ο Ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου αποτελεί μία από τις σημαντικότερες και ηρωικότερες στιγμές του Κρητικού Απελευθερωτικού Αγώνα, καθώς και ισχυρό σύμβολο της αντίστασης και αυτοθυσίας των Κρητών. Κατά τη διάρκεια της Κρητικής Επανάστασης του 1866, η Μονή Αρκαδίου ήταν το κέντρο της τοπικής επαναστατικής επιτροπής, αποθηκευτικός χώρος για όπλα και τρόφιμα, και καταφύγιο για τους ντόπιους.
Μετά την απόρριψη των αιτημάτων για δικαιώματα και αυτονομία που απηύθυναν οι Κρητικοί στον Σουλτάνο, η κατάσταση οξύνθηκε, και οι Κρητικοί κήρυξαν την επανάσταση τον Αύγουστο του 1866. Στις 6 Νοεμβρίου 1866, ο Μουσταφά Πασάς πολιόρκησε τη Μονή Αρκαδίου με δύναμη 15.000 ανδρών. Παρά την αντίσταση των λίγων υπερασπιστών της μονής, στις 9 Νοεμβρίου οι Τούρκοι κατέλαβαν το μοναστήρι. Η ηρωική πράξη του Κωστή Γιαμπουδάκη να ανατινάξει την μπαρουταποθήκη έφερε τον θάνατο στους αμυνόμενους, αλλά και στους εισβολείς, προκαλώντας σοκ στους Τούρκους και συγκίνηση σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Η θυσία στο Αρκάδι ενέπνευσε έντονο φιλελληνισμό, με προσωπικότητες όπως ο Βίκτωρ Ουγκώ και ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι να υποστηρίζουν τον αγώνα των Κρητών, ενώ υπήρξε και οικονομική ενίσχυση από το εξωτερικό. Αν και η επανάσταση κατεστάλη το 1869, ο Σουλτάνος αναγκάστηκε να παραχωρήσει το 1868 τον «Οργανικό Νόμο», αναγνωρίζοντας κάποια δικαιώματα στους Κρητικούς. Η Κρήτη ενσωματώθηκε τελικά στην Ελλάδα το 1913, αποδεικνύοντας πως η αυτοθυσία των ηρώων της Μονής Αρκαδίου αποτέλεσε καθοριστικό βήμα στον δρόμο προς την ελευθερία.
Η "Νύχτα των Κρυστάλλων" (Kristallnacht) υπήρξε το πρώτο μαζικό πογκρόμ εναντίον των Εβραίων στη Ναζιστική Γερμανία και πραγματοποιήθηκε την 9η Νοεμβρίου 1938. Το γεγονός αυτό έλαβε την ονομασία "Νύχτα των Κρυστάλλων" λόγω των σπασμένων τζαμιών και βιτρινών από τα καταστήματα και τις συναγωγές των Εβραίων που καταστράφηκαν.
Η αφορμή για το πογκρόμ ήταν η δολοφονία του γερμανοεβραίου Χέρσελ Γκρίσπαν στο Παρίσι, ο οποίος σκότωσε τον Γερμανό διπλωμάτη Ερνστ Φον Ρατ. Αν και φαινομενικά οι επιθέσεις φάνηκαν αυθόρμητες, στην πραγματικότητα ήταν οργανωμένες από το καθεστώς των Ναζί ως μια δήλωση εχθρότητας απέναντι στους Εβραίους.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας, καταστράφηκαν 1.574 συναγωγές, 7.000 εβραϊκά καταστήματα και 29 πολυκαταστήματα, ενώ 30.000 Εβραίοι συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο αριθμός των θυμάτων κυμαίνεται από 36 έως 200, αν και η ακριβής εκτίμηση είναι ασαφής. Παράλληλα, υπήρξαν και θύματα μη Εβραίοι, που είχαν την ατυχία να μοιάζουν με Εβραίους.
Η διεθνής κοινότητα αντέδρασε με σφοδρότητα, και πολλές χώρες, όπως οι ΗΠΑ, διέκοψαν τις διπλωματικές τους σχέσεις με τη Γερμανία ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Το πογκρόμ αυτό αποτέλεσε ένα από τα πρώτα σοβαρά σημάδια για την έκταση των ναζιστικών διωγμών, που θα κορυφώνονταν με το Ολοκαύτωμα.
ο Τείχος του Βερολίνου ήταν ένα από τα πιο ισχυρά σύμβολα του Ψυχρού Πολέμου, το οποίο χώρισε το Βερολίνο σε δύο κομμάτια για σχεδόν τρεις δεκαετίες, από το 1961 έως το 1989. Κατασκευάστηκε από την Ανατολική Γερμανία με στόχο να σταματήσει τη μαζική φυγή των πολιτών της Ανατολικής Γερμανίας προς τη Δύση, η οποία είχε αρχίσει να γίνεται έντονη, ειδικά μετά την εργατική εξέγερση του 1953. Το Τείχος, ύψους 2 μέτρων και μήκους 45 χιλιομέτρων, έφραζε το πέρασμα από το Δυτικό Βερολίνο, το οποίο βρισκόταν σε καθεστώς δυτικής κατοχής, προς την Ανατολική Γερμανία και είχε ενισχυθεί με συρματόπλεγμα, φρουρές και ηλεκτροφόρα καλώδια.
Η πτώση του Τείχους το 1989, μετά από σειρά εξελίξεων που οδήγησαν σε πολιτικές αλλαγές στην Ανατολική Ευρώπη, θεωρείται ορόσημο στην ιστορία της Γερμανίας και του κόσμου, σηματοδοτώντας το τέλος της διαίρεσης της χώρας και την αρχή της επανένωσης. Η αποδοχή της αιφνιδιαστικής απόφασης της Ανατολικής Γερμανίας να ανοίξει τα σύνορά της το Νοέμβριο του 1989 ήταν καθοριστική, αφού άνοιξε το δρόμο για την κατεδάφιση του Τείχους και την ενότητα των δύο Γερμανιών το 1990.
Κατά τη διάρκεια της ύπαρξής του, το Τείχος αποτέλεσε σύμβολο καταπίεσης και ανελευθερίας, και οι προσπάθειες για απόδραση προς τη Δύση συχνά κατέληγαν σε θύματα, με τουλάχιστον 136 ανθρώπους να χάνουν τη ζωή τους προσπαθώντας να το περάσουν.
Ο Άγιος Νεκτάριος (1846–1920) είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς σύγχρονους αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η μνήμη του οποίου τιμάται στις 9 Νοεμβρίου. Γεννημένος ως Αναστάσιος Κεφαλάς στη Σηλυβρία της Θράκης, είχε πνευματική αναζήτηση από νεαρή ηλικία, σπουδάζοντας Πατερικά κείμενα και εκκλησιαζόμενος τακτικά. Στην ηλικία των 20 ετών, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε και μελετούσε. Το 1876 εκάρη μοναχός με το όνομα Λάζαρος και το 1877 χειροτονήθηκε διάκονος με το όνομα Νεκτάριος.
Αργότερα, σπούδασε θεολογία και χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Υπηρέτησε στην Αλεξάνδρεια, όπου έγινε μητροπολίτης Πενταπόλεως. Όμως, λόγω φθόνων, απομακρύνθηκε από το Πατριαρχείο και το 1889 ήρθε στην Ελλάδα, όπου υπηρέτησε ως ιεροκήρυκας και διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής. Το 1904 ίδρυσε τη Μονή της Αγίας Τριάδας στην Αίγινα, όπου εκδήλωσε τη χαρισματική του δύναμη μέσω πολλών θαυμάτων.
Η ζωή του σημαδεύτηκε από δυσκολίες, αλλά ο Άγιος Νεκτάριος αναγνωρίστηκε για την αγιότητά του και τα θαύματα που τελέστηκαν μέσω της μεσιτείας του. Εκοιμήθη το 1920 από καρκίνο του προστάτη, και το 1961 ανακηρύχθηκε Άγιος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τα λείψανά του ανακομίστηκαν το 1963 και φυλάσσονται στη Μονή της Αγίας Τριάδας στην Αίγινα.
Η μνήμη του εορτάζεται με ευλάβεια και αναγνωρίζεται για την αγιότητά του, τις θαυματουργικές επεμβάσεις του και τη σπουδαία προσφορά του στην Εκκλησία.
Η Χέντι Λαμάρ (1913–2000) ήταν μια εμβληματική μορφή του κινηματογράφου και της τεχνολογίας, γνωστή τόσο για την εκπληκτική ομορφιά της όσο και για τις πρωτοποριακές της εφευρέσεις. Γεννημένη στη Βιέννη, η Χέντι Ίβα Μαρία Κίσλερ εγκατέλειψε την άνετη ζωή της για να ακολουθήσει καριέρα στον κινηματογράφο, προτού μετακομίσει στις ΗΠΑ και υιοθετήσει το καλλιτεχνικό όνομα Χέντι Λαμάρ. Στην καριέρα της στο Χόλιγουντ, συνεργάστηκε με μεγάλους ηθοποιούς και σκηνοθέτες, ενώ η εξωτική ομορφιά της την καθιέρωσε ως μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες του κινηματογράφου της εποχής.
Εκτός από την καριέρα της, η Χέντι Λαμάρ διακρίθηκε και ως εφευρέτρια. Μαζί με τον συνθέτη Τζορτζ Αντάιλ, ανέπτυξε την τεχνολογία της διασποράς φάσματος, η οποία αργότερα αποτέλεσε θεμέλιο για τις ασύρματες τηλεπικοινωνίες, όπως το Wi-Fi, το Bluetooth και το CDMA. Αν και η εφεύρεσή τους δεν υιοθετήθηκε άμεσα από το ναυτικό κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αναγνωρίστηκε αργότερα ως σημαντική για την εξέλιξη της τεχνολογίας.
Η ζωή και η κληρονομιά της Χέντι Λαμάρ παραμένουν σημαντικές και για την εφεύρεση αλλά και για την εντυπωσιακή της καριέρα στον κινηματογράφο, ενώ συνεχίζει να αποτελεί πηγή έμπνευσης για πολλές γενιές.
Η 9η Νοεμβρίου είναι μια ιδιαίτερα σημαδιακή ημερομηνία για τη Γερμανία, γνωστή ως Schicksalstag (Μοιραία Ημέρα), καθώς συνδέεται με πολλά ιστορικά γεγονότα. Στη διάρκεια των ετών, η ημερομηνία αυτή έφερε σημαντικές εξελίξεις, τόσο θετικές όσο και αρνητικές, στην πορεία της χώρας:
1848: Εκτελείται ο φιλελεύθερος πολιτικός Ρόμπερτ Μπλουμ, η εκτέλεση του οποίου συμβολίζει την αποτυχία της αστικοφιλελεύθερης επανάστασης κατά της αριστοκρατίας.
1918: Ο κάιζερ Γουλιέλμος Β’ εκθρονίζεται και εξορίζεται στην Ολλανδία. Ο Φίλιπ Σάιντεμαν ανακηρύσσει την Αβασίλευτη Δημοκρατία από το Ράιχσταγκ, ενώ λίγες ώρες αργότερα, ο Καρλ Λίμπκνεχτ ανακηρύσσει το Ελεύθερο Σοσιαλιστικό Κράτος, το οποίο έμελλε να είναι βραχύβιο.
1923: Αποτυγχάνει το πραξικόπημα του Αδόλφου Χίτλερ στο Μόναχο, αλλά σηματοδοτεί την αρχή της ανόδου του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος.
1938: Η Νύχτα των Κρυστάλλων, το πρώτο οργανωμένο πογκρόμ κατά των Εβραίων στη Γερμανία και την Αυστρία, το οποίο αποτελεί την αρχή του Ολοκαυτώματος, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές και απώλειες ζωών.
1989: Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου και η άνοιγμα των συνόρων της Ανατολικής Γερμανίας για τους πολίτες της, γεγονός που οδήγησε στην επανένωση της Γερμανίας το 1990.
Η 9η Νοεμβρίου, λοιπόν, αποτελεί μια ημέρα έντονων και καθοριστικών στιγμών για τη Γερμανία, με στιγμές μεγάλης ιστορικής σημασίας και πολιτικών αλλαγών που επηρέασαν την κατεύθυνση της χώρας.
Ο Ίμρε Κέρτες (1929–2016) ήταν Ούγγρος συγγραφέας, βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2002. Γεννημένος στη Βουδαπέστη από εβραίους γονείς, βίωσε τις φρικαλεότητες του Ολοκαυτώματος σε ηλικία 14 ετών, όταν εκτοπίστηκε στο Άουσβιτς και από εκεί στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ, απ' όπου απελευθερώθηκε το 1945. Οι τραυματικές αυτές εμπειρίες σφράγισαν το συγγραφικό του έργο. Ο ίδιος είχε δηλώσει πως όταν σκέφτεται να γράψει, το μυαλό του πάντα γυρίζει στο Άουσβιτς.
Αν και είχε γράψει από τη νεότητά του, η αναγνώρισή του εκτός Ουγγαρίας ήρθε μετά την πτώση του κομμουνισμού στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Μέχρι τότε, εκτός από τη συγγραφή, εργαζόταν ως μεταφραστής γερμανικής λογοτεχνίας και είχε απολυθεί από την εφημερίδα στην οποία εργαζόταν για την αντικαθεστωτική του στάση.
Το 2002, η Σουηδική Ακαδημία τον τίμησε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, απονέμοντάς του το βραβείο «για την αναδείξή της εύθραυστης εμπειρίας του ατόμου απέναντι στην αυθαίρετη βαρβαρότητα της ιστορίας». Το έργο του έγινε πιο γνωστό μετά τη βράβευσή του και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, ενώ μέχρι τότε είχε περιορισμένη απήχηση, κυρίως στο γερμανόφωνο κοινό.
Ο Ίμρε Κέρτες (1929–2016) ήταν Ούγγρος συγγραφέας, βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2002. Γεννημένος στη Βουδαπέστη από εβραίους γονείς, βίωσε τις φρικαλεότητες του Ολοκαυτώματος σε ηλικία 14 ετών, όταν εκτοπίστηκε στο Άουσβιτς και από εκεί στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ, απ' όπου απελευθερώθηκε το 1945. Οι τραυματικές αυτές εμπειρίες σφράγισαν το συγγραφικό του έργο. Ο ίδιος είχε δηλώσει πως όταν σκέφτεται να γράψει, το μυαλό του πάντα γυρίζει στο Άουσβιτς.
Αν και είχε γράψει από τη νεότητά του, η αναγνώρισή του εκτός Ουγγαρίας ήρθε μετά την πτώση του κομμουνισμού στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Μέχρι τότε, εκτός από τη συγγραφή, εργαζόταν ως μεταφραστής γερμανικής λογοτεχνίας και είχε απολυθεί από την εφημερίδα στην οποία εργαζόταν για την αντικαθεστωτική του στάση.
Το 2002, η Σουηδική Ακαδημία τον τίμησε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, απονέμοντάς του το βραβείο «για την αναδείξή της εύθραυστης εμπειρίας του ατόμου απέναντι στην αυθαίρετη βαρβαρότητα της ιστορίας». Το έργο του έγινε πιο γνωστό μετά τη βράβευσή του και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, ενώ μέχρι τότε είχε περιορισμένη απήχηση, κυρίως στο γερμανόφωνο κοινό.
Ο Στιγκ Λάρσον (1954–2004) ήταν Σουηδός δημοσιογράφος και συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, που έγινε διεθνώς γνωστός μετά τον πρόωρο θάνατό του και την επιτυχία της τριλογίας Millennium. Γεννημένος στο Σκελεφτεχάμν της βόρειας Σουηδίας, ασχολήθηκε με τη συγγραφή από νεαρή ηλικία και ήταν έντονα πολιτικοποιημένος, συμμετέχοντας στην αριστερή πολιτική σκηνή και εκδίδοντας περιοδικά για τη σοσιαλιστική υπόθεση.
Η επαγγελματική του καριέρα περιλάμβανε τη φωτογραφία και τη δημοσιογραφία, ενώ το 1995 ίδρυσε το Ινστιτούτο Expo για την καταπολέμηση του ακροδεξιού εξτρεμισμού. Ενώ παράλληλα με τη δημοσιογραφική του δράση, σχεδίαζε μια σειρά από δέκα αστυνομικά μυθιστορήματα με κεντρικούς χαρακτήρες τη χάκερ Λίσμπετ Σαλάντερ και τον δημοσιογράφο Μίκαελ Μπλόμκβιστ.
Λίγες ημέρες μετά την ολοκλήρωση και παράδοση των χειρογράφων για τα τρία πρώτα βιβλία της τριλογίας του, πέθανε από καρδιακή ανακοπή το 2004, σε ηλικία 50 ετών. Η τριλογία Millennium, που ξεκίνησε με το βιβλίο Το κορίτσι με το τατουάζ (2005), απέσπασε παγκόσμια αναγνώριση, κερδίζοντας διεθνή βραβεία και μεταφράζοντας τα έργα του σε περισσότερες από 40 γλώσσες, με τις πωλήσεις να ξεπερνούν τα 100 εκατομμύρια αντίτυπα. Το έργο του μεταφέρθηκε επίσης στον κινηματογράφο, τόσο από σουηδικές παραγωγές όσο και από το Χόλιγουντ, με τη σκηνοθεσία του Ντέιβιντ Φίντσερ.
ο τραγούδι «Layla» του Έρικ Κλάπτον είναι ένας από τους πιο εμβληματικούς ροκ ύμνους για την αγάπη, το οποίο γράφτηκε το 1970 και περιλαμβάνεται στο άλμπουμ «Layla and Other Assorted Love Songs» των Derek and the Dominos. Το τραγούδι αντανακλά τον παθιασμένο έρωτα του Κλάπτον για την Πάτι Μπόιντ, η οποία ήταν η γυναίκα του καλύτερού του φίλου, Τζορτζ Χάρισον. Ο Κλάπτον είχε εμπνευστεί για το τραγούδι από το ποιήμα «Η Λέιλα και ο Μαϊνούν» του Νεζαμί, το οποίο αφηγείται την ιστορία ενός παθιασμένου έρωτα που εμποδίζεται από κοινωνικούς περιορισμούς.
Η «Layla» έχει δύο μέρη: το πρώτο, που είναι γεμάτο με δυναμικές κιθάρες και έντονα συναισθηματική φόρτιση, και το δεύτερο, που παρουσιάζει μια πιο αργή, ορχηστρική σύνθεση, με το πιάνο του Τζιμ Γκόρντον. Παρά το ότι αρχικά το τραγούδι πέρασε απαρατήρητο, το 1971 μια συντομευμένη εκδοχή του έγινε επιτυχία και συνεχίζει να θεωρείται ένα από τα πιο ερωτικά και σημαντικά τραγούδια στην ιστορία του ροκ.
Η προσωπική ζωή του Κλάπτον, και ιδιαίτερα η σχέση του με την Πάτι Μπόιντ, αποτυπώνεται στην ίδια την τραγουδιστική ιστορία. Η Πάτι και ο Τζορτζ Χάρισον χώρισαν το 1977, και δύο χρόνια αργότερα η Πάτι παντρεύτηκε τον Κλάπτον. Παρά τις δυσκολίες στον γάμο τους, η «Layla» συνέχισε να αγαπιέται, ενώ ο Κλάπτον παρουσίασε την ακουστική εκδοχή του τραγουδιού το 1992 στην εκπομπή «MTV Unplugged», προσφέροντας μια νέα διάσταση στον ροκ αυτό ύμνο.
Πηγή: Σαν σήμερα