Η Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (626)
Μία από τις συγκλονιστικότερες σελίδες της βυζαντινής ιστορίας είναι η συνδυασμένη επίθεση των Αβάρων και των Περσών εναντίον της Κωνσταντινούπολης τον Αύγουστο του 626 κι ενώ ο αυτοκράτορας Ηράκλειος είχε εκστρατεύσει στη Μικρά Ασία εναντίον των Περσών. Οι Βυζαντινοί επικράτησαν και απέδωσαν τη νίκη τους στην Παναγία, στην οποία αφιέρωσαν τον «Ακάθιστο Ύμνο».
Όταν ο Ηράκλειος ανέλαβε την εξουσία στο Βυζάντιο (610), η αυτοκρατορία βρισκόταν σχεδόν υπό κατάρρευση, από την άφρονα διακυβέρνηση του στρατηγού Φωκά. Οι Σλάβοι άρχισαν να γίνονται και πάλι απειλητικοί, όπως και οι Άβαροι, νομαδικός λαός μογγολικής καταγωγής, που είχε εγκατασταθεί στις ουγγρικές πεδιάδες.
Ο πιο μεγάλος κίνδυνος, όμως, εξακολουθούσε να είναι οι Πέρσες, που δια του βασιλιά τους Χοσρόη Β’ ήθελαν να διώξουν τους Βυζαντινούς από την Ανατολική Μεσόγειο. Το 614, μάλιστα, κυρίευσαν την Ιερουσαλήμ και μετέφεραν τον Τίμιο Σταυρό στην πρωτεύουσά τους.
Μία από τις πρώτες προτεραιότητες του νέου αυτοκράτορα ήταν το ξεκαθάρισμα των σχέσεων Βυζαντίου και Περσίας. Η απόφασή του ήταν να τις λύσει με τα όπλα και γι’ αυτό το λόγο συγκρότησε ισχυρό στρατό. Προσέδωσε, μάλιστα, στην εκστρατεία του χαρακτήρα ιερού πολέμου, αφού το σύμβολο του Χριστιανισμού βρισκόταν ακόμη σε χέρια απίστων. Πρώτα, όμως, φρόντισε να κλείσει συμφωνία με τους Αβάρους για να έχει τα νώτα του καλυμμένα.
Ο πόλεμος με τους Πέρσες κράτησε έξι χρόνια (622-628) και ήταν μία σκληρή αναμέτρηση ανάμεσα στις δύο μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Ο Χοσρόης δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια και για να αντιμετωπίσει τον Ηράκλειο ήλθε σε συμφωνία με τον χαγάνο (ηγεμόνα) των Αβάρων για κοινή δράση εναντίον των Βυζαντινών.
Πράγματι, στις αρχές Μαΐου του 626, οι Άβαροι συνεπικουρούμενοι από σλαβικά φύλα - Χρωβάτες (Κροάτες) και Σέρβους - πολιόρκησαν κατ’ αρχάς τη Θεσσαλονίκη επί 33 ημέρες και αφού απέτυχαν, στράφηκαν προς την Κωνσταντινούπολη, έξω από τα τείχη της οποίας έφθασαν στις 29 Ιουνίου. Το ίδιο διάστημα έφθασε από τη Μικρά Ασία και μία περσική στρατιά υπό τον Σαρβαραζά, η οποία στρατοπέδευσε στη Χαλκηδόνα. Η Πόλη κλείστηκε από παντού.
Στις 30 Ιουλίου, οι Άβαροι έστησαν πολιορκητικά μηχανήματα και την επομένη άρχισαν την επίθεση. Η δύναμη που παρέταξαν αριθμούσε από 80.000 έως 2.500.000 άνδρες, σύμφωνα με διάφορες πηγές. Το πιθανότερο, όμως, ήταν να μην ξεπερνούσαν τους 150.000 άνδρες.
Η κατάσταση ήταν κρίσιμη για τους πολιορκούμενους, καθώς ο Ηράκλειος βρισκόταν εκτός της Κωνσταντινούπολης, πολεμώντας τους Πέρσες στη Μικρά Ασία. Στη θέση του είχε αφήσει τον ανήλικο γιο του Κωνσταντίνο, τον οποίο επιτρόπευαν ο πατριάρχης Σέργιος και ο μάγιστρος Βώνος.
Από την πρώτη στιγμή της πολιορκίας οι Βυζαντινοί γνωρίζοντας τον άπληστο χαρακτήρα του χαγάνου προσπάθησαν να τον δελεάσουν με χρήματα και χρυσό. Αυτός παρέμεινε ασυγκίνητος και ζητούσε μετ’ επιτάσεως την παράδοση της Πόλης. Είχε φαίνεται τους λόγους του, καθώς οι Βυζαντινοί υποδαύλιζαν με διάφορους τρόπους τις τάσεις ανεξαρτησίας που επεδείκνυαν οι Σλάβοι έναντι των Αβάρων.
Ο χαγάνος σε μία κίνηση αντιπερισπασμού έριξε μέσα στον Κεράτιο κόλπο μονόξυλα πλοιάρια, τα οποία είχαν κατασκευάσει σλάβοι, προκαλώντας αναταραχή στους Βυζαντινούς. Στις 3 Αυγούστου έριξε και τα υπόλοιπα μονόξυλα που διέθετε στο Βόσπορο, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως αποβατικά για τη μεταφορά των περσικών δυνάμεων.
Στις 6 Αυγούστου, οι Άβαροι επιτέθηκαν σ’ ένα ασθενές τμήμα των τειχών της Κωνσταντινούπολης και κατέλαβαν την εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών, στην οποία οχυρώθηκαν. Την επομένη, το κατασκοπευτικό δίκτυο των Βυζαντινών είχε μία μεγάλη επιτυχία. Πληροφορήθηκε το σύνθημα της επίθεσης των σλαβικών πλοιαρίων, που ήταν το άναμμα πυράς από μία συγκεκριμένη θέση, που ονομαζόταν «Πτερόν». Ο Βώνος έδωσε διαταγή να ανάψουν φωτιές στη θέση «Πτερόν», οι οποίες προκάλεσαν την άκαιρη επίθεση των σλαβικών πλοιαρίων και καθώς ήταν προετοιμασμένοι οι Βυζαντινοί κυριολεκτικά τα αποδεκάτισαν. Την ίδια τύχη είχαν και τα μονόξυλα που μετέφεραν Πέρσες στρατιώτες από τη Χαλκηδόνα, τα οποία βυθίσθηκαν από το βυζαντινό ναυτικό. Γύρω στους 4.000 Πέρσες έχασαν τη ζωή τους.
Οι πολιορκημένοι πήραν θάρρος και από την πληροφορία ότι πλησιάζει με στρατό ο αδελφός του αυτοκράτορα, Θεόδωρος. Βγήκαν από τα τείχη και πέρασαν στην αντεπίθεση. Ο χαγάνος έλυσε την πολιορκία και με τον στρατό του αποχώρησε. Από τότε, οι Άβαροι δεν ξαναενόχλησαν τους Βυζαντινούς και εξαφανίστηκαν από τον ορίζοντα της αυτοκρατορίας. Από την πλευρά του, ο επικεφαλής της περσικής στρατιάς Σαρβαραζάς «επέστρεψε μετ’ αισχύνης» στην πατρίδα του, όπως αναφέρουν οι χρονικογράφοι της εποχής.
Η θριαμβευτική νίκη των Βυζαντινών αποδόθηκε στην Παναγία. Ο Πατριάρχης, ο νεαρός Κωνσταντίνος, με όλους του επισήμους και τον λαό πήγαν στο ναό Παναγίας των Βλαχερνών και όλοι όρθιοι έψαλλαν τον λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο» στην Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη τους στην «Τη υπερμάχω στρατηγώ».
Διονύσης Σιμόπουλος: Ο αστροφυσικός που εκλαΐκευσε την επιστήμη
.Στο ενεργητικό του είχε πολλές εγχώριες και διεθνείς διακρίσεις, έχοντας χρηματίσει, μεταξύ άλλων, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Αστρονομική Εκπαίδευση (1994-2002), μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Διεθνούς Εταιρείας Πλανηταρίων (1978-2008), γενικός γραμματέας της Ένωσης Ευρωπαϊκών και Μεσογειακών Πλανηταρίων (1976-2008), εταίρος της Βασιλικής Αστρονομικής Εταιρείας της Αγγλίας και της Διεθνούς Εταιρείας Πλανηταρίων.
Ο Διονύσης Σιμόπουλος στο Πλανητάριο το 1975
Ο Διονύσης Σιμόπουλος στο Πλανητάριο το 1975
Το 1996 έλαβε την ανώτατη τιμητική διάκριση της Διεθνούς Εταιρείας Πλανηταρίων για τη συνεισφορά του στη διεθνή αστρονομική εκπαίδευση, το 2006 τιμήθηκε με τον «Ακαδημαϊκό Φοίνικα» του υπουργείου Παιδείας της Γαλλίας και το 2015 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών.
Πολυσχιδές και επιμορφωτικό ήταν το έργο που άφησε ως παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές. Δίδαξε σε πολλά επιμορφωτικά σεμινάρια αποφοίτων πανεπιστημίου και στελεχών επιχειρήσεων, καθώς επίσης ως ομιλητής σε πολυάριθμα συνέδρια και σεμινάρια, στα οποία παρουσίασε εργασίες του.
Το συγγραφικό του έργο
Έγραψε πλήθος σεναρίων για τηλεοπτικές εκπομπές, σειρές και ντοκιμαντέρ στο πεδίο της επιστήμης, ενώ διετέλεσε επιστημονικός συνεργάτης αρκετών εφημερίδων και περιοδικών. Δημοσίευσε εκατοντάδες άρθρα και μελέτες σε ελληνικά και ξένα περιοδικά και εφημερίδες κι έγραψε αρκετά βιβλία, μεταξύ άλλων, για τις παραστάσεις του Ευγενίδειου Πλανηταρίου.
Από το συγγραφικό του έργο αξίζει να αναφερθούν τα βιβλία: «Είμαστε Αστρόσκονη», (Μεταίχμιο, 2017), «Από τα Ψηλαλώνια στο Φεγγάρι: Η περιπέτεια της κατάκτησης του διαστήματος» (Μεταίχμιο, 2019), «Ο Ουρανός της Ελλάδας: Οδηγός για τα άστρα και τους αστερισμούς» (Μεταίχμιο, 2020) και «Η μεγάλη περιπέτεια στο διάστημα» (Οξύ, 2021).
Ο Διονύσιος Σιμόπουλος πέθανε στις 7 Αυγούστου 2022 στην Αθήνα, ύστερα από μάχη με τον καρκίνο
Αντώνης Βαρδής
Έλληνας τραγουδοποιός, που ακροβατούσε μεταξύ εμπορικού και έντεχνου λαϊκού τραγουδιού.
Ο Αντώνης Βαρδής γεννήθηκε στις 7 Αυγούστου του 1948 στο Μοσχάτο και σε ηλικία μόλις 6 ετών γνώρισε τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Γιώργο Ζαμπέτα και τη Ρένα Ντάλια στο «Φαληρικό», εκεί όπου τραγούδησε για πρώτη φορά. Όπως είχε αποκαλύψει και ο ίδιος σε παλαιότερες συνεντεύξεις του, το 1954 δούλεψε για βιοποριστικούς λόγους δίπλα στον Μανώλη Χιώτη στην Πλάκα. Για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της ζωής αναγκάστηκε να εργαστεί σε διάφορες δουλειές για το μεροκάματο, σε ψιλικατζίδικο, χρωματοπωλείο, βενζινάδικο, σε οικοδομή ως βοηθός υδραυλικού, αλλά και ως ναυτικός.
Στα τέλη του 1965, μαζί με μια παρέα φίλων του δημιούργησε το συγκρότημα «Vickings», που άφησε το στίγμα του στην ελληνική ποπ με δύο υπέροχα σλόου τραγούδια («Francoise» του Αντώνη Στεφανίδη και «Catherine», σύνθεση δική του), που αγαπήθηκαν και άντεξαν στο χρόνο.
Από το 1969 έως το 1981 εμφανιζόταν σε μπουάτ της Πλάκας ως κιθαρίστας, δίπλα σε σημαντικούς συνθέτες και τραγουδιστές. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Χρήστο Νικολόπουλο, Δήμο Μούτση, Γιάννη Σπανό, Λουκιανό Κηλαϊδόνη, Μάνο Λοΐζο, Γιώργο Νταλάρα, Χαρούλα Αλεξίου, Γιάννη Πάριο, Μανώλη Μητσιά, Βίκυ Μοσχολιού, Δήμητρα Γαλάνη, Αντώνη Καλογιάννη, Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Άννα Βίσση, Δημήτρη Ψαριανό, Νίκο Ξυλούρη, Μαρίζα Κωχ, Μαρία Δημητριάδη και Τάνια Τσανακλίδου.
Παράλληλα, άρχισε να γράφει τραγούδια και η πρώτη διάκριση ήρθε το 1973, όταν πήρε μέρος σ’ ένα μουσικό διαγωνισμό που είχε προκηρύξει το περιοδικό «Επίκαιρα». Έστειλε το τραγούδι «Πόσο πολύ σ’ αγάπησα» σε στίχους Κώστα Νεστορίδη, το οποίο ερμήνευσε ο Γιώργος Νταλάρας και κέρδισε το δεύτερο βραβείο.
Το 1976 κυκλοφόρησε τον πρώτο του προσωπικό δίσκο με τίτλο «Οραματίζομαι» σε στίχους του Γιάννη Αθανασιάδη. Από τους προσωπικούς του δίσκους ξεχωρίζουν τα τραγούδια: «Δεν θα με ξεχάσεις», «Θα 'θελα να 'σουν εδώ», «Με τους αλήτες», «Βαρέθηκα», «Θα εκραγώ», «Στην Ελλάς του 2000».
Από το 1978 συνεργάστηκε ως συνθέτης με δεκάδες καλλιτέχνες, όπως με τους Γιάννη Πουλόπουλο («Θέλω να μ’ αγαπάς»), Γιάννη Πάριο («Αχ αγάπη», «Σου γράφω ένα γράμμα», «Δε θα χωρίσουμε ποτέ»), Δήμητρα Γαλάνη («Μ’ αγαπούσες θυμάμαι»), Βασίλη Παπακωνσταντίνου («Φεύγουν καράβια στο γυαλό», «Με τον Μπομπ Ντίλαν»), Γιώργο Νταλάρα («Κάτω απ’ την κληματαριά»), Χαρούλα Αλεξίου («Ξημερώνει», «Φεύγω»), Ηλία Κλωναρίδη («Θάλασσες»), Μανώλη Λιδάκη («Κουράστηκα να υποκρίνομαι»), Πίτσα Παπαδοπούλου («Μη Μιλάς»), Μανώλη Μητσιά («Θ’ αναζητάς»), Χριστίνα Μαραγκόζη («Θα προχωράμε μαζί», «Χάνομαι», «Λικεράκι»), Μανώλη Αγγελόπουλο («Τη βαρέθηκε η ψυχή μου»), αδελφούς Κατσιμίχα και Λαυρέντη Μαχαιρίτσα («Σχήμα λόγου») και Ελευθερία Αρβανιτάκη («Μες στη δική σου τη ζωή»).
Επίσης, συνεργάστηκε με τους Λίτσα Διαμάντη, Άννα Βίσση, Κώστα Γανωτή, Αντώνη Ρέμο, Νίκο Βέρτη, Σταμάτη Γονίδη, Μελίνα Ασλανίδου, Χάρη Βαρθακούρη, Κώστα Καραφώτη, Σάκη Ρουβά, Γρηγόρη Πετράκο, Πασχάλη Τερζή, Καίτη Γαρμπή, Νατάσα Θεοδωρίδου και φυσικά με το γιο του Γιάννη Βαρδή. Επιπλέον, ο Αντώνης Βαρδής συνεργάστηκε και με αρκετούς σημαντικούς στιχουργούς. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Κώστα Τριπολίτη, Αντώνη Ανδρικάκη, Μάνο Ελευθερίου, Λευτέρη Παπαδόπουλο, Πυθαγόρα, Πάνο Φαλάρα, Σαράντη Αλιβιζάτο και Ανδρέα Αγγελάκη.
Στην προσωπική του ζωή ο Αντώνης Βαρδής είχε νυμφευθεί δύο φορές, τη δεύτερη φορά με τη γνωστή τραγουδίστρια Χριστίνα Μαραγκόζη. Από τον πρώτο γάμο είχε αποκτήσει δύο παιδιά, την Καλλιστώ και τον τραγουδιστή Γιάννη Βαρδή. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του συζούσε με την κατά πολύ νεώτερη του Φιλοθέη, η οποία του συμπαραστάθηκε στις περιπέτειες της υγείας του.
Ο Αντώνης Βαρδής πέθανε στην Αθήνα στις 2 Σεπτεμβρίου 2014, ύστερα από 23χρονη σκληρή μάχη με την επάρατη νόσο.
Προσωπική Δισκογραφία
Έτος Τίτλος Ερμηνευτές
1976 Οραματίζομαι Αντώνης Βαρδής, Ισιδώρα Σιδέρη
1990 Λευκή ισοπαλία Αντώνης Βαρδής
1994 Κοινή γνώμη Αντώνης Βαρδής
1995 Στην Ελλάς του 2000 Αντώνης Βαρδής, Στέλιος Καζαντζίδης, αδελφοί Κατσιμίχα, Γλυκερία, Γιάννης Βαρδής
1996 Στο μέγιστο βαθμό Αντώνης Βαρδής
1997 Οικογενειακή υπόθεση Αντώνης Βαρδής και Γιάννης Βαρδής
1999 Ξεδιπλώνοντας τις σκέψεις μου Αντώνης Βαρδής
2000 Θα κάνω διακοπές Αντώνης Βαρδής (cd single με 2 τραγούδια)
2002 Χαμογέλασε ψυχή μου Αντώνης Βαρδής
2002 Της ζωής μου τα τραγούδια Αντώνης Βαρδής
2003 Ότι έχω στο χαρίζω Αντώνης Βαρδής, Χάρις Αλεξίου, Γιώργος Νταλάρας, Αντώνης Ρέμος, Goin' Through
2005 Οι φίλοι μου και εγώ Αντώνης Βαρδής
2006 Ότι αγαπήσαμε Αντώνης Βαρδής, Γιάννης Βαρδής
2008 Τα όνειρά μας Αντώνης Βαρδής, Γιάννης Βαρδής
2010 Στην άκρη του ονείρου Αντώνης Βαρδής
Σαρλίζ Θερόν
Η Σαρλίζ Θερόν (Charlize Theron) είναι αμερικανίδα ηθοποιός, νοτιοαφρικανικής καταγωγής, που φημίζεται για την υποκριτική της ευελιξία. Από τα νέα μεγάλα αστέρια του Χόλιγουντ, έχει ήδη ένα Όσκαρ στη συλλογή της για την ερμηνεία μιας κατά συρροή δολοφόνου στο αστυνομικό δράμα «Monster» (2003).
Η Σαρλίζ Θερόν γεννήθηκε στις 7 Αυγούστου 1975 σ’ ένα αγρόκτημα κοντά στο Μπενόνι της Νότιας Αφρικής. Οι γονείς της ήταν εργολήπτες δημοσίων έργων, κυρίως στον τομέα της κατασκευής δρόμων. Ο πατέρας της ήταν γαλλικής καταγωγής και η μητέρας της ολλανδικής.
Σε ηλικία 13 ετών η Σαρλίζ έγινε δεκτή ως εσώκλειστη σε καλλιτεχνικό κολέγιο, θέλοντας να συνεχίσει τις σπουδές της στο μπαλέτο. Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στο σπίτι της, όταν ήταν 15 ετών, έγινε μάρτυρας μιας σκηνής που τη στοιχειώνει μέχρι σήμερα. Η μητέρα της πυροβόλησε και σκότωσε τον πατέρα της ευρισκόμενη σε αυτοάμυνα, όταν δέχθηκε επίθεση από αυτόν ενώ ήταν μεθυσμένος.
Στα 16 της μετακόμισε στο Μιλάνο για να εργαστεί ως μοντέλο. Δύο χρόνια αργότερα εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου συνέχισε το μόντελινγκ, παράλληλα με τις σπουδές της στο χορό. Ένας τραυματισμός στο γόνατο τερμάτισε τις όποιες πιθανότητές της για καριέρα στο χορό, ενώ ανεπιτυχείς ήταν και οι προσπάθειές για καριέρα στον κινηματογράφο.
Η Σαρλίζ Θερόν στην ταινία «Ο Δικηγόρος του Διαβόλου» (1997)
Η Σαρλίζ Θερόν στην ταινία «Ο Δικηγόρος του Διαβόλου» (1997)
Έτσι αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη της στο Χόλιγουντ και μετακόμισε στο Λος Άντζελες. Ένας καυγάς με ένα τραπεζοϋπάλληλο για την εξαργύρωση μιας επιταγής της άνοιξε τον δρόμο για τη μεγάλη οθόνη, καθώς ένας ατζέντης που ήταν παρών στο περιστατικό εκτίμησε τα υποκριτικά της προσόντα. Ένας μικρός ρόλος στη μαύρη κωμωδία του Τζον Χέρζφελντ «Ένα λεπτό προθεσμία» («2 Days in the Valley», 1996) προσέχθηκε ιδιαίτερα και τον επόμενο χρόνο κέρδισε τον πρώτο πρωταγωνιστικό ρόλο, δίπλα στους Αλ Πατσίνο και Κιάνου Ριβς στο θρίλερ του Τέιλορ Χάκφορντ «Ο Δικηγόρος του Διαβόλου» («The Devil's Advocate», 1997).
Αυτή η ταινία ανέδειξε το πλούσιο υποκριτικό της ταλέντο και την οδήγησε σε ουσιαστικούς ρόλους, ιδίως στις ταινίες «Ο Σπάνιος Τζο» («Mighty Joe Young», 1998), «Διασημότητες» («Celebrity», 1998), «Θέα στον Ωκεανό» («The Cider House Rules», 1999), «Ο Θρύλος του Μπάγκερ Βανς» («The Legend of Bagger Vance», 2000) και «Ληστεία αλά Ιταλικά» («The Italian Job», 2003).
Το 2003 ήταν η μεγάλη στιγμή της καριέρας της, όταν τιμήθηκε με το Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου για την ερμηνείας μιας κατά συρροή δολοφόνου στο αστυνομικό δράμα της Πάτι Τζένκινς «Monster». Χρειάστηκε να πάρει περίπου 15 κιλά και να εμφανιστεί αγνώριστη στην ταινία, για να γίνει η πρώτη αφρικανίδα ηθοποιός που κέρδισε Όσκαρ.
Το 2006 ήταν για δεύτερη φορά υποψήφια για Όσκαρ, όταν υποδύθηκε μία ανθρακωρύχο που μάχεται τη σεξουαλική παρενόχληση των αφεντικών της στην ταινία της Νίκι Κάρο «Άνιση Μάχη» («North Country», 2005). To 2009 πρωταγωνίστησε στην ταινία επιστημονικής φαντασίας του Τζον Χιλκόουτ «Ο Δρόμος» («The Road»), μία προσαρμογή του ομότιτλου μυθιστορήματος του Κόρμακ ΜακΚάρθι.
Η Σαρλίζ Θερόν στην ταινία «Η Χιονάτη και ο Κυνηγός» (2012)
Η Σαρλίζ Θερόν ως κακιά βασίλισσα στην ταινία «Η Χιονάτη και ο Κυνηγός» (2012)
Στη δραμεντί του Τζέισον Ράιτμαν «Περίπου Ώριμη» («Young Adult», 2011), η Θερόν υποδύθηκε μία ανώριμη γυναίκα που επιστρέφει στην πατρίδα της αναζητώντας τον νεανικό της έρωτα. Τον επόμενο χρόνο έπαιξε την κακιά βασίλισσα στη σκοτεινή προσαρμογή του γνωστού παραμυθιού της Χιονάτης «Η Χιονάτη και ο Κυνηγός» («Snow White and the Huntsman», 2012) και τη συνέχειά του «Ο κυνηγός: Η Μάχη του Χειμώνα» («The Huntsman: Winter's War», 2016). Το 2012 ήταν η αρχηγός μιας διαστημικής αποστολής στο θρίλερ επιστημονικής φαντασίας του Ρίντλεϊ Σκοτ «Προμηθέας» («Prometheus»), που θεωρήθηκε ως πρίκουελ του «Άλιεν: Ο Επιβάτης του Διαστήματος» («Alien», 1979).
Το 2015 ως δεινή πολεμίστρια αναλαμβάνει την αποστολή να σώσει μια ομάδα σκλάβων γυναικών στην τέταρτη εκδοχή του Mad Max, «Mad Max: Ο Δρόμος της Οργής» («Mad Max: Fury Road», 2015) του ελληνοαυστραλού Τζορτζ Μίλερ. Το 2018 απέσπασε ενθουσιώδεις κριτικές για την ασυμβίβαστη απεικόνιση μιας πελαγωμένης μητέρας τριών παιδιών στην ταινία του Τζέισον Ράιτμαν «Τα παιδιά είναι ευτυχία;» («Tully - Tully»).
Την επόμενη χρονιά έπαιξε στη ρομαντική κωμωδία «Μια Απίθανη Σχέση» («Long Shot», 2019), αλλά ξεχώρισε για το ρόλο της στην ταινία του Τζέι Ρόουτς «Βόμβα» («Bombshell»), για τον οποίο ήταν για τρίτη φορά υποψήφια για Όσκαρ. Στην ταινία, που βασίστηκε σε πραγματικά περιστατικά, υποδύθηκε τη Μέγκιν Κέλι, η οποία έπεσε θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης από τον πρόεδρο του τηλεοπτικού σταθμού Fox News, Ρότζερ Έιλς, και τον οδήγησε σε ατιμωτική παραίτηση.
Από το 2008 η Σαρλίζ Θερόν συμμετέχει στις δραστηριότητες του ΟΗΕ ως αγγελιοφόρος της ειρήνης. Στην προσωπική της ζωή, παραμένει αδέσμευτη και ωραία, έχοντας υιοθετήσει δύο παιδιά. Σύντροφοί της κατά καιρούς ήταν οι συνάδελφοί της Σον Πεν και Στιούαρτ Τάουνσεντ και ο μουσικός Στέφαν Τζένκινς
Αμπέμπε Μπικίλα
Θρυλικός μαραθωνοδρόμος από την Αιθιοπία, με δύο σημαντικές πρωτιές στην ιστορία του αθλητισμού. Υπήρξε ο πρώτος αθλητής που κέρδισε τον Μαραθώνιο Δρόμο σε δύο συνεχόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες (1960 και 1964) και ο πρώτος μαύρος Αφρικανός, που κέρδισε χρυσό μετάλλιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες.
Ο Αμπέμπε Μπικίλα (Abebe Bikila) γεννήθηκε στο Γιάτο της Αιθιοπίας στις 7 Αυγούστου 1932, την ημέρα που γινόταν ο Μαραθώνιος στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες. Ήταν γιος ενός φτωχού βοσκού και σε νεαρή ηλικία αποφάσισε να καταταγεί στον στρατό για να συντηρεί την πολυμελή οικογένειά του. Ξεκίνησε με τα πόδια για την πρωτεύουσα Αντίς Άμπαμπα και επιλέχθηκε για την Αυτοκρατορική Φρουρά του Χαϊλέ Σελασιέ, όπου υπηρέτησε ως στρατιώτης.
Η ζωή του άλλαξε ρότα, όταν τον ανακάλυψε ο σουηδός προπονητής της εθνική ομάδας Όνι Νισκάνεν και του πρότεινε να γίνει δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Μέχρι τα 28 χρόνια δεν είχε κάποια σημαντική διάκριση και ήταν παντελώς άγνωστος στο εξωτερικό. Ήταν η εποχή, που κανείς δεν υπολόγιζε τους μαύρους αφρικανούς αθλητές. Για καλή του τύχη θα επιλεγεί την τελευταία στιγμή για την ομάδα της Αιθιοπίας στους Ολυμπιακούς της Ρώμης, όταν ο μαραθωνοδρόμος Βάμι Μπιράτου θα στραμπουλίξει τον αστράγαλό του, παίζοντας ποδόσφαιρο.
Την ημέρα διεξαγωγής του Μαραθωνίου στην Αιώνια Πόλη, τα πράγματα δεν ξεκίνησαν καλά για τον Μπικίλα. Η «Αντίντας», που ήταν η αποκλειστική χορηγός των αθλητικών υποδημάτων, δεν είχε το κατάλληλο ζευγάρι για τον αιθίοπα αθλητή. Δύο ώρες πριν από την έναρξη του αγώνα «επιστρατεύτηκε» και το τελευταίο διαθέσιμο ζευγάρι, που, όμως, τον στένευε. Έτσι αποφάσισε με τον προπονητή του Νισκάνεν να τρέξει ξυπόλητος, όπως το συνήθιζε στις προπονήσεις.
Όταν παρατάχθηκε το απόγευμα της 10ης Σεπτεμβρίου 1960 μπροστά στην Αψίδα του Κωνσταντίνου για την εκκίνηση του αγώνα, οι συναθλητές του δεν έκρυβαν την έκπληξή τους για την εμφάνιση του Μπικίλα, ενώ δεν έλειψαν τα ειρωνικά σχόλια. Αποφασιστικός ο Αιθίοπας άκουσε τις τελευταίες οδηγίες του προπονητή του, που του επεσήμανε τους κυριότερους αντιπάλους του, ένας από τους οποίους ήταν ο μαροκινός Ραντί με το νούμερο 26.
Η κούρσα ξεκίνησε και ο Μπικίλα «κατάπινε» τον ένα μετά τον άλλο τους αντιπάλους του σε αναζήτηση του αθλητή με το Νο 26. Μετά το 20ο χιλιόμετρο, αυτός και ένας αθλητής με το Νο 185 είχαν δημιουργήσει σημαντική διαφορά από τους υπόλοιπους. Ήταν ο Ραντί, που από λάθος πληροφόρηση έφερε τον αριθμό 185. Ο Μπικίλα δεν το γνώριζε και επιτάχυνε προς αναζήτηση του ανθρώπου με το Νο 26. Από κοντά και ο Μαροκινός, που τον ακολούθησε για μεγάλο διάστημα. 500 μέτρα πριν από τον τερματισμό και αφού ο Μπικίλα είχε ενημερωθεί ότι δεν υπήρχε προπορευόμενος αθλητής, «ξεκόλλησε» από τον Ραντί και τερμάτισε πρώτος με χρόνο 2:15:16 και 2 δέκατα, έχοντας μια διαφορά 26 δευτερολέπτων από τον μεγάλο του αντίπαλο.
Ο Μπικίλα επέστρεψε με το φωτοστέφανο του ήρωα στην πατρίδα του, ενώ η νίκη του χαιρετίστηκε σε όλη την Αφρική. Ο αυτοκράτορας Χαϊλέ Σελασιέ τον παρασημοφόρησε και τον προήγαγε στον βαθμό του δεκανέα. Το 1961 κέρδισε μαραθωνίους στην Ελλάδα, την Ιαπωνία και την Τσεχοσλοβακία και στη συνέχεια αποσύρθηκε για δύο χρόνια από τους στίβους. Στο διάστημα αυτό παραλίγο να χάσει τη ζωή του, όταν χωρίς τη θέλησή του πήρε μέρος σ' ένα αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα για την ανατροπή του αυτοκράτορα. Καταδικάσθηκε σε θάνατο δι' απαγχονισμού, αλλά σώθηκε με τη χάρη που του απένειμε ο Χαϊλέ Σελασιέ, λόγω των εξαιρετικών του υπηρεσιών προς την πατρίδα.
Ο Μπικίλα επανήλθε στους στίβους την προολυμπιακή χρονιά του 1963, όπου υπέστη και την πρώτη του ήττα, τερματίζοντας 5ος στον Μαραθώνιο της Βοστόνης. Τον επόμενο χρόνο προετοιμάστηκε εντατικά και μεθοδικά για να υπερασπίσει τον τίτλο του στους Ολυμπιακούς του Τόκιο. 40 μέρες πριν από την έναρξη των αγώνων ένοιωσε πόνους στην κοιλιακή χώρα και οι γιατροί διέγνωσαν οξεία σκωληκοειδίτιδα. Υπεβλήθη αμέσως σε εγχείριση και κατά τη διάρκεια της ανάρρωσης άρχισε να κάνει ελαφρά προπόνηση στην αυλή του νοσοκομείου, ξεγελώντας τα βράδια τους γιατρούς.
Με ελλειπή προετοιμασία το κρίσιμο διάστημα δεν είχε και πολλές ελπίδες να επαναλάβει το θαύμα της Ρώμης. Αυτή τη φορά έτρεξε κανονικά με παπούτσια, αφού η ιαπωνική Asics, που ήταν χορηγός του αθλητικού υλικού, φρόντισε να μην επαναλάβει το λάθος της Adidas. Στον Μαραθώνιο των Ολυμπιακών του Τόκιο, ο Μπικίλα ακολούθησε την ίδια τακτική με τη Ρώμη. Άλλαξε τον ρυθμό του μετά το 20ο χιλιόμετρο και εξαφανίστηκε, τερματίζοντας πρώτος, με διαφορά τεσσάρων λεπτών από τον δεύτερο βρετανό Χέιτλι και χρόνο 2:12:11 και 2 δέκατα. Προς έκπληξη όλων συνέχισε να τρέχει κι έκανε άλλα 10 χιλιόμετρα για χαλάρωμα.
Ο Μπικίλα επέστρεψε για δεύτερη φορά θριαμβευτής στην πατρίδα του και ο αυτοκράτορας του έδωσε μία ακόμη προαγωγή και του έκανε δώρο ένα αυτοκίνητο, ένα λευκό «σκαραβαίο» της Volkswagen, το οποίο για τα μέτρα της πάμφτωχης Αιθιοπίας ισοδυναμούσε με Πόρσε. Ο Μπικίλα επέστρεψε στους στίβους λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικού το 1968. Πήρε μέρος για τρίτη συνεχόμενη φορά σε Μαραθώνιο Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά ήταν άτυχος, καθώς στο 17ο χιλιόμετρο της διαδρομής τραυματίστηκε και αποχώρησε. Η λύπη του μετριάστηκε από το γεγονός ότι ο συμπατριώτης και φίλος του Μάμο Βόλντε έκοψε πρώτος το νήμα, τριτώνοντας το καλό για την Αιθιοπία.
Η μοίρα, όμως, έπαιξε άσχημο παιγνίδι στον μεγάλο αθλητή, ένα χρόνο αργότερα. Στην προσπάθειά του να αποφύγει μια ομάδα διαδηλωτών, που εμφανίσθηκε ξαφνικά μπροστά του, έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του, που έπεσε σε χαντάκι. Ανασύρθηκε βαρύτατα τραυματισμένος από τον «σκαραβαίο» και έμεινε παράλυτος, παρά τις προσπάθειες των γιατρών. Στις 25 Οκτωβρίου 1973 έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία μόλις 41 ετών, από εγκεφαλική αιμορραγία, επιπλοκή από το αυτοκινητιστικό ατύχημα του 1969. Ο Αμπέμπε Μπικίλα ήταν παντρεμένος και πατέρας τεσσάρων παιδιών.
Μάτα Χάρι
Η Μάτα Χάρι (Mata Hari) υπήρξε η πιο διάσημη κατάσκοπος του κόσμου. Γεννήθηκε στην Ολλανδία, στις 7 Αυγούστου του 1876, με το όνομα Μαργκαρίτ Γκερτρούντι Ζελ. Το ερωτικό της ταμπεραμέντο φάνηκε από πολύ νωρίς, όταν εκδιώχθηκε από το σχολείο της, επειδή συνελήφθη να ερωτοτροπεί με τον διευθυντή. Στα 18 της παντρεύτηκε έναν σκωτσέζο αξιωματικό του Ναυτικού, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, όμως χώρισε 12 χρόνια αργότερα, λόγω του άστατου χαρακτήρα της.
Το 1905 αναζήτησε την τύχη της στο Παρίσι, όπου εργάστηκε ως χορεύτρια σε καμπαρέ της εποχής και γρήγορα απέκτησε μεγάλη φήμη, με το όνομα Μάτα Χάρι, που σε ινδονησιακή διάλεκτο σημαίνει «μάτι μιας νέας αυγής».
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Γάλλοι της προσέφεραν ένα εκατομμύριο φράγκα για να αξιοποιήσει το διεθνές δίκτυο εραστών της, κατασκοπεύοντας τους Γερμανούς. Για το σκοπό αυτό πραγματοποίησε πολλά ταξίδια στην Ευρώπη και κατά την τελευταία αποστολή της στην Ισπανία, αποπλάνησε τον γερμανό στρατιωτικό ακόλουθο, προκειμένου να του εκμαιεύσει απόρρητα σχέδια. Εκείνος με τη σειρά του υπονόησε μέσω τηλεγραφήματος στους δικούς του ότι η Μάτα Χάρι αποδέχθηκε να δουλεύει για όφελος της Γερμανίας.
Αν κι αυτό δεν αποδείχθηκε ποτέ, με την επιστροφή της στο Παρίσι συνελήφθη από τις γαλλικές μυστικές υπηρεσίες, δικάστηκε με συνοπτικές διαδικασίες και στις 15 Οκτωβρίου του 1917 εκτελέστηκε ως διπλή πράκτορας και υπεύθυνη για το θάνατο χιλιάδων στρατιωτών.
Κονσταντίν Στανισλάφσκι
Ο Ρώσος ηθοποιός και σκηνοθέτης Κωνσταντίν Στανισλάφσκι υπήρξε ένας από τους επιδραστικότερους ανθρώπους του θεάτρου, ιδρυτής του περίφημου Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας (1898) και δημιουργός ενός συστήματος υποκριτικής, γνωστού ως «μέθοδος ή σύστημα Στανισλάφσκι».
Ο Κονσταντίν Αλεξέγιεφ, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1863 (17 Ιανουαρίου με το νέο ημερολόγιο) στην Μόσχα και ήταν γόνος πάμπλουτης οικογένειας της ρωσικής μεγαλούπολης με καλλιτεχνικές ανησυχίες. Σε ηλικία 14 ετών άρχισε να εμφανίζεται ως ηθοποιός στον ερασιτεχνικό θίασο που είχαν δημιουργήσει οι γονείς του. Το 1884, υιοθέτησε τον καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Στανισλάφσκι, προκειμένου να αποκρύψει από την οικογένειά του, την πρόθεσή του να ασχοληθεί επαγγελματικά με το θέατρο. Τέσσερα χρόνια αργότερα παντρεύτηκε την δασκάλα Μαρία Περεβοστσίκοβα, η οποία διέπρεψε ως ηθοποιός με το ψευδώνυμο Λίλινα.
Ο Στανισλάφσκι θεωρούσε το θέατρο ως τέχνη με κοινωνική αποστολή. Πίστευε ότι το θέατρο ασκεί σημαντική επιρροή στον λαό και κατά συνέπεια ο ηθοποιός ασκεί παιδευτικό έργο. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μόνο με την λειτουργία ενός μόνιμου θιάσου μπορούσε να επιτευχθεί το υψηλό επίπεδο υποκριτικής τέχνης που απαιτούσε η αντίληψή του για την υψηλή αποστολή του θεάτρου.
Το 1898, ίδρυσε στη Μόσχα το Θέατρο Τέχνης, μέσω του οποίου μπόρεσε να εφαρμόσει τις ιδέες του για την θεατρική τέχνη. Η καταξίωση για τον Στανισλάφσκι ήλθε τον ίδιο χρόνο με τον «Γλάρο» του Τσέχοφ, που είχε σημειώσει παταγώδη αποτυχία στο πρώτο του ανέβασμα. Το Θέατρο της Μόσχας, χαιρετίστηκε από την κριτική ως η νέα δύναμη του παγκόσμιου θεάτρου και ο Τσέχοφ, που είχε αποφασίσει να μην ξαναγράψει θεατρικό έργο, ως μεγάλος δραματουργός. Ο Τσέχοφ στην συνέχεια έγραψε ειδικά για το Θέατρο Τέχνης τις «Τρεις Αδελφές» (1901) και τον «Βυσσινόκηπο» (1903).
Με την πάροδο του χρόνου διαμόρφωσε την αντίληψη ότι η παράσταση έπρεπε να αποτελεί ένα σύνολο με ενιαίο ύφος στο οποίο κάθε ηθοποιός όφειλε να εντάσσεται και να υποτάσσεται. Υπογράμμιζε ότι η ερμηνεία του σκηνοθέτη και των ηθοποιών έπρεπε να εξυπηρετούν την πρόθεση του συγγραφέα, ώστε ο θεατής να βιώνει τα διαδραματιζόμενα επι σκηνής. Με το τρόπο διδασκαλίας του στους ηθοποιούς αναζητούσε ένα ρεαλιστικότερο τρόπο ερμηνείας, μακριά από την στομφώδη απαγγελία και τον μελοδραματισμό που κυριαρχούσαν στο θέατρο του 19ου αιώνα.
Με την μέθοδο του, ο ηθοποιός καλείται να χρησιμοποιήσει, μεταξύ άλλων, την συναισθηματική του μνήμη, να ανασύρει δηλαδή από την μνήμη του,τις δικές του εμπειρίες και συναισθήματα από ανάλογες καταστάσεις τις ζωής του. Η είσοδος του ηθοποιού στην σκηνή δεν σηματοδοτεί την αρχή της δράσης ή της ζωής του ρόλου, αλλά θεωρείται ως η συνέχεια των καταστάσεων που έχουν προηγηθεί στην ζωή του ήρωα.
Ο Στανισλάφσκι, παρότι επιεικής και διαλλακτικός, ήταν αυστηρός και ασυμβίβαστος, όταν δίδασκε τους ηθοποιούς του.Αναζητούσε επίμονα την την αρτιότητα και την αυθεντικότητα της σκηνικής απόδοσης και στην διάρκεια των πολύωρων δοκιμών επαναλάμβανε την τρομερή για τους ηθοποιούς φράση «Δεν σε πιστεύω».
Η «μέθοδος ή σύστημα Στανισλάφσκι» εφαρμόστηκε ευρύτατα στην Σοβιετική Ένωση και τις ΗΠΑ, όπου διδάχτηκε σε διάφορες δραματικές σχολές και θεατρικά εργαστήρια, μεταξύ άλλων και στο πασίγνωστο Actors Studio, από το οποίο αποφοίτησαν σπουδαίοι ηθοποιοί, όπως ο Μάρλον Μπράντο, ο Τζέιμς Ντιν και ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο.
Ο Στανισλάφσκι ασχολήθηκε και με την όπερα. Η σκηνοθεσία του στο έργο του Τσαϊκόφσκι «Ευγένιος Ονιέγκιν», που ανέβηκε στο Θέατρο Μπολσόι το 1922, χαρακτηρίστηκε ως τομή στον χώρο του λυρικού θεάτρου.
Ο Κονσταντίν Στανισλάφσκι πέθανε στην Μόσχα στις 7 Αυγούστου 1938, σε ηλικία 75 ετών.
«Don’t Go Breaking My Heart»: Το τραγούδι που εκτόξευσε τον Έλτον Τζον στην κορυφή
Το «Don’t Go Breaking My Heart» είναι μεγάλη επιτυχία του Έλτον Τζον από τη δεκαετία του '70 και το πρώτο Νο1 στη σπουδαία καριέρα του άγγλου συνθέτη και τραγουδιστή.
Το «Don’t Go Breaking My Heart», ερμηνευμένο από τον Έλτον Τζον και την Κίκι Ντι, κυκλοφόρησε σε σινγκλ στις 21 Ιουνίου 1976 και αμέσως γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Στις 24 Ιουλίου 1976 ανέβηκε στην κορυφή του βρετανικού πίνακα επιτυχιών για έξι εβδομάδες και στις 7 Αυγούστου 1976 στο Νο1 του πίνακα επιτυχιών των ΗΠΑ για τέσσερις εβδομάδες. Δεν συμπεριλήφθηκε σε κανένα στούντιο άλμπουμ του Έλτον Τζον, παρά μόνο στη συλλογή επιτυχιών «Elton John’s Greatest Hits Vol.II» (1977).
Ως δημιουργοί του τραγουδιού αναφέρονται η Αν Όρσον και η Καρτ Μπλανς, που δεν ήταν άλλα από τα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε τότε το συνθετικό δίδυμο των Έλτον Τζον και Μπέρνι Τόπιν. Το τραγούδι είναι εμπνευσμένο από τα μουσικά στιλ της Motown και ιδιαίτερα από τα ντουέτα του Μάρβιν Γκέι με τραγουδίστριες, όπως η Τάμι Τερέλ και η Κιμ Γουέστον.
Ο Έλτον Τζον τραγούδησε το «Don’t Go Breaking My Heart»:
Το 1978 ντουέτο με τη Μις Πίγκι στην τηλεοπτική σειρά «The Muppet Show».
To 1985 με την Κίκι Ντι, κατά τη διάρκεια του Live Aid.
Το 1987 με τη Μίνι Μάους στην τηλεοπτική σειρά «Totally Minnie».
Το 1993 με την τραβεστί RuPaul για το άλμπουμ του «Duets».
Το 1997 με τις Spice Girls στο τηλεοπτικό πρόγραμμα «An Audience with Elton John».
Οι στίχοι του «Don’t Go Breaking My Heart»
Don't go breaking my heart
I couldn't if I tried
Honey if I get restless
Baby you're not that kind
Don't go breaking my heart
You take the weight off me
Honey when you knocked on my door
I gave you my key
Nobody knows it
When I was down
I was your clown
Nobody knows it
Right from the start
I gave you my heart
I gave you my heart
So don't go breaking my heart
I won't go breaking your heart
Don't go breaking my heart
And nobody told us
'Cause nobody showed us
And now it's up to us babe
I think we can make it
So don't misunderstand me
You put the light in my life
You put the sparks to the flame
I've got your heart in my sights
Όλιβερ Χάρντι: Ο «χοντρός» της μεγάλης οθόνης
Ο αμερικανός ηθοποιός Όλιβερ Χάρντι είναι ο «Χονδρός» του διάσημου κωμικού ντουέτου «Χοντρός - Λιγνός», όπως είναι γνωστό στην Ελλάδα («Laurel & Hardy» στον αγγλόφωνο κόσμο).
Ο Νόρβελ Χάρντι γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1892 στο Χάρλεμ της πολιτείας Τζόρτζια των ΗΠΑ, από αγγλοσκωτσέζους γονείς που ουδεμία σχέση είχαν με την σόουμπιζ. Αργότερα προσέθεσε στο ονοματεπώνυμο του το όνομα του πατέρα του Όλιβερ, μαχητή με τους «Νότιους» στον Αμερικάνικο Εμφύλιο Πόλεμο.
Ο μικρός Όλι ήταν ένα αρκετά ζωηρό παιδί, που δεν μπόρεσε να τον συνετίσει ούτε η στρατιωτική σχολή στην οποία φοίτησε για λίγο. Από μικρός ήταν χαρισματικός τραγουδιστής και από ηλικίας 8 ετών συμμετείχε σε παραστάσεις διαφόρων θιάσων που περιόδευαν στον αμερικάνικο Νότο. .
Το 1910, άνοιξε στην πόλη του ο πρώτος κινηματογράφος και ο Όλι βρήκε απασχόληση ως μηχανικός προβολής, ταμίας, ταξιθέτης και αργότερα ως διευθυντής της επιχείρησης. Εντυπωσιασμένος από το νέο μέσο αποφάσισε να γίνει ηθοποιός, όντας πεπεισμένος ότι θα τα κατάφερνε καλύτερα από πολλούς ηθοποιούς που έβλεπε να παρελαύνουν από την μεγάλη οθόνη.
Το 1914, έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο με την κωμωδία «Outwitting Dad», διάρκειας 10 λεπτών. Το 1926, θα γνωριστεί με τον άγγλο ηθοποιό και σκηνοθέτη Σταν Λόρελ στα στούντιο του Χαλ Ρόουτς στο Λος Άντζελες και θα γράψουν την δική τους ξεχωριστή σελίδα στην ιστορία του κινηματογράφου.
Τον επόμενο χρόνο θα ξεκινήσει η συνεργασία τους, η οποία θα διαρκέσει έως το 1955 και ως «Χονδρός-Λιγνός» θα μας προσφέρει περισσότερες από 200 απολαυστικές ταινίες, πολλές από τις οποίες προβάλλονται και σήμερα από την τηλεόραση σκορπώντας το αβίαστο γέλιο και στον σημερινό θεατή.
Στις κωμωδίες αυτές οι χαρακτήρες του Χονδρού και του Λιγνού αλληλοσυμπληρώνονται. Παίζουν πάντα τους δύο αχώριστους φίλους που βρίσκονται σε διαρκείς καυγάδες με τις συμβίες τους είτε είναι τυχοδιώκτες που προσπαθούν να κάνουν κάτι καταφέρνοντας πάντα να τό καταστρέφουν εξαιτίας της αδεξιότητάς τους.
Το τυπικό σενάριο μιας ταινίας του αχτύπητου δίδυμου περιλαμβάνει ένα θυελλώδη τσακωμό μεταξύ τους, μια σκηνή καταστροφής, όπου σπάνε τα πράγματα κάποιου τρίτου, που τους κοιτά με απλανές βλέμμα χωρίς να αντιδρά, και μετά τους πληρώνει με το ίδιο νόμισμα.
Η κινηματογραφική περσόνα του Χονδρού έχει ταυτιστεί με την εικόνα ενός υπερμεγέθους αυταρχικού παιδιού που ενώ ανέχεται με δυσκολία τον φίλο του Λιγνό, τον ικανοποιεί να του επιδεικνύει την ανωτερότητά του. Με το σπουδαιοφανές και πομπώδες ύφος του είναι πάντα το θύμα των καταστροφών, δεν σταματά όμως ποτέ να είναι ένας άνθρωπος με παιδική καρδιά και αφέλεια.
Ο Όλιβερ Χάρντι δεν ευτύχησε στην προσωπική του ζωή. Έκανε τρεις γάμους και στα τελευταία χρόνια του βίου του έζησε βουτηγμένος στην φτώχεια και με επιβαρυμένη την υγεία του. Πέθανε στις 7 Αυγούστου 1957 στο Βόρειο Χόλιγουντ της Καλιφόρνιας, σε ηλικία 65 ετών.
Παρά τις εχθροπραξίες τους στην μεγάλη οθόνη οι δυο καλλιτέχνες ήταν τόσο συνδεδεμένοι μεταξύ τους, ώστε ο Σταν Λόρελ μετά τον θάνατο του Όλι να πάθει νευρικό κλονισμό από τον οποίο, όπως λέγεται, δεν συνήλθε ποτέ.
Ερζίμπετ Μπάτορι: Η «Ματωμένη Κόμισσα»
Ουγγαρέζα αριστοκράτισσα, διαβόητη για τους εκατοντάδες φόνους που διέπραξε από σαδιστική διαστροφή. Θρυλείται ότι σκότωνε νεαρά κορίτσια και με το αίμα τους λουζόταν για να κερδίσει την αιώνια νεότητα..