Ως «Ματς του θανάτου» έμεινε στην ιστορία η ποδοσφαιρική συνάντηση, που διεξήχθη στο γερμανοκρατούμενο Κίεβο στις 9 Αυγούστου 1942, μεταξύ Γερμανών στρατιωτών και μιας ομάδας Ουκρανών αρτοποιών. Οι Ουκρανοί νίκησαν, αλλά αντιμετώπισαν την εκδικητική μανία των Γερμανών κατακτητών. Με την ιστορία αυτή μεγάλωσαν γενιές και γενιές σοβιετικών πολιτών, αλλά σήμερα η ορθότητά της αμφισβητείται από Ουκρανούς ιστορικούς και αυτόπτες μάρτυρες του γεγονότος.
Βρισκόμαστε στο 1941, τρίτη χρονιά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Χίτλερ έχει εξαπολύσει την επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Το ανατολικό μέτωπο καταρρέει, ο «Κόκκινος Στρατός» υποχωρεί, το Κίεβο πέφτει στα χέρια των ναζί και οι ποδοσφαιρικές ομάδες διαλύονται. Ορισμένοι από τους παίχτες των δύο ομάδων της πόλης, Δυναμό και Λοκομοτίβ, εξαναγκάζονται να δουλεύουν σ’ ένα επιταγμένο φούρνο. Η σκλαβιά δεν τους λυγίζει, οι κακουχίες δεν τους πτοούν και ιδρύουν ποδοσφαιρική ομάδα με το όνομα «Σταρτ». Γρήγορα, η φήμη τους φθάνει στα αυτιά των κατακτητών και των συνεργατών τους, που έχουν φτιάξει τη δική τους ομάδα. Η «Φλάκελφ», όπως είναι το όονομά της, αποτελείται κυρίως από Γερμανούς στρατιώτες, που επανδρώνουν το αντιεροπορικό πυροβολικό του Κιέβου.
Η μεγάλη σύγκρουση δεν αργεί να έρθει. Το ραντεβού κλείνεται για τις 9 Αυγούστου του 1942. Η μάχη, όμως, είναι άνιση. Το κοινό επιλεγμένο, παραληρεί υπέρ των 11 λεβεντόκορμων ξανθών, που θέλουν να αποδείξουν την ανωτερότητα της Αρίας φυλής. Ο διαιτητής, ένας νεαρός SS, μεροληπτεί σαφώς υπέρ της Φλάκελφ. Όμως, οι ρακένδυτοι σκλάβοι της «Σταρτ» κλείνουν το ημίχρονο προηγούμενοι με 3-1. Στα αποδυτήρια ένας καλοντυμένος κύριος τους απειλεί με ευγενικό τρόπο ότι πρέπει να χάσουν. Δεν πτοούνται και το σφύριγμα της λήξης τους βρίσκει θριαμβευτές με 5-3.
Η τύχη τους, όμως, είναι προδιαγεγραμμένη. Οι κατακτητές δεν συγχωρούν. Οι περισσότεροι βασανίζονται μέχρι θανάτου και αφήνουν την τελευταία τους πνοή σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μόνο ένα μνημείο, που ανήγειρε στο Κίεβο ο συμπολίτης τους πρώην πρόεδρος της Σοβιετικής Ένωσης Λεονίντ Μπρέζνιεφ, θυμίζει τη θυσία τους.
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, ιστορικοί και δημοσιογράφοι (Χοτσαρένκο, Χίντα, Κουζμίν κ.ά.α) της ανεξάρτητης πλέον Ουκρανίας, άρχισαν να ερευνούν το περιστατικό και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για ένα προπαγανδιστικό κόλπο των σοβιετικών, που σκοπό είχε την ανύψωση του ηθικού των πολιτών. Ερευνώντας αρχεία και συμβουλευόμενοι αυτόπτες μάρτυρες, διαπίστωσαν ότι οι παίκτες της «Σταρτ» ούτε απειλήθηκαν στο ημίχρονο, ούτε ο διαιτητής ήταν μέλος των SS. Μάλιστα, οι ηττημένοι Γερμανοί αναγνώρισαν ιπποτικά την ήττα τους και συνεχάρησαν τους αντιπάλους του.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Βολοντιμίρ Χίντα, τα ματς αυτού του τύπου ήταν ρουτίνα στην κατεχόμενη Ουκρανία και τις περισσότερες φορές κέρδιζαν οι Ουκρανοί (60 νίκες, έναντι 36 των Γερμανών και 15 ισοπαλιών). Βέβαια, δέκα μέρες αργότερα εννέα παίκτες της «Σταρτ» συνελήφθησαν και οι περισσότεροι από αυτούς εκτελέστηκαν ή πέθαναν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, επειδή ήταν πράκτορες της NKVD (προδρόμου της KGB), σύμφωνα με τις κατοχικές αρχές.
