Η μείωση των τιμών του ρωσικού φυσικού αερίου έχει φέρει ανατροπές στην αγορά και στη στρατιωτική ενεργειακή ασφάλεια της Ελλάδας. Αν και η πολιτική βούληση δεν μειωθεί η εξάρτηση από το ρωσικό αέριο και να αναζητηθούν εναλλακτικές λύσεις, η οποία φέρνει μια διαφορετική εικόνα.
Το γεγονός ότι το ρωσικό αέριο καλύπτει πλέον το 60% των εγχώριων αναγκών, αποτελεί απόδειξη της αυξανόμενης εξάρτησης από τη ρωσική προμήθεια. Αυτό όχι μόνο εμποδίζει την ανάπτυξη του κάθε διαδρόμου, αλλά θέτει και ερωτηματικά για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας.
Η χαμηλή τιμή του ρωσικού αερίου συνιστά ελκυστική επιλογή για τις επιχειρήσεις, που προτιμούν να μην αναλαμβάνουν μακροχρόνιες δεσμεύσεις. Αυτό όμως αναφέρεται στους στόχους της κυβέρνησης για την ενίσχυσή της της ενεργειακής ανεξαρτησίας της χώρας.
Η απόφαση να δοκιμαστεί η αυξημένη και αναβαθμισμένη υποδομή αερίου στην Ελλάδα δεν συναρπάζει τους πιθανούς χρήστες, που προτιμούν το φθηνότερο ρωσικό αέριο. Αντίθετα, άλλες αγορές όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία, εκδίδουν ενδιαφέρον για τη δέσμευση χωρητικότητας σε αγωγούς που μεταφέρουν ρωσικό αέριο μέσω Τουρκίας.
Η διαφοροποίηση των πηγών αερίου φαίνεται πως επιφέρει αλλαγές στην αγορά, με το φθηνό ρωσικό αέριο να αποτελεί την επιλογή των εταιρειών, αντί των ακριβών LNG. Αυτό φανερώνει την ανάγκη για αναθεώρηση των στρατηγικών ενεργειακών πολιτικών της χώρας, ώστε να διασφαλιστεί η ενεργειακή ασφάλεια και η ανεξαρτησία.
Η πρόκληση για την Ελλάδα είναι να βρεθεί κατάλληλος συνδυασμός οικονομικής βιωσιμότητας και ενεργείας ασφάλειας, προκειμένου να διασφαλιστεί η εξυπηρέτηση των αναγκών της χώρας σε ενέργεια, χωρίς να εκτίθεται σε εξωτερικές επιδράσεις.
Σε μια που η ενεργειακή ασφάλεια αποτελεί για την οικονομική ανάπτυξη και την εθνική ασφάλεια, η Ελλάδα πρέπει να αντιμετωπιστεί με τις προκλήσεις της στρατηγικής προσέγγισης, προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ενεργειακού του μέλλοντος.