευτεί λόγω «παρθενοφθορίας» με σειρά επιστολών της προς την Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας.

Τα διαβήματά της δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα λόγω και του επισυμβάντος θανάτου του Δημητρίου Υψηλάντη. Ο αγνότερος και ανιδιοτελέστερος από τους αρχηγούς της Ελληνικής Επανάστασης, πέθανε στο Ναύπλιο, στις 5 Αυγούστου 1832, σε ηλικία 39 ετών.

Νιλ Άρμστρονγκ

Αμερικανός αστροναύτης, ο πρώτος άνθρωπος που πάτησε το πόδι του στη Σελήνη.

Ο Νιλ Άρμστρονγκ (Neil Armstrong) γεννήθηκε στη Γουαπακονίτα του Οχάιο την 5η Αυγούστου 1930. Από μικρός εξοικειώθηκε με τα αεροπλάνα, όταν σε ηλικία 6 ετών πρωτοπέταξε με τον πατέρα του, που ήταν δημόσιος υπάλληλος στην πολιτεία του Οχάιο. Στα 16 του απόκτησε δίπλωμα πιλότου και αμέσως μετά πραγματοποίησε πτήση σόλο.


Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Περντιού για να σπουδάσει αεροναυπηγός. Δύο χρόνια αργότερα διέκοψε τις σπουδές του για να υπηρετήσει τη θητεία του. Κατετάγη ως χειριστής αεροσκάφους στην αεροπορία του ναυτικού και συμμετείχε στον πόλεμο της Κορέας. Το 1952, μετά την αφυπηρέτησή του, επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο και ολοκλήρωσε τις σπουδές του.

 

 
Το 1955 μπήκε στην Εθνική Συμβουλευτική Επιτροπή Αεροναυτικής (NACA) – τη μετέπειτα NASA – και εξελίχθηκε σε έναν από τους καλύτερους δοκιμαστές αεροσκαφών του κόσμου, πραγματοποιώντας πτήσεις με ταχύτητα πάνω από 6.000 χιλιόμετρα την ώρα σε ύψος πάνω από 60 χιλιόμετρα με το πυραυλοκίνητο αεροσκάφος Χ-15. 

 
Μυρτιώτισσα

Ελληνίδα ποιήτρια και μεταφράστρια. Αγαπήθηκε όσο λίγες γυναίκες στην εποχή της, τόσο για την ομορφιά της, όσο και για το πνεύμα και τα ερωτικά της ποιήματα.

Η Θεώνη Δρακοπούλου, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε το 1881 στο Μπεμπέκι, προάστιο της Κωνσταντινούπολης. Ο πατέρας της ήταν διπλωμάτης και έξι χρόνια μετά τη γέννηση της κόρης του διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην τουρκοκρατούμενη τότε Κρήτη, όπου μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του. Μετά από παραμονή δυο χρόνων στο νησί, η οικογένεια Δρακόπουλου εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, όπου η Θεώνη φοίτησε στη Σχολή Χιλ της Πλάκας.


Από μαθητική ηλικία είχε κλίση προς την ποίηση και το θέατρο. Σε ηλικία 16 ετών προκάλεσε θόρυβο γύρω από το όνομά της, όταν απήγγειλε στον «Παρνασσό» το ποίημα του Κωστή Παλαμά «Ξύπνα, ξύπνα», - ένα σπαραξικάρδιο θρηνολόγημα για το παιδί του. Στη συνέχεια πήρε μέρος σε ερασιτεχνικές παραστάσεις αρχαίου δράματος και συνεργάστηκε με τη «Νέα Σκηνή» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Την ίδια εποχή ερωτεύεται τον κατά έξι χρόνια μεγαλύτερό της ποιητή Πέτρο Ζητουνιάτη (1875-1909). Ο έρωτάς τους θα έχει άδοξο τέλος, μετά τις απειλές της οικογένειάς της προς τον νεαρό ποιητή από τη Λειβαδιά, για διακοπή της σχέσης του.

Έπειτα από σύντομη διακοπή της ενασχόλησής της με το θέατρο, λόγω αντίδρασης της οικογένειάς της, συνέχισε τις δραματικές σπουδές της στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε μετά το γάμο της με τον μακρινό της εξάδελφο Σπύρο Παππά, ο οποίος υπηρετούσε στο διπλωματικό σώμα. Το ζευγάρι απέκτησε ένα γιο, τον Γιώργο Παππά (1903-1958), ο οποίος αναδείχθηκε σε μεγάλο πρωταγωνιστή του ελληνικού θεάτρου.

Ο γάμος της  ήταν βραχύβιος, αφού έγινε παρά τη θέλησή της, και μετά από μερικά χρόνια επέστρεψε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως καθηγήτρια απαγγελίας στο Ωδείο Αθηνών. Καθοριστική για την ποιητική της έκφραση στάθηκε η γνωριμία και ο έρωτάς της με τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη. Μετά τον δραματικό θάνατό του στη μάχη του Δρίσκου το 1912 κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, η Μυρτιώτισσα στράφηκε στην ποίηση για να εκφράσει τον πόνο της. Το 1919 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Τραγούδια». Σημαντική για τη ζωή της στάθηκε επίσης η βαθιά φιλία που τη συνέδεε με τον Κωστή Παλαμά, ο οποίος στάθηκε καθοδηγητής της.

Τιμήθηκε με κρατικά βραβεία ποίησης, το 1932 για τα «Δώρα της αγάπης» και το 1939 για τις «Κραυγές». Μετά τον πρόωρο χαμό του γιου της, τον οποίο υπεραγαπούσε, εξέδωσε το βιβλίο «Ο Γιώργος Παππάς στα παιδικά του χρόνια (1962)». Ασχολήθηκε, επίσης, με τη μετάφραση ξένων λογοτεχνών και Ελλήνων κλασικών, που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά ή κυκλοφόρησαν σε αυτοτελή βιβλία. Η Μυρτιώτισσα πέθανε στην Αθήνα στις 5 Αυγούστου 1968, σε ηλικία 87 ετών.Η ποίηση της  κυριαρχείται από έντονο λυρισμό, ενώ συχνά θέματά της είναι η φύση και το δίπτυχο έρωτας - θάνατος. Η Μυρτιώτισσα, όπως  παρατήρησε και ο Κωστής Παλαμάς, δεν επιμένει, ιδίως στις πρώτες της συλλογές, στην επεξεργασία του στίχων και παρουσιάζει χαλαρότητα στο ύφος, μειονεκτήματα, που καλύπτονται συχνά από τον πηγαίο θερμό λυρισμό της.

Κάρμεν Μιράντα

Βραζιλιάνα καλλιτέχνιδα, πορτογαλικής καταγωγής. Τραγουδίστρια και χορεύτρια της σάμπας και ηθοποιός, υπήρξε η πρώτη νοτιοαμερικάνα που άφησε το αποτύπωμά της στο «Κινέζικο Θέατρο» του Χόλιγουντ (1941) και απέκτησε το δικό της αστέρι στο περίφημο «Πεζοδρόμιο της Δόξας» (1960). Θεωρείται προδρομική μορφή του τροπικαλίσμο, του καλλιτεχνικού κινήματος που εκδηλώθηκε στη Βραζιλία τη δεκαετία του ‘60 και συνδυάζει μουσική, θέατρο και ποίηση.

Η Μαρία ντο Κάρμο Μιράντα ντα Κούνια, όπως ήταν το πλήρες όνομά της, γεννήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 1909 στο χωριό Βάρζεα ντα Οβέλια ε Αλιβιάντα της Βόρειας Πορτογαλίας. Σε ηλικία 10 μηνών μετανάστευσε με την οικογένειά της στο Ρίο ντε Ζανέιρο, όπου ο πατέρας της άνοιξε κουρείο.


Ζώντας σε μία φιλόμουση οικογένεια με αγάπη για την όπερα, ασχολήθηκε από μικρή με το τραγούδι και το χορό. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘20 ήταν ήδη μία φτασμένη τραγουδίστρια, με δίσκους στο ενεργητικό της και εμφανίσεις σε ραδιοφωνικά σόου. Παράλληλα, εμφανιζόταν και ως ηθοποιός στις πρώτες βραζιλιάνικες ομιλούσες ταινίες.

Το 1939, ο αμερικανός θεατρικός ιμπρεσάριος Λι Σούμπερτ διέκρινε το ταλέντο της και την προσκάλεσε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Κάρμεν άρπαξε την ευκαιρία και τον ίδιο χρόνο έπαιξε στo μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ «The Streets of Paris» και τον επόμενο χρόνο πρωταγωνίστησε στην ταινία «Down Argentine Way», επίσης μιούζικαλ, με συμπρωταγωνιστές τον Ντον Αμίτσι και την Μπέτι Γκραμπλ.

  
  
  

 

Η εξωτική ομορφιά της, οι πολύχρωμες φορεσιές της και η λάτιν προφορά της ήταν τα χαρακτηριστικά στοιχεία που συνέβαλαν στην εκτόξευση της φήμης της. Τον ίδιο χρόνο ψηφίστηκε τρίτη πιο δημοφιλής προσωπικότητα στις ΗΠΑ και προσκλήθηκε στον Λευκό Οίκο, όπου τραγούδησε και χόρεψε για τον πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούσβελτ. Το 1945 ήταν η πιο καλοπληρωμένη γυναίκα στις ΗΠΑ.

 

Συνολικά γύρισε 14 ταινίες από το 1940 έως το 1953, κυρίως κωμωδίες και μιούζικαλ με έντονο το λάτιν χρώμα. Μετά τον πόλεμο η δημοφιλία της άρχισε να φθίνει, ιδιαίτερα, όταν προσπάθησε να απαλλαγεί από το στερεότυπο της «Βραζιλιάνας Σεξοβόμβας».

Το 1947 παντρεύτηκε ένα πλούσιο Τεξανό, τον Ντέιβιντ Σεμπάστιαν (1907-1990), αλλά τον επόμενο χρόνο απέβαλε τον καρπό του γάμου τους, κατά τη διάρκεια μιας θεατρικής παράστασης. Ο γάμος τους κλονίσθηκε, ο σύζυγός της ζήτησε διαζύγιο, αλλά το ζευγάρι επανασυνδέθηκε το 1950.

Η Κάρμεν Μιράντα πέθανε στις 5 Αυγούστου 1955 στο σπίτι της στο Μπέβερλι Χιλς από καρδιακή ανακοπή, σε ηλικία 46 ετών. Η κατάσταση της υγείας της είχε επιβαρυνθεί τα προηγούμενα χρόνια, καθώς έπαιρνε μεγάλες ποσότητες ηρεμιστικών χαπιών για να καταπολεμήσει την κατάθλιψη, ενώ ήταν δεινή καπνίστρια και πότρια.

Revolver

Το Revolver είναι το έβδομο άλμπουμ των Beatles μέσα σε τέσσερα χρόνια. Κυκλοφόρησε στις 5 Αυγούστου 1966 και αμέσως έφθασε στο Νο1 του καταλόγου των επιτυχιών, τόσο στη Μεγάλη Βρετανία, όσο και στις ΗΠΑ. Περιέχει 14 τραγούδια και θεωρείται ένα από κορυφαία άλμπουμ των «σκαθαριών». Αυτό επιβεβαιώνεται από καιρού εις καιρόν με τα διάφορα δημοψηφίσματα που διοργανώνουν μουσικά περιοδικά και ραδιοτηλεοπτικά μέσα και φέρνουν το Revolver, στις κορυφαίες θέσεις των ποπ άλμπουμ όλων των εποχών.

Η ηχογράφηση του Revolver άρχισε στις 6 Απριλίου 1966 και ολοκληρώθηκε στις 21 Ιουνίου του ίδιου χρόνου, με παραγωγό τον Τζορτζ Μάρτιν. Στα περίφημα στούντιο της Άμπεϊ Ρόουντ εφαρμόστηκαν νέες τεχνικές («ανάστροφες κιθάρες», «ΑDT» κ.ά.), που δίνουν έναν ξεχωριστό τόνο σε ορισμένα τραγούδια.


Τα 11 από τα 14 τραγούδια φέρουν την υπογραφή της συνθετικής δυάδας ΜακΚάρτνεϊ / Λένον. Το Eleanor Rigby, που κυκλοφόρησε ως σινγκλ, είναι μία από τις κορυφαίες δημιουργίες τους. Μελαγχολικό και κλασσικίζον, με τα έγχορδα να έχουν κυρίαρχο ρόλο, είναι επηρεασμένο από μουσική του σπουδαίου κινηματογραφικού συνθέτη Μπέρνταρντ Χέρμαν για την ταινία του Φρανσουά Τριφό Φάρεναϊτ 451.

Το άλμπουμ κλείνει με το τραγούδι Tomorrow Never Knows, ένα από τα πρώτα δείγματα ψυχεδελικής μουσικής, με πρωτοποριακές τεχνικές ηχογράφησης, όπως η ανάστροφη κιθάρα, τα επεξεργασμένα φωνητικά και οι λούπες.

Το πιο φωτεινό τραγούδι του άλμπουμ είναι το Yellow Submarine, που γεννήθηκε από ένα τριπάκι με LSD του Ρίνγκο Σταρ, αν και η έμπνευσή του ανιχνεύεται σε κάποια σχολικά σχέδια του Τζον Λένον από τη δεκαετία του '50. Στο τραγούδι, που έγινε και ταινία κινουμένων σχεδίων αργότερα, συμμετέχουν ο Ντόνοβαν και ο κιθαρίστας των Rolling Stones, Μπράιαν Τζόουνς. Στο Reverse κάνει αισθητή την εμφάνισή του ως συνθέτης ο Τζορτζ Χάρισον με τρία τραγούδια: Taxman, Love to You και I Want to Tell You. Το πιο γνωστό είναι το Taxman, ένα πολιτικό τραγούδι, που ασκεί κριτική στην φορολογική πολιτική του «Εργατικού» πρωθυπουργού Χάρολντ Ουίλσον. Αναφέρεται στους υψηλούς φόρους που πληρώνουν οι έχοντες, όπως οι Beatles, που φθάνει και το 95% του εισοδήματός τους. Μια πολιτική που οδήγησε πολλούς διάσημους μουσικούς να εγκαταλείψουν τη Μεγάλη Βρετανία εκείνα τα χρόνια και να αναζητήσουν στο εξωτερικό φορολογικούς παραδείσους.

Το εξώφυλλο του άλμπουμ σχεδίασε ο γερμανός μπασίστας και εικαστικός καλλιτέχνης Κλάους Βούρμαν, φίλος των Beatles από την εποχή που έπαιζαν στο Star Club του Αμβούργου. Χρησιμοποίησε μικτή τεχνική, σχέδιο και κολάζ, με φωτογραφίες του Ρόμπερτ Γουίτακερ, συνεργάτη των Beatles.

Τα τραγούδια του άλμπουμ
Α/Α
Τίτλος
Διάρκεια
1.
Taxman (Harrison)
2:39
2.
Eleanor Rigby
2:07
3.
I'm Only Sleeping
3:01
4.
Love You To (Harrison)
3:01
5.
Here, There and Everywhere
2:25
6.
Yellow Submarine
2:40
7.
She Said She Said
2:37
8.
Good Day Sunshine
2:09
9.
And Your Bird Can Sing
2:01
10.
For No One
2:01
11.
Doctor Robert
2:15
12.
I Want to Tell You (Harrison)
2:29
13.
Got to Get You Into My Life
2:30
14.
Tomorrow Never Knows
2:57

Το ψοφίμι

Χρονογράφημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, δημοσιευμένο στην εφημερίδα «Νέον Άστυ» στις 5 Αυγούστου 1906. Ένα σπαρταριστό στιγμιότυπο της «νεοελληνικής παθολογίας» από την πέννα του μεγάλου συγγραφέα.