Μάρκος Μπότσαρης
Ο Μάρκος Μπότσαρης, ένας από τους πιο αγνούς και ηρωικούς μαχητές της Ελληνικής Επανάστασης, γεννήθηκε στο Σούλι το 1790. Ήταν γιος του Κίτσου Μπότσαρη, ηγετικής μορφής της φάρας των Μποτσαραίων. Μετά την κατάληψη του Σουλίου από τον Αλή Πασά το 1803, κατέφυγε στην Κέρκυρα και εντάχθηκε στο «Αλβανικό Σύνταγμα» των Γάλλων, φτάνοντας μέχρι τον βαθμό του εκατόνταρχου.
Παρά τη μικρή μόρφωσή του, το 1809 συνέγραψε το ελληνο-αλβανικό λεξικό «Λεξικό της Ρομαϊκοίς και Αρβανιτικοίς Απλής», το οποίο εκδόθηκε το 1980. Το 1814 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας και συμμετείχε ενεργά στην Ελληνική Επανάσταση, με σημαντικές νίκες όπως στη μάχη στο Κομπότι της Άρτας και την πολιορκία της Άρτας το 1821.
Το 1823, στην προσπάθειά του να ανακόψει την προέλαση των τουρκικών στρατευμάτων στη Δυτική Στερεά Ελλάδα, επιτέθηκε στους 4.000 Τουρκαλβανούς του Μουσταή Πασά στο Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου. Παρά την αρχική επιτυχία, τραυματίστηκε θανάσιμα και εξέπνευσε στις 9 Αυγούστου 1823.
Ο θάνατός του άφησε βαθύ αποτύπωμα στην ιστορία, με τη λαϊκή και έντεχνη παράδοση να τον τιμούν, ενώ η κηδεία του έγινε με μεγάλη τιμή στο Μεσολόγγι. Ο Μάρκος Μπότσαρης υμνήθηκε από ποιητές όπως ο Διονύσιος Σολωμός και ο Βίκτωρ Ουγκώ, ενώ η ζωή του ενέπνευσε ακόμα και την όπερα «Μάρκος Μπότσαρης» από τον Παύλο Καρρέρ.
Ο πύργος της Πίζας
Το «σήμα - κατατεθέν» της Πίζας. Πρόκειται για το καμπαναριό του καθεδρικού ναού της ιστορικής πόλης της Ιταλίας, που είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Η κλίση του αρχικά κατά 5,5 μοίρες, εξαιτίας της καθίζησης του εδάφους, το κατέστησε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα αξιοθέατα του κόσμου. Ολόκληρη η Πλατεία της Πίζας (Piazza del Duomo), που περιλαμβάνει την εκκλησία, το βαπτιστήριο και το καμπαναριό, ανακηρύχθηκε το 1987 από την ΟΥΝΕΣΚΟ ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
Το οικοδόμημα, από πέτρα και μάρμαρο, είναι κυλινδρικό. Αποτελείται από 8 ορόφους με 296 σκαλιά κι έχει ύψος 55,86 μέτρα. Η πρωτοβουλία για την ανέγερσή του ανήκει σε μία πλούσια χήρα της Πίζας, τη δόνα Μπέρτα ντι Μπερνάρντο, η οποία διέθεσε το πρώτο χρηματικό ποσό (60 σόλδια) στις 5 Ιανουαρίου 1172. Ένα χρόνο αργότερα, στις 9 Αυγούστου 1173, τέθηκε ο θεμέλιος λίθος και πέντε μέρες αργότερα ξεκίνησαν οι εργασίες, που ολοκληρώθηκαν 199 χρόνια αργότερα, το 1372. Για πολλά χρόνια πιστευόταν ότι οι αρχιτέκτονες του οικοδομήματος ήταν τα αδέλφια Γκουλιέλμο και Μπονάνο Πιζάνο. Πρόσφατες μελέτες, όμως, υποστηρίζουν ότι αρχιτέκτονας του Πύργου της Πίζας είναι ο Ντιοτισάλβι.
Η κλίση του οικοδομήματος προς τα ανατολικά, η οποία άρχισε κατά τον χρόνο κατασκευής του, δεν έπαψε να μεγαλώνει στους επόμενους αιώνες. Ήδη, κατά τον 19ο αιώνα αναλήφθηκαν προσπάθειες για την υποστήριξη του οικοδομήματος και για την ελάφρυνσή του αφαιρέθηκαν οι δύο βαριές καμπάνες που βρίσκονταν στον υψηλότερο όροφο. Στις 27 Φεβρουαρίου 1964, η ιταλική κυβέρνηση ζήτησε διεθνή βοήθεια για την αποφυγή κατάρρευσής του. Ζήτησε, όμως, να διατηρηθεί η κλίση του, που έπαιζε κομβικό ρόλο στην τουριστική βιομηχανία της περιοχής.
Ύστερα από μελέτες δύο και πλέον δεκαετιών, στις 7 Ιανουαρίου 1990 ξεκίνησαν οι εργασίες υποστήριξης του οικοδομήματος. Ο Πύργος έκλεισε για το κοινό και ξανάνοιξε στις 15 Δεκεμβρίου 2001, με τη λήξη των εργασιών. Η κλίση του μειώθηκε στις 3,99 μοίρες και ειδικοί έκριναν ότι θα παραμείνει σταθερός και ασφαλής για τα επόμενα 300 χρόνια.
Απόστολος Ματθίας
Ένας από τους 12 Αποστόλους, που διαδέχθηκε τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, όταν αυτός μετά την προδοσία του Κυρίου αυτοκτόνησε. Η μνήμη του εορτάζεται στις 9 Αυγούστου από την Ορθόδοξη Εκκλησία και στις 14 Μαΐου από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Την ημέρα αυτή γιορτάζει ο Ματθίας.Σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων (α’ 23-26), ο Ματθίας εκλέχτηκε ως διάδοχος του Ιούδα με κλήρο από τους 11 μαθητές του Χριστού, με προτροπή του Πέτρου. Σύμφωνα με την παράδοση κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Ιουδαία και την Αιθιοπία (σημερινή Γεωργία). Για τον θάνατό του Απόστολου Ματθία, που επισυνέβη γύρω στο 80 μ.Χ, υπάρχουν τρεις εκδοχές:
Λιθοβολήθηκε στην Αιθιοπία (σημερινή Γεωργία) από ειδωλολάτρες.
Λιθοβολήθηκε από Ιουδαίους στην Ιερουσαλήμ και στη συνέχεια αποκεφαλίστηκε.
Πέθανε σε βαθύ γήρας στην Ιερουσαλήμ.
Τμήματα των λειψάνων του Απόστολου Ματθία βρίσκονται στο ναό της Αγίας Μαρίας Ματζόρε στη Ρώμη και στη Μονή Κύκκου της Κύπρου.
Στη Δυτική Χριστιανοσύνη, ο Απόστολος Ματθίας είναι προστάτης των επιπλοποιών, των ραφτάδων, των αλκοολικών και των πασχόντων από ευλογιά.
Απολυτίκιον
Θείω Πνεύματι, κεκληρωμένος, συνεπλήρωσας, των Αποστόλων, την δωδεκάριθμον φάλαγγα ένδοξε, μεθ' ων κηρύξας του Λόγου την κένωσιν, εθαυμαστώθης Ματθία Απόστολε. Αλλά πρέσβευε, δοθήναι τοις σε γεραίρουσι, πταισμάτων ιλασμόν και μέγα έλεος.
Ναγκ Παντσάμι: Η λατρεία των φιδιών
Το Ναγκ Παντσάμι είναι μια παραδοσιακή ινδουιστική γιορτή που τιμά τα φίδια και λατρεύεται ιδιαίτερα στην Ινδία και το Νεπάλ. Γιορτάζεται την 5η ημέρα του μήνα Σραβάν, που φέτος είναι στις 9 Αυγούστου 2024.
Τα φίδια κατέχουν σημαντική θέση στην ινδική μυθολογία. Σύμφωνα με τις Πουράνες, ο Κασιάπα, γιος του θεού Μπράχμα, και η τρίτη σύζυγός του γέννησαν τις θεότητες Νάγκα, οι οποίες εμφανίζονται ως μεγάλα φίδια. Οι Ινδουιστές πιστεύουν ότι τα φίδια είναι πιο ισχυρά από τους ανθρώπους και γι' αυτό τα λατρεύουν και τους προσφέρουν θυσίες, πιστεύοντας ότι προστατεύουν από δηλητηριώδη τσιμπήματα.
Κατά τη διάρκεια του Ναγκ Παντσάμι, προσφέρονται γλυκά, γάλα και λουλούδια σε απεικονίσεις των θεοτήτων Νάγκα. Αυτές οι απεικονίσεις μπορεί να είναι από πέτρα, ασήμι, ξύλο ή ακόμα και επιτοίχιες ζωγραφιές. Ραντίζονται με νερό και γάλα και στη συνέχεια προσκυνούνται. Επίσης, οι πιστοί νηστεύουν εκείνη την ημέρα.
Σε διάφορες περιοχές της Ινδίας λατρεύονται και ζωντανά φίδια, ενώ σε κάποιες περιοχές προσφέρουν θυσίες όπως ριζόγαλο ή κρυσταλλική ζάχαρη σε σχήμα φιδιών, που χύνονται σε μυρμηγκοφωλιές ως σπονδή στις θεότητες Νάγκα. Οι άνθρωποι ζωγραφίζουν επίσης εικόνες φιδιών στους τοίχους και τις πόρτες των σπιτιών τους, γράφοντας ειδικά μάντρα, πιστεύοντας ότι αυτό θα κρατήσει τα δηλητηριώδη φίδια μακριά.
Έρμαν Έσσε
Ο Χέρμαν Χέσσε (Hermann Hesse) ήταν ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα, γνωστός για τα έργα του που εξερευνούν την ανθρώπινη ψυχή και την αναζήτηση του πνευματικού νοήματος. Γεννημένος στις 2 Ιουλίου 1877 στην πόλη Καλβ της Γερμανίας, μεγάλωσε σε μια οικογένεια με βαθιές χριστιανικές και ανθρωπιστικές αξίες, που επηρέασαν σημαντικά τη σκέψη και το έργο του.
Ο Χέσσε, που είχε πάντα ένα πνεύμα ανυπάκουο και αναζητητικό, εγκατέλειψε το Θεολογικό Σεμινάριο της μονής Μάουλμπρον σε νεαρή ηλικία, απορρίπτοντας την αυστηρότητα της θρησκευτικής εκπαίδευσης. Οι πρώτες του επαγγελματικές εμπειρίες ήταν σε βιβλιοπωλεία, αλλά η λογοτεχνία ήταν η πραγματική του κλίση. Το πρώτο του μυθιστόρημα, "Πέτερ Κάμεντσιντ" (Peter Camenzind), δημοσιεύθηκε το 1904 και σηματοδότησε την αρχή μιας σημαντικής λογοτεχνικής καριέρας.
Ο Χέσσε έγινε ευρύτερα γνωστός με τα μυθιστορήματα "Σιντάρτα" (Siddhartha, 1922) και "Ντέμιαν" (Demian, 1919), όπου αποτυπώνει την αναζήτηση της αυτογνωσίας και της πνευματικής ολοκλήρωσης. Το έργο του είναι επηρεασμένο από την ανατολική φιλοσοφία, καθώς και από την ψυχανάλυση, ιδιαίτερα τις ιδέες του Καρλ Γιουνγκ, με τον οποίο είχε προσωπική γνωριμία.
Η μεγάλη του επιτυχία "Ο Λύκος της Στέπας" (Der Steppenwolf, 1927) εξερευνά τη σύγκρουση ανάμεσα στον ατομικισμό και την κοινωνική συμμόρφωση, ενώ το πιο φιλόδοξο έργο του, "Το παιχνίδι με τις χάντρες" (Glasperlenspiel, 1943), αποτυπώνει την αναζήτηση της γνώσης και της πνευματικής αρμονίας.
Το 1946 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, μια αναγνώριση της συμβολής του στη λογοτεχνία και των ανθρωπιστικών του ιδεών. Ο Χέσσε πέθανε στις 9 Αυγούστου 1962 στην Ελβετία, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο και επιδραστικό έργο, που συνεχίζει να εμπνέει αναγνώστες σε όλο τον κόσμο.
Η ιστορία του γυμνισμoύ
Η ανάγκη για ρουχισμό εκτιμάται ότι ξεκίνησε περίπου πριν από 72.000 χρόνια, όταν οι πρώτοι άνθρωποι άρχισαν να ντύνονται για πρακτικούς λόγους, όπως η προστασία από το κρύο ή τον ήλιο. Στις αρχαίες κοινωνίες, όπως στην Ελλάδα και τη Ρώμη, η γύμνια ήταν κοινωνικά αποδεκτή, ιδιαίτερα σε αθλητικές δραστηριότητες, όπως υποδεικνύει και η ετυμολογία της λέξης «γυμνάσιο» από το ελληνικό «γυμνός».
Ο γυμνισμός εξελίχθηκε σε οργανωμένο κίνημα τον 20ό αιώνα, με την πρώτη λέσχη γυμνιστών να ιδρύεται το 1903 κοντά στο Αμβούργο. Στην Ελλάδα, οι πρώτες απόπειρες οργανωμένου γυμνισμού έγιναν στον Μεσοπόλεμο, ενώ μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η χώρα έγινε προορισμός για γυμνιστές τουρίστες. Ωστόσο, αυτοί αντιμετώπισαν δυσκολίες στην εύρεση παραλιών όπου μπορούσαν να ασκήσουν τον γυμνισμό ελεύθερα.
Ο γυμνισμός αντιμετώπισε κοινωνικές και θρησκευτικές αντιδράσεις, ενώ οι επιρροές των ιεραποστόλων σε διάφορους πολιτισμούς προώθησαν την ενδυμασία ως μορφή ηθικής επιβολής. Παρά τα ταμπού, πολλοί γυμνιστές, ακόμα και θρησκευόμενοι, πιστεύουν ότι η γύμνια δεν απειλεί το ήθος, όπως έδειξε και το κίνημα του Αδαμισμού που εμφανίστηκε στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες.
Γουίτνεϊ Χιούστον
Η Γουίτνεϊ Χιούστον ήταν μία από τις μεγαλύτερες φωνές της σύγχρονης μουσικής, γνωστή για τις εντυπωσιακές ερμηνείες και την ικανότητά της να συγκινεί το κοινό με τη φωνή της. Με πωλήσεις άνω των 170 εκατομμυρίων δίσκων και κατακτώντας 415 βραβεία, μπήκε στο Βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες το 2009 ως η τραγουδίστρια με τα περισσότερα βραβεία παγκοσμίως.
Η Χιούστον γεννήθηκε στις 9 Αυγούστου 1963 στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ και ακολούθησε την οικογενειακή παράδοση στο τραγούδι, υπό την επιρροή της μητέρας της Σίσι Χιούστον και των ξαδέλφων της Ντιόν και Ντι Ντι Γουόργουικ. Έκανε τα πρώτα της βήματα στο χώρο της μουσικής και της υποκριτικής πολύ νωρίς, με σημαντικές συνεργασίες και εμφανίσεις.
Η καριέρα της απογειώθηκε με την κυκλοφορία του πρώτου της άλμπουμ το 1985, που περιλάμβανε μεγάλες επιτυχίες όπως το "Saving All My Love for You". Στα επόμενα χρόνια, η Χιούστον κυκλοφόρησε άλλα επιτυχημένα άλμπουμ και συμμετείχε σε σημαντικές ταινίες όπως ο "Σωματοφύλακας" (1992), όπου η ερμηνεία της στο τραγούδι "I Will Always Love You" έγραψε ιστορία.
Παρά τις επαγγελματικές της επιτυχίες, η προσωπική της ζωή ήταν ταραχώδης, με προβλήματα εθισμού και ένα θυελλώδη γάμο με τον Μπόμπι Μπράουν. Η καριέρα της άρχισε να φθίνει από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, ενώ η φωνή της έχασε την κρυστάλλινη χροιά που την έκανε διάσημη.
Η Γουίτνεϊ Χιούστον έφυγε από τη ζωή στις 11 Φεβρουαρίου 2012, αφήνοντας πίσω της μια κληρονομιά που συνεχίζει να επηρεάζει τη μουσική βιομηχανία.
Τάκης
Ο Τάκης (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Παναγιώτη Βασιλάκη), υπήρξε παγκοσμίου φήμης γλύπτης, γνωστός διεθνώς ως Takis. Αυτοδίδακτος εκ πεποιθήσεως και πρωτοπόρος της κινητικής τέχνης, κατάφερε να δημιουργήσει μια άρρηκτη σχέση ανάμεσα στην τέχνη και τις επιστήμες συνδυάζοντας στοιχεία της φύσης και της φυσικής στη γλυπτική του. Από τις αρχές της δεκαετίας ’60 πραγματοποίησε τομή στην πρωτοποριακή γλυπτική. Επηρεασμένος από τον Αλεξάντερ Κάλντερ και τον Ζαν Τενγκελί πειραματίστηκε πάνω σε κινητικές γλυπτικές φόρμες, ηλεκτρομαγνητικούς μηχανισμούς, αυτόματα που παράγουν ήχους, μηχανικά ελάσματα που κινούνται σαν μίσχοι λουλουδιών, σήματα της τροχαίας που αναβοσβήνουν, εξαρτήματα παλιών εργαλείων που επανασυντίθενται μ’ έναν τρόπο αναρχικό. Ο Παναγιώτης Βασιλάκης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 25 Οκτωβρίου 1925. Η παιδική του ηλικία και η εφηβεία του σημαδεύτηκαν από αλλεπάλληλους πολέμους από τους οποίους η Ελλάδα υπέφερε όπως η Γερμανική και η Ιταλική Κατοχή και ο Εμφύλιος Πόλεμος. Μεγάλωσε στην Νέα Χαλκηδόνα μέσα στην φτώχεια, καθώς η οικονομική ευμάρεια της πολυμελούς οικογένειάς του, με καταγωγή από την Αλαγονία της Μεσσηνίας, είχε πληγεί ήδη από το 1922 , δηλαδή την περίοδο της Μικρασιατικής Καταστροφής. Κατά την διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στον ΕΔΕΣ και μετά την απελευθέρωση στην ΕΠΟΝ. Για την δράση του φυλακίστηκε για ένα εξάμηνο στις αρχές του Εμφυλίου Πολέμου. Η καλλιτεχνική του πορεία ξεκίνησε σε ηλικία 20 ετών, παρά το γεγονός ότι η οικογένειά του δεν αποδεχόταν την κλίση του προς τις καλές τέχνες, σε ένα υπόγειο εργαστήρι, όταν έρχεται σε επαφή με τα έργα του Πικάσο και του Τζιακομέτι. Το 1952 δημιούργησε το πρώτο του ατελιέ με τους παιδικούς του φίλους και καλλιτέχνες Μίνω Αργυράκη και Ραϋμόνδο (Παναγιώτη Ρεμούνδο) στην περιοχή της Ανάκασας. Τα πρώτα έργα του Τάκη είναι προτομές από γύψο και γλυπτά από σφυρήλατο σίδηρο εμπνευσμένα και από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό αλλά και από καλλιτέχνες όπως ο Πικάσο και Τζιακομέτι. Το 1954, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και για λίγους μήνες εντάχθηκε στο ατελιέ του φημισμένου γαλλορουμάνου γλύπτη Κονσταντίν Μπρανκούζι. Τα επόμενα χρόνια ταξίδεψε και έζησε μεταξύ Παρισίων και Λονδίνου, όπου εμπνεύστηκε και δημιούργησε τα πρώτα του κινητικά έργα. Eντυπωσιασμένος από τα ραντάρ, τις κεραίες και τα τεχνολογικά κατασκευάσματα που κοσμούσαν τον σιδηροδρομικό σταθμό στο Καλέ της Γαλλίας, δημιούργησε τα πρώτα του «Σινιάλα», τα οποία ενώ στην αρχή ήταν άκαμπτα και είχαν φωτεινά σήματα στην κορυφή τους, σταδιακά άλλαξαν μορφή. Στην κορυφή τους τοποθετούνται πυροτεχνήματα μέσω των οποίων ο καλλιτέχνης πραγματοποιεί διάφορα χάπενινγκ στις πλατείες των Παρισίων, αποκτούν ευελιξία, λικνίζονται χάρη στην πνοή του ανέμου ενώ όταν κρούουν μεταξύ τους παράγουν μοναδικούς ήχους δίνοντας την αίσθηση της δόνησης των χορδών και της μελωδίας της άρπας. Από το 1955 και μέχρι το τέλος του 1965, ο Τάκης εξερευνά τις μαγνητικές δυνάμεις και την ενέργεια των μαγνητικών πεδίων, τα οποία αποτελούν ένα από τα θεμέλια του έργου του. Πειραματίστηκε με τον ηλεκτρισμό, τον ήχο και το φως όπως και άλλοι καλλιτέχνες της γενιάς των Νεο-Ρεαλιστών της δεκαετίας του ’60 στο Παρίσι. Επηρεασμένος από όλα όσα αναφέρθηκαν αλλά και από τις κοσμικές δυνάμεις και την επικοινωνία με το υπερπέραν δημιούργησε τα «Τηλεγλυπτά» τους «Τηλεπίνακες» και τα «Τηλεφώτα». Το 1960 παρουσίασε τρία έργα τής σειράς αυτής στην γκαλερί Κλερ των Παρισίων με τον τίτλο «Το Αδύνατον: Ο Άνθρωπος στο Διάστημα», σε συνεργασία με το φίλο του Νοτιοαφρικανό ποιητή Σινκλέρ Μπέιλς (1930-2000). Κατά την διάρκεια της παρουσίασης ο Μπέιλς διάβασε το περίφημο Μαγνητικό Μανιφέστο του: «Είμαι γλυπτό...Υπάρχουν κι άλλα γλυπτά σαν εμένα. Η κύρια διαφορά είναι ότι δε μπορούν να μιλήσουν...Θα ήθελα να δω όλες τις πυρηνικές βόμβες στη Γη να μετατρέπονται σε γλυπτά ...» και «εκτοξεύεται στον αέρα» στιγμιαία αιωρούμενος από το μαγνητικό πεδίο ενός μαγνήτη που συνδέεται με τη ζώνη του. Το 1961, πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι του στις ΗΠΑ, όπου παρουσίασε τα ηλεκτρομαγνητικά γλυπτά του στην γκαλερί του Αλέξανδρου Ιόλα στην Νέα Υόρκη και γνωρίστηκε με τον μετέπειτα φίλο του Μαρσέλ Ντισάν. Τον ίδιο χρόνο εκδίδεται η αυτοβιογραφία του στα γαλλικά με τίτλο «Estafilades» («Ουλές»). Στα ελληνικά το βιβλίο του θα εκδοθεί το 2005 από τις εκδόσεις «Φερενίκη» με τίτλο «Takis». Το 1968- 1969 συνεργάστηκε ως υπότροφος με το Τεχνολογικό Ινστιτούτο τής Μασαχουσέτης (ΜΙΤ.), στο Κέντρο Ανώτερων Εικαστικών Σπουδών. Εκεί δημιούργησε μια σειρά από ηλεκτρομαγνητικά γλυπτά, και αφού μελέτησε την υδροδυναμική ενέργεια, εμπνεύστηκε και μια σειρά από υδρομαγνητικά γλυπτά. Ριζοσπαστικός και ανατρεπτικός, ίδρυσε μαζί με άλλους καλλιτέχνες τον Ιανουάριο του 1969 τον «Συνασπισμό των Εργατών της Τέχνης» («Art Workers Coalition») με σκοπό την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των καλλιτεχνών ενάντια στην εκμετάλλευσή τους από τους γκαλερίστες, τους εικαστικούς επιμελητές και τα μουσεία. Χαρακτηριστικό γεγονός αποτελεί η εφόρμισή του στο Mουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (MoMA) με σκοπό να αποσύρει ένα έργο του προτού προλάβει η ασφάλεια του Μουσείου να αντιδράσει. Η συμβολική του αυτή κίνηση έγινε πρωτοσέλιδο στους Τάιμς της Νέας Υόρκης. Το 1974, έχοντας πλέον επιστρέψει και πάλι στο Παρίσι, ξεκινά να δημιουργεί τα ερωτικά του γλυπτά και τα μαγνητικά του κοσμήματα. Το 1986 επέστρεψε στην Ελλάδα και ίδρυσε το Κέντρο Ερευνών για την Τέχνη και τις Επιστήμες (KETE) σε έκταση που είχε αγοράσει από το 1963 στο Γεροβουνό (περιοχή Καματερού) Αττικής. Τα επίσημα εγκαίνια του ΚΕΤΕ έγιναν το 1993. Το 1985, κατασκεύασε ένα μαγνητικό τοίχο, μήκους 80 μέτρων, που έχει τοποθετηθεί ως διακόσμηση στο ισόγειο τού Κέντρου Μπομπούρ στο Παρίσι. Το 1987 και το 1990 αντίστοιχα διαμορφώθηκαν με «Σινιάλα» η τεχνητή λίμνη και η μεγάλη αψίδα της επιχειρηματικής συνοικίας Λα Ντεφάνς των Παρισίων. Το 1988 «Σινιάλα» τοποθετήθηκαν στο Ολυμπιακό Πάρκο Γλυπτικής στην Σεούλ, ενώ στα τέλη του 1991 άρχισε μια μνημειώδης κατασκευή του στο υδραγωγείο της πόλης Μποβέ. To 1986, εξέθεσε στην γκαλερί «Μέδουσα» της Αθήνας τα «Διαστημικά» με τους φίλους της εφηβείας του, Μίνω Αργυράκη και Ραϋμόνδο. Δύο έργα του, «Τα φωτεινά σινιάλα» και «Φωτοβολταϊκή Ενέργεια», κοσμούν από το 2001 τον σταθμό του αθηναϊκού μετρό «Συγγρού-Φιξ». Παρά το γεγονός ότι ήταν παγκοσμίως αναγνωρισμένος για τα κινητικά του γλυπτά, ο Τάκης πρωτοπόρησε και στη δημιουργία σκηνικών, στη μουσική επιμέλεια θεατρικών παραστάσεων και περφόρμανς. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι συνεργασίες του με τον Κώστα Γαβρά στην ταινία του «Ειδικό Δικαστήριο» («Section Spéciale», 1975), με τον Μιχάλη Κακογιάννη για την παράσταση «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου (1983), με τον Ναμ Τζουν Πάικ για τις «Τρωάδες» (1979), με τη Ζοέλ Λεάντρ και τη χορεύτρια Μάρθα Ζιώγα για την περφόρμανς « Ligne Parallèle Erotique» («Παράλληλη Ερωτική Γραμμή», 1986) και με τη Βαρβάρα Μαυροθαλασσίτη για την περφόρμανς «Isis Awakening» (Το ξύπνημα της Ίσιδος, 1990). Το 1973 παρουσίασε το μπαλέτο «Έλκυσις» στο Φεστιβάλ Ολλανδίας και το 1978 τον «Μουσικό Χώρο» στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης τής Πόλης τού Παρισιού. Ο Τάκης (Παναγιώτης Βασιλάκης) πέθανε στις 9 Αυγούστου 2019, σε ηλικία 93 ετών. Από τον γάμο του με την αμερικανίδα γλύπτρια Λίλιαν Λάιν (γ.1939) απέκτησε δύο παιδιά.
Ο Τάκης (Παναγιώτης Βασιλάκης) ήταν ένας παγκοσμίως γνωστός γλύπτης και πρωτοπόρος της κινητικής τέχνης. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1925 και παρά τις δύσκολες συνθήκες της παιδικής του ηλικίας, ανέπτυξε ένα πάθος για την τέχνη, το οποίο τον οδήγησε να δημιουργήσει μια νέα μορφή γλυπτικής που συνδύαζε την τέχνη με τις επιστήμες.
Αυτοδίδακτος και εμπνευσμένος από καλλιτέχνες όπως ο Αλεξάντερ Κάλντερ, ο Τάκης δημιούργησε έργα που βασίζονται στις μαγνητικές δυνάμεις, τον ηλεκτρισμό, και τον ήχο, ανοίγοντας νέους δρόμους στην καλλιτεχνική έκφραση. Έργα του εκτίθενται σε σημαντικά μουσεία και δημόσιους χώρους παγκοσμίως, ενώ το κέντρο ερευνών που ίδρυσε στο Γεροβουνό, συνεχίζει το έργο του, προάγοντας τη σχέση ανάμεσα στην τέχνη και την επιστήμη. Ο Τάκης απεβίωσε το 2019 σε ηλικία 93 ετών, αφήνοντας πίσω του μια ανεκτίμητη καλλιτεχνική κληρονομιά.
Σάρον Τέιτ
Η Σάρον Τέιτ υπήρξε μια πολλά υποσχόμενη αμερικανίδα ηθοποιός, που έφυγε πρόωρα από τη ζωή και έγινε γνωστή κυρίως ως το θύμα του δολοφόνου Τσαρλς Μάνσον. Γεννημένη στις 24 Ιανουαρίου 1943 στο Ντάλας του Τέξας, η Σάρον ξεκίνησε την καριέρα της στο θέαμα σε πολύ νεαρή ηλικία, συμμετέχοντας σε διαγωνισμούς ομορφιάς και κάνοντας το κινηματογραφικό της ντεμπούτο το 1961.
Εντυπωσιακή με την ομορφιά της, η Τέιτ πρωταγωνίστησε σε διάφορες ταινίες, με χαρακτηριστική την ερμηνεία της στο «Η κοιλάδα με τις κούκλες», που της χάρισε υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα. Παντρεύτηκε τον σκηνοθέτη Ρομάν Πολάνσκι και περίμενε το πρώτο τους παιδί όταν, στις 9 Αυγούστου 1969, δολοφονήθηκε στο σπίτι της από μέλη της «οικογένειας» του Τσαρλς Μάνσον, σε μια αποτρόπαια επίθεση που συγκλόνισε τον κόσμο.
Η φρικτή φύση της δολοφονίας της και οι συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη, μετέτρεψαν τη Σάρον Τέιτ σε σύμβολο της αθωότητας που χάθηκε, και η κληρονομιά της συνεχίζει να απασχολεί τα ΜΜΕ μέχρι σήμερα